Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΝΟ 5



                                                                              9
Το απόγευμα ήρθε και πέρασε στην Αθήνα και το ηλιοβασίλεμα είχε ξεκινήσει την μη αντιστρεπτή του πορεία. Ο Πλάτων ξύπνησε πρώτος απ’ τους δυο και πήγε βαριεστημένα στο παράθυρο. Άνοιξε την κουρτίνα και η εικόνα που αντίκρισε του θύμισε και πάλι το αγαπημένο του μέρος στα Γιάννενα, το σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Είδε τον ήλιο να κρύβεται στον ορίζοντα και απαλά, γλυκά χρώματα να ζωγραφίζουν πολύχρωμο τον γαλανό ουρανό. Δυστυχώς, όμως, αυτή η αρμονία της εικόνας που έβλεπε ήταν πλαστή. Έσπαγε εύκολα, σαν λεπτός καθρέπτης εισπνέοντας κανείς τον μολυσμένο αέρα της πόλης, παρατηρώντας τους ανθρώπους να τρέχουν πανικόβλητοι και μυριάδες αυτοκίνητα να κινούνται, τα περισσότερα χωρίς λόγο. Χωρίς αιτία!
Κοίταξε το κορίτσι που κοιμόταν γαλήνια. Ήξερε βαθιά μέσα του και με απόλυτη σιγουριά ότι τίποτα δεν θα ξεπερνούσε ποτέ την ηδονή της πρώτης τους φοράς. Παρατηρούσε με λαγνεία το υπέροχο κορμί της, την ομορφιά όλου του κόσμου στην τέλεια μορφή της. Ένιωσε βυθισμένος σε μια μεθυστική νάρκη, μες την οποία θα μπορούσε να μείνει για πάντα. Ήθελε να την πάρει απ’ το χέρι και να πετάξουν μακριά, μόνοι και μαζί για πάντα. Δεν μπορούσε όμως να κάνει κάτι τέτοιο. Γνώριζε καλά τον εαυτό του και ήξερε ότι οι τύψεις του θα τον κυνηγούσαν αδίστακτα κι αργά ή γρήγορα θα τον έβρισκαν. Κι όταν συνέβαινε αυτό οι πύλες του παράδεισου, μπροστά στα έντρομα μάτια του, θα σφάλιζαν με βρόντο αφήνοντάς τον απέξω στην αιωνιότητα.
Έτρεξε γρήγορα στο ντους και την λυτρωτική δύναμη του νερού. Ήταν εξαντλημένος και το μυαλό του βούιζε από μυριάδες σκέψεις, όμως το  δροσερό νερό τον αναζωογόνησε. Οσμίζονταν την μυρωδιά του κορμιού της πάνω στο δικό του και δεν ήθελε να την βγάλει. Η ηδονιστική όμως αίσθηση του νερού πάνω του δεν μπορούσε να πάρει αναβολή. Έπιασε ασυναίσθητα το μικρό μπουκαλάκι με το αφρόλουτρο που υπήρχε στην ντουζιέρα, αλλά κοκάλωσε ξαφνικά λίγο πριν απλώσει στο κορμί του το παχύρρευστο μπλε υγρό. Διάβασε με μια αχνή περιέργεια την σύνθεση του. Θα έπλενε το κορμί του, όπως έκανε τόσα χρόνια, όπως έκαναν όλοι, με τι; Με χημικά προϊόντα και όλες τις καρκινογόνες ουσίες, τις οποίες οι εταιρείες επιβάλουν χωρίς ίχνος ντροπής λόγω του κέρδους. Πέταξε το μπουκαλάκι στον τοίχο και καθώς το μπλε υγρό χύνονταν αργά πάνω στα πλακάκια σχηματίζοντας ένα σουρεάλ σχέδιο, η απελπισία, για πρώτη φορά απ’ όταν ξύπνησε ένας νέος άνθρωπος στο νοσοκομείο, έκανε την εμφάνιση της. Όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα του στον κόσμο μας διέκρινε ξεκάθαρα το αόρατο χέρι του Κέρδους να επιβάλλει την πρόσκαιρη ευδαιμονία εις βάρος της μελλοντικής ευτυχίας.
 Οι άνθρωποι παντού στον κόσμο τρέφονται ως επί το πλείστων με γρήγορο, πλαστικό φαγητό, γεμάτο κάθε είδους τοξική για το σώμα μας ουσία. Πλένονται και ντύνονται με κατεργασμένα προϊόντα, που παράγονται με χημικές διαδικασίες. Δεν ζούσε σε έναν φυσικό κόσμο, αλλά σε ένα τεράστιο χημικό εργαστήριο κι αυτός δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα ακόμη πειραματόζωο! Έσκυψε στα γόνατα και άφησε το νερό να κάνει τα μαγικά του, να τον ηρεμήσει, χτυπώντας του απαλά το πρόσωπο.
Ένιωσε με κλειστά τα μάτια κι ευγνωμοσύνη το χάδι της στα μαλλιά του και μπήκε κι αυτή στο ντους.
-Τι κάνεις, μωρό μου, τον ρώτησε αργά σαν υπνωτισμένη. Τον σήκωσε και τυλίχτηκε πάνω του. Τώρα το νερό χάιδευε και τα δυο κορμιά, πάλι ενωμένα σε ένα.
-Καλά είμαι, της απάντησε χαμογελώντας. Η θλίψη όμως δεν είχε προλάβει να κρυφτεί.
-Και γιατί έχεις αυτό το θλιμμένο βλέμμα; Τι έγινε, Πλάτων, ρώτησε παιχνιδιάρικα και με κρυφή αγωνία. Μήπως ο πανέμορφος και πανίσχυρος πρίγκιπας της είχε μετανιώσει;
-Τίποτα, καρδιά μου! Τίποτα, είπε και την έσφιξε πιο δυνατά πάνω του. Απλώς θέλω να συζητήσω κάποια πράγματα μαζί σου. Τι λες να κάνουμε το μπάνιο μας και να συζητήσουμε παραγγέλνοντας όσο περισσότερο φαγητό γίνεται; Πεινάω σαν λύκος!
-Κι εγώ, απάντησε το κορίτσι με ένα πονηρό χαμόγελο και του πρόσφερε και πάλι τον εαυτό της.
Το κάνανε ξανά και ξανά με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους στο ντους. Τελικά κι αφού εξάντλησαν τις λίγες δυνάμεις που είχαν συσσωρεύσει απ’ τον ύπνο τους, βγήκαν και παρήγγειλαν όσο περισσότερο φαγητό μπορούσαν. Έφαγαν οι δυο τους, και κυρίως ο Πλάτων, μέχρι και την τελευταία μπουκιά απ΄ τα δέκα περίπου πιάτα, γελώντας δυνατά, μασώντας ακατάπαυστα και κοιτάζοντας λάγνα ο ένας τον άλλο. Ο Πλάτων ήταν πλέον σαν μια αδηφάγο μηχανή υπεραυτοκινητού. Χωρίς μπόλικη βενζίνη δεν πάει πουθενά. Το τέλειο κορμί του χρειάζονταν μεγάλες ποσότητες ενέργειας, μεταφρασμένες σε τεράστιες μερίδες φαγητού. Ξάπλωσαν χορτασμένοι στο κρεβάτι και έμειναν αγκαλιασμένοι, ενώ έξω είχε ήδη νυχτώσει.
Την κοίταξε και την είδε να παρατηρεί λαίμαργα το γυμνό του και καλοσμιλεμένο κορμί  κι ύστερα να το χαϊδεύει, να το πιάνει και να το επεξεργάζεται με τα δάχτυλα της, θέλοντας να αρπάξει με την αφή, όλη την μαγεία που αυτό ανέδιδε.
-Μωρό μου, θέλω να σου εκμυστηρευτώ κάποια γεγονότα, της είπε βγάζοντας την από την ονειροπόληση της κι αυτή τον κοίταξε με την βεβαιότητα ότι οι απορίες της θα λύνονταν επιτέλους και μια για πάντα.
-Κι εγώ έχω τόσες πολλές απορίες, τόνισε. Πες μου τι έγινε με τους αστυνομικούς το πρωί; Και μετά...
-Ηρέμησε! Θα στα πω όλα, την σταμάτησε με φωνή απότομη. Με την σειρά τους όμως, ένα ένα. Εντάξει, ρώτησε γλυκαίνοντας την φωνή του.
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά με το πληγωμένο βλέμμα ενός μικρού παιδιού, που μόλις του έκαναν παρατήρηση, επειδή ήθελε απλώς να μάθει. Ο Πλάτων κάρφωσε το βλέμμα του στο παράθυρο και τον νυχτερινό ουρανό. Δεν ήξερε πως να αρχίσει, τι να έλεγε για το απόλυτο μυστήριο που ζούσε τις τελευταίες δύο ημέρες. Θα μιλούσε πάραυτα ειλικρινά όποιο κι αν ήταν το κόστος. Ξεκίνησε να της μιλάει για το βραδάκι εκείνο στην πλαγιά, όπου αγνάντευε τα αστέρια. Η γλώσσα του λύθηκε σιγά σιγά, λέξη την λέξη, φράση την φράση και της περιέγραψε τα πάντα με  όλες τις λεπτομέρειες, που είχε καταγράψει ο «αναβαθμισμένος» του εγκέφαλος. Της είπε για το επεισόδιο με τον «γορίλα» και την πρωτόγνωρη Δύναμη, που ξεχύθηκε με μανία από τα χέρια του. Συνεχίζοντας μίλησε για το όραμα που είχε και πως ξύπνησε στο νοσοκομείο. Πρόσθεσε επίσης πως μπορούσε να ακούει τις σκέψεις των άλλων και τέλος της εκμυστηρεύτηκε για την αστυνομία, που τον θεωρούσε φονιά. Της περιέγραψε τα πάντα, μέχρι την άγια στιγμή που την βρήκε στον δρόμο του να κάνει οτοστόπ.
