11
Ο πρωθυπουργός αγκάλιασε με πάθος την γυναίκα του μόλις την είδε κι αυτό την ξάφνιασε. Δεν την είχε αγκαλιάσει έτσι εδώ και χρόνια. Ήταν παντρεμένοι τα τελευταία είκοσι χρόνια και ο χρόνος, η καθημερινότητα είχε αφήσει τα σημάδια του και σ’ αυτό το ζευγάρι. Αυτή η απροσδόκητη θέρμη έκανε την δουλειά της και μάλιστα με το παραπάνω. Στο μυαλό του ξεπήδησαν οι πρώτες στιγμές της γνωριμίας τους, γεμάτες ερωτισμό και την αγωνιά της προσμονής.
Η στενή επαφή των κορμιών τους και ο ηλεκτρισμός που ανέβλυζε οδήγησε σε ένα παθιασμένο φιλί, αυτό σε ακόμη εντονότερη επαφή και τελικά... έρωτας, αγνός, καθαρός από σκέψεις και συναισθήματα, απροκάλυπτος, ανάγκη επικοινωνίας, τόσο μέσω της σωματικής όσο της ψυχικής σύνδεσης. Ταξίδι στο χρόνο και μάλιστα στο παρελθόν, στην αρχή της σχέσης τους και του φλογερού πάθους!
Το υπόλοιπο της ημέρας, αλλά και η νύχτα που ήρθε, πέρασε ξέγνοιαστα με παιχνίδι για όλη την οικογένεια, αλλά και κάνοντας ερώτα οι δυο τους, ξανά και ξανά και ξανά. Παρακολουθούσε τα παιδιά του να παίζουν με όλη τους την ψυχή και την σύζυγο του να τον κοιτάζει με ευγνωμοσύνη για την υπέροχη ετούτη μέρα. Το μυαλό του ταξίδεψε σε εποχές παλιές, πριν την απόφαση για την προεδρία του κόμματος, χωρίς άγχος, χωρίς προβλήματα, με μονή πραγματική έγνοια το μεγάλωμα των παιδιών. Κοίταξε την γυναίκα του, που τώρα κοιμόταν ευτυχισμένη δίπλα του. Ένα χαμόγελο είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπο της. Χάιδεψε το γυμνό της κορμί και έκλεισε τα μάτια του. Κοιμήθηκε σαν πουλάκι, έχοντας περάσει, και κατά βάθος αναγνωρίζοντας το με θλίψη, το τελευταίο του πραγματικά ελεύθερο βράδυ.
Το ξημέρωμα έφτασε και ο Οδυσσέας ξεκίνησε για το σπίτι του πρωθυπουργού. Είχαν δώσει ραντεβού εκεί στις εννιά το πρωί και θα πήγαινε με τους άντρες του, αφού τους συναντούσε στο προκαθορισμένο σημείο. Είχε περάσει κι αυτός ένα υπέροχο βράδυ με την σύζυγο του. Και η αλήθεια είναι ότι τώρα αισθανόταν απελευθερωμένος. Όλη την νύχτα ένιωθε ένα κρυφό βάρος, σαν κάτι να πιέζει το στέρνο του, κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Δεν ήξερε αν αυτό οφειλόταν στον παράξενο νέο και τις δυνάμεις του ή στους κινδύνους που επιφύλασσαν τα λόγια του. Δεν είχε σημασία τώρα. Αυτός θα έκανε ότι του ζητούσε ο πρωθυπουργός. Όχι μόνο γιατί ήταν άνθρωπος που πίστευε απόλυτα στην ιεραρχία της εξουσίας, αλλά και γιατί είχε επιλεχτεί ανάμεσα σε τόσους για να φέρει εις πέρας μια αποστολή. Κι ακριβώς αυτό σκόπευε να κάνει.
Βρέθηκαν όλοι μαζί στο σημείο συνάντησης, εννέα άντρες αφοσιωμένοι στον αρχηγό του κράτους, αλλά σκεπτικοί και προβληματισμένοι για το μέλλον και κατευθύνθηκαν προς την οικία του. Ήταν όλοι σιωπηλοί κατά την διαδρομή, ίσως συναισθανόμενοι τον φόβο του άγνωστου. Φτάνοντας, τον είδαν από μακριά να τους περιμένει στην είσοδο της μονοκατοικίας του. Έκλεισε ήσυχα την σιδερένια αυλόπορτα και κοίταξε για μια ακόμη φορά το διώροφο σπίτι του με τα κλειστά παντζούρια και με τις ακτίνες του ήλιου να σκορπούν το φως πίσω του. Μες το σπίτι κοιμόταν γαλήνια κι αμέριμνη για το μέλλον η οικογένεια του. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το αγρόκτημα.
Εκεί ο γιατρός βρισκόταν σε βαθύ ύπνο, φορώντας ακόμη τα ρούχα του σε ένα λιτό υπνοδωμάτιο του πάνω ορόφου. Τον είχε στείλει για ξεκούραση ο Πλάτων αργά το βράδυ, αφού η κατάσταση της Νεφέλης ήταν εντυπωσιακά και διαρκώς βελτιουμένη, όπως είχε εύκολα διαπιστώσει.
Ο Πλάτων από την άλλη είχε αφήσει μόνη της την Νεφέλη να κοιμηθεί και ανέβηκε στο ισόγειο, όπου ήθελε να μείνει μονός του στο σαλόνι και να σκεφτεί τι θα ακολουθούσε. Σκόπευε να απομονωθεί για λίγο από τον υπόλοιπο κόσμο και να αγγίξει τα όρια του εσωτερικού του εαυτού. Ήθελε να δει τον εαυτό του και αυτό που ένιωθε ότι κρυβόταν κάτω απ’ το δέρμα του. Σταμάτησε πρώτα στο μπάνιο, όπου έπλυνε με λίγο κρύο νερό το πρόσωπό του και διακρίνοντας τα ρυάκια του υγρού να κυλάνε στο δέρμα του βάλθηκε να το περιεργάζεται. Κοίταξε τον σκονισμένο καθρέπτη και είδε. Έβλεπε το πρόσωπό του στον καθρέφτη προσπαθώντας με αγωνία να μάθει πότε θα ξέρει ποιος πραγματικά είναι και πως θα συμπεριφερθεί στο μέλλον που πλησίαζε γοργά.
«Όταν θα αντιμετωπίσω το τέλος!» σκέφτηκε απορημένος. Το σαρκίο του μπορεί να φοβόταν, αυτός όμως όχι.
Εστίασε καλύτερα και είδε το πρόσωπο που γνώριζε τόσα χρόνια, τριάντα για την ακρίβεια. Ήταν το ίδιο γνώριμο πρόσωπο, με το λείο δέρμα, τις αρμονικές καμπύλες γραμμές αλλά και τις γωνίες που έδιναν ένα γοητευτικό, για τα θηλυκά, σχήμα και πάνω απ’ όλα είδε τα γαλάζια του μάτια. Κοιτούσε με επιμονή αυτά τα μάτια ψάχνοντας βαθύτερα, θέλοντας να δει από πίσω τους, πίσω απ’ τον καθρέπτη. Αυτό που έβλεπε ήταν μια μοναδική εικόνα, η εικόνα που κάθε άνθρωπος είχε για τον εαυτό του. Ήταν η εικόνα που δεν μπορούσε να μοιραστεί με κανέναν. Όπως πάντα, όπως κάθε ον, έτσι και τα μάτια του έβλεπαν τον κόσμο μας με μια μοναδική, προσωπική προοπτική. Κανείς δεν μπορεί να δει αυτό που βλέπουμε, να νιώσει αυτό που νιώθουμε, να πονέσει όπως πονάμε και να κλάψει όπως κλαίμε. Αυτή η μοναδικότητα μας ξεχωρίζει, μας κάνει ισάξιους ενός μοναδικού φωτεινού άστρου ή μιας αδυσώπητης μαύρης τρύπας. Είμαστε μοναδικοί, αυθεντικά κι ανεπανάληπτα δημιουργήματα της ύλης όλοι μας κι ο καθένας χωριστά. Κι αυτό ακριβώς ένιωσε ο Πλάτων αντικρίζοντας μια εικόνα, που μόνο αυτός μπορούσε. Την μοναδική ύπαρξη πίσω από το πρόσωπό του. Το πραγματικό του είναι του πίσω απ’ την εικονική μορφοποίηση του εγώ του!
Βγήκε απ’ το μπάνιο, σκεφτικός για το πόσο αλήθευε αυτό για την μοναδική ύπαρξη μέσα του, και πήγε στο σαλόνι. Κάθισε οκλαδόν στον διθέσιο καναπέ και ακίνητος με μάτια ορθάνοικτα προσπαθούσε να ανιχνεύσει το μέλλον. Με φωτά κλειστά έκανε αγωνιώδη προσπάθεια να δει. Να δει το μέλλον και την αποστολή του. Μπορεί να είχε ξεκαθαρίσει στο περίπου το τι έπρεπε να κάνει, όμως οι ανωμαλίες του δρόμου ήταν τόσες πολλές και τόσο ανηφορικές, που άρχισε να τον στοιχειώνει μια ακατανίκητη θέληση για δύναμη. Θα έκανε το καθήκον του, όπως αυτός το είχε συνειδητοποιήσει, αλλά με τι κόστος; Απαντώντας στην αγωνία του, κάτι μέσα του τον έσπρωχνε στην προσπάθεια να οδηγήσει την ανθρωπινή φυλή, ακόμη και μέσα από τις μεγαλύτερες αντιξοότητες, εκεί που όφειλε να είναι ήδη. Στον δρόμο του υπεράνθρωπου, του ανθρώπου-θεού, ενός ανθρώπου κυριευμένου από τις ανώτερες αξίες της Αρετής και της Δύναμης
Μες το μισοσκόταδο, που έσπαγε ελαφρώς από το ασθενικό φως του φεγγαριού, δυο κουκκίδες λαμπύριζαν στο σαλόνι. Δυο μάτια ακτινοβολούσαν, σαν μακρινά άστρα του ουρανού, αναζητώντας την αλήθεια. Ήταν τα μάτια του Πλάτων! Ανέπνεε αργά κι όλη του η ενεργεία ήταν εστιασμένη στον σκοπό του. Μετά από ώρες, κι ενώ η σιωπή του σπιτιού, αυτού του προσωρινού καταφυγίου της σωματικής του υπόστασης, άγγιζε το άπειρο και κόσμοι χωρίς μορφή παρά μια αδιόρατη επιθυμία διάβαιναν μπροστά του, έφτασε στο έσχατο σημείο αυτογνωσίας, όπου το ασυνείδητο του πάλευε με το συνειδητό, οι αρχέγονες ορμές πάλευαν με την θέληση του και η πραγματικότητα ήταν μπερδεμένη με το όραμα. Ο καινούριος του εαυτός φάνταζε στην σκέψη του τέλειος. Ήταν όμως έτσι;
Η ηρεμία του βιάστηκε απροσδόκητα. Μια φαγούρα έντονη, βασανιστική, τον κυρίεψε σε όλο του το σώμα, σαν κάτι ή κάποιος να προσπαθούσε να βγει από το δέρμα του, από μέσα του! Το ξαφνικό φως της αυτογνωσίας πυρπόλησε τα πάντα. Τον άφησε γυμνό ακόμη και από τον εαυτό του και τότε είδε την διπλή του ύπαρξη. Είδε το Είναι του και μια εικόνα που εντυπώθηκε για πάντα στο μυαλό του. Έμοιαζε με μια αρχέγονη, άυλη μορφή, μια εσωτερική, απόκοσμη Σκιά! Ένα ον που αναδύθηκε από το «σκέπτεσθαι», ένα ον χωρίς ιδιότητες, που δεν είναι θνητό ή αθάνατο, καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο. Κι επειδή η σκέψη δεν θεμελιώνει το Είναι, παρά μόνο αν δεθεί με την ομιλία, της οποίας η λειτουργία σχετίζεται με την ουσία του λέγειν η Σκιά λαχταρούσε να μιλήσει. Κι επομένως να τον αντικαταστήσει στην κυριαρχία του νου του!
Η σκέψη αυτή τον πανικόβαλε αρχικά. Δεν αντέδρασε όμως, έμεινε ασάλευτος και περίμενε. Τίποτα δεν συνέβη προς το παρόν εκτός του ότι μερικές νέες πτέρυγες προστέθηκαν στο κάστρο της ομίχλης για το ποιος ή τι ήταν. Φαντάστηκε επίσης, σχεδόν βίωσε, το κοντινό μέλλον, όπου σε κάποια στιγμή θα ερχόταν αντιμέτωπος με ότι κρυβόταν μέσα του για την ίδια την κυριαρχία της ύπαρξής του. Για ώρες η εικόνα του παρέπεμπε σε κάποιον που κοιμόταν με μάτια ανοιχτά κι όμως αυτός εξακολουθούσε να διαλογίζεται ασταμάτητα, μέχρι την στιγμή που ένας κόκορας, κάπου μακριά δήλωσε το ξημέρωμα.
Το ξημέρωμα, το οποίο τον βρήκε μετά από λίγο στο πλάι της Νεφέλης, καθισμένο σε μια καρέκλα. Είχε τα βλέφαρα κλειστά και θα νόμιζε κανείς ότι προσπαθούσε να αναπληρώσει τον χαμένο ύπνο, είχε όμως τις αισθήσεις του ενεργές και δεν χρειάστηκε παρά μια ανάσα, βαθιά και μέσα σε όνειρο, της Νεφέλης για να τα ανοίξει, παρατηρώντας την έντονα για το τι συμβαίνει, ψάχνοντας για την αιτία του ήχου!
Άκουσε κάπου μακριά, έναν άλλο ήχο, μια σιδερένια πόρτα να σύρεται και μια ακολουθία αυτοκινήτων να πλησιάζει. «Ήρθαν» σκέφτηκε και ανέβηκε να τους προϋπαντήσει, αφού πρώτα έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο της κοιμισμένης κοπέλας, χαϊδεύοντας τα μακριά μαλλιά της.
Φορούσε ένα ξασπρισμένο τζιν και ένα λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι κι έμοιαζε αλήθεια τόσο συνηθισμένος. Άνοιξε την πόρτα διάπλατα και βγήκε στο προαύλιο. Οι λαμπερές ακτίνες του ήλιου τον αγκάλιασαν και ένοιωσε αμέσως μια γλυκιά θερμότητα να τον τυλίγει. Προχώρησε λίγα βήματα κι έμεινε ακίνητος να παρακολουθεί τα οχήματα που πλησίαζαν αργά. Έσκυψε το κεφάλι και διακρίνοντας την σκιά του σκέφτηκε αμέσως την τρομερή φιγούρα που είδε μέσα του πριν από λίγες ώρες. Σήκωσε το χέρι του κι η σκιά του έκανε το ίδιο. Χαμογέλασε, η σκιά αυτή ήταν απλώς ένα δημιούργημα του φωτεινού άστρου που βρισκόταν από πάνω του. Έστρεψε το κεφάλι του ψηλά προς τον ήλιο προστατεύοντας τα μάτια με την παλάμη του. Όλος περιέργως δεν ένοιωσε την εκτυφλωτική λάμψη να τον ενοχλεί, καθώς τα φωτόνια χτυπούσαν κατά εκατομμύρια την παλάμη και το πρόσωπό του. Η περιέργειά του εκτοξεύτηκε στα ύψη και μια παρόρμηση τον πρόσταξε να κατεβάσει το χέρι και να κοιτάξει κατάματα το αστέρι που χαρίζει το φως και την θερμότητά του στην γη.