Αυτή άκουγε με απόλυτη αφοσίωση. Προσπαθούσε, με δυσκολία είναι η αλήθεια, να παρακολουθήσει την σκέψη του. Διαρκώς νέα ερωτήματα έκαναν την εμφάνιση τους. Ότι ήξερε μέχρι εκείνη την στιγμή κλονιζόταν βίαια και το άγνωστο πρόβαλλε τρομακτικό μπροστά της. Ο Πλάτων τελείωσε και την κοίταξε ανακουφισμένος, λες και η φύλαξη ενός τεράστιου μυστικού έφυγε από πάνω του. Αυτή προσπαθούσε να βάλει σε μια σειρά τον κυκεώνα ερωτημάτων που την βασάνιζαν. Τον κοίταξε στα μάτια και ξεκίνησε να ρωτήσει.
-Δηλαδ ... σταμάτησε απότομα. Όλες οι ερωτήσεις του κόσμου θα ήταν χρήσιμες, αλλά ανούσιες αυτή την στιγμή. Σηκώθηκε στα γόνατα της και του ζήτησε, σχεδόν παρακλητικά, το αυτονόητο. Δείξε μου!
Αυτός σχεδόν γέλασε από ικανοποίηση. Αυτή ήταν η αντίδραση που έλπιζε να αντιμετωπίσει. Πράξεις κι όχι λόγια! Έπρεπε όμως να προσπαθήσει πολύ για να μην την φοβίσει. Πρόταξε τα χέρια του μπροστά και έστρεψε το βλέμμα του πάνω τους. Η Νεφέλη ακολούθησε το βλέμμα του. Αργά, με τα δευτερόλεπτα να μένουν σχεδόν ακίνητα, μια αμυδρή γαλάζια φλόγα, η Δύναμη, έκανε την εμφάνιση της ξαφνικά από το πουθενά. Η Νεφέλη έκανε λίγο πίσω ξαφνιασμένη και τον κοίταξε απορημένη, ίσως και λίγο φοβισμένη. Έστρεψε και πάλι το βλέμμα της στο πρωτόγνωρο αυτό θέαμα. Η γαλάζια φλόγα κάλυπτε τα χέρια του από τους καρπούς μέχρι τα ακροδάχτυλα του και σχεδόν λικνιζόταν ρυθμικά πάνω τους.
Η αστείρευτη περιέργεια του μυαλού της  και η εικόνα δύναμης που κοιτούσε μαγεμένη της επέβαλλε μια κίνηση αργή, με το δάχτυλο της να αγγίξει την πανέμορφη, γαλάζια φλόγα. Όμως ο Πλάτων δεν την άφησε, τραβώντας τα χέρια του και εξαφανίζοντας ακαριαία την φλόγα.
-Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, Νεφέλη. Κι όχι επειδή δεν θέλω, αλλά διότι δεν ξέρω, της τόνισε με νόημα. Δεν ξέρω τι θα γίνει και δεν θέλω να σου συμβεί το παραμικρό.
Αυτή πείστηκε και έμεινε με τα μάτια της  καρφωμένα στα χέρια του, που τώρα είχαν πάρει την κανονική τους μορφή. Αμέσως ο Πλάτων άδραξε την ευκαιρία για να της δείξει και την άλλη του «υπερφυσική» δυνατότητα.
«Μωρό, ακούς την φωνή μου αυτή την στιγμή, έτσι  δεν  είναι; Μην  τρομάζεις! Δεν κινδυνεύεις!» Η Νεφέλη είχε μείνει παγωμένη να προσπαθεί να κατανοήσει αυτό που βίωνε. Η φωνή του ακούστηκε κρυστάλλινη μες το μυαλό της κι όμως αυτός δεν κούνησε ούτε το χειλάκι του. Δεν τον άκουσε με τα αυτιά της, αλλά με το μυαλό της. Ήταν σειρά της να απαντήσει.
 «Ακούω την φωνή σου. Εσύ ακούς την σκέψη μου; Είναι αμφίδρομη αυτή η σχέση;» ρώτησε με το μυαλό της. Ο Πλάτων χαμογέλασε και απάντησε. Τουλάχιστον αυτό ήταν μάλλον ακίνδυνο.
«Ακούω  τις  σκέψεις  σου. Αλλά  μπορώ  να  κάνω και  κάτι άλλο»  είπε  και η Νεφέλη απόρησε τι παραπάνω θα μπορούσε να γίνει. Είχε δει αρκετά, αλλά δεν τα είχε δει όλα. Όχι ακόμα!
-Ο εγκέφαλος του κάθε ανθρώπου είναι σαν ανοιχτό βιβλίο για μένα. Μπορώ να ελέγξω το κάθε κεφάλαιο και να μάθω τις φιλοδοξίες, τα όνειρα και τους πραγματικούς στόχους του καθενός. Νομίζω ότι μπορώ να δω μέχρι και σκέψεις  ασυνείδητες, κρυφές ακόμη και από τους κατόχους τους, της είπε σχεδόν ψιθυριστά και συνωμοτικά λες και κάποιος μπορεί να τους άκουγε.
Η Νεφέλη ένοιωσε άσχημα στο άκουσμα αυτής της εξωπραγματικής ικανότητας. Η γαλάζια φλόγα που είδε πριν ήταν τόσο όμορφη κι αδιανόητη, όσο και πανίσχυρη και θανατηφόρα απ’ ότι της εκμυστηρεύτηκε, αλλά κι απ’ ότι διαπίστωσε μόνη της κατά την διάρκεια της συνάντησης τους με τους δυο αστυνομικούς, όμως η ικανότητα να χαρτογραφεί τα μυαλά των άλλων ήταν πραγματικά τρομακτική. Το μυαλό της ήταν μπερδεμένο και τα συναισθήματα συγκρούονταν μέσα της. Ένοιωσε γυμνή. Ήταν σωματικά γυμνή και τώρα ένοιωθε και ψυχικά γυμνή, ανήμπορη, ανυπεράσπιστη. Πως θα φύλαγε την προσωπική της ελευθερία, τις σκέψεις και τα όνειρα της αποκλειστικά δικά της; Ήταν αδύνατο! Θα βρισκόταν σε μια συνεχή ομηρία, όπου ο κάθε καημός και πόθος, αυτά που μας κάνουν μοναδικούς και ξεχωριστούς θα ήταν απλωμένα πάνω στο τραπέζι του Πλάτων. Δεν την απασχολούσε το γεγονός ότι ίσως σε κάποια στιγμή στο μέλλον δεν θα ένιωθε την τυφλή εμπιστοσύνη που αισθανόταν τώρα για αυτόν, βασικά το θεωρούσε απίθανο. Αντιθέτως, μπορούσε να του εμπιστευτεί και την ζωή της, καθώς τον έβλεπε τώρα να της χαμογελά τρυφερά κι εν μέρη το έκανε όταν αποφάσισε να τον ακολουθήσει, αλλά η αίσθηση του ατομικού, της ελευθερίας και της προσωπικότητας της κινδύνευε να χαθεί! Για πάντα!
Ο Πλάτων αντιλήφθηκε τους ενδοιασμούς της και έσπευσε να την καθησυχάσει.
-Μην ανησυχείς, γλυκιά μου. Δεν έψαξα μέσα στο μυαλό σου. Η αλήθεια είναι ότι άκουσα μια φορά μόνο την σκέψη σου, όταν μπήκες στο αυτοκίνητο το πρωί. Δεν πρόκειται να το ξανακάνω! Όχι, εκτός κι αν μου το ζητήσεις εσύ …για κάποιον περίεργο λόγο, της υποσχέθηκε με φωνή που πρόδιδε αγάπη.
Αυτή ένευσε συγκαταβατικά και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Έμειναν ακίνητοι να κοιτάζονται. Ξαφνικά μια ακόμη απορία γεννήθηκε στο μυαλό της Νεφέλης. Χαμογέλασε και ρώτησε με μια αίσθηση σιγουριάς:
-Αν μπορείς να ακούς και να ψάχνεις στο μυαλό των άλλων, όπως στις σελίδες ενός βιβλίου, γιατί να μην μπορείς να το ελέγξεις; Τι σε εμποδίζει να τους χειραγωγήσεις, γράφοντας εσύ τις καινούριες σελίδες;
Ο Πλάτων δεν είχε κάνει ακόμα αυτή την σκέψη. Είχε μια αμυδρή υποψία ότι οι δυνάμεις του μπορεί να εξελίσσονται, αλλά δεν είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο. Τώρα όμως που το άκουσε του φάνηκε απολύτως λογικό.
-Ναι, έχεις δίκιο, Νεφέλη. Δεν το έχω δοκιμάσει, αλλά...
Η Νεφέλη πήρε αμέσως σοβαρό  ύφος  και έμεινε ακίνητη. Τον είχε γνωρίσει το πρωί   και, όσο απίστευτο  κι  αν  ακούγεται,  τον  είχε  ήδη αγαπήσει. Τώρα  όμως  συνειδητοποιούσε  και  κάτι περισσότερο. Συνειδητοποιούσε έκπληκτη ότι αυτή η αγάπη μετατρέπονταν σε λατρεία. Ήταν έτοιμη να κάνει τα πάντα γι’ αυτόν. Για τον άνθρωπο πέρα απ’ τους κοινούς ανθρώπους, για τον… άνθρωπο του μέλλοντος. Θα τον βοηθούσε να ανακαλύψει τις δυνάμεις του με κάθε κόστος.