«Αυτό είναι τρέλα!» σκέφτηκε προβληματισμένος.
Κι όμως η απουσία ενόχλησης, καθώς κρυφοκοίταζε ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα του διέγειρε την επιθυμία του να το κάνει. Μετακίνησε αργά το χέρι του μέχρι που η κόρη του αριστερού του ματιού ήρθε αντιμέτωπη με το υπέρλαμπρο φως του ήλιου και τότε μια γλυκιά εικόνα αποκαλύφθηκε μπροστά του οδηγώντας τον στο να κατεβάσει το χέρι και να κοιτάξει κατάματα τον ήλιο. Το φως περνούσε τις κόρες των γαλάζιων του ματιών και παγιδεύονταν μέσα τους κι η εικόνα που αποτυπωνόταν στο μυαλό του ήταν αυτή ενός τερατωδώς φωτεινού άστρου με τις γιγάντιες φλόγες που χόρευαν άναρχα γύρω του, κι όμως ο Πλάτων δεν ένοιωθε την παραμικρή ενόχληση στα μάτια του, παρά μόνο μια γλυκιά θερμότητα να διαχέεται μέσα του.
Θα μπορούσε ίσως να το κάνει αυτό για ώρες, αλλά ο ήχος του φρεναρίσματος κοντά του τον απέσπασε από το θέαμα που απολάμβανε. Γύρισε το κεφάλι του και είδε τα τρία αυτοκίνητα να σταματούν μπροστά του, το ένα πίσω απ΄ το άλλο και τις πόρτες να ανοίγουν μαζί, λες και ήταν συγχρονισμένες.
«Καλημέρα! Καλώς τους» είπε εγκάρδια σαν καθηγητής που υποδέχεται τους προς εξέταση, αγχωμένους μαθητές του.
Όλοι χαμογέλασαν αχνά στην αρχή κοιτάζοντας τον και πλησίασαν διστακτικά (είναι απλώς αδύνατον να συνηθίσεις την ιδέα ότι κάποιος μιλάει στο μυαλό σου), με τον πρωθυπουργό μπροστάρη και τον Οδυσσέα να ακολουθεί. Ξαφνικά όμως όλοι πάγωσαν όταν διέκριναν τα μάτια του. Ο Πλάτων ήθελε να δει αν είχε αλλάξει κάτι από χθες όσον αφορά τον ψυχισμό τους και ανίχνευσε τις διαθέσεις, τις προσδοκίες και την θέληση για δύναμη του καθενός και όλων μαζί, μπαίνοντας στα μυαλά τους. Αυτοί έβλεπαν έναν νέο, απλό και απέριττο να τους χαμογελάει, μην γνωρίζοντας ότι τα εσώψυχα τους είχαν ήδη παραβιαστεί. Είδε αυτά που περίμενε και έμεινε ικανοποιημένος, όμως η σκέψη που κυριαρχούσε στο μυαλό όλων ήταν αυτή που του γνωστοποίησε το που οφειλόταν τα ανοιχτά τους στόματα κι ο τρόμος που περίμενε μέσα τους να εκδηλωθεί.
«Τα μάτια του… ω θεέ μου… τα μάτια του λάμπουν σαν ήλιοι…»
-Μην ανησυχείτε για τα μάτια μου, είναι κι αυτό μέρος των δυνατοτήτων μου, τους είπε νοιώθοντας τώρα κι ο ίδιος τα μάτια του να σβήνουν αργά, να κρυώνουν και να ξαναγυρνάνε στο φυσικό τους γαλάζιο χρώμα.
-Καλημέρα, Πλάτων. Τι κάνεις; Πως είναι η φίλη σου, ρώτησε με τρακ ο πρωθυπουργός. Όσο πλησίαζαν στο αγρόκτημα, τόσο περισσότερο δυνάμωνε η αγωνιά μέσα του. Είχε καταφέρει να αποκλείσει κάθε σκέψη για την σημερινή συνάντηση χθες, χάρη στην λυτρωτική παρουσία της οικογένειας του, όμως τώρα είχε φτάσει η στιγμή της αλήθειας. Της υπέρλαμπρης αλήθειας που μόλις του υποσχέθηκαν τα μάτια του Πλάτων!
-Μια χαρά, κύριε πρωθυπουργέ, μια χαρά, απάντησε αναφερόμενος και στις δυο ερωτήσεις. Τον κοίταζε και δεν μπορούσε παρά να τον θαυμάσει. Το πρώτο βήμα είχε ήδη γίνει και ήταν άξιο αναφοράς. Ο Πλάτων δεν μπορούσε παρά να επιδοκιμάσει το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός είχε κρατήσει τον λόγο του. Είχε εμφανιστεί την στιγμή, που φοβισμένος από τις αλήθειες, που είχε προδιαγράψει αυτός, θα μπορούσε να μην είχε ξαναπατήσει το πόδι του εκεί στέλνοντας ολόκληρο τον ελληνικό στρατό εναντίων του.
«Μπράβο, ειλικρινά μπράβο», είπε και του έκανε νόημα με το χέρι του να περάσει. Είχε διαβάσει μέσα του αυτά που προσδοκούσε.
-Οδυσσέα, νομίζω ότι είναι καλυτέρα να μείνετε εδώ με τα παιδιά. Έχουμε μια κουβέντα να κάνουμε με τον Πλάτων.
Ο πρωθυπουργός έφυγε μπροστά κατευθυνόμενος στο σαλόνι. Πίσω του ακολούθησε ο Πλάτων, κλείνοντας την πόρτα και κοιτώντας χαμογελαστά τον Οδυσσέα με τους άντρες του. Πήγαν οι δυο τους στο σαλόνι, όπου βολεύτηκαν ο Πλάτων μονός του σε μια πολυθρόνα, καθισμένος σαν τον Βούδα, κι ο πρωθυπουργός απέναντι του στον καναπέ. Ο πρωθυπουργός δεν ξαφνιάστηκε βλέποντας τον Πλάτων να κάθετε σταυροπόδι, με την πλάτη ακουμπισμένη πίσω και τα χέρια του αναπαυμένα στα γόνατά του. Αντιθέτως, χαλάρωσε κι έκατσε κι αυτός όσο πιο άνετα του επέτρεπε το κουστούμι του, βουλιάζοντας μέσα στον δερμάτινο καναπέ.
-Λοιπόν, κύριε πρωθυπουργέ, ξεκίνησε ο Πλάτων, κοιτώντας αδιάφορα τα χέρια του, νομίζω ότι ξέρετε γιατί βρίσκεστε εδώ. Έκανε παύση γυρνώντας το βλέμμα του προς τον συνομιλητή του.
-Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω ακριβώς τι θέλεις από έμενα, όμως μπορώ να φανταστώ.
-Ορίστε, είπε ο Πλάτων, δίνοντας του τον λόγο, με ύφος σοβαρό.
-Κοίταξε, Πλάτων η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά είναι κάπως περίεργα και για μένα, αλλά και για όλους όσους έχουν έρθει σε επαφή μαζί σου. Είναι σαν να κοιμόμαστε και ξάφνου κάποιος μας ξύπνησε και είδαμε πόσο λίγα ξέραμε για τον κόσμο μας. Αυτός ο κάποιος είσαι εσύ και ομολογώ ότι είσαι το πιο απίστευτο πλάσμα που έχω δει, ακούσει ή φανταστεί πότε μου. Όταν ήρθες στο γραφείο μου και είδα αυτά τα χέρια με την γαλάζια φλόγα να κινείται ρυθμικά πάνω τους, όταν σε κοίταξα στα μάτια, αυτά τα απόκοσμα μπλε μάτια, που κρύβουν ένα απύθμενο ωκεανό κι είναι τόσο εύκολο να χαθείς μέσα τους... και όταν άκουσα για πρώτη φορά την φωνή σου μες το μυαλό μου ... ε, τότε όλα γκρεμίστηκαν γύρω μου! Το μεγαλύτερο αίνιγμα για μένα αφορά την ερώτηση που μου έκανες κι έχει έκτοτε στοιχειώσει το μυαλό μου. Ποιός είμαι εγώ με ρώτησες, είπε ο άντρας κοιτώντας το κενό, χαμένος στον εαυτό του. Ήξερα από τότε και για πάντα ότι ο κόσμος μας δεν θα είναι πότε ξανά ο ίδιος, τελείωσε την φράση του σε ένα ψυχολογικά φορτισμένο μονόλογο.
Ο Πλάτων ακούγοντας τα λόγια του, αναρωτήθηκε για πρώτη φορά πως φαίνεται στους άλλους και άρχισε να συμπάσχει πραγματικά με τον άντρα απέναντι του. Αν ήταν μια φορά δύσκολο γι’ αυτόν να κατανοήσει και να δεχτεί τις εξωπραγματικές δυνάμεις του, τότε θα πρέπει να είναι εκατό φορές πιο δύσκολο για όλους τους άλλους. Πως να δεχτείς κάτι που σου είναι άγνωστο, κάτι για το όποιο δεν έχεις καμιά απολύτως εμπειρία; Κάτι εξωπραγματικό, που δεν συμβαίνει σε σένα αλλά σε κάποιον ξένο; Και τι σημαίνει αυτό για το εγώ σου;
-Μάλιστα! Σας νιώθω απόλυτα, πιστέψτε με, δήλωσε τελικά. Συνεχίστε, παρακαλώ.
Ο πρωθυπουργός άρχισε να εξοικειώνεται με την συζήτηση και η γλωσσά του λύθηκε σταδιακά.
-Πιστεύω ότι αυτό που θέλεις από έμενα είναι να σε βοηθήσω, ώστε να γίνει πράξη η τελευταία μου φράση, είπε και ο Πλάτων έγειρε το κορμί του μπροστά, παρακολουθώντας στωικά και καρφώνοντας με το βλέμμα του τον πρωθυπουργό. Θέλεις αυτός ο κόσμος να μην είναι πότε πια ο ίδιος, σωστά; Θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο, δήλωνε τώρα ενθουσιασμένος, απλώς και μόνο στην σκέψη, ο πρωθυπουργός.
Είχε καταφέρει κι αυτός να δει μέσα στον νέο, να τον κατανοήσει ...Ή μήπως; Γέλασε νευρικά και σηκώθηκε όρθιος. Πέρασε πίσω από τον καναπέ δαγκώνοντας το χείλος του και βηματίζοντας περά δώθε. Ξαφνικά είχε σαστίσει. Πάνω που νόμιζε ότι είχε δει αυτός μέσα στον νέο, ότι είχε δει την θέληση για αλλαγή αυτού του κόσμου, κατάλαβε ότι σε τελική ανάλυση το μόνο που πραγματικά έβλεπε ήταν ... ο εαυτός του, όπως δεν τον είχε δει πότε μέχρι τότε. Όπως βλέπουμε όλοι τον εαυτό μας να θέλει, να κάνει, να ονειρεύεται πράγματα, που δεν περιμέναμε πότε ή που απλώς δεν τολμούσαμε να εξομολογηθούμε ακόμη και στις πιο μύχιες σκέψεις μας!
-Πιστεύω ότι αυτό που θέλεις είναι να αλλάξεις τον κόσμο και θέλεις την βοήθεια μου, γιατί εκτός της θέσεως μου κι εγώ αυτό θέλω κατά βάθος, είπε γρήγορα κοιτώντας το πάτωμα. Έστρεψε τα μάτια του στον Πλάτων και του φάνηκε ότι διέκρινε ένα χαμόγελο κάτω απ’ το βλοσυρό του βλέμμα. Θέλεις να τα βάλουμε με όλους! Με όλα τα συμφέροντα, που λυμαίνονται αυτόν τον τόπο και που εγώ δεν μπόρεσα ή δεν είχα το κουράγιο αν θέλεις να κάνω μονός μου, είπε σε μια δήλωση αυτοκριτικής.
«Ποιος είμαι εγώ;»
- Είμαι ο άνθρωπος που θέλεις να σε συντροφεύσει στο ταξίδι σου!
-Ακριβώς αυτό θέλω, απάντησε ο Πλάτων χειροκροτώντας σιγανά και διατηρώντας κάποιες ελάχιστες επιφυλάξεις ακόμη για τον άντρα απέναντι του. Ναι, εντάξει η σκέψη του ήταν ειλικρινής και καθαρή, αλλά είχε άραγε συνειδητοποιήσει τις δυσκολίες της πορείας τους;
Όσο αυτονόητο κι αν ακούγεται για έναν αρχηγό κράτους, το να προστατεύει τον τόπο του και τον λαό του από τα κάθε λογής συμφέροντα, άλλο τόσο δύσκολο είναι αυτό στην πράξη, εκεί που άπειρες απόψεις και συμφέροντα συγκρούονται και άπειρα θύματα, ψυχολογικά, ηθικά, ακόμη και βιολογικά θρηνούνται στον βωμό της ισορροπίας και της τάξης. Αντιθέτως, ο Πλάτων δεν θεώρησε πότε κάτι το κακό, όπως θα αποκαλούνταν με την συμβατική ηθική, το χάος. 'Ισα-ίσα που αποτελεί πάντα τον πρόδρομο μιας νέας ισορροπίας. Τάξη μέσα από το χάος λοιπόν!
12
Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης ήταν καθοδόν προς το υπουργείο του νωρίς το πρωί. Έπρεπε να διευθετήσει κάποια ζητήματα και μετά γραμμή για το Μέγαρο Μαξίμου. Δεν είχε επικοινωνήσει με τον πρωθυπουργό για πάνω από εικοσιτέσσερις ώρες και μια υποβόσκουσα αγωνιά είχε αρχίσει να τον ενοχλεί. Γρατσούνιζε το πίσω μέρος του μυαλού του, εκεί που φύλαγε τις θλιβερές του αναμνήσεις. Προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Οδυσσέα και η προσπάθεια απέβη επίσης άκαρπη. Για κάποιον λόγο αισθάνονταν μια τεραστία ανασφάλεια. Δεν είχε ιδέα αν όλα πήγαν καλά στην συνάντηση του πρωθυπουργού με τον νεαρό. Κι αν κάτι είχε στραβώσει; Δεν ήξερε καν αν ο πρωθυπουργός ήταν υγιής… ή ακόμη αν ήταν ζωντανός! Έδιωξε αυτή την σκέψη όσο γρήγορα έκανε την εμφάνιση της θεωρώντας εντελή την ανησυχία του υπερβολική.
Καθισμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκίνητου έκανε κάποια τηλεφωνήματα για να δώσει στα μέλη της κυβέρνησης, πάντα σε συνεργασία με τον υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος αντικαθιστούσε τον πρωθυπουργό, τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κινήσεις που έπρεπε να γίνουν. Έπρεπε πάση θυσία να δοθεί η εικόνα στον λαό και τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης ότι όλα κυλούσαν φυσιολογικά και τίποτα παράξενο δεν συνέβαινε. Παραδόξως, δεν υπήρχαν διαρροές από την κυβέρνηση, ίσως λόγω του αυστηρού ύφους της επιστολής που τους είχε διαβαστεί την προηγούμενη ημέρα, και το θέμα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μετά και τις σχετικές πιέσεις του αρμόδιου υπουργού, είχε αρχίσει να φθίνει, σαν την φωτιά που σβήνει σταδιακά αν δεν την τροφοδοτήσουμε με ξύλα. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο του πρωθυπουργού.
«Για το καλό όλων μας, το ελπίζω!»
Ο οδηγός του έκανε αρχικά ανέμελα το καθήκον του, ακόμη και μέσα στο αστικό χάος της πρωτεύουσας χάρη στην πολύχρονη εμπειρία του και ένα αυτοκίνητο της ασφαλείας του υπουργού με δυο άντρες ακολουθούσε ακριβώς πίσω τους. Έφτασε ήρεμος και πράος, μετά από έναν υπέροχο ύπνο, στο σπίτι του υπουργού για να τον παραλάβει και τώρα κοιτώντας στον καθρέπτη δεν ήταν δύσκολο να διακρίνει την εμφανή αγωνιά στις κινήσεις, κι ακόμη περισσότερο στην φωνή του υπουργού, η οποία βίασε ολοκληρωτικά την ηρεμία του και την οποία μάταια προσπαθούσε να εκδιώξει απ’ το μυαλό του.
Ήξερε ότι κάτι πολύ σημαντικό συνέβαινε, αλλά δεν είχε ιδέα αν τα πράγματα πήγαιναν καλά ή… Τα τηλεφωνήματα ήταν συνεχόμενα, αντιθέτως με το τι γινόταν κατά βάση τα πρωινά. Κάτι μεγάλο, κάτι που αφορούσε τον υπουργό, την κυβέρνηση, ίσως κι όλη την χώρα, πρέπει να συνέβαινε, ειδάλλως ο συνήθως πράος υπουργός δεν θα καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Μπροστά τους το φανάρι άναψε κόκκινο και το αυτοκίνητο ελάττωσε ταχύτητα μέχρι που ακινητοποιήθηκε.
Ο οδηγός σφύριζε έναν λαϊκό σκοπό, την ώρα που ο υπουργός κανόνιζε τις λεπτομέρειες μιας προγραμματισμένης συνέντευξης τύπου με τον υπεύθυνο του γραφείου του. Αισθανόμενοι ασφαλείς μες το κρατικό όχημα, αδιαφορούσαν κι οι δυο τους για τα τεκταινόμενα γύρω τους. Δεν πρόσεξαν ότι κάτι τραγικό συνέβη στο πίσω όχημα. Εκ των υστέρων αναλύοντας την κατάσταση, αυτό φαντάζει αφελές τουλάχιστον για τον υπουργό, υπεύθυνο για την Δημόσια Τάξη.
Κι ενώ λίγοι σταματημένοι θεατές είδαν με τρόμο και σε πρώτη, ζωντανή μετάδοση, ότι συμβαίνει συνήθως μόνο στις ταινίες, η πόρτα του συνοδηγού, καθώς και αυτή πίσω απ’ τον οδηγό άνοιξαν ταυτόχρονα και δυο άτομα μπήκαν μέσα. Φορούσαν κι οι δυο τους κατάμαυρη δερμάτινη στολή μηχανής και κράνος.
-Μην τολμήσετε να κουνηθείτε, ακούστηκε μια ψυχρή φωνή, με σπαστά ελληνικά και δυο πιστολιά καρφώθηκαν ταυτόχρονα στα πλευρά των δυο τρομοκρατημένων αντρών.
Ο υπουργός είχε καρφώσει τα μάτια του στο φιμέ τζάμι του κράνους, δεν μπόρεσε όμως να διακρίνει το κενό από αισθήματα βλέμμα του μαυροντυμένου άντρα απέναντι του, ο οποίος τον κοίταζε σταθερά, ακίνητος και σίγουρος όσο ένας μικρός θεός! Η υποβόσκουσα αγωνιά και η τεραστία ανασφάλεια μέσα του τώρα μετατράπηκαν σε ξεκάθαρο τρόμο.
-Προχώρα, ακριβώς όπως θα σου λέω! Στρίψε δεξιά εδώ, αριστερά εκεί κ.ο.κ. Κατάλαβες; Μην μου πεις ότι δεν μπόρεσες εδώ ή έχασες την στροφή εκεί, γιατί ειλικρινά θα στεναχωρηθώ πολύ να φυτέψω δυο σφαίρες στο μυαλό σου πρωί-πρωί. Οκ, ρώτησε ο συνοδηγός τον έτοιμο να καταρρεύσει απ’ τον πανικό οδηγό.
-Ναι, ναι, εντάξει, θα κάνω ό,τι θέλετε, είπε μετά βίας και σκεφτόμενος έντρομος ότι η μέρα ξεκίνησε υπέροχα και τώρα πήγαινε στον διάολο. Το πράσινο άναψε και το αυτοκίνητο ξεκίνησε, με τον υπουργό να κοιτάζει στιγμιαία πίσω, ψάχνοντας τους άντρες της ασφάλειάς του για βοήθεια μόνο και μόνο για να αντικρύσει το συνοδευτικό όχημα ακινητοποιημένο. Ευτυχώς για αυτόν και την ψυχολογία του, η οποία ήταν κιόλας υπό το μηδέν, δεν διακρινόταν οι νεκροί του επιβάτες, εκτός ίσως από λίγες σταγόνες αίμα στο παρμπρίζ.
Ο συνεπιβάτης του υπουργού δεν κουνήθηκε καθόλου, ούτε στο ελάχιστο. Παρέμενε προκλητικά ακίνητος με το κατάμαυρο πιστόλι, απ’ το όποιο εξείχε ένας σχετικά μακρύς σιγαστήρας, να αγγίζει τα πλευρά του. Ο υπουργός, τρομοκρατημένος γύρισε το κεφάλι του προς το παράθυρο, κοιτάζοντας έξω χωρίς πραγματικά να βλέπει κάτι. Το μυστήριο των τελευταίων ημερών μεγάλωνε διαρκώς και κανείς δεν θα του έβγαζε απ’ το μυαλό ότι αυτό που γίνονταν αυτή την στιγμή σχετιζόταν με τον Πλάτων. Δεν εξηγούνταν αλλιώς. Εχθρούς δεν είχε, η τρομοκρατία στην χώρα ήταν τελειωμένη υπόθεση και οι μοναδικοί άντρες με τα κότσια να κάνουν κάτι ανάλογο βρισκόντουσαν στην φυλακή … ή δίπλα του! Ο τρόμος παρέμενε, παρά την επιφανειακή του ηρεμία, έχοντας κατακλύσει τις αισθήσεις του.
Μύριζε τρόμο στον ιδρώτα που κυλούσε στους κροτάφους του και πότιζε το δέρμα ολόκληρου του κορμιού του. Άκουγε τρόμο, στους βίαιους ήχους της πόλης γύρω τους. Αισθάνονταν τρόμο στα μουδιασμένα του δάχτυλα, γαντζωμένα καθώς ήταν απ’ τους μηρούς του. Ακόμη και στην γλωσσά και τα χείλη του γεύονταν τον τρόμο, πικρό και στυφό. Τέλος, γύρισε πάλι προς τον αγαλματένιο μαυροντυμένο άντρα και κοίταξε με τρόμο την θολή και παραμορφωμένη αντανάκλαση του εαυτού του πάνω στο φιμέ τζάμι!
13
-Το ζήτημα τώρα είναι τι κάνουμε. Πως να ξεκινήσουμε αυτή την αλλαγή; Τι έχεις στο μυαλό σου, ρώτησε ο πρωθυπουργός.
-Υπάρχει μια άλλη ερώτηση, που πρέπει να απαντηθεί πρώτα, τόνισε με νόημα ο Πλάτων. Που θέλουμε να πάμε; Ποιον κόσμο και ποια κοινωνία θέλουμε να δημιουργήσουμε για εμάς και τα παιδιά μας; Πρέπει πρώτα να καθορίσουμε τον στόχο, το τελικό αποτέλεσμα, το όνειρο που βλέπουμε μπροστά μας και στην συνεχεία να βρούμε την καλύτερη οδό, που θα μας οδηγήσει με ασφάλεια εκεί.
Οι δυο άντρες παρέμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ο πρωθυπουργός κοίταζε με δέος τον νέο απέναντι του. Δεν ήταν απλά και μόνο οι απίστευτες δυνάμεις του, που προκαλούσαν αυτό το δέος, αλλά και το ασυνήθιστο γεγονός ότι στην ηλικία των τριάντα χρονών ενδιαφέρονταν για ζητήματα πολύ έξω από τα τετριμμένα ενδιαφέροντα της γενιάς του. Για την ακρίβεια, όχι απλώς ενδιαφέρονταν, αλλά αυτός ο νέος φαινόταν να έχει μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία στο μυαλό του. Ο πρωθυπουργός αισθανόταν σίγουρος ότι ο Πλάτων πρέπει να ήταν πολύ, ή ίσως κι απόλυτα, διαβασμένος, μια κινητή, ανθρώπινη βιβλιοθήκη. Δεν θα αργούσε να επιβεβαιωθεί πανηγυρικά!
Τώρα ξεκίναγε λοιπόν η πραγματική συζήτηση-δοκιμασία στο τέλος της οποίας ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να πάρει μια κρίσιμη απόφαση. Είχε ο καθένας τους την πολιτική του άποψη, αλλά έμενε να αποδειχτεί στην πράξη, κατά πόσο αυτή ήταν μια άποψη βασισμένη σε μια γνώση με βάθος, ικανή να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη των προσωπικών οραμάτων και προσδοκιών ή ήταν μια στείρα πολιτική άποψη, υιοθετημένη, ίσως και επιβεβλημένη, από άλλους.
-Λοιπόν, κύριε πρωθυπουργέ, τι λες; Τι κόσμο θέλεις να κληρονομήσεις στα παιδιά σου; Ήταν ώρα ο πληθυντικός ευγενείας να δώσει την θέση του στον ενικό της εμπιστοσύνης.
Αυτός έμεινε σκεφτικός για αρκετή ώρα, ψάχνοντας την καλύτερη δυνατή απάντηση. Ένιωθε το διατρητικό βλέμμα του Πλάτων, αλλά χρειαζόταν χρόνο, έπρεπε να σκεφτεί. Δεν βρισκόταν σε κάποια πολιτική εκδήλωση και δεν είχε έτοιμο τον λογύδριο του. Δεν είχε απέναντι του ένα αποχαυνωμένο απ’ την καθημερινή αγωνία της επιβίωσης κοινό, αλλά τον Πλάτων, τον άνθρωπο που δεν γίνεται να κοροϊδέψεις, γιατί απλά θα το καταλάβει αμέσως μόλις σκεφτείς καν να το επιχειρήσεις! Δεν του είχαν ετοιμάσει τον λόγο, με τα σαθρά συνήθως επιχειρήματα και τα φανταχτερά λόγια, οι χρυσοπληρωμένοι για να λένε ψέματα σύμβουλοι, αλλά επιβαλλόταν να εκθέσει τα δικά του επιχειρήματα για τι άλλο απ’ την υπεράσπιση της πολιτικής ιδεολογίας που είχε επιλέξει και υπηρετήσει τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, περίπου από την ηλικία του νεαρού άντρα απέναντί του.
Αποφάσισε τελικά να μην το κάνει και ο Πλάτων διαβάζοντας το στο μυαλό του τον χειρο-κρότησε ικανοποιημένος για μια ακόμη φορά. Ο πρωθυπουργός κατάλαβε εγκαίρως ότι αν αποφάσιζε να υπερασπιστεί με ξύλινο πολιτικό λόγο την ιδεολογία του η συζήτηση θα εξελισσόταν σε ένα στείρο ντιμπέιτ για το ποια πολιτική ιδεολογία είναι η καλύτερη. Δεν ένιωθε όμως ότι αυτό ήταν το πρέπων. Προτίμησε κάτι διαφορετικό, αυτό που πιθανόν ήθελε και ο συνομιλητής του. Προτίμησε μια ανοιχτή συζήτηση, όπου μέσα από τις απόψεις των δυο τους, μέσα από τα επιχειρήματα κι αντεπιχειρήματα, δια του τρίπτυχου θέση-αντίθεση-νεα θέση, δεν μπορούσαν παρά να οδηγηθούν όσο το πλησιέστερο γίνεται στην σύνθεση και στην αλήθεια. Στην διαλεκτική δεν υπάρχει αλήθεια, υπάρχει μόνο το κυνήγι της αλήθειας, που νοείται σαν ιδανικό. Και βέβαια η σπάνια μαγιά, που απουσιάζει από τις συζητήσεις αυτού του τύπου, οι οποίες γίνονται καθημερινά παντού στον κόσμο, άκουγε στο όνομα Πλάτων. Ή αλλιώς Γνώση, όπως θα τόνιζε με θρησκευτικό ζήλο αργότερα ο πρωθυπουργός!
-Πως κυβερνάς την χώρα; Τι πολιτικές εφαρμόζεις; Πιστεύεις ότι κάνεις ότι καλύτερο για τον τόπο σου; Έχεις ήσυχη την συνείδηση σου; Τελικά… έχεις πράξει μέχρι σήμερα σύμφωνα με την επιθυμία που κατοικεί μέσα σου;
Επίθεση κατά μέτωπο ήταν η στρατηγική του Πλάτων. Ήθελε να απογυμνώσει ιδεολογικά τον συνομιλητή του, ώστε να μπορέσει στην συνέχεια ευκολότερα να τον οδηγήσει στο να ανακαλύψει την αλήθεια μόνος του, την δικιά του, προσωπική αλήθεια. Δεν πίστευε στην εξ’ αποκαλύψεως αλήθεια, αλλά στην κατανόηση του κόσμου, που αποκτάται μέσω της αφομοίωσης της γνώσης. Ενσάρκωση της γνώσης και όχι απλή διδασκαλία δογμάτων ήταν ο στόχος του. Σκοπός του η δημιουργία συνθηκών για μια εμπειρία μέσω της οποίας η γνώση βιώνεται ολοκληρωτικά!
Τα αμείλικτα ερωτήματα έφεραν σε αμήχανη θέση τον πρωθυπουργό. Όχι, δεν πίστευε ότι έκανε το καλύτερο για την χώρα. Έκανε το καλύτερο που μπορούσε δεδομένων των συνθηκών, αλλά αυτό δεν έφτανε ούτε στο ελάχιστο αυτό που ήταν το καλύτερο για τον λαό του.
-Όπως θα ξέρεις, είμαι οπαδός της νεοφιλελεύθερης άποψης για την οικονομία. Πιστεύω στην ελευθερία της αγοράς, αν και ...
Δεν είχε περάσει πολύς χρόνος από την εκδήλωση της παγκόσμιας κρίσης, η οποία για μια ακόμη φορά έκανε πασιφανές τις εγγενείς ανωμαλίες του καπιταλιστικού συστήματος και της οποίας τα θλιβερά αποτελέσματα γινόταν ήδη φανερά. Η ανεργία είχε εκτοξευτεί στα ύψη και χιλιάδες οικογένειες στην χώρα μας, ταυτόχρονα με εκατομμύρια άλλες σε όλο τον πλανήτη έχαναν τα σπίτια και τις δουλειές τους, βιώνοντας τα μέλη τους έναν αργό κι επώδυνο θάνατο μέσω του αδίστακτου φόβου για την καθημερινή τους επιβίωση.
-Αν και υπάρχουν προβλήματα, τα οποία προσπαθούμε να διορθώσουμε, συνέχισε πεπει-σμένος ότι η πορεία αυτή ήταν μονόδρομος για την οικονομία όλου του κόσμου. Ο Πλάτων βέβαια είχε αντίθετη άποψη.
-Δηλαδή για να καταλάβω καλύτερα, μου λες ότι το σύστημα είναι καλό, απλώς χρειάζεται κάποιες διορθώσεις, σωστά; Αν είναι έτσι, τότε γιατί για παράδειγμα, ενώ η χώρα μας είχε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για δέκα χρόνια και μέχρι την εκδήλωση της κρίσης, οι μισθοί μας και οι συντάξεις είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη, το κοινωνικό μας κράτος αδύναμο έως ασθενικό και η διαφθορά ζει και βασιλεύει; Γιατί η κρίση μας παρέσυρε σαν τραπουλόχαρτο; Που είναι η ισχυρή οικονομία σας;
-Ναι, εντάξει, Πλάτων, είχαμε κάποια προβλήματα, αλλά από την στιγμή, που τα περισσότερα μεγέθη, όπως το ΑΕΠ αρχίζουν να ισορροπούν, με την ταυτόχρονη ανάπτυξη και την περιστολή δαπανών, θα μπορέσουμε...
-Τα περισσότερα, αλλά όχι όλα! Όπως για παράδειγμα η ανεργία. Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί δεν εξαλείφεται πουθενά στον πλανήτη η ανεργία; Εσύ κατάφερες να την εξαλείψεις στην χώρα μας; Πόσο είναι σήμερα; Στο δεκαπέντε της εκατό;
Ο πρωθυπουργός σάστισε. Θεωρούσε αυτονόητο το ότι δεν γίνεται να έχουμε τα πάντα, δεν μπορεί να είναι όλα όπως τα θέλουμε. Το σύστημα βεβαίως και έχει αδυναμίες, όμως δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Ο Πλάτων ζητούσε το ακατόρθωτο.
-Μα βεβαίως, κάνεις δεν τολμά καν να σκεφτεί ότι...
-Να σκεφτεί τι; Ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στην ευτυχία και την ευημερία; Και μάλιστα σήμερα, κατά την διάρκεια της φυσικής τους ζωής και όχι στο μέλλον ή σε κάποιον παραμυθένιο τόπο, όπως ο παράδεισος; Ξέρεις ότι η ανεργία είναι απολύτως αναγκαία στον καπιταλισμό, έτσι δεν είναι; Ότι είναι απολύτως απαραίτητη ώστε να μπορεί αυτός να αναπτύσσεται; Αν δεν υπάρχουν μόνιμα άνεργοι, τότε ο κεφαλαιούχος δεν μπορεί να ελέγχει τους μισθούς, όπως τον συμφέρει. Και τον συμφέρει αυτοί να είναι όσο γίνεται πιο χαμηλά. Αν τώρα δεν υπήρχαν άνεργοι, τότε οι μισθοί δεν θα ήταν τόσο χαμηλά, γιατί οι εργαζόμενοι δεν θα φοβόντουσαν τον εκπεσμό στην κατάσταση του ανέργου. Ήσουν ποτέ άνεργος; Ένιωσες ποτέ αυτόν τον βασανιστικό φόβο;
-Όχι, αλλά δεν εννοούσα...
-Αυτός ο φρικτός και απάνθρωπος φόβος της εξαθλίωσης και της αποτυχίας παραπέμπει άμεσα στον φόβο του θανάτου από πείνα και υποχρεώνει τους εργαζόμενους να μην είναι ιδιαίτερα διεκδικητικοί και να συμβιβάζονται με ψίχουλα. Θυσιάζουν τα όνειρά τους στον βωμό της επιβίωσης!
Ο πρωθυπουργός βρισκόταν σε άμυνα και άκουσε για πρώτη φορά αυτόν τον συλλογισμό, έναν συλλογισμό, τον οποίο μπορεί να είχε κάνει και ο ίδιος σε νεαρή ηλικία, αλλά στην πορεία της ζωής και της πολιτικής του σταδιοδρομίας τον απώθησε στα βάθη του ασυνείδητου.
-Έχεις δίκιο, αλλά εγώ λέω...
-Τι ακριβώς λες; Πως θα αντιμετωπίσεις τον νέο, που ξεκινώντας την ζωή του, είναι υποχρεωμένος να εργάζεται για πενταροδεκάρες, αν είναι από τους τυχερούς που βρίσκουν δουλειά; Τι θα πεις στον ηλικιωμένο που απολύθηκε λίγα χρόνια πριν βγει στην σύνταξη και δεν βρίσκει τίποτα να κάνει, γιατί κάνεις δεν τον προσλαμβάνει και νιώθει την γη να τρέμει κάτω απ’ τα πόδια του. Μόνο κάτω απ’ τα δικά του πόδια! Βλέπουμε τέτοιες θλιβερές περιπτώσεις παντού γύρω μας, έτσι δεν είναι; Γιατί όμως;
Ο πρωθυπουργός έβλεπε την πώρωση στα μάτια και τις κινήσεις του Πλάτων, την άκουγε στην παθιασμένη του φωνή. Ήθελε να δικαιολογηθεί, αλλά αισθάνθηκε ότι ήταν μάταιο.
-Όχι, δεν είναι καθόλου μάταιο. Είναι απαραίτητο, είπε επιτακτικά ο Πλάτων. Ακούω!
-Δυστυχώς, πρέπει να ακολουθήσουμε τις επιταγές της σύγχρονης οικονομίας και των διεθνών οργανισμών, όπως και να σεβαστούμε τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος της οποίας είμαστε. Δεν μπορούμε να υπερβούμε κάποια μεγέθη, τα οποία μας επιβάλλονται, όπως το δημόσιο χρέος κ.α.. Δεν μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε. Κι εγώ θέλω ...
-Δεν πρέπει να υπάρχει ομοφωνία για να περάσει μια απόφαση στην Ένωση;
-Ναι.
-Επομένως ευθυνόμαστε σαν χώρα, που ψηφίσαμε την προηγούμενη δεκαετία υπέρ προτάσεων, που δεν έκαναν τίποτα άλλο απ’ την εισαγωγή της απορύθμισης της αγοράς, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ; Μπορείτε να μου πείτε γιατί; Γιατί μια μικρή χώρα σαν την δική μας, με τις ιδιαιτερότητες της, όπως όλες οι χώρες, εισαγάγει απ΄ την Υπερδύναμη ένα σύστημα το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να εφαρμοστεί παντού και το οποίο σίγουρα δεν είναι η λύση στα προβλήματα όλου του κόσμου; Αυτοί μπορεί να μην έχουν πρόβλημα με την ύπαρξη ανθρώπων, που ζουν εξαθλιωμένοι κάτω απ΄ τις γέφυρες, εφόσον οι αριθμοί ευημερούν. Εσείς έχετε; Να το θέσω αλλιώς! Οι αμερικάνοι συντηρητικοί και οι φωστήρες της δυτικής κοινωνίας και οικονομίας δέχονται εν ολίγοις ότι όποιος καταφέρει να επιβιώσει μες την ελεύθερη αγορά είναι άξιος. Μπράβο του! Απ΄ την άλλη, όποιος μπορεί, αλλά δεν το καταφέρνει, λόγω του άδικου και ανθρωποφάγου συστήματος λένε κυνικά: Ε, τι να κάνουμε; Δικό του πρόβλημα! Ας μην μιλήσω για τους αδύναμους, που όχι μόνο δεν μπορούν να επιβιώσουν, αλλά είναι καταδικασμένοι από την γένεσή τους. Σ’ αυτούς λένε: Συγνώμη! Ο Θεός μαζί σου! Στον Καιάδα! Αναρωτηθήκατε ποτέ, πέρα από τους αριθμούς, ποιο είναι δυστυχώς το θλιβερό αποτέλεσμα αυτού του Συστήματος; Να σας πω εγώ. Καθημερινά χάνονται άνθρωποι, μοναδικοί κι ανεπανάληπτοι συνδυασμοί του DNA, οι οποίοι θα μπορούσαν δυνητικά να προσφέρουν τόσα πολλά στην κοινωνία των ανθρώπων. Μπορείτε να φανταστείτε, μόνο και μόνο στατιστικά, πόσοι Μπετόβεν κι Αϊνστάιν, πόσοι Βούδες και Σωκράτηδες έχουν χαθεί, χωρίς την δυνατότητα να εκφράσουν τις δυνατότητες τους, λόγω πείνας κι εξαθλίωσης σε κάποια χώρα ξεχασμένη απ’ τον θεό τους, λόγω πολέμων και μιζέριας, πριν προλάβουν καν να λάμψουν χαρίζοντας μας το μοναδικό τους φως! Και γιατί; Γιατί το σύστημα μας λειτουργεί στην βάση της φυσικής επιλογής, παραλλαγμένης και διεστραμμένης, απ’ την ανηθικότητα λίγων ανθρωποειδών. Στην φύση τα είδη εξαφανίζονται, όταν αδυνατούν να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες. Το ίδιο θλιβερό τέλος δυστυχώς περιμένει κι εμάς! Δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να δει κάποιος τα σημάδια, απαιτεί όμως ανίκανους εγκεφάλους, άχρηστα κατάλοιπα της δεξαμενής γονιδίων, που στρεβλός έχουν κυριαρχήσει στον πολιτισμό μας για να αφήσουμε το είδος μας στην τύχη, είπε ξέπνοα και μια απίστευτη μελαγχολία σκοτείνιασε το πρόσωπό του. Τα μάτια του κοιτούσαν αφηρημένα και γυάλιζαν σαν δυο βρεγμένες χάντρες στο φως του ήλιου, που τρύπωνε απ’ το παράθυρο. Το πρόσωπό του είχε κρεμάσει και τα χείλη έμειναν ανοιχτά, έτοιμα να συνεχίσουν. Δραπέτευσε από την θλίψη της πραγματικότητας και συνέχισε: Όταν σταματήσουμε να ασχολούμαστε με τα υποτιθέμενα θαυμαστά έργα του καπιταλισμού, τι θα μείνει, κύριε πρωθυπουργέ; Ο καθένας αναστενάζει κάτω από ένα σιδερένιο ζυγό και όλη η ανθρωπότητα είναι σταυρωμένη από μια χούφτα καταπιεστές. Υπό τον νόμο λίγων διεθνών τραπεζών, της πρώτης παγκόσμιας Αυτοκρατορίας, ο πανικός και τα κραχ δημιουργούνται τεχνητά τον τελευταίο αιώνα. Γιατί; Αν δεν ξέρετε, επιτρέψτε μου να σας διαφωτίσω. Γιατί ένα συνωμοτικό δίκτυο πολύ πλούσιων ανθρώπων και οργανώσεων επιχειρούν κάθε φορά μέσω της ύφεσης να αναδυθούν κυρίαρχοι όλων μας. Κυρίαρχοι πάνω απ’ τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, οι οποίες οδηγούνται σε ένα διαρκώς αυξανόμενο χρέος απέναντι στους τραπεζίτες αναγκαζόμενες να δανείζονται ακόμη περισσότερα χρήματα με τόκο και τα οποία βέβαια δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποπληρώσουν με αποτέλεσμα να παίρνουν τον έλεγχο των υλικών πόρων της εκάστοτε χώρας. Κάθε συνομιλία ή συνάντηση μαζί τους δεν είναι ποτέ τίποτα περισσότερο από έναν διάλογο αφέντη και σκλάβου, είπε σαρκαστικά τονίζοντας ιδιαίτερα την τελευταία λέξη.
Αυτό ήταν! Ξαφνικά ο πρωθυπουργός άρχισε να καταλαβαίνει. Και γέλασε, γιατί εάν δεν γελούσε θα έπρεπε να κλάψει. Ακούγοντας τον πύρινο λόγο του Πλάτων, ο οποίος τον είχε στριμώξει στην γωνία και τον χτύπαγε αλύπητα, συνειδητοποίησε κάτι τρομακτικά απλό. Κατάλαβε ότι όντως έτσι ήταν. Είχε επιτρέψει, στην ουσία αποδεχόμενος την άγνοια του για την οικονομία και δίνοντας το ελεύθερο σε άλλους, υποτίθεται ειδικούς, να εφαρμοστεί και στην χώρα του ένα σύστημα εισαγόμενο, ξένο, ένα σύστημα αντιγραφή. Ένα σύστημα, που μαζί με τα λίγα και πρόσκαιρα καλά, την ψευδαίσθηση που κουβαλούσε, έφερνε μαζί του και το χάος, την ανηθικότητα και την διαφθορά. Έριχνε τον άνθρωπο κάτω, χαμηλά στο δέντρο της εξέλιξης, μαζί με τα ζώα, από τα οποία προέρχεται, αλλά είχε καταφέρει να δραπετεύσει. Όχι εντελώς και όχι για πάντα δυστυχώς! Κι έκανε την κυβέρνηση του, και τις υπόλοιπες που θα ακολουθούσαν, νομοτελειακά ζόμπι του συστήματος!