-Τι; Θέλεις να δοκιμάσω σε σένα, ρώτησε με αμφιβολία ο Πλάτων. Όχι, αποκλείεται, τόνισε κατηγορηματικά κουνώντας το κεφάλι. Δεν ήθελε να την βάλει σε κίνδυνο. Από την άλλη βέβαια, το γεγονός και μόνο ότι ήταν εκεί μαζί του αποτελούσε τον μέγιστο κίνδυνο γι’ αυτήν.
«Ίσως και να πιάσει» σκέφτηκε αφού οι αμφιβολίες του κάμφθηκαν αργά, βλέποντας την απόλυτη εμπιστοσύνη και μια λαχτάρα στα πανέξυπνα μάτια της και το σοβαρό της πρόσωπο. Συγκεντρώθηκε με μιας. Θα ξεκινούσε με κάτι απλό. Δίπλα στο κρεβάτι, πάνω στο κομοδίνο υπήρχε ένα μπολ με φρούτα. Η επιθυμία του ήταν απλή. Έπρεπε να απλώσει το χέρι της και να πιάσει ένα μήλο. Κατεύθυνε αυτή του την επιθυμία στο μυαλό της. Περίμενε λίγο. Τίποτα! Η φυσική αντίσταση του μυαλού της ήταν ισχυρή.
 «Αφέσου ελεύθερη», σκέφτηκε.
«Είμαι ελεύθερη», απάντησε αυτή. Κι όντως έτσι ήταν.
Αυτή μπορεί να του είχε δώσει όλο τον χώρο που ήθελε, όμως το ασυνείδητο της είχε διαφορετική άποψη. Ένας εισβολέας είχε κάνει την εμφάνιση του και δεν σκόπευε να πέσει αμαχητί. Κρύος ιδρώτας άρχισε να κυλά στο μέτωπο της μετά από μερικά δευτερόλεπτα.
Ο Πλάτων έντεινε την προσπάθεια του, πιέζοντας κι άλλο την πύλη του μυαλού της. Κατεύθυνε την επιθυμία του με πάθος και ορμή. Αυτή άρχισε να τρέμει για λίγο, σαν να τουρτούριζε στο κρύο, και απότομα σταμάτησε. Η άμυνα του μυαλού της έσπασε και το χέρι της άρχισε να σηκώνεται. Φόβος εμφανίστηκε στα μάτια της, βλέποντας το χέρι της να σηκώνεται χωρίς την θέλησή της, ρομποτικά, κι έξαψη στα δικά του για μια νέα ανακάλυψη! Μια ανακάλυψη που θα άλλαζε τον κόσμο!
Έπιασε το μήλο και του το έδωσε, ενώ ξαφνικά ζεστό αίμα άρχισε να κυλά από το ένα ρουθούνι του Πλάτων. Μόλις ένιωσε την μεταλλική γεύση του αίματος στα χείλη του, σταμάτησε με μιας την προσπάθεια του και αμέσως το μήλο αφέθηκε από το χέρι της, ενώ αυτή έπεφτε ταυτόχρονα, βαριά σαν μαρμάρινο άγαλμα, στο κρεβάτι.
Όρμησε να την πιάσει, απλώνοντας τα χέρια του, όμως η εξάντληση έκανε την εμφάνιση της και στο δικό του σώμα. Απλώθηκαν μαζί στο κρεβάτι έχοντας όμως ακόμη τις αισθήσεις τους, αναπνέοντας γρήγορα και έμειναν αντικριστά, με τα πρόσωπα τους κολλημένα, να κοιτάζονται με μάτια που γυάλιζαν από την αγωνιά.
                                                                          10
Ο Αστυνόμος είχε φτάσει αργά το απόγευμα στην Αθήνα και μην έχοντας κανένα στοιχειό για το που βρισκόταν το ζευγαράκι έκανε ασταμάτητες βόλτες στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας. Οδηγούσε αργά, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, με μάτια που γυάλιζαν στο σκοτάδι από την προσμονή, κοιτάζοντας σαν λαγωνικό δεξιά-αριστερά, ψάχνοντας ακατάπαυστα. Βεβαίως, δεν είχε καταφέρει να βρει τον «αλητάκο», πιο πιθανό θα ήταν να έπιανε το λαχείο, παρά να έβρισκε τον οποιοδήποτε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μέσα σ’ αυτό το χάος, καθώς όμως ήταν ήδη μεσάνυχτα, αποφάσισε για έναν περίεργο λόγο να σταματήσει στο πλάι της πλατείας Συντάγματος και να περιμένει. Δεν ξέρουμε τι ήταν αυτό που τον ώθησε σ’ αυτή του την πράξη, ίσως η διαίσθηση  ότι το κέντρο της πόλης ήταν το πιο πιθανό μέρος για να τον βρει ή η πίστη ότι το θέλημά του θα εισακουστεί από έναν Αόρατο ακροατή, πάντως αυτός στεκόταν για ώρες όρθιος, ακίνητος έξω από το παράνομα σταθμευμένο αυτοκίνητό του, με το δεξί του χέρι να χαϊδεύει το γεμάτο όπλο, που αναπαυόταν στην θήκη στα αριστερά του πλευρά, ακριβώς κάτω από την παγωμένη του καρδιά. Κοίταζε αδιάφορα τον κόσμο να πηγαίνει πάνω κάτω, νέους και γέρους, Έλληνες και ξένους να βολτάρουν ασταμάτητα κι αυτός τους παρατηρούσε. Παρατηρούσε με μια κρυφή ελπίδα ότι ξαφνικά, μέσα στο πλήθος, που διαρκώς λιγόστευε καθώς όλοι άρχισαν να μαζεύονται στα νυχτερινά τους καταλύματα, πίσω από κάποια παρέα, θα εμφανιζόταν αυτός. Και τότε! Χα, τότε θα έκανε πάρτι!

Οι δυο νέοι μην γνωρίζοντας, ή μάλλον μην έχοντας την παραμικρή υπόνοια, ότι ο διώκτης τους βρισκόταν λιγότερα από εκατό μετρά μακριά τους, κάθονταν αγκαλιασμένοι και εξουθενωμένοι στο κρεβάτι. Δεν μπόρεσαν να κοιμηθούν, αλλά τουλάχιστον είχαν σχεδόν συνέλθει από το μικρό «πείραμα», που είχαν πραγματοποιήσει. Δεν ήταν στην καλύτερη τους κατάσταση αλλά ήταν σίγουροι κι οι δυο, αν και δεν το είπαν, ότι οι συνέπειες ήταν ανεκτές, μπροστά σ’ αυτό που δυνητικά θα μπορούσε να τους είχε συμβεί. Η Νεφέλη είχε κληρονομήσει έναν τρομερό πονοκέφαλο, σαν να είχε το κεφάλι της σε φούρνο μικροκυμάτων, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά και μια μικρή αμνησία. Είχε πάρει αρκετά παυσίπονα, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα και δεν θυμόταν τίποτα από το πείραμα και για να είμαστε ακριβείς από την στιγμή που περίμενε με αγωνία κι έναν αόριστο φόβο, αν και οικιοθελώς, να δει τι θα συμβεί.
Ο Πλάτων από την άλλη ήταν εξαντλημένος περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ένοιωθε ότι αυτή του η δυνατότητα απορροφούσε περισσότερη ενεργεία ακόμη κι από την Δύναμη. Όταν σταμάτησε να ελέγχει το μυαλό της Νεφέλης αισθάνθηκε διψασμένος, σχεδόν αφυδατωμένος, σαν σταφύλι που μετατράπηκε σε σταφίδα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Όχι ότι διψούσε, αλλά το κορμί του ήταν σχεδόν άδειο από ενέργεια. Μόνο τώρα, μετά από λίγες ώρες, το ένοιωσε  να επανέρχεται στα φυσιολογικά του. Άρχισε να αμφιβάλλει για την ικανότητα που θα είχε στο μέλλον να χρησιμοποιήσει αυτή την δύναμη όποτε το επιθυμούσε!
Τα μεσάνυχτα είχαν ήδη παρέλθει όταν ένας χτύπος ακούστηκε
στην πόρτα τους κι ο ίδιος νεαρός, που τους εξυπηρέτησε την πρώτη φορά, έφερε και την δεύτερη παραγγελία στο δωμάτιό τους μέσα σε λίγες ώρες. Πρέπει να ήταν φαγητό για τουλάχιστον τέσσερα άτομα. Η Νεφέλη δεν είχε καθόλου όρεξη και ο νεαρός τους κοίταζε με έκπληξη και περιέργεια μαζί, αφήνοντας τους τους δίσκους. Ο Πλάτων του έδωσε ένα γενναίο φιλοδώρημα και με το που βγήκε από το δωμάτιο, ο νεαρός επικεντρώθηκε αμέσως στο χαρτονόμισμα, το οποίο ισοδυναμούσε σχεδόν με μισό μηνιάτικο! Δεν πίστευε στην τύχη του.  
«Ελπίζω να ζητήσουν και επιδόρπιο» σκέφτηκε χαχανίζοντας.
Ο Πλάτων άρχισε να τρώει με λαιμαργία ενώ η Νεφέλη  τον παρατηρούσε. Ο τρόπος και η βιασύνη του της θύμιζαν μικρό παιδί μπροστά στο πολυπόθητο γλύκισμα και η ευτυχία που ένιωσε έκανε τον πόνο να υποχωρήσει σιγά σιγά πίσω στο κρησφύγετο του. Η εμπειρία που είχε ζήσει ήταν ανεπανάληπτη, αλλά και αποκρουστική! Δεν θυμόταν τίποτα από την στιγμή που ανέλαβε τον έλεγχο ο Πλάτων, αλλά δεν ήθελε να την ξανανοιώσει έτσι ποτέ στην ζωή της. Δεν ήθελε να ξαναβιώσει την αγωνία που αισθάνθηκε λίγο πριν παραδοθεί, αλλά και την αφόρητη αίσθηση του κενού, λες και το μυαλό της αδυνατούσε να αναγνωρίσει το ίδιο του το σώμα, στιγμές μόλις αφού την άφησε. Θα ευχόταν το ίδιο για όλους τους ανθρώπους, όμως ... Αναρωτήθηκε αυτό που θα έπρεπε να είχε αναρωτηθεί από την αρχή.
-Πλάτων, τι σκοπεύεις να κάνεις, ρώτησε την ώρα που αυτός είχε πασαλειφτεί με σάλτσα τρώγοντας το γευστικό κοτόπουλο μπροστά του με τα χέρια. Τι ακολουθεί από δω και πέρα;
Η ερώτηση της τον απέσπασε από την λαιμαργία του. Είχε γεμίσει εν μέρη τις μπαταρίες του και θα συνέχιζε το γέμισμα τους, αφού έλυνε τις απορίες της. Αρχικά το πλάνο ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό του. Τώρα όμως είχε προστεθεί και η Νεφέλη στην δύσκολη εξίσωση. Καταλάβαινε ότι δεν είχε παρά να της ζητήσει οτιδήποτε, ακόμη και να φύγει αν χρειαστεί, όμως αισθανόταν, με πικρά, ότι ο ρόλος της στην ιστορία θα απαιτούσε περισσότερα από αυτά που ήθελε εκείνος.
-Λοιπόν, έχω ένα σχέδιο στο μυαλό μου και θα ήθελα να μου πεις την άποψη σου!
-Οκ, ακούω.
-Αύριο το πρωί θα πάω να δω τον πρωθυπουργό, είπε κοφτά. Θα θέσω τον εαυτό μου και τις δυνάμεις μου στην υπηρεσία της χώρας μας!
Η Νεφέλη δεν αντέδρασε στο άκουσμα της απόφασής του, παρά έμεινε σκεφτική. Συλλογίστηκε ότι αυτό ήταν το πιο λογικό πράγμα να κάνει ο Πλάτων. Κατά βάθος ίσως το ήξερε! Από την στιγμή μάλιστα που είχε βιώσει μέσα της τον Πλάτων και είχε αντιληφθεί ξεκάθαρα πλέον ότι δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Εκτός των ακατανόητων και τρομακτικών του δυνάμεων, ήταν ένας άνθρωπος με βαθιά και πραγματική μόρφωση και τώρα αντιλαμβανόταν με δέος ότι ήταν επίσης πλήρως ανιδιοτελής, ένας άνθρωπος με μπόλικη αγάπη για όλους. Γιατί τι άνθρωπος, εκτός από έναν ανιδιοτελή, πανίσχυρο και σοφό άντρα, θα προσπαθούσε να κάνει με τις δυνάμεις αυτές κάτι τέτοιο, να βοηθήσει την ίδια την κοινωνία;
«Ένας καθοδηγητής, με επίμονη βούληση που τίποτα δεν πρόκειται να της αντισταθεί. Ούτε η φύση, ούτε οι θεοί και σίγουρα ούτε οι άνθρωποι!», σκέφτηκε σε μια στιγμή πλήρους διαύγειας η Νεφέλη. Ήξερε όμως ότι δεν αρκεί να είσαι ρομαντικός σ’ αυτήν την ζωή και οι παγίδες που θα αντιμετώπιζε στην προδιαγεγραμμένη του πορεία ο Πλάτων θα ήταν πολλές. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην αντιδράσουν όλοι όσοι θα αισθανόταν φόβο απέναντι στις δυνάμεις του.
-Ξέρεις ότι δεν θα σε αφήσουν έτσι απλά να δεις τον αρχηγό της χώρας!
Ο Πλάτων ένευσε καταφατικά. Εννοείται ότι το ήξερε και η Νεφέλη κατάλαβε τότε, αυτό που ήδη γνώριζε κατά βάθος, ότι με τον ένα ή με τον  άλλο τρόπο, ο Πλάτων θα κατάφερνε να φτάσει μέχρι τον πρωθυπουργό.
-Και αν αυτός αρνηθεί ή ακόμα χειρότερα αν θελήσει να σε εκμεταλλευτεί για τους δικούς του σκοπούς; Τι θα κάνεις τότε; Πες ότι διαβάζεις το μυαλό του και το μόνο που βλέπεις είναι ματαιοδοξία, προσωπικό συμφέρον, αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο και ... και ...και. Τι κάνεις σε μια τέτοια περίπτωση, ρώτησε κι ας ήξερε ήδη την απάντηση.
Ο  Πλάτων  την κοίταζε  όσο  μιλούσε  στα μάτια. Τώρα  όμως  χαμήλωσε το βλέμμα και  σχεδόν ψιθύρισε:
-Σ’ αυτή την απευκταία περίπτωση ... σταμάτησε για λίγο και σήκωσε το κεφάλι ψηλά κοιτώντας την αποφασιστικά. Θα το  πάρω πάνω μου, είπε ασυναίσθητα, χωρίς να το πολυσκεφτεί και άρχισε πάλι να τρώει, ίσως για να μην σκέφτεται τους κινδύνους που παραμόνευαν στο παράξενα φωτεινό σκοτάδι, που κάλυπτε τον κόσμο έξω απ΄ το δωμάτιό τους.
Τα αστέρια έλαμπαν στον νυχτερινό ουρανό και το ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι έλουζε με μια απόκοσμη κόκκινη απόχρωση την πρωτεύουσα της Ελλάδας. Θα λέγε κανείς ότι φαίνονταν λες και ολόκληρη η πόλη είχε λουστεί στο αίμα. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε Δευτέρα, μια καινούρια εβδομάδα και ίσως μια νέα αρχή για ολόκληρο τον πλανήτη. Βεβαία, κανείς δεν το ήξερε, εκτός από δυο νέους, που κείτονταν σφιχταγκαλιασμένοι, με κλειστά μάτια, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να αφεθούν στην ξεγνοιασιά του ύπνου!
                                                                           11
Ο Αστυνόμος ξύπνησε απότομα από την εκκωφαντική εξάτμιση μιας μοτοσυκλέτας που πέρασε βιάστηκα από δίπλα του. Πετάχτηκε ενστικτωδώς από την θέση του με το πιστόλι γαντζωμένο στο χέρι του.
-Γαμώ τον Χρι... ούρλιαξε με μένος, αλλά σταμάτησε, παίρνοντας εντολή από το ασυνείδητο να μην βρίσει τον ... εργοδότη του. Κατά μια έννοια!
Είχε κοιμηθεί στο αυτοκίνητο του. Έμεινε την νύχτα άγρυπνος, όσο περισσότερο μπορούσε, να παρακολουθεί το πλήθος και να περιμένει. Ακόμη κι αυτός, όμως είχε τα όρια του. Έτσι ο ύπνος τον πήρε τόσο απότομα, όσο τον άφηνε τώρα, με ένα κεφάλι γεμάτο ... Γεμάτο κούραση, ζαλάδα, πόνο και κυρίως μίσος, μίσος και πάλι μίσος!
Ο ήλιος μόλις είχε ξεπροβάλει και ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος. Κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι η ώρα ήταν εφτά. Δεν είχε κοιμηθεί παρά κάνα τρίωρο. Τεντώθηκε για να ξεπιαστεί και άναψε ένα τσιγάρο, ρουφώντας σαν να έπαιρνε την πιο βαθιά του ανάσα, απαραίτητη για τα διψασμένα για οξυγόνο πνευμόνια του. Χρειαζόταν έναν καφέ και μάλιστα επειγόντως. Βγήκε από το αυτοκίνητο του και πήρε ένα καφεδάκι από ένα καφενείο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι, στην αρχή του πιο εμπορικού πεζοδρόμου της πόλης.
Συνέχισε από εκεί που τέλειωσε το προηγούμενο βράδυ. Ακουμπισμένος στο καπό του αυτοκινήτου του, πίνοντας μικρές γουλιές απ’ τον γλυκό του καφέ και ρουφώντας το τσιγάρο του, η ματιά του περιπλανήθηκε κυκλικά. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν με ταχύτητα σε όλα τα ρεύματα προσπαθώντας να κινηθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, τώρα που η κίνηση ήταν ακόμη λιγοστή. Οι πεζοί από την άλλη είχαν ήδη επιδοθεί στο κυνήγι των μέσων μαζικής μεταφοράς. Αμίλητοι άνθρωποι, ξένοι μεταξύ ξένων, περίμεναν το μέσο τους στοιβαγμένοι στην στάση, ενώ τα πράγματα γινόταν σαφώς χειρότερα, μέσα στο όποιο μέσο όπου στοιβαζόταν σαν ψάρια. Αυτή ήταν η γνώριμη εικόνα μιας σύγχρονης μεγαλούπολης. Όλοι έτρεχαν με όποιον τρόπο μπορούσαν. Έτρεχαν να προλάβουν. Τι; Και ποιον; Και το κυριότερο, με ποιο κόστος; Ο Αστυνόμος κοίταζε σχεδόν με συμπόνια τους ανθρώπους-μυρμήγκια παντού γύρω του, μέχρι που ...