-Ακριβώς, συνυπόγραψε την σκέψη του ο Πλάτων και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Έξω ο ζωοδόχος ήλιος έτρεφε την πλάση και οι άντρες περίμεναν, συζητώντας και καπνίζοντας μπροστά στα αυτοκίνητα. Γελούσαν και πειράζονταν ανέμελα, σαν μικρά παιδιά, ίσως λόγο μιας ενοχλητικής αμφιβολίας για το μέλλον, ενώ οι μέλισσες χόρευαν γύρω απ΄ τα άνθη στο καταπράσινο λιβάδι. Ατενίζοντας την εικόνα είπε:
-Τα ηθικά προβλήματα της ανθρωπότητας είναι κατά βάση προβλήματα της οικονομίας. Η οικονομία είναι αυτή που δείχνει το επίπεδο ηθικής των ανθρώπων κάθε εποχής. Το ερώ-τημα είναι πιο από τα δυο πρέπει να προηγείται; Πρέπει το οικονομικό σύστημα το οποίο επιλέγουμε ή μας επιβάλλεται να καθορίζει την ηθική των ανθρώπων ή η ηθική να καθορίζει το οικονομικό σύστημα;
-Με συγχωρείς, αλλά δεν βλέπω την αντιστοιχία, είπε σκεπτικός ο πρωθυπουργός. Θεωρώ ότι είναι ξεχωριστά πράγματα το ένα από το άλλο και δεν συνδέονται. Τουλάχιστον όχι άμεσα! Πίστευε ότι η οικονομία δεν έχει να κάνει με την ηθική, το πίστευε πραγματικά, αν και οι άμυνες του είχαν υποχωρήσει αρκετά. Βασικά, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της εξουσίας ανά την υφήλιο, δεν θα ήθελε αυτά τα δυο μεγέθη να συνδέονται, το απωθούσε κι αυτό στην καταχνιά του ασυνείδητού του. Αυτό έχει να κάνει με την ψευδή συνείδηση, όπως λέει η ψυχολογία, δηλαδή την έτσι διαμορφωμένη από ποικίλους φόβους και κυρίως αυτόν του θανάτου, συνείδηση, ώστε ο άνθρωπος αφομοιώνει τόσο καλά το ψέμα, που στο τέλος να το αντιλαμβάνεται σαν αλήθεια, παραμένοντας ειλικρινής. Κι αυτό ακριβώς είχαν κάνει τους τελευταίους αιώνες οι φωστήρες που ευαγγελιζόταν την ελεύθερη αγορά!
-Αλήθεια; Για πες μου τότε, ποιος είναι ο μοναδικός σκοπός του καπιταλισμού, που υπερασπίζεσαι; Μήπως δεν είναι το κέρδος; Μήπως το μυστικό του πλούτου δεν εμπεριέχεται στην μαγική λέξη κέρδος;
-Μα ναι, αυτή είναι η κινητήριος δύναμη του καπιταλισμού, που οδηγεί τον άνθρωπο στο κυνήγι του κέρδους και μέσα από αυτό έχουν προκύψει τα θαυμαστά αποτελέσματα του σύγχρονου ανθρώπου.
Ο Πλάτων γύρισε απότομα από την γαλήνια εικόνα που αντίκριζε και τον κοίταξε ξαφνιασμένος. Το βλέμμα του ήταν ένα μίγμα περιέργειας, απορίας και λύπης. Σιγά-σιγά προστέθηκε και η οργή!
-Θαυμαστά; Θαυμαστά; Νομίζεις ότι θα ανατραπεί η τάξη του σύμπαντος αν ανατραπεί ο καπιταλισμός; Ναι, είναι θαυμαστά κάποια επιτεύγματα στην επιστήμη και την τεχνολογία, και τα οποία θα μπορούσαν να είχαν κατορθωθεί και αλλιώς, αλλά με τι κόστος; Τώρα σχεδόν φώναζε και ο πρωθυπουργός μαζεύτηκε διακριτικά στον καναπέ, ενώ οι άμυνες του συνειδητού του άρχισαν να ραγίζουν. Οι άντρες έξω, ακούγοντας τις δυνατές φωνές, σταμάτησαν ξαφνικά την συζήτηση τους και κοιτάχτηκαν. Ο Οδυσσέας πλησίασε αργά προς την είσοδο, προσπαθώντας να ακούσει, αλλά αποκλείοντας κάθε σκέψη διακοπής.
-Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι σύστημα εξόντωσης. Κάθε άνθρωπος πρέπει να εξοντώσει τον συνάνθρωπο του, ώστε μέσω του ανταγωνισμού να φτάσει στο κέρδος. Ο καπιταλισμός είναι απάνθρωπος διότι μετέτρεψε και τις πιο στοιχειώδης ανάγκες των εργαζομένων σε άγρια κερδοσκοπία, διότι αντιμετωπίζει τον άνθρωπο σαν πράγμα. Το συνειδητοποιείτε; Σαν πράγμα, όπως αυτά που παράγει. Ο εργαζόμενος είναι ένας απλός αριθμός, δεν είναι άνθρωπος. Ο καπιταλισμός δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την κοινωνία, παρά μόνο για το κέρδος. Επενδύει μόνο εκεί που προσδοκάει κέρδος και όχι εκεί που υπάρχουν κοινωνικές ανάγκες! Ο καπιταλισμός είναι εξορισμού απάνθρωπος για αυτόν τον λόγο. Αναγνωρίζοντας λοιπόν τα επιμέρους επιτεύγματα της καπιταλιστικής οικονομίας, στόχος μας πρέπει να είναι η ελευθερία του ατόμου και η εξύψωση των ατομικών του δικαιωμάτων πάνω από οποιοδήποτε σύνολο, ώστε να καταστεί υπεύθυνος πολίτης, ο οποίος στην συνέχεια θα επιζητήσει από μόνος του την εξύψωση και του συνόλου, διότι αυτό θα εκφράζει τα βαθύτερα συμφέροντα του, ενάντια στις επιταγές των εγωιστικών του γονιδίων!
Σταμάτησε για λίγο και κοιτώντας ψηλά σαν σε όνειρο, κάποιον ανύπαρκτο ιδεώδη κόσμο, συνέχισε: Δεν θα ζούσαμε σε έναν καλύτερο κόσμο, αν σε κάθε βιομηχανία, ο καπιταλιστής δεν αντιμετώπιζε τους εργάτες σαν εξαρτήματα των μηχανών; Αν κατέπνιγε την απληστία μέσα του και τους πλήρωνε όσο καλυτέρα μπορούσε γιατί θα σέβονταν την ανθρώπινη υπόσταση τους και θα μοιράζονταν μαζί τους την υπεραξία της εργασίας τους, και δεν θα την κράταγε όλη για τον εαυτό του, και αυτό όχι γιατί θα τον πίεζαν τα συνδικάτα και η κοινωνική γνώμη μέσω της τηλεόρασης; Όταν δεν θα είχε συνέχεια το μυαλό του στο κέρδος, αλλά στη θεσπέσια χαρά που δίνει η κοινωνική προσφορά; Όταν θα χαίρονταν στην προοπτική ότι η ανάπτυξη της βιομηχανίας μπορεί να εξαφανίσει την φτώχεια και την ανέχεια σε ολόκληρο τον πλανήτη, είπε τελειώνοντας και έκατσε πάλι στην πολυθρόνα του, περιμένοντας την αντίδραση του συνομιλητή του.
-Ναι, Πλάτων θα ήταν ένας υπέροχος κόσμος αυτός. Και όλοι θα ζούσαμε αξιοπρεπώς, αλλά γιατί δεν έχει επιτευχθεί ακόμη; Αναγνωρίζω ότι όσα είπες είναι σωστά, είναι ακριβώς έτσι! Γιατί όμως δεν έχουμε στραφεί, ολόκληρη η ανθρωπότητα προς τα εκεί; Τι μας εμποδίζει;
-Δεν ξέρω! Ειλικρινά δεν ξέρω, δήλωσε περίλυπος ο Πλάτων, αναγνωρίζοντας με θάρρος τα όρια του. Ίσως να φταίει η ίδια μας η φύση και τα ζωώδη ένστικτα μας, τα οποία μας τραβάνε στην Γη και δεν μας αφήνουν να πετάξουμε. Ίσως οι λάθος επιλογές που έγιναν σε συγκεκριμένες χρονικές συγκυρίες. Οπωσδήποτε, η απόλυτη ιδεολογική εξαθλίωση των ηγετικών κύκλων και σίγουρα η τύχη, αυτή η άθρησκη θεότητα! Ενδεχομένως, όλα μαζί. Αυτό που ξέρω όμως με σιγουριά είναι τι πρέπει να γίνει. Πρέπει να αλλάξουμε τα πάντα. Δισεκατομμύρια κόσμοι γεννιούνται και πεθαίνουν στο σύμπαν μας κι όμως η ζωή είναι μάλλον σπάνιο φαινόμενο. Το σύμπαν όμως δεν έχει συνείδηση κι έτσι θα κατάπινε αδιάφορα κάθε πλανήτη που φιλοξενεί ζωή. Αναλογίσου το ίδιο και στην Γη μας. Δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο τρόπο που το κάνει το σύμπαν, σκληρά και χωρίς νόημα, γιατί έτσι θέτουμε το είδος μας και τα πιο σπάνια μέλη του μπρος τον κίνδυνο να μας καταβροχθίσει η ανυπαρξία. Ας οδηγήσουμε λοιπόν το σύστημα εκεί που οφείλουμε για το καλό του ανθρώπινου είδους, ενάντια στην πολιτισμική παρακμή και την κοινωνική οπισθοδρόμηση!
-Που ακριβώς είναι αυτό, ρώτησε με αγωνία ο πρωθυπουργός.
-Στην αταξική κοινωνία του μέλλοντος!
-Δηλαδή στον κομμουνισμό, ξαναρώτησε με μια δόση δυσπιστίας στην φωνή του κι έντονη απορία στο βλέμμα του αυτή την φορά ο πρωθυπουργός. Δυσπιστία η οποία είναι αποτέλεσμα ημιμάθειας και παραπληροφόρησης.
-Πες το όπως θέλεις! Όραμα μου είναι μια κοινωνία, όπου ο άνθρωπος θα ζει σε αρμονία με την φύση και η δημιουργία ενός καινούριου πολιτισμού, που θα στηρίζεται στην εξάλειψη όλων των παράλογων συνόρων μεταξύ φυλών, εθνών και κοινωνικών τάξεων και στην διατήρηση της ιεραρχίας μόνον ανάμεσα σε άνθρωπο και άνθρωπο! Μην βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα, είπε διακρίνοντας την επιμένουσα δυσπιστία. Μην πλανάσαι! Δεν θα είναι όλοι ίδιοι και ίσοι σ’ αυτήν την κοινωνία. Ίσες ευκαιρίες, ναι, ίσα αποτελέσματα, αδύνατο! Οι αντιθέσεις θα συνεχίσουν να υπάρχουν, εκτός από μια. Την οικονομική ανισότητα! Και στην αταξική κοινωνία θα συνεχίσουν να υπάρχουν έξυπνοι και βλάκες, όμορφοι και άσχημοι, ταλαντούχοι και ατάλαντοι, φοβισμένοι και θαρραλέοι, αισιόδοξοι και απαισιόδοξοι, επιτυχημένοι και αποτυχημένοι. Δεν θα έχουν όλοι τα καλύτερα αυτοκίνητα και τις καλύτερες θέσεις. Λίγοι, οι ξεχωριστοί, θα ανεβαίνουν γρηγορότερα τα σκαλοπάτια της κοινωνικής οργάνωσης, αυτό όμως θα συμβαίνει μέσα από μια διαλεκτική διαδικασία, όπου όλα τα μέλη της κοινωνίας, έχοντας ακριβώς τις ίδιες ευκαιρίες θα αναπτύσσουν τις ξεχωριστές τους δυνατότητες. Η αταξική κοινωνία δεν είναι, όπως λανθασμένα και βλακωδώς πιστεύουν πολλοί, μια ισοπεδωμένη κοινωνία. Ίσα-ίσα, που μέσα σ’ αυτήν μπορούν να αναδειχθούν καλυτέρα από οπουδήποτε αλλού οι βαθιές και ουσιαστικές ανθρώπινες διαφορές, ανέγγιχτες και ακαθόριστες από την τύχη και την συγκύρια του πλούτου. Μόνο μέσα σ’ αυτήν μπορούν τα εκλεπτυσμένα πνεύματα να προοδεύσουν και μαζί τους να συμπαρασύρουν σε ένα ταξίδι προς το όνειρο και ολόκληρη την ανθρωπότητα, συνέχισε μαλακώνοντας υπό την επήρεια του οράματός του την φωνή του. Δεν είναι προφανές ότι η πάλη για μια σοσιαλιστική, ή όπως αλλιώς θες να την χαρακτηρίσεις, διέξοδο … ή επικράτηση, αν προτιμάς… παίρνει τη σημασία μιας πάλης για την ίδια την επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού και του ανθρώπινου γένους, ρώτησε ρητορικά.
Το επίμονο γυαλί μέσα του έσπασε και τώρα άρχισε να ξεθολώνει αρκετά και να μορφοποιείται στο μυαλό του πρωθυπουργού η εικόνα που ζωγράφιζε με υπομονή ο Πλάτων.
-Φαντάσου αυτό, είπε και ο πρωθυπουργός πλησίασε με περιέργεια. Φαντάσου σήμερα έναν πολύ πλούσιο κύριο, με περιουσία εκατό, ας πούμε, εκατομμύρια ευρώ. Πόσα από αυτά τα χρήματα θα του ήταν απαραίτητα, ώστε να έχει αυτός και η οικογένεια του μια ζωή με το καλύτερο δυνατό επίπεδο, ρώτησε και περίμενε την απάντηση.
-Γύρω στα μισά, υποθέτω, είπε αβέβαιος ο πρωθυπουργός.
-Εγώ θα έλεγα με πολύ λιγότερα, αλλά έστω, είπε με νόημα ο Πλάτων. Αν έρθει η κοινωνία και του πάρει την μισή του περιουσία, δεν θα βελτιώσει μακροπρόθεσμα τελικά την ζωή του από την στιγμή, που αυτός θα έχει στην διάθεσή του μια υπέροχη μονοκατοικία ή ένα άνετο διαμέρισμα, ένα παραθαλάσσιο εξοχικό, πολύ καλή δημόσια παιδεία και καθολικό σύστημα υγείας χρηματοδοτούμενα από τα λεφτά του, δυο σύγχρονα, οικολογικά κι αξιόπιστα οχήματα για τις μετακινήσεις του, ασφάλεια στην καθημερινή ζωή με μηδενική εγκληματικότητα, λόγω της χρηματοδοτούμενης κοινωνικής μέριμνας και παρεμβάσεις σε πρωτογενές επίπεδο, μες την ίδια την κοινωνία! Καθαρές πόλεις, καθαρές θάλασσες κι ισάξιους συμπολίτες παντού γύρω του. Με λίγα λόγια, το απαραίτητο σαν οξυγόνο πλαίσιο για να αναπτύξει αυτός και όλη του η οικογένεια τα καλύτερα τους γονίδια και να κατακτήσουν το μεγαλύτερο δυνατό επίπεδο συνείδησης. Με απλή ζωή κι αυτοσυγκέντρωση να βαδίσουν στον δρόμο της φώτισης και να αγγίξουν την αυτογνωσία!
Ήταν ολοφάνερο πλέον. Πως θα μπορούσε κάνεις να ζητήσει κάτι διαφορετικό; Πως θα αρνούνταν το αυταπόδεικτο; Ένας μονόδρομος εμφανίστηκε μπροστά του.