 «Δεν είναι δυνατόν» σκέφτηκε. Το βλέμμα του περιπλανιόταν τυχαία στην είσοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου λίγο πιο πάνω στον δρόμο, όταν του φάνηκε πως είδε τον «αλητάκο» να προβάλει στα σκαλοπάτια. Γούρλωσε τα μάτια του και κοίταξε με προσοχή. Κι όμως! Ναι, ναι! Ήταν αυτός και βρισκόταν εκεί, το πολύ στα τριάντα μέτρα μακριά του. Χωρίς να το σκεφτεί έκανε να κινηθεί προς το μέρος του, κάτι όμως τον συγκράτησε την τελευταία στιγμή. Η επιθυμία του δεν θα γινόταν πραγματικότητα, όχι τώρα. Ήθελε να τρέξει και να αδειάσει όλον το γεμιστήρα του όπλου του πάνω του, όμως ... έμεινε ακίνητος. Τον είδε να βγαίνει στον δρόμο και να κοιτάζει με προσοχή πρώτα δεξιά και μετά στα αριστερά του. Άρχισε να γελάει υστερικά, βλέποντας τον να μπαίνει σε ένα ταξί και να φεύγει προς άγνωστη κατεύθυνση.
Θα περιμένατε ίσως τον Αστυνόμο να τρέχει όσο γρηγορότερα μπορούσε, πίσω του για να μην τον χάσει. Όχι! Δεν αντέδρασε ακριβώς έτσι! Αντιθέτως, κάπνισε αργά και με ικανοποίηση το υπόλοιπο τσιγάρο και ήπιε τον απολαυστικό του καφέ με απόλυτη ηρεμία. Πέταξε κάτω το αποτσίγαρο, το έσβησε σχεδόν με μανία διαλύοντας το με το παπούτσι του, και ξεκίνησε να ετοιμάσει μια μικρή υποδοχή, ένα μικρό πάρτι, στον Πλάτων μόλις επέστρεφε. Βλέπετε, είχε καταλάβει πως το σημαντικότερο στη εικόνα που είχε αντικρίσει πριν από λίγο με τον Πλάτων να περιμένει και τελικά να επιβιβάζεται στο ταξί ήταν το γεγονός ότι ήταν μόνος του. Μόνος του! Άρα, η καλή του ήταν ακόμη στο ξενοδοχείο και τον περίμενε. Και αυτός σίγουρα θα επέστρεφε γι’ αυτήν. Και τότε ...
-Έκπληξη!
                                                                           12
Ζήτησε από τον ταξιτζή να τον μεταφέρει όσο πιο κοντά ήταν επιτρεπτό στο πρωθυπουργικό μέγαρο.
-Τα πράγματα πρόκειται να αλλάξουν μετά το ραντεβού μου με τον πρωθυπουργό, τόνισε με έμφαση μονολογώντας και προκάλεσε ένα βλέμμα όλο απορία στον οδηγό. Μπορεί ο πρωθυπουργός να μην ήξερε τίποτα για το «ραντεβού» τους, αλλά για την ώρα αρκεί που το ήξερε αυτός. Είχε ενημερωθεί από τα κανάλια ότι ο πρωθυπουργός θα βρισκόταν στο γραφείο του σήμερα και αύριο και στην συνεχεία θα αναχωρούσε για ολιγοήμερες διακοπές, λόγω του Δεκαπενταύγουστου, σε κάποιο κοντινό νησί. Ποτέ δεν κατάλαβε πως γίνεται ένας αρχηγός κράτους να πηγαίνει ... άκουσον άκουσον, διακοπές ενώ τα προβλήματα εξακολουθούν να ταλανίζουν τους πολίτες! Ναι, ναι, είναι και αυτός άνθρωπος και χρειάζεται ξεκούραση και διακοπές μπλα, μπλα, μπλα ...
Μόνο που δεν είναι ακριβώς έτσι, φίλοι μου. Ο Πλάτων πίστευε ότι πολιτικός γίνεσαι γιατί το επιλεγείς και όχι γιατί σου βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό. Πολιτικός σημαίνει υπηρέτης του λαού! Τι λέω; Όχι υπηρέτης, αλλά σκλάβος. Μάλιστα σκλάβος. Θέλει μεράκι και πολλή, πολλή αγάπη. Θέλει ποιότητα και χαρακτήρα. Και κυρίως θέλει γερό στομάχι. Απαιτεί προσήλωση σε έναν και μοναδικό σκοπό, σκοπό ζωής! Δεν γίνεται να κάνεις διακοπές αν δεν έχεις λύσει ή έστω δρομολογήσει τις λύσεις στα προβλήματα του λαού σου. Δεν γίνεται να κάνεις διακοπές την ώρα που οι περισσότεροι συμπολίτες σου δεν τολμούν καν να σκεφτούν για διακοπές!
Δυστυχώς, ο Πλάτων θεωρούσε αυτά τα χαρακτηριστικά σπάνια στις μέρες μας, σπάνια ακόμη και στον απλό λαό, ποσό μάλλον στους πολιτικούς καριέρας. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε ξεκάθαρη άποψη για τον σημερινό αρχηγό του κράτους. Είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας πριν από δυο χρόνια μετά από μια θριαμβευτικά νικηφόρα εκλογική αναμέτρηση. Ξεκίνησε την θητεία του με τον λαό να έχει όνειρα και προσδοκίες. Όνειρα που γρήγορα έγιναν εφιάλτης, όταν αποδείχτηκε ότι αδυνατούσε να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του. Ανήκε στο κόμμα της Σοσιαλιστικής Δεξιάς και είχε διαδεχθεί στην εξουσία το κόμμα της Νεοφιλελεύθερης Δεξιάς! Δικομματισμός λοιπόν, με δυο όμορα κόμματα,  στο πλαίσιο μιας τηλεδημοκρατίας. Η παγκόσμια συνταγή αποτυχίας της εποχής!
Για να μην παρεξηγιόμαστε, όταν λέω πως δεν είχε ξεκάθαρη άποψη σημαίνει ότι αντιλαμβανόταν βεβαία ότι μιλάμε για έναν πολιτικό καριέρας, επομένως το μόνο που ίσως τον ενδιέφερε ήταν το «φαίνεσθε». Δεν του ήταν ξεκάθαρο όμως, κατά πόσο ο πρωθυπουργός αυτός δεν είχε την σπίθα της πραγματικής πάλης και αγάπης για την κοινωνία μέσα του. Κατά πόσο το σύστημα τον είχε νικήσει και τα όνειρα, που ίσως είχε νέος, είχαν μείνει σήμερα απολιθώματα μιας άλλης ζωής. Μια ματιά μες το μυαλό του θα ήταν αρκετή. Μια ματιά στις επιθυμίες και τα όνειρα του! Η ώρα της κρίσης του πλησίαζε πολύ νωρίτερα απ’ ότι όλων των υπολοίπων!
Ο Πλάτων αντιλήφθηκε  ότι το ταξί έφτανε στον προορισμό του, όταν είδε αυξημένη παρουσία αστυνομικών. Υπήρχαν Ζητάδες στις γωνίες οικοδομικών τετραγώνων, καθώς και ένστολοι πεζοί. Είδε την πύλη του Πρωθυπουργικού Μεγάρου και το ταξί σταμάτησε ακριβώς μπροστά. Πλήρωσε τον ταξιτζή και καθώς άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε, σαν σε κινηματογραφική ταινία, σε αργή κίνηση, πολλά κεφάλια, έξι τον αριθμό, στράφηκαν και καρφώθηκαν πάνω του. Το ταξί έφυγε και αυτός έμεινε εκεί, ασάλευτος κοιτώντας το νεοκλασικό κτίριο και με το μυαλό του να βουίζει σαν ράδιο, που πιάνει πολλές συχνότητες μαζί.
 «Πλησιάστε με τρόπο και ρωτήστε τι θέλει! Δεν υπάρχει κάποιο ραντεβού τώρα, έτσι δεν είναι; Για ρωτήστε μέσα!» Αμέσως δυο άτομα από την φρουρά της πύλης κινήθηκαν ήρεμα μεν, με αυξημένη προσοχή δε, προς το μέρος του. Το μόνο που έβλεπαν μπροστά τους ήταν ένας συνηθισμένος, εντάξει πιο όμορφος και γυμνασμένος σε σχέση με τους περισσότερους, νεαρός, που δεν είχε όμως καμιά απολύτως δουλεία να βρίσκεται εκεί!
                                                                                13
Η Αντιγόνη είχε αντικαταστήσει μια φίλη, λόγω ασθενείας και είχε κλείσει σχεδόν είκοσι ώρες στο πόδι. Μεταξύ μας δεν τις περίσσευε το κουράγιο να αρνηθεί ένα έξτρα μεροκάματο και μάλιστα κυριακάτικο, οπότε ... Η κίνηση ήταν αυξημένη αυτές τις μέρες στην κορύφωση της τουριστικής κίνησης της πρωτεύουσας και μην έχοντας κοιμηθεί παρά ελάχιστα, κοίταζε με προσμονή τον δείκτη του ρολογιού. Η αλλαγή βάρδιας πλησίαζε λυτρωτικά, όταν είδε τον τελευταίο πελάτη που θα εξυπηρετούσε.
-Καλημέρα σας, κύριε! Πως θα μπορούσαμε να σας εξυπηρετήσουμε, ρώτησε με ευγένεια.
Ένας ηλικιωμένος κύριος, κοντά στα εξήντα, με βαμμένα, προφανώς, μαύρα μαλλιά και γυαλιά ηλίου στεκόταν μπροστά στον γκισέ. Παρότι είχε ήδη τριάντα βαθμούς θερμοκρασία έξω αυτός φορούσε ένα μαύρο μπουφάν, καλοκαιρινό, αλλά ογκώδες. Ακούμπησε τους αγκώνες του στον γκισέ, κοίταξε συνωμοτικά δεξιά κι αριστερά και έσκυψε το κεφάλι του μέχρι που αντίκρισε η Αντιγόνη τα μάτια, που πρόβαλαν πίσω από τα γυαλιά. Το βλέμμα του την ανατρίχιασε. Θυμήθηκε κάποιες παλιές ασπρόμαυρες ταινίες, όπου ο κακός πλησιάζει το ανυπεράσπιστο θύμα του, με διάθεση για παιχνίδι. Φορούσε ένα προσωπείο, που χαμογελούσε, αλλά από κάτω σίγουρα κρυβόταν κάτι φρικιαστικό!
-Ένας όμορφος νεαρός κι ένα κορίτσι με μακριά μελαχρινά μαλλιά …ήρθαν χθες. Θέλω το νούμερο του δωματίου τους, ψέλλισε αποφασιστικά μέσα απ’ τα δόντια του και κοίταξε ανέμελα τριγύρω. Πρόσεξε με την άκρη του ματιού του την ταραχή που ζωγραφίστηκε  στο πρόσωπο της κοπελιάς και έσπευσε να συμπληρώσει. Είμαι αστυνομικός! Μην ανησυχείς και μην κάνεις καμιά σκηνή! Πες μου μόνο το νούμερο του δωματίου και θα γλυτώσεις από μένα, δήλωσε δείχνοντας την αστυνομική του ταυτότητα.
Αυτό το τελευταίο ακούστηκε αρκούντος απειλητικό στην Αντιγόνη. Έστρεψε το βλέμμα της στον υπολογιστή. Όχι για να βρει το δωμάτιο, θυμόταν το νούμερο και ότι σχετιζόταν με τον υπέροχο νέο που έμενε σ’ αυτό, αλλά για να κερδίσει λίγο χρόνο. Ήταν μπερδεμένη. Ήταν σίγουρη ότι ο κύριος μπροστά της έψαχνε τον Πλάτων και την φίλη του, αλλά γιατί;
-Δώστε μου κάποιο όνομα παρακαλώ, ζήτησε με σπασμένη φωνή. Το αδιέξοδο μεγάλωνε διαρκώς μέσα της. Ερωτήσεις σφυροκοπούσαν τα μηλίγγια της.
«Δεν είναι λίγο περίεργος αυτός ο αστυνομικός; Γιατί ήρθε σε σένα και δεν πήγε απευθείας στον διευθυντή αφού πρόκειται για δουλειά της αστυνομίας; Είναι δυνατόν αυτό το καταπληκτικό πλάσμα, που ... μίλησε στο μυαλό σου να έχει προβλήματα με τον νόμο; Εκτός και αν ... » Ο αστυνομικός την διέκοψε απότομα.
-Πλάτων Αριστείδης, δεσποινίς. Πλάτων Αριστείδης! Η Αντιγόνη δεν μπόρεσε να κρύψει ένα μειδίαμα ευχαρίστησης. Ήξερε ότι δεν υπήρχε καταχωρημένο το όνομα του Πλάτωνα, παρά μόνο αυτό της κοπελιάς του. Δυστυχώς όμως γι’ αυτήν το μειδίαμα ευχαρίστησης την έβαλε σε μπελάδες, καθώς έγινε αντιληπτό και από τον Αστυνόμο. Και του δημιούργησε την υποψία, ότι μάλλον αυτή η πονηρή πιτσιρίκα που είχε απέναντι του δεν θα ήταν και τόσο συνεργάσιμη τελικά.
-Όχι, δυστυχώς δεν υπάρχει αυτό το όνομα, δήλωσε προσπαθώντας να ακουστεί λυπημένη. Ίσως είναι σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο. Έχει τόσα εδώ γύρω, που ...ίσως… να… η φωνή της έσβησε αργά βλέποντας τον άντρα απέναντι της να την κοιτάζει ασάλευτος με μάτια άγρια, σαν θηρία έτοιμα να πεταχτούν απ’ τις σπηλιές τους!
Η Αντιγόνη τον είδε να βάζει το χέρι του αργά μες το μπουφάν του και να πιάνει κάτι. Ο κρύος, μεταλλικός ήχος, που ακούστηκε της πάγωσε το αίμα!
-Είσαι σίγουρη λοιπόν ότι δεν βρίσκεται εδώ αυτός που ψάχνω; Ένας νέος, πολύ όμορφος απ’ ότι λένε, δήλωσε σαρκαστικά. Δεν μπορεί, μια χαριτωμένη νέα σαν και σένα θα τον έπαιρνε αμέσως χαμπάρι! Και δεν είναι το μόνο που θα έπαιρνες απ’ αυτόν … ή σ’ αυτόν, είπε χαμογελώντας σαρδόνια.
Αυτή βρισκόταν ένα στάδιο πριν τον πανικό. Πρώτη  φορά  βρισκόταν σε  τόσο δύσκολη θέση. Απειλούνταν η ζωή της γαμώτο! Θα είχε κάθε λόγο να του δώσει το νούμερο του δωματίου και να απωθήσει για πάντα από την μνήμη της αυτό το περιστατικό. Ήξερε όμως ότι είναι άλλο πράγμα να λες ή να σκέφτεσαι κάτι και άλλο να το κάνεις. Είχε καλημερίσει τον Πλάτων την ώρα, που έφευγε και αυτός της είχε χαρίσει το ωραιότερο χαμόγελο, που είχε δει ποτέ της. Ένα χαμόγελο, που ανάβλυζε ζεστασιά και αγάπη, ένα χαμόγελο όλο ανθρωπιά!
Ήταν μονός του όμως! Επομένως η φίλη του, και πιθανόν αγαπημένη του, βρισκόταν στο δωμάτιο, ολομόναχη. Δεν μπορούσε να στείλει αυτόν τον τύπο εκεί πάνω. Δεν ήθελε καν να σκεφτεί τι θα μπορούσε να συμβεί. Αλλά δεν μπορούσε ούτε και να καλέσει τον διευθυντή της, ήταν σίγουρη πλέον ότι ο αστυνομικός μπροστά της λειτουργούσε εκτός νομικού πλαισίου. Μπορεί να μην ήταν καν αστυνομικός, γαμώτο! Μάλιστα. Πλήρες αδιέξοδο!
 Δεν ήταν ποτέ ο τύπος ανθρώπου που θα μπορούσε να διανοηθεί ότι έχει έστω και ψήγματα ηρωισμού μέσα του. Κι όμως ανακάλυψε βαθιά, μες τον πυρήνα της ύπαρξης της, έναν χείμαρρο ηρωισμού και συνειδητοποίησε για πρώτη φορά στην ζωή της ότι διέθετε μια καρδία από ατσάλι! Θα όρθωνε το ανάστημα της λοιπόν και θα πάλευε για έναν τελείως άγνωστο; Όχι, όχι δεν ήταν τελείως άγνωστος. Ήταν ο Πλάτων και ήταν, κατά την άποψη της, το ομορφότερο και τελειότερο δημιούργημα της φύσης! Και σίγουρα δεν θα ζητιάνευε για έλεος από αυτόν που εκπροσωπούσε, ήταν σίγουρη πλέον, τις δυνάμεις του κακού.
-Δυστυχώς, δεν μπορώ να σας βοηθήσω, είπε με περίσσιο θάρρος και αποφασιστικότητα με αποτέλεσμα ο Αστυνόμος να κρεμάσει τα χείλη του σε μια έκφραση έκπληξης και απελπισίας, στιγμές μόλις  πριν εκραγεί!
                                                                     14
Έστεκε ακίνητος με κλειστά μάτια κι ένιωθε ένα τεράστιο βάρος στους ώμους του σχετικά με την εξέλιξη των πραγμάτων. Μπορεί να ένιωθε απόλυτα σίγουρος για τον σκοπό του, όμως με το που βγήκε από το ταξί ο φόβος για την δυνατότητα επιτυχίας του εγχειρήματος του έκανε μια απρόσμενη εμφάνιση. Πήρε μια βαθιά ανάσα καθαρίζοντας πλήρως τις σκέψεις του κι άφησε τον ανανεωμένο του εγκέφαλο να αναλάβει την κατάσταση, ενώ οι δυο φύλακες βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής. Το τι συνέβη από εκείνη την στιγμή και για τα επόμενα πενήντα-εξήντα δευτερόλεπτα είναι δύσκολο να περιγράφει, σχεδόν αδύνατο για τις ατελείς αισθήσεις και τις απλοϊκές εμπειρίες μας, ακριβώς όπως και με την Δύναμη, παρόλα αυτά, δεν χάνουμε τίποτα να το προσπαθήσουμε!
Άνοιξε τα μάτια του λοιπόν και ο φόβος μαζί με το άγχος εξαφανίστηκαν  το ίδιο απότομα, όσο είχαν εμφανιστεί. Κοίταξε πρώτα τον ένα και στην συνεχεία τον άλλο φύλακα κατευθύνοντας την σκέψη του στο μυαλό τους. Αυτοί άκουσαν ξεκάθαρα μέσα τους μια άγνωστη φωνή και ο Πλάτων, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο, τους έδωσε μια απλή διαταγή:
«Μείνε ακίνητος!». Αυτοί πάγωσαν και έμειναν να κοιτούν το κενό, ασάλευτοι κι ανήμποροι να αντιδράσουν στην επιθυμία του. Η θέλησή τους δεν τους ανήκε. Ο Πλάτων προσπέρασε τα ζωντανά αγάλματα και  προχώρησε προς την είσοδο του Μεγάρου, ενώ οι υπόλοιποι τρεις φρουροί και ο επικεφαλής τους παρακολουθούσαν απορημένοι τους δυο φρουρούς να στέκουν σαν παγοκολόνες. Παράλληλα, ο Πλάτων, ενώ ένιωσε την γνωστή του πλέον ζαλάδα να κάνει την άχαρη εμφάνισή της, συνέχισε αποφασίστηκα, αλλά με την μεγαλύτερη δυνατή οικονομία δυνάμεων. Διέκρινε αυτόν που έμοιαζε να είναι ο επικεφαλής και του έδωσε μια εντολή, πριν προλάβει αυτός να απορήσει για αυτό που συνέβαινε. Αμέσως ψιθύρισε μηχανικά στους υπόλοιπους:
-Αφήστε τον να περάσει… έχει ραντεβού μέσα! Αυτοί, μαθημένοι να υπακούν, δεν αντέδρασαν παρότι το σκηνικό γεννούσε πλήθος ερωτημάτων.