Ο Πλάτων σηκώθηκε και τον πλησίασε, ενώ ο πρωθυπουργός αντέδρασε ενστικτωδώς κάνοντας το ίδιο. Έμειναν ακίνητοι, απέναντι ο ένας απ’ τον άλλο, να κοιτάζονται στα μάτια.
-Το ερώτημα είναι τώρα τι θα κάνεις εσύ; Θα με συντροφεύσεις στον αγώνα μου; Θα δεχτείς να με βοηθήσεις; Και αν ναι, για ποιον λόγο θα το κάνεις; Θα το κάνεις γιατί στο επιβάλλει η φυσική μου παρουσία ή γιατί δέχεσαι την λογική της σκέψης μου; Μπορείς απλώς να βγεις από την πόρτα και να μην με ξαναδείς ποτέ. Κάνεις δεν θα σου προσάψει κάτι αρνητικό γι’ αυτό. Εκτός ίσως από την …Ιστορία!
Τα μάτια του γυάλιζαν και ο πρωθυπουργός ένιωθε το ίδιο, σαν να γυάλιζαν και τα δικά του μάτια, από έξαψη, καθώς ένιωθε έναν υπόκωφο πόνο που διέτρεχε το μυαλό του ακριβώς κάτω απ’ τα οστά του κρανίου του, λες και γαμψά νύχια έξυναν απαλά τον εγκέφαλό του, σβήνοντας τον πίνακα των παλιών του αντιλήψεων και κάνοντας χώρο για την μεγαλειώδη ζωγραφιά του Πλάτωνα!
-Μπορεί όλοι να σε συγχωρήσουν! Εσύ όμως … θα συγχωρήσεις ποτέ τον εαυτό σου;
Η τελευταία ερώτηση άνοιξε με μιας τις πόρτες του ασυνείδητου του και όλες οι καταπιεσμένες σκέψεις, επιθυμίες, ηδονές βγήκαν στο προσκήνιο. Είχε βαρεθεί τα ψέματα και τις δικαιολογίες. Είχε βαρεθεί να είναι στην ουσία μια ακόμη μαριονέτα, ένας άνθρωπος χαμηλών προσδοκιών. Ήθελε για πρώτη φορά στην ζωή του να δει την μεγαλύτερη εικόνα και να μην αρκεστεί στα... ψίχουλα που του έδιναν, στα ψίχουλα με τα οποία τάιζε ο ίδιος τον εαυτό του. Μια κατάλευκη εγωιστική λέξη σχηματίστηκε αργά στον κατάμαυρο πίνακα της συνείδησης του κι έγραφε:
ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ
Τι θα έλεγαν γι’ αυτόν στο μέλλον οι κριτές της Ιστορίας; Τι θα έλεγαν σε διακόσια χρόνια ή και περισσότερα; Θα ήταν κι αυτός ένας αριθμός; Ο εικοστός τρίτος πρωθυπουργός της Ελλάδος! Ε, και; Δεν θα κατακτούσε ποτέ την μεγάλη αθανασία!
-Δεν θα το συγχωρήσω εγώ στον εαυτό μου, είπε πιο αποφασιστικά από ποτέ.
-Το ξέρεις ότι δεν θα είναι εύκολο!
-Το ξέρω.
-Το ξέρεις ότι θα μας εναντιωθούν όσο τίποτε άλλο, όπως έγινε σε όσους έφτασαν κοντά και άγγιξαν τον ήλιο. Θα μας κυνηγήσουν, θα μας συκοφαντήσουν, θα προσπαθήσουν να μας εξοντώσουν, ηθικά... και φυσικά. Θα αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο και θα ανέβουμε τον πιο κακοτράχαλο δρόμο. Το ξέρεις ότι πάμε σε πόλεμο;
-Το ξέρω, είπε αυθόρμητα και χωρίς να κατανοεί εκείνη την μοναδική στιγμή, που βίωνε την ένωση με κάτι ανώτερο απ’ τον ίδιο, ανώτερο ακόμη κι απ’ τον Πλάτων που τον κοίταζε τόσο ευγενικά, πόσο δίκιο είχε. Ήταν οι δυο τους, μόνοι, μακριά από κάθε προσωπική έγνοια, συζητούσαν για την πατρίδα τους κι έπαιρναν αποφάσεις, που λάδωναν τα γρανάζια της Ιστορίας!
14
Ο οδηγός του υπουργικού αυτοκινήτου σταμάτησε το αυτοκίνητο μετά από μια κοφτή διαταγή του συνοδηγού, ο οποίος τον σημάδευε ασταμάτητα με το όπλο από την στιγμή που είχαν ξεκινήσει. Τώρα σταμάτησαν σε ένα μικρό λοφάκι, μακριά από δρόμους και σπίτια, πολύ κοντά στο αεροδρόμιο, σχεδόν δίπλα στον διάδρομο απογείωσης. Ήταν ερημικά εκεί που βρισκόταν, αν εξαιρέσεις τους εναέριους επισκέπτες, κι αυτό όπως φαντάζεστε φόβισε ακόμη περισσότερο τους δυο ομήρους. Τα αεροπλάνα απογειωνόταν και προσγειωνόταν σχεδόν ασταμάτητα πάνω απ’ τα κεφάλια τους και ο θόρυβος τους τρύπαγε τα αυτιά.
Ο υπουργός κοίταζε αγωνιωδώς έξω, στρέφοντας το κεφάλι του με κοφτές κινήσεις, δεξιά κι αριστερά, ψάχνοντας για κάποιον που θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Μάταια. Μόνο σκόνη, θάμνοι και μικρά ζώα, εντελώς αδιάφορα για το δράμα, που εκτυλισσόταν δίπλα τους και βεβαίως ο αμίλητος συνοδός του. Αισθάνθηκε έναν στιγμιαίο τσίμπημα και γυρνώντας διαπίστωσε έντρομος πως μια βελόνα είχε τρυπήσει τον ώμο του και ένα κεχριμπαρένιο υγρό οδηγούνταν αργά μέσω μιας σύριγγας στο σώμα του από τον μαυροντυμένο άντρα.
Ο συνεπιβάτης του είχε κουνηθεί επιτέλους. Μόνο που δεν ήταν για καλό. Η επίδραση του υγρού ήταν άμεση στην χημεία του εγκεφάλου του και το κεφάλι του ελάφρυνε γρήγορα. Χύθηκε πίσω στο κάθισμα του και ένα πνιχτό γέλιο του βγήκε αβίαστα. Ένιωσε όπως όταν έπινε καμιά δεκαριά ποτήρια κρασί. Ανάλαφρος, πολύ ανάλαφρος. Θαρρείς θα πετούσε αν έκανε μια τόσο δα μικρή προσπάθεια.
-Ωραία, είπε. Τι θα γίνει τώρα; Θα ζητήσετε λίτρα; Αν ναι, ζητήστε πολλά, γιατί η γυναίκα μου είναι πολύ ματσωμένη, συνέχισε με συνωμοτικό ύφος και σπαστή φωνή, γέρνοντας προς τον άντρα δίπλα του. Του έκανε την χαρακτηριστική κίνηση που κάνουμε για το χρήμα, τρίβοντας με τον δείκτη τον αντίχειρα και ξέσπασε σε γέλια. Καιρός ήταν κάποιος να την ξελαφρώσει την σκρόφα!
Ο οδηγός καθόταν ακίνητος και η σκέψη του είχε παγώσει απ’ τον τρόμο, γιατί το τέλος έμοιαζε τόσο κοντά. Κοιτώντας στον καθρέπτη έβλεπε πίσω του τον υπουργό να χαζογελάει και μια στιγμιαία αντανάκλαση τον τύφλωσε. Γύρισε λίγο, ελάχιστα, τα μάτια του, όσο χρειαζόταν για να δει καλυτέρα την πηγή του φωτός ανάμεσα από τους δυο άντρες στα πίσω καθίσματα. Διέκρινε με απορία καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά, μάλλον ένα μικρό τζάμι, έτσι έμοιαζε, κρυμμένο κάτω από θάμνους. Μόνο που η θέση των θάμνων είχε κάτι το περίεργο, δεν ήταν η φυσική τους θέση. Προφανώς, κάποιος τους είχε τοποθετήσει εκεί. Προσπάθησε να στρέψει το βλέμμα του υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες μπας και διακρίνει κάτι περισσότερο και αντιλήφθηκε ότι κάτι ήταν κρυμμένο κάτω από τους θάμνους. Γύρισε προς τον συνοδηγό και έκανε μια γκριμάτσα που μετά βίας θύμιζε χαμόγελο. Κοίταξε την μαύρη στολή του. Ξαναγύρισε απότομα μπροστά, εστιάζοντας το βλέμμα του στον διάδρομο προσγείωσης, αρκετά μέτρα μπροστά τους. Κατάλαβε με τρόμο ότι έκρυβαν μια μηχανή κάτω από τους θάμνους, οπότε ήταν όλα προσχεδιασμένα κι επομένως...
-Θα μου πείτε επιτέλους τι θέλετε από εμένα, φώναξε σε μια προσπάθεια να φανεί σοβαρός κι ενοχλημένος από την σιωπή του άντρα δίπλα του ο υπουργός. Κι αμέσως ξέσπασε πάλι σε γέλια. Για τον νέο πρόκειται, έτσι, ξαναρώτησε. Ο μαυροντυμένος άντρας δίπλα του ανεβοκατέβασε το κεφάλι του σαν να έλεγε: «Ναι!»
-Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν. Αφήστε με ήσυχο. Η γυναίκα μου έχει πολλά λεφτά, θα δείτε θα σας δώσει ότι ζητήσετε! Για ... τον ... Πλάτων δεν ξέρω τίποτα. Αυτά που λένε ... για υπερδυνάμεις και κουραφέξαλα ... είναι μαλακιές. Ακούς; Μαλακίες, φώναξε χαχανίζοντας. Ακούς εκεί ελέγχει το μυαλό σου και ... πετάει μια δύναμη σαν λέιζερ από το χέρι του ... μαλακιές σου λέω. Μπούρδες! Έκλεισε τα μάτια του, βαριανασαίνοντας αργά και προσπαθώντας μες την παραζάλη του να συγκρατήσει τον εαυτό του. Μια στιγμή πόνου, το δεύτερο τρύπημα τον ξάφνιασε και πάλι.
-Τι κάνεις, ρε; Θες να με σκοτώσεις; Θα με στείλεις μ’ αυτή την ... μαλακία. Άρχισε να γελά και πάλι, πιο έντονα αυτή την φορά. Δεν σου λέω τίποτα. Πήγαινε στον πρωθυπουργό αν θέλεις να σου πει ή... μια ιδέα, που έμοιαζε τόσο καλή εκείνη την στιγμή πήρε τον δρόμο για την γλώσσα του… ή καλυτέρα να δεις τον ίδιο τον Πλάτων. Θέλεις να τον δεις να σου πει ο ίδιος ότι όλα αυτά είναι μαλακιές; Ο μαυροντυμένος άντρας κατένευσε και πάλι.
-Λοιπόν, θα πας στο αγρόκτημα, σ’ εκείνο με την υπέροχη θέα, που βλέπει στην θάλασσα. Είναι ... Μέσα από γέλια, χαχανητά και πάνω απ’ όλα με πολύ καλή διάθεση, ο υπουργός εξήγησε με όλες τις λεπτομέρειες που βρισκόταν το αγρόκτημα. Περιέγραφε, φωνάζοντας για να ακουστεί, την τοποθεσία και τον δρόμο πρόσβασης εκεί και ο συνοδηγός αφήνοντας το όπλο του στο πάτωμα του αυτοκινήτου μπρος τα πόδια του, άρχισε να κρατά σημειώσεις σε ένα μπλοκάκι.
Αυτή η στιγμή φάνηκε στον οδηγό, μες το μυαλό του οποίου ο θάνατος τους ήταν προδιε-γεγραμμένος, η καλύτερη για μια προσπάθεια απόδρασης. Ενέργησε αστραπιαία, όπως ήταν απαραίτητο αν ήθελε να ξαναδεί την οικογένεια του. Πήρε μια βαθιά ανάσα μαζεύοντας κάθε ψίχουλο ανδρείας μέσα του, τράβηξε με μιας το χερούλι, άνοιξε την πόρτα και βγαίνοντας έξω πάτησε τον διακόπτη ασφαλείας. Χτύπησε με δύναμη την πόρτα πίσω του, ένας ήχος ακούστηκε και οι υπόλοιπες τέσσερεις πόρτες κλείδωσαν όλες μαζί, ενώ ο οδηγός προσπαθούσε να μιμηθεί τους αθλητές στο αγώνισμα των εκατόν μέτρων, παρά την προχωρημένη ηλικία του. Έτρεχε στο χωμάτινο δρομάκι, πάνω από πέτρες κι αγκάθια, με έναν απερίγραπτο τρόμο ότι ανά πάσα στιγμή θα ακούσει τον θανάσιμο ήχο και έπειτα θα σωριαστεί νεκρός. Δεν σκεφτόταν, δεν ένοιωθε τίποτε, μόνο έτρεχε μανιασμένα για την ζωή του.
Οι συνοδηγός σάστισε και προσπάθησε να ανοίξει την κλειδωμένη του πόρτα. Τίποτα. Κοίταξε το ταμπλό του πολυτελούς αυτοκινήτου, που θύμιζε κοκπιτ αεροπλάνου και έψαξε να βρει το κατάλληλο κουμπί, ενώ ο συνεργός του πίσω παρακολουθούσε ατάραχος τον υπουργό να αναρωτιέται:
-Καλά, ρε Αντώνη, που πας; Κάτσε να εξηγήσουμε στους ανθρώπους. Χι χι χι.
Τελικά, οι πόρτες ξεκλείδωσαν και πριν προλάβει ο συνοδηγός να τραβήξει το χερούλι της δικιάς του, ο συνεπιβάτης του υπουργού, κινούμενος απίστευτα γρήγορα είχε ήδη βγει έξω, έκατσε στο ένα γόνατο, πιάνοντας και με τα δυο του χέρια το όπλο του και σημάδεψε. Έβλεπε μέσα απ’ το φιμέ τζάμι του κράνους του τον οδηγό να τρέχει. Θα είχε φτάσει γύρω στα τριάντα μέτρα μακριά, απόσταση αξιοθαύμαστη, τρέχοντας ζιγκ-ζαγκ, όπως κάνουν στις ταινίες και σχεδόν γελούσε νευρικά, νιώθοντας ότι ίσως και να την γλύτωνε. Φώναζε με όλη του την δύναμη βοήθεια, όμως η φωνή του πνιγόταν από τον θόρυβο των αεροπλάνων, όταν μια σφαίρα καρφώθηκε στο κέντρο του κρανίου του και σωριάστηκε άψυχος σαν σάκος καταπλακώνοντας έναν μικρό θάμνο.