Πέρασε την πύλη και επιτάχυνε το βήμα του προς την είσοδο. Ανέβηκε με ένα εντυπωσιακό σάλτο, σαν αίλουρος, καμία δεκάρια σκαλιά και πέρασε το κατώφλι του Μεγάρου, την στιγμή που οι δυο φύλακες και ο επικεφαλής τους έβγαιναν από το πεδίο δράσης του και τον νοητικό τους λήθαργο με την συνοδεία ενός τρομερού πονοκεφάλου. Οι δυο φύλακες έστεκαν σαστισμένοι μην γνωρίζοντας τι δουλειά είχαν στο σημείο που βρισκόταν. Γύρισαν προς τους συναδέλφους τους τρίβοντας με τα χέρια τα μηλίγγια τους, που δονούνταν. Πλησιάζοντας άκουσαν την εύλογη απορία:
-Τι έγινε ρε παιδιά; Γιατί παγώσατε; Ο επικεφαλής ρώτησε εξίσου απορημένος, σαν ένα μικρό παιδί μπροστά σε κάτι ανεξήγητο και με τον ίδιο έντονο πονοκέφαλο να τον βασανίζει:
-Τι συνέβη μόλις τώρα; Το κεφάλι μου πάει να σπάσει και δεν θυμάμαι τίποτα. Αισθάνομαι ένα κενό λίγων δευτερολέπτων στην μνήμη μου. Σας έδωσα εντολή να ρωτήσετε τον νέο που βγήκε από το ταξί τι ήθελε και μετά…
Ο Πλάτων προχώρησε στον προθάλαμο, όπου ένας μικρός λαβύρινθος, από διαδρόμους, πόρτες και σκαλιά, σχηματιζόταν μπροστά του. Το Μέγαρο ήταν ένα νεοκλασικό κτίριο και η διακόσμηση του ήταν ανάλογη. Άκουσε, μόνο αυτός, ένα ψίθυρο να προέρχεται από μια πόρτα στα δεξιά του. Κινήθηκε αστραπιαία, την άνοιξε και είδε μια ηλικιωμένη κυρία, μάλλον καθαρίστρια κρίνοντας από τα είδη καθαρισμού, που γέμιζαν τον χώρο, να μιλά στο κινητό της. Αυτή τρόμαξε, αλλά πάγωσε όπως και οι υπόλοιποι όταν οι πόρτες τους μυαλού της ανοίχτηκαν βίαια και ο χάρτης του Μεγάρου, σχεδιασμένος έπειτα από δεκαπέντε χρόνια καθαριότητας σε κάθε σπιθαμή του, αποτυπώθηκε στιγμιαία στο μυαλό του Πλάτωνα. Τα ρουθούνια του άνοιξαν εκείνη την στιγμή, δυο κόκκινα ρυάκια κύλησαν αργά και η εξάντληση τον επισκέφτηκε. Γονάτισε για λίγο μπρος την φοβισμένη γριούλα και έδωσε μια αγωνιώδη εντολή στο μυαλό του να συνέλθει και μάλιστα γρήγορα.
Οι τρεις φρουροί που δεν είχαν δεχτεί το άγγιγμα του Πλάτων εξήγησαν στον επικεφαλής τι ακριβώς είχε συμβεί. Αυτός τρομοκρατήθηκε ακούγοντας ότι έδωσε εντολή  να αφήσουν έναν άγνωστο να εισέλθει στο Μέγαρο και ούρλιαξε με όση δύναμη του επέτρεπε ο πρωτόγνωρος αυτός πονοκέφαλος!
-Σημάνετε συναγερμό! Τρέξτε μέσα!
Ταυτόχρονα συναγερμός χτύπησε και στο μυαλό του Πλάτων. Οι φρουροί ήταν πλέον στο κατώφλι του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε από το δωμάτιο τρέχοντας, αν και εξακολουθούσε να αιμορραγεί. Σαν τέλειο σύστημα πλοήγησης ο εγκέφαλος του είχε υπολογίσει την κοντινότερη διαδρομή μέχρι το γραφείο του πρωθυπουργού. Ανέβηκε τα σκαλιά, έστριψε δεξιά στον διάδρομο, προσπερνώντας κάποιους γραμματείς, που τον κοίταξαν απορημένοι και την ιδία ώρα οι εξωτερικοί φρουροί ανέβαιναν τα σκαλιά της εισόδου του Μεγάρου ουρλιάζοντας στην ενδοσυνεννόηση:
-ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ! Οι φωνές, που καλούσαν απεγνωσμένες, κινητοποίησαν το τελευταίο εμπόδιο μέχρι τον τελικό του προορισμό. Τρεις άντρες βγήκαν από ένα γραφείο δίπλα σε αυτό του πρωθυπουργού και στάθηκαν μπροστά από την πόρτα. Έβγαλαν ταυτόχρονα τα όπλα τους, είδαν έναν άντρα που έτρεχε απειλητικά καταπάνω τους και τον σημάδεψαν. Ο Πλάτων άπλωσε το δεξί του χέρι με την παλάμη μπροστά και τα δάχτυλα ανοιχτά σαν βεντάλια και μια ασθενική, αλλά ικανοποιητική ποσότητα της Δύναμης ξεχύθηκε από το χέρι του. Χτύπησε τους άντρες σαν αέρας από τυφώνα και τους τσάκισε με δύναμη πάνω στην πόρτα.
Έπεσαν αναίσθητοι στο πάτωμα και ο Πλάτων, περνώντας από πάνω τους, τρύπωσε στην μισάνοιχτη πόρτα την οποία κλείδωσε πίσω του. Άκουγε τις φωνές να πλησιάζουν διαρκώς, αλλά ήταν τόσο εξαντλημένος που έπεσε στο δεξί του γόνατο και στηρίχτηκε στο αριστερό του χέρι. Δυο άντρες όρθιοι, ο πρωθυπουργός πίσω από το γραφείο και ένας συνεργάτης του μπροστά από αυτό, κοίταζαν έκπληκτοι, ακίνητοι και φοβισμένοι έναν νεαρό άντρα, άγνωστο και μάλλον επικίνδυνο, κρίνοντας από τις φωνές πανικού, τον γδούπο που άκουσαν πριν από λίγο πάνω στην πόρτα και κυρίως από τα αυστηρά σαν γαλάζια φωτιά μάτια του, που τους παρατηρούσαν αγριεμένα, αλλά και το βαμμένο, απ’ το αίμα που έτρεχε ποτάμι  απ’ τα ρουθούνια του, κόκκινο πηγούνι του!
                                                                              15
Ο Αστυνόμος το μόνο που ήθελε εκείνη την στιγμή ήταν να βγάλει το σιδερικό του και να φυτέψει μια σφαίρα στο αναιδέστατο μουτράκι της Αντιγόνης. Κι ενώ πριν από λίγο καιρό αυτή θα ήταν μια πιθανή σκέψη, η οποία δεν θα μετατρεπόταν ποτέ σε πράξη, σήμερα ένα κέντρο του εγκέφαλου του, ανενεργό απ’ όταν γεννήθηκε, του πρόσφερε και μια άλλη επιλογή. Για την ακρίβεια του έδειξε έναν νέο συναρπαστικό κόσμο, όπου πλέον θα δρούσε με οποιοδήποτε τρόπο θα ήταν αποδοτικός, χωρίς να τον απασχολεί η συμβατική ηθική. Δεν θα χρειαζόταν πλέον να είναι αντιμέτωπος με κάποιον εγκληματία, κάποιον φονιά ή ληστή για να πυροβολήσει, αρκούσε απλώς ο άτυχος απέναντί του να είναι … εμπόδιο στον δρόμο του. Στην προκείμενη περίπτωση βέβαια, δεν ήταν καθόλου αποδοτικό να στείλει στον άλλο κόσμο το μοναδικό ίσως άτομο, που προφανώς είχε κάποιες χρήσιμες πληροφορίες γι’ αυτόν, θα χρειαζόταν λοιπόν να τις εκμαιεύσει διαφορετικά. Τράβηξε το πιστόλι αρκετά ώστε να φάνει κάτω από το μπουφάν του.
-Ακολούθησε με στο ασανσέρ, γιατί απλώς θα σου τινάξω τα μυαλά στον αέρα εδώ που είμαστε, δήλωσε ήρεμα και χαμογελώντας ειρηνικά.
Δεν έκανε μεγάλη προσπάθεια να φανεί πειστικός κι αυτό λειτούργησε καταλυτικά στην ψυχολογία της κοπέλας. Ένοιωσε σίγουρη ότι ο τύπος απέναντι της ήταν αδίστακτος και δεν αστειευόταν. Τρομοκρατημένη προχώρησε διστακτικά προς το ασανσέρ, με τους πελάτες που περίμεναν στο γκισέ να ρωτούν απορημένοι:
 -Δεσποινίς, που πάτε; Η κάρτα μου, παρακαλώ. Η αναστάτωση έφτασε γρήγορα στα αυτιά του προϊσταμένου της, ο οποίος αφού την είδε να απομακρύνεται χωρίς λόγο από το πόστο της είπε προστακτικά:
-Αντιγόνη, έλα να εξυπηρετήσεις τους πελάτες, σε παρακαλώ! Η Εύη δεν ήρθε ακόμη.