«Κρίμα!», σκέφτηκε ψυχρά ο μαυροντυμένος άντρας, γνωρίζοντας μόνο αυτός ότι οι εντολές τους ήταν ξεκάθαρες: Να ανακτήσουν την πληροφορία και να τους αφήσουν ζωντανούς, αρκεί να μην κινδυνεύσουν να αποκαλυφθούν. Οι άντρες της ασφαλείας του υπουργού έπρεπε να εξοντωθούν, αλλά ο κακομοίρης ο οδηγός; Τι να κάνουμε; Παράπλευρες απώλειες!
Ακόμη μια ένεση και ο υπουργός πήγε για ύπνο, βαθύ και παρατεταμένο. Κι άλλο αίμα θα κυλούσε σύντομα!
15
Ήταν περίπου δέκα η ώρα, όταν ο γιατρός κατέβαινε απ’ τον πάνω όροφο φρέσκος και ξεκού-ραστος, γεμάτος αγωνιά για την σημερινή ημέρα. Άνοιξε για ακόμη μια φορά τα μάτια του στον κόσμο μας και ποιος ξέρει τι καινούριο κι ανεπανάληπτο θα μάθαινε σήμερα; Κατεβαίνοντας την παλιά ξύλινη σκάλα, και σκεφτόμενος ότι παραδόξως δεν έτριζε καθόλου παρά τους αιώνες που φαινόταν να κουβαλά, είδε την πόρτα του σαλονιού κλειστή και άκουσε δυο φωνές από μέσα. Προφανώς μια συζήτηση ήταν σε εξέλιξη και δεν σκέφτηκε καν να ενοχλήσει. Κατέβηκε στο υπόγειο να δει την ασθενή του. Μπήκε στο δωμάτιο, όπου το κορίτσι κοιμόταν ακόμη βαθιά. Παρατήρησε ότι το χρωματάκι της ήταν ροδοκόκκινο και η ανάσα της σταθερή. Είχε την όψη ευτυχισμένου ανθρώπου. Όλοι οι μυς του προσώπου της ήταν χαλαροί και μόνο η γωνία των χειλιών της ήταν ελαφρά σηκωμένη, σχεδόν σαν να χαμογελούσε στον ύπνο της.
Έλεγξε τα ζωτικά της σημεία, κάνοντας προσπάθεια να μην την ξυπνήσει. Ένιωθε τέλεια μέσα του, όπως τέλεια ήταν και η έκφραση γαλήνης της ασθενούς μπροστά του. Μόνο που όπως κατάλαβε γρήγορα, η λέξη ασθενής δεν ταίριαζε πλέον στην περίσταση, αφού διαπίστωσε ότι το κορίτσι φαινόταν σαν να μην τραυματίστηκε ποτέ. Εξέτασε έκπληκτος το τραυματισμένο της πόδι. Η βαθιά πληγή με τα δεκάδες ράμματα που το κοσμούσε είχε επουλωθεί σε χρόνο ρεκόρ. Πριν δυο μέρες είχε μια αποκρουστική πληγή ψηλά στον μηρό της και τώρα μόνο η ανάμνηση της πληγής και τα υπολείμματα απ’ τα μαύρα, μεταξένια ράμματα πάνω στο σεντόνι μαρτυρούσαν την ύπαρξή της στην θέση του λείου κι ομοιόμορφου δέρματος που κάλυπτε το πόδι της.
Το κορίτσι μπροστά του μπορούσε και επισήμως να καταχωρηθεί στα περίεργα περιστατικά της ιατρικής. Δεν θα το έλεγε θαύμα, γιατί δεν πίστευε σ’ αυτά, τα θεωρούσε απλώς περιστατικά τα οποία δεν έχει καταφέρει να εξηγήσει ακόμη ο άνθρωπος, αλλά ήταν σίγουρα ανεξήγητο. Και δεν του έβγαζε κάνεις απ’ το μυαλό ότι είχε να κάνει με ότι έγινε χθες στο ασθενοφόρο, με την έντονη λάμψη και τον απίστευτο νεαρό. Έβγαλε τα άχρηστα πλέον καλώδια απ’ το κορμί της και την άφησε μόνη να συνεχίσει τον ύπνο της.
Στο ισόγειο, ο Πλάτων κι ο πρωθυπουργός καθόταν και πάλι στο σαλόνι, μετά από ένα μικρό διάλειμμα, για να φτιάξουν από ένα καφεδάκι. Είχαν ανάγκη από ένα δυναμωτικό ρόφημα, κυρίως ο πρωθυπουργός. Είχε πάρει την απόφαση που αισθανόταν σαν χρέος του. Χρέος καταρχήν απέναντι στον εαυτό του. Και στην συνέχεια απέναντι σε όλους τους άλλους, την οικογένεια του και τον λαό του. Ήταν μια δύσκολη απόφαση την οποία πήρε σχετικά, με μεγάλη ευκολία.
Πίνοντας μικρές γουλιές από το φλιτζάνι του, κοίταζε στο κενό και το μυαλό του γύριζε αδιάκοπα. Ήταν θαρραλέος άντρας, όμως κάνεις δεν δέχεται έτσι εύκολα, την πιθανοτητα της ... πως το είπε ο Πλάτων; Φυσική εξόντωση! Μάλιστα. Παραδόξως, ο φόβος που αισθανόταν ήταν μικρότερος απ’ ότι θα περίμενε κάνεις. Ίσως η παρουσία και μόνο του Πλάτων τον γέμιζε σιγουριά. Ήταν αλήθεια ότι όντας διπλά του, κοντά του, ένιωθε μια ασφάλεια, μια πεποίθηση ότι τίποτα δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Και έτσι ήταν. Τουλάχιστον προς το παρόν!
-Τώρα, που συμφωνήσαμε, τι κάνουμε; Πως θα γίνει η αλλαγή, που οραματιζόμαστε ώστε να οδηγηθούμε στην αταξική κοινωνία του μέλλοντος; Ελπίζω, όχι μέσω της δικτατορίας του προλεταριάτου, ρώτησε ειρωνικά πίνοντας ακόμη μια γουλιά καφέ. Δεν του ήταν εύκολο να χωνέψει τον στόχο τους, όσο προφανής κι αν φάνταζε με λίγη ομολογουμένως σκέψη.
-Όχι, όχι, απάντησε με ευθυμία ο Πλάτων. Για να μην έχουμε τα άσχημα αποτελέσματα της βρώμικης πράξης, μιας καθαρής, κρυστάλλινης θεωρίας, θα πρέπει να βαδίσουμε στα χνάρια της γνώσης και της εμπειρίας. Θα πρέπει να δεχτούμε ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στο νέο σύστημα οργάνωσης της ανθρώπινης κοινωνίας από την μια μέρα στην άλλη, χωρίς να επιτύχουμε την απόλυτη ανάπτυξη του σύγχρονου συστήματος, είπε και ρούφηξε κι αυτός μια απολαυστική γουλιά απ’ τον καφέ του, την ίδια ώρα που ο πρωθυπουργός κόντεψε να χύσει τον δικό του στο άκουσμα της πρότασης αυτής.
-Ορίστε, είπε ξαφνιασμένος και γουρλώνοντας τα μάτια του. Τι ακριβώς μου λες; Ότι για να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό, θα πρέπει να τον ... αναπτύξουμε πλήρως;
Ο Πλάτων ήξερε ότι αυτό ήταν το καίριο σημείο, το σημείο που όλοι οι αναλυτές δεν πρόσεξαν ποτέ! Ο Μαρξ το είπε, αλλά κάνεις ποτέ δεν έδωσε την σημασία που έπρεπε.
-Κύριε πρωθυπουργέ, δεν μίλησα ποτέ για ανατροπή του καπιταλισμού. Φαντάζεσαι τις συνέπειες μιας άμεσης κατάρρευσης του συστήματος; Θεωρώ την βαρβαρότητα σαν μια πολύ πιθανή συνέπεια αυτής της κατάρρευσης, η οποία θα έρθει ούτως η αλλιώς με την συνεχή αποσύνθεση του συστήματος, την οποία βλέπουμε παντού γύρω μας κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία. Αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε! Εγώ, λοιπόν, μιλάω για φυσική ροη, μιλάω για συνέχεια. Το διάδοχο του ανεπτυγμένου καπιταλισμού κοινωνικό σύστημα είναι ο Σοσιαλισμός. Φαντάσου την ανθρώπινη κοινωνία μέσα στην Ιστορία σαν ένα μωρό παιδί. Στην αρχή μπουσουλάει, μετά προσπαθεί να σηκωθεί, να σταθεί στα ποδαράκια του και να περπατήσει, αλλά στην αρχή πέφτει και κάποιες φορές χτυπάει, άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο. Αυτή όμως η διαδικασία είναι απολύτως απαραίτητη, ώστε ο εγκέφαλός του να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνάψεις, για να μάθει τελικά να στηρίζεται και να περπατά σωστά. Δεν μπορούμε να καταργήσουμε αυτή την διαδικασία, μας είναι εξαιρετικά πολύτιμη, είναι… αναπόφευκτη. Σκέψου τώρα αυτή την διαδικασία, κατά την χρονική περίοδο όπου το βρέφος προσπαθεί να περπατήσει σαν τον καπιταλισμό και γι’ αυτό συχνά πυκνά πέφτουμε και χτυπάμε κι εμείς, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις τακτές του οικονομικές κρίσεις, τόνισε με νόημα. Βέβαια δεν μπορούμε επίσης να επιβάλλουμε στο βρέφος να σταθεί και να περπατήσει, ούτε μπορούμε με διαφορές μεθόδους να το αναγκάσουμε να το κάνει με το ζόρι, γιατί αυτή δεν είναι η φυσική διαδικασία, η οποία κρύβει την σοφία εκατομμυρίων ετών εξέλιξης. Αυτές οι προσπάθειες ήταν τα αποτυχημένα πειράματα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αυτό όμως που είναι εντελώς απαράδεκτο είναι η προσπάθεια κάποιων να μην αφήσουν ποτέ το βρέφος να ορθοποδήσει, εκμεταλλευόμενοι αυτή την κατάσταση για ιδίο όφελος. Βρισκόμαστε στην λεγόμενη «ληστρική φάση» στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Αυτό ακριβώς θα πολεμήσουμε εμείς, ώστε να επισπεύσουμε την φυσική διαδικασία και να φτάσουμε όσο νωρίτερα γίνεται, πριν να είναι αργά για όλους μας, εκεί που μας αρμόζει, ώστε όλοι μαζί στην συνέχεια να επέμβουμε στην ίδια την φυσική επιλογή, κτίζοντας ένα αύριο για την επιβίωση του είδους μας ενάντια σε κάθε δύναμη της φύσης!
Ο πρωθυπουργός είχε κοκαλώσει. Είδε πλέον την μεγάλη εικόνα, που είχε τόσο περίτρανα περιγράψει ο Πλάτων. Βέβαια, ο Πλάτων δεν μίλησε ξεκάθαρα για τον τελικό στόχο της προ-σπάθειάς τους, δεν του αποκάλυψε τα πάντα, αυτό που θεωρούσε ενδόμυχα σαν τον απόλυτο σκοπό του. Θεωρούσε ότι ο πρωθυπουργός δεν ήταν ακόμη έτοιμος να ακούσει και να δεχτεί όλη την αλήθεια για το τι είχε στο μυαλό του.
-Δηλαδή, για να σιγουρευτώ ότι το έπιασα, κάτσε να το επαναλάβω. Λες ότι μόνο η πλήρης ανάπτυξη του καπιταλισμού, θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων στην αντικατάσταση του από τον Σοσιαλισμό. Σωστά;
-Όταν οι συνθήκες ωριμάσουν τίποτα δεν μπορεί να κρατήσει στην θέση του το παλιό κάθεστώς, λέει ο Μαρξ.
-Επομένως, εμείς πρέπει να φροντίσουμε ώστε οι συνθήκες να ωριμάσουν το γρηγορότερο δυνατό;
-Ακριβώς! Κοίταξε, οι άνθρωποι είναι υπερβολικά εγωιστές, έντονα παθιασμένοι, εύκολα παραπλανιούνται, βρίσκονται από την φύση τους σε πόλεμο «όλοι εναντίων όλων». Διαρκώς διψούν για εξουσία και σαν αποτέλεσμα όλων αυτών είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που εκτρέφει το σημερινό Σύστημα. Μόνο μια ισχυρή κυβέρνηση μπορεί να αποτρέψει την βία και την αναρχία, την κατασπάραξη του ανθρώπου από τους συνανθρώπους του, τον κανιβαλισμό. Μια ισχυρή κυβέρνηση, που δυστυχώς λείπει από τα σύγχρονα κράτη, τα οποία αρκούνται σε αδύναμες κυβερνήσεις, υποχείρια του νεοφιλελεύθερου συστήματος, ή του αναρχοκαπιταλισμού, όπως αποκαλείται τελευταία, το οποίο απαιτεί την υποτυπώδη παρουσία τους. Αυτός είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο συστημάτων. Μόνο έτσι θα περάσουμε με μαθηματική ακρίβεια από το ένα στο άλλο. Ύψιστη προτεραιότητα μιας ισχυρής κυβέρνησης είναι να βρίσκει τρόπους να περιορίζει τις στρεβλώσεις που προκαλεί ο καπιταλισμός, κυρίως στις ζωές των ανθρώπων, αλλά και στο περιβάλλον, χωρίς παράλληλα να περιορίζει την θαυμαστή δημιουργική του. Χρειάζεται μια κοινωνική οργάνωση που να χαλιναγωγεί την επιθυμία, χωρίς να πνίγει την πρωτοβουλία. Πώς θα το κάνει αυτό; Με την εκπαίδευση και την συνειδητοποίηση των ανθρώπων μπορεί να εφαρμοστεί ένα νέο Σύστημα, το οποίο θα υιοθετεί την Αρχή της Συμβίωσης, θα δέχεται τους φυσικούς νόμους σαν θεμέλιο λίθο του Συστήματος και η ζωή στην Γη θα ανθίσει μέσω μιας διαρκούς θετικής ανάπτυξης. Σταδιακά, είναι αναπόφευκτο ότι τα αρνητικά κοινωνικά συμπτώματα, όπως η ταξική διαστρωμάτωση, ο πόλεμος, η φυσική καταστροφή κι η οικονομική ανισότητα, θα εκλείψουν για πάντα από την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε: Εκτός αυτών, όπως έχει ειπωθεί πολύ εύστοχα, ο Σοσιαλισμός είναι μια απόπειρα να βρεθούν υπερατομικές ηθικές αξίες και συλλογικά οργανωτικά σχήματα, ταιριαστά στην νέα κατάσταση πραγμάτων που δημιούργησε ο Διαφωτισμός, η Γαλλική επανάσταση και ο Φιλελευθερισμός. Ο Σοσιαλισμός είναι κοινωνικοποίηση των κατακτήσεων του αστισμού, ξεπέρασμα του ατομικισμού και επαναφορά του προσώπου στην θέση που το έβαλε κάποτε ο Σωκράτης και επομένως η κοινωνία ατόμων πρέπει να μεταλλαχτεί σε κοινωνία προσώπων. Με λίγα λόγια Σοσιαλισμός σημαίνει κοινωνισμός, κυριαρχία του συλλογικού πάνω στο ατομικό. Ο άνθρωπος μπορεί να βρει νόημα στην σύντομη και γεμάτη κινδύνους ζωή του, μόνο αφιερώνοντας τον εαυτό του στην κοινωνία. Και πως θα το πετύχουμε αυτό; Πολύ απλά δεχόμενοι σαν κυρίαρχη αντίθεση στο τριαδικό διαλεκτικό σχήμα την αταξική κοινωνία, απέναντι στην επικρατούσα θέση των τάξεων, γιατί όσο υπάρχουν τάξεις, τόσο οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις θα είναι μια αιματηρή διαδικασία που θα συνεχίζεται, ολοκλήρωσε την σκέψη του ο Πλάτων. Πολύ απλά, η κοινωνία που οραματιζόμαστε είναι θέμα βούλησης, είπε και κατάλαβε εντελώς απροσδόκητα ότι έδωσε απάντηση σε ένα ερώτημα που βάλτωνε αναπάντητο μέσα του μέχρι τώρα. Ναι, βεβαίως, είναι τελικά ζήτημα βούλησης και εμείς οι δυο, εγώ κι εσύ, έχουμε την βούληση. Έχουμε την βούληση να βάλουμε τάξη στην αναρχία, να δώσουμε πρόσωπο, το πρόσωπο μας, στο χάος, είπε με μια έντονη λαχτάρα, που τον διαπότισε ολόκληρο υγραίνοντας ελαφρώς τα μπλε του μάτια, μιμούμενος τα λόγια του Καζαντζάκη.