Όμως η Αντιγόνη συνέχιζε κοκαλωμένη προς το ασανσέρ κοιτώντας τον ηλικιωμένο αστυνομικό που της χαμογελούσε. Πέρασε από δίπλα του κι έφτασε στο ασανσέρ την ώρα που άνοιγε η πόρτα και ένα απότομο και βίαιο σπρώξιμο από πίσω την έστειλε απευθείας πάνω στον καθρέπτη της καμπίνας. Πιάστηκε από το χερούλι για να μην πέσει και είδε να καθρεπτίζεται πίσω της το χειρότερο χαμόγελο, μείγμα μίσους και αηδίας, που θα έβλεπε ποτέ. Ο Αστυνόμος έδιωξε με αγένεια τρία άτομα που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το ασανσέρ. Είχε ξεκαθαρίσει μέσα του ότι θα εκπλήρωνε τον στόχο του με κάθε κόστος. Ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει ακόμη και την ζωή του, πόσο μάλλον το μέλλον του στην αστυνομία ή την φυλακή. Δεν του καιγόταν καρφί πλέον! Η αποστολή του ήταν πάνω απ’ όλα. Έπρεπε να εξοντώσει τον Πλάτων και όποιον αυτός αγαπούσε. Οφθαλμός αντί οφθαλμού, ίσως και κάτι παραπάνω!
-Τι λες να πάμε μια βόλτα ψηλά; Ελπίζω να μην έχεις υψοφοβία, είπε και πάτησε το κουμπί του τελευταίου ορόφου, την στιγμή που σε ένα δωμάτιο μες το ξενοδοχείο η Νεφέλη χαμογελούσε με κλειστά βλέφαρα βγαίνοντας γλυκά απ’ τον ύπνο της.
Η πόρτα έκλεισε πίσω τους και η κοπέλα γύρισε φοβισμένη. Το ασανσέρ άρχισε να ανεβαίνει ταχύτατα τους ορόφους και η Αντιγόνη είδε τον αστυνομικό απέναντι της με κλειστά μάτια σαν άλλος μαέστρος να διευθύνει την χαλαρωτική μουσική, που ακουγόταν στα ηχεία. Αυτή ξεφύσηξε αγχωμένη και πριν προλάβει να αντιδράσει, ο Αστυνόμος, σαν η γάτα απέναντι απ΄ το ποντίκι και παρά την ηλικία του, με μια αστραπιαία κίνηση την κάρφωσε στον καθρέπτη πιάνοντας την από τον λαιμό. Με μάτια τρομοκρατημένα είδε τα χείλη του να τεντώνονται σε ένα σαρκαστικό χαμόγελο!
-Ώστε δεν θέλεις να μου πεις σε ποιο δωμάτιο είναι, έτσι;
-Μα εγώ ...
-Βούλωσε το! Αν  πεις  ψέματα, τελείωσες. Εδώ  και  τώρα! Αν  πεις την αλήθεια, σε λίγο, μάλλον ... θα ξαναδείς τους δικούς σου!
Σώπασε περιμένοντας την αντίδραση της. Ήταν φοβισμένη από την κορφή μέχρι τα νύχια, αυτό ήταν σίγουρο. Δεν ήξερε όμως αν αυτό ήταν αρκετό για να σπάσει την σιωπή της. Παραδόξως και ενώ ήταν σίγουρος ότι η μικρή απέναντι του ήξερε αυτό που ήθελε, αυτή έμοιαζε αφοσιωμένη σε έναν σκοπό. Και αυτό ήταν ότι χειρότερο γι’ αυτόν. Δεν υπάρχει χειρότερος αντίπαλος από τον άνθρωπο, που έχει πείσει τον εαυτό του, που έχει δηλαδή την πίστη, ότι υπάρχει ένας σκοπός πίσω από τις πράξεις του, οποίος κι αν είναι αυτός, καθιστώντας τον απόλυτο σκλάβο του ονείρου του! Ναι, αλλά γιατί να υπερασπιστεί έναν άγνωστο, έναν άνθρωπο που δεν ήξερε καν; Χαμογέλασε.
-Αποφάσισε! Η’ θα δεις εσύ τους δικούς σου ή ... θα τους δω εγώ!
Η Αντιγόνη στο άκουσμα της απειλής λύγισε. Κι ύστερα έσπασε! Το πρόσωπό της πλημμύρισε από δάκρυα και έφερε στο μυαλό της τα αγαπημένα της πρόσωπα. Σκέφτηκε τον πατέρα της και την μητέρα της, δυο μεροκαματιάρηδες ανθρώπους που την είχαν μεγαλώσει με προσωπικές θυσίες και στερήσεις και πλέον τους έτρωγε το άγχος που είχαν να την δουν νυφούλα, καθώς τα χρόνια περνούσαν. Σκέφτηκε τον μικρό της αδελφό, που σπούδαζε στην Θεσσαλονίκη κι αυτή του έστελνε χαρτζιλίκι όποτε μπορούσε. Ύστερα σκέφτηκε τον Πλάτων! Τα όμορφα και ειλικρινή του μάτια, το πανέμορφο πρόσωπο του. Και κυρίως έφερε στο νου της την φωνή μες το μυαλό της.
«Μελωδία αγγέλων!»
Η ζυγαριά, διαπίστωσε με έκπληξη, έγερνε προς τον Πλάτων.
 «Πως γίνεται αυτό» αναρωτήθηκε έκπληκτη. Το σιχαμερό όμως πρόσωπο που την κοίταζε με μίσος, έβαλε τα πράγματα στην θέση τους. Δεν μπορούσε να στείλει αυτό το κακό στην οικογένεια της, όχι της ήταν αδύνατο. Έλπιζε τελικά ο Πλάτων να τα βγάλει πέρα μαζί του. Δάκρυα ψυχής, που ζητούσαν ικετευτικά συγνώμη απ’ τον απόντα νεαρό, απ’ την ίδια της την αυτοεκτίμηση, κυλούσαν στα μάτια της και η φωνή της τρεμόπαιζε όταν είπε:
-628. Αυτό είναι το δωμάτιο τους. Και σαν το είπε ξέσπασε σε αναφιλητά, έπεσε στο πάτωμα και κουλουριάστηκε. Είχε προδώσει κάποιον και αυτός δεν ήταν άλλος από τον εαυτό της!
Ο Αστυνόμος έδιωξε το χαμόγελο από το πρόσωπο του και το αντικατέστησε ένα παγωμένο προσωπείο. Κοίταξε την νεαρή, που έκλαιγε στα πόδια του και ήταν σίγουρος για την μοίρα της. Καθώς το ασανσέρ ανέβαινε αυτός ένιωθε τον εαυτό του να πέφτει όλο και χαμηλότερα, να βυθίζεται στην έξαψη της εκδίκησης και του μίσους. Το ασανσέρ έφτασε τελικά στον τελευταίο όροφο. Την έπιασε από το χέρι, την σήκωσε και την έσυρε έξω. Έριξε μια αναγνωριστική ματιά και διέκρινε μετά από μικρή περιπλάνηση την βοηθητική πόρτα, που οδηγούσε στην ταράτσα. Ευτυχώς, κανένας άτυχος ένοικος δεν βρέθηκε στον δρόμο του. Τραβώντας την Αντιγόνη την οδήγησε στα σκαλιά, όπου σχεδόν την έσυρε κι από εκεί βγήκαν στην ταράτσα. Ο δυνατός ήλιος φώτισε τα πρόσωπα τους και στέγνωσε απότομα τα δάκρυα της Αντιγόνης.
Και τότε αυτή κατάλαβε. Ένοιωσε τον πανικό να ορμάει με μιας προς τα πάνω, έτοιμος να εκραγεί από το στομάχι προς το στόμα της. Απροσδόκητα όμως αυτός μαλάκωσε, ώσπου  κόπασε εντελώς. Ο Αστυνόμος, που αντιλήφθηκε το ξεκίνημα του πανικού έμεινε έκπληκτος όταν αυτός απλά εξαφανίστηκε. Κοίταξε, ενοχλημένος σχεδόν, την κοπελιά.
-Τι έγινε; Δεν θα παρακαλέσεις για την ζωή σου; Δεν θα παλέψεις γι’ αυτή;
Η έκπληξη του μεγάλωσε ακόμη περισσότερο όταν είδε ένα χαμόγελο να σχηματίζεται αργά. Την έσπρωξε στα κάγκελα, πενήντα μέτρα πάνω από το έδαφος. Αυτή συνέχισε να χαμογέλα κοιτάζοντας το κενό. Ο Αστυνόμος την έπιασε από τα μαλλιά και άρχισε τις φωνές.
-Βλέπεις που θα σε ρίξω, σκρόφα; Σου φαίνεται αστείο αυτό; Θυμάσαι που σου είπα ότι σύντομα θα δεις τους δικούς σου, αν είσαι καλό κορίτσι; Ορίστε, εννοούσα τους πεθαμένους συγγενείς σου!
Μόνο που η Αντιγόνη δεν τον άκουγε. Είχε καταφέρει σε χρόνο μηδέν να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου. Βλέπετε, σύμφωνα με τους δασκάλους του Ζεν, τους οποίους η Αντιγόνη αγνοούσε, όταν κάποιος δεχτεί ότι η κατάστασή του είναι απελπιστική, μη αναστρέψιμη, τότε το μυαλό του πλησιάζει την γαλήνη, μια ιδανική νοητική κατάσταση! Έτσι κι