-Ναι, ναι πράγματι, τώρα βλέπω καθαρά την σκέψη σου, είπε ο πρωθυπουργός αποδεχόμενος κι αυτός με ένα έντονο αίσθημα ηδονής τον συλλογισμό του. Δεν θέλουμε ένα συγκεντρωτικό σύστημα οικονομίας, όπως στα πρώην σοσιαλιστικά καθεστώτα, το οποίο οδηγεί σε αναπόφευκτες στρεβλώσεις, αλλά την επιβολή αυστηρών ηθικών κανόνων στην ελεύθερη πρωτοβουλία, η οποία είναι η κινητήριος δύναμη της συνεχής προόδου κι ανάπτυξης. Βασικά, όπως διάβασα κάποτε, αν και δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία τότε ή ίσως να είχα προσβληθεί και λίγο, ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σειρά κανόνες καλής κοινωνικής συμπεριφοράς για άγρια ζώα αστικής ράτσας, είπε αυθόρμητα και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ξέσπασαν σε γέλια κι οι δυο. Ο πρωθυπουργός γέλασε με την ψυχή του και μες την ευδαιμονία που ένιωθε αντιλήφθηκε μέσα του την δική του αλήθεια. Σοβάρεψε μετά από λίγο λέγοντας: Ναι, Πλάτων, τώρα κατανοώ ότι είναι καθαρά θέμα πολιτικής πρωτοβουλίας το να τιθασεύσουμε τα ένστικτα των ανθρώπων, να βοηθήσουμε εν συνεχεία τους αδύναμους, χαλιναγωγώντας το κατά δύναμιν την τύχη και να αξιοποιήσουμε στο μέγιστο το ανθρώπινο δυναμικό. Οι θεσμοί, οι κανόνες και το πολιτικό περιβάλλον διαδραματίζουν ρόλο πολύ πιο σημαντικό για την διανομή του εισοδήματος απ’ ότι οι απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς, σωστά;. Επομένως η πολιτική πρέπει και οφείλει να καθοδηγεί τις εξελίξεις και όχι η οικονομία! Μια πολιτική που θα έφερνε κοινωνική δικαιοσύνη για τους μη προνομιούχους, ενώ ταυτόχρονα θα διατηρούσε τα προνόμια και την ελευθερία δράσης για τους πιο επιθετικούς, εγωιστές και προικισμένους είναι η διατήρηση και επέκταση των μεσαίων στρωμάτων. Αυτή είναι η κοντινότερη λύση, αν καταλαβαίνω καλά τα λόγια σου, στην αιώνια αντίφαση μεταξύ της κοινωνικής δικαιοσύνης και της έμφυτης, εγωιστικής φύσης του ανθρώπου. Και είναι ζήτημα δικής μας βούλησης να κτίσουμε για τον άνθρωπο αντοχές, ίσαμε το μπόι των ονείρων μας, συνέχισε, παραφράζοντας τον Ελυάρ, και το απαλό χαμόγελο της κατανόησης, που πλημμύριζε την ύπαρξή τους όρισε για πάντα μια δυνατή φιλία. Δυο άντρες, δυο άνθρωποι με την βούληση και μόνο να κάνουν πράξη τα όνειρά τους, δυο μεγάλα παιδιά!
Ο Πλάτων αναρωτιόταν, σαφώς ικανοποιημένος, πόσο δύσκολο είναι, το ταξίδι που μόλις τέλειωσε, για να ξεκινήσει ένα άλλο, ο πρωθυπουργός, να γίνει από όλους. Και ο πρωθυπουργός, αναλογιζόμενος τα λόγια του, ένιωσε για πρώτη φορά στην ζωή του πλήρης, πιο πλήρης ακόμη και από τη μέρα της γέννησης των παιδιών του, λες και το περιστέρι της γνώσης ήρθε και θρονιάστηκε περήφανο πάνω στο κεφάλι του.
-Κατανοώ βεβαίως απόλυτα ότι τίποτα δεν είναι εφικτό χωρίς συγκρούσεις, συνέχισε μετά από λίγο. Με ρώτησες πριν αν ξέρω ότι θα μας πολεμήσουν μέχρι τέλους και σου απάντησα θετικά. Το ζήτημα είναι πως σκοπεύεις να ξεπεράσουμε τον πόλεμο, που θα μας γίνει από τις άρχουσες τάξεις. Θα ξεσηκωθούν όλοι όσων τα κατοχυρωμένα συμφέροντα θα κλονιστούν, από τους ντόπιους κεφαλαιούχους και τις πολυεθνικές μέχρι κάποια στελέχη της κυβέρνησης μου, ομολόγησε προβληματισμένος για τις πιθανότητες επιτυχίας τους ο πρωθυπουργός. Όσο υπέροχος και ισχυρός με απίστευτες δυνάμεις κι αν ήταν ο Πλάτων, όσο υπέροχη η σκέψη του, δεν έπαυε να είναι άνθρωπος. Απόρησε με την επόμενη σκέψη.
«Ένας και μόνος …υπεράνθρωπος!»
-Μην ανησυχείς, έχω το σχέδιο μου. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να σπάσουμε την αντίσταση αυτών των τάξεων κι αυτός είναι να βρούμε μέσα στην ίδια την κοινωνία που μας περιβάλλει, να διαφωτίσουμε και να οργανώσουμε για την πάλη τις δυνάμεις εκείνες που μπορούν -και λόγω της κοινωνικής τους θέσης έχουν υποχρέωση- να αποτελέσουν τη δύναμη, την ικανή να σαρώσει το παλιό και να δημιουργήσει το νέο. Δεν μας ενδιαφέρει απλώς η αλλαγή της ατομικής κατάστασης των ανθρώπων μέσα στους ίδιους θεσμούς, αλλά η ριζική αναμόρφωση και αλλαγή των θεσμών. Όλα θα γίνουν με απόλυτη διαφάνεια, μπρος τα μάτια των πολλών, του λαού, για χάρη του οποίου εσύ κι εγώ είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε τις ζωές μας, παραδέχτηκε και έσκυψε το κεφάλι του κλείνοντας τα μάτια του. Ο πρωθυπουργός μιμήθηκε την κίνηση του.
«Αν δεν έχεις βρει σ’ αυτή την ζωή κάτι για το οποίο να αξίζει να πεθάνεις, τότε δεν έχεις καταφέρει τίποτα», λέει ένας ακόμη σοφός της ανθρωπότητας κι αυτοί οι άντρες συνειδητοποιούσαν όλο και περισσότερο ότι είχαν βρει κάτι περισσότερο απ’ αυτό! Μια βαθιά ανθρώπινη σχέση, μια σχέση δασκάλου-μαθητή είχε μόλις ξεφυτρώσει σαν πράσινο φυλλαράκι κι ένιωθαν κι οι δυο τους ευλογημένοι για τον χρόνο που τους δόθηκε. Σ’ αυτούς απ’ όλους τους ανθρώπους. Δυο ανθρώπους με υψηλά ιδανικά, με σκοπό βιώσιμο και ισχυρό, που έμενε να υποστηριχθεί κι από άλλους, πολλούς ακόμη, καθορίζοντας ασυνείδητα κι αμετάκλητα την αργή εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας.
Κόντευε μεσημέρι κι ο ήλιος έλουζε το αγρόκτημα ακριβώς από πάνω, όταν το καρτοκινητό του Οδυσσέα χτύπησε και έφερε άσχημα νέα. Ακούγοντας τον διοικητή της υπηρεσίας του να τον ενημερώνει σάστισε στην αρχή, έτρεξε όμως γρήγορα μέσα στο κτίριο και αδιαφορώντας για τους τρόπους του, διέκοψε την μαγεία της ψυχικής σύνδεσης, που μοιράζονταν οι δυο άντρες. Ο Πλάτων ακτινογραφώντας το βλέμμα του διέγνωσε με μιας το πρόβλημα και στράφηκε απόμερα περιμένοντας να ενημερωθεί και ο πρωθυπουργός.
-Κύριε, κάτι έγινε. Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης αγνοείται και οι άντρες της φρουράς του βρέθηκαν νεκροί στο κέντρο της πόλης, είπε γρήγορα και φανερά αγχωμένος. Όλα τα κανάλια μιλάνε γι’ αυτό!
-Ξεκίνησε λοιπόν! Δεν το περίμενα τόσο γρήγορα, είπε κοιτώντας στο κενό, σαν να το είχε όμως προβλέψει, ενώ σηκωνόταν όρθιος και με τις αισθήσεις του ακόμη μουδιασμένες, ο πρωθυπουργός.
Στράφηκαν και οι δυο προς τον Πλάτων, γνωρίζοντας ότι είχε έρθει η ώρα του. Περίμεναν εντολές, τις κινήσεις που θα οδηγούσαν εκεί που τους είχε παρασύρει το εκπληκτικό είναι του νεαρού μπροστά τους, στην γεμάτη φόβο και κινδύνους ανηφόρα. Το κορμί τους ολόκληρο είχε παραδοθεί στην παρουσία του και τον κοίταζαν να στέκεται συλλογισμένος, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και κοιτώντας τους κατάματα. Ποτέ τον έναν, ποτέ τον άλλον. Ακίνητοι, σαν υπνωτισμένοι, άκουσαν τι έπρεπε να κάνουν. Τους μίλησε με φωνή χαμηλωμένη, σχεδόν ψιθυριστά, χωρίς ίχνος έντασης ή αμφιβολίας στον τόνο του κι αυτό ηρέμησε παροδικά το ασίγαστο άγχος που κουβαλούσαν μέσα τους.
-Πηγαίνετε στο Μέγαρο Μαξίμου. Οδυσσέα, συνόδευσε τον πρωθυπουργό, άφησε όμως τρεις άντρες πίσω να φυλάνε την Νεφέλη και ένα αυτοκίνητο. Εγώ θα κανονίσω κάποια ζητήματα εδώ και θα έρθω στην συνέχεια να σας βρω.
Ο Οδυσσέας βγήκε έξω και έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες στους άντρες του. Ο πρωθυπουργός δεν ήθελε να αποχωριστεί τον Πλάτων. Η ανασφάλεια που είχε το πρωί επέστρεψε πιο έντονη από ποτέ, καθώς έπρεπε να φύγει από κοντά του. Αυτή γινόταν αισθητή στις υποτονικές κινήσεις του, στην απροθυμία του να βιαστεί. Ήταν η ανασφάλεια, που αισθάνεται ο μαθητής, όταν πρέπει πλέον μόνος του να αποδείξει από τι είναι φτιαγμένος.
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείς. Εσύ εξακολουθείς να είσαι το ίδιο γι’ αυτούς, απ’ όσα ξέρουν δεν έχει αλλάξει κάτι, όσον αφορά την αφοσίωση σου στο Σύστημα. Ο στόχος τους είμαι εγώ. Πήγαινε και προσπάθησε να είσαι φυσιολογικός, όπως σε ξέρουν όλοι. Μην μιλήσεις σε κανέναν για αυτά που είπαμε! Εγώ θα έρθω αργότερα. Θα τα πας μια χαρά!», άκουσε και το ηθικό του αναπτερώθηκε, όμως νέες απορίες έκαναν την εμφάνιση τους.
«Ποιοι είναι «αυτοί»», ρώτησε αλλά δεν πήρε απάντηση. Αγγίζοντας τον στην πλάτη, ο Πλάτων τον συνόδεψε μέχρι την πόρτα. Εκεί περίμεναν τρεις άντρες, όπως ζήτησε, ενώ ο Οδυσσέας βρισκόταν σε αναμονή μπροστά από το αυτοκίνητο του πρωθυπουργού. Ο πρωθυπουργός νιώθοντας όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω του, βγήκε με προσποιητή αποφασιστικότητα και κατευθύνθηκε προς τον Οδυσσέα. Ο Πλάτων είπε στους τρεις άντρες να περάσουν στο σαλόνι και έκλεισε την πόρτα. Στο άκουσμα του κλεισίματος η καρδιά του πρωθυπουργού σφίχτηκε για μια στιγμή κι αμέσως αναθάρρησε. Θα έδινε τον αγώνα με όλη του την ψυχή!
Έτσι ξεκίνησε ο πόλεμος! Εκείνο το καλοκαιρινό μεσημέρι, ταυτόχρονα με την δημιουργία, άρχισε και η καταστροφή. Μαζί με το χτίσιμο του υπερανθρώπινου αγώνα, ξεκίνησε και το γκρέμισμα των ενωμένων καρδιών μας. Οι ήρωες μας, ο Πλάτων που κάθισε στο πλάι της αγαπημένης του και άρχισε παραδόξως να κλαίει γοερά, ο αρχηγός του κράτους που ταξίδευε στο άγνωστο με βούληση αποφασιστική, αλλά εύθραυστη καθώς αγωνιζόταν να φτάσει την ελπίδα, με έναν ακούραστο και παθιασμένο συμπαραστάτη μπροστά του, ένιωσαν να τους περικυκλώνουν τα πάθη των εχθρών τους. Μοχθηρά πλάσματα, αποκαλούμενοι άνθρωποι του κέρδους και των αγορών, στην χώρα τους και σ’ όλον τον κόσμο, εργάζονταν ακούραστα, παραδομένα στον πειρασμό, να γκρεμίσουν το μέλλον όλων!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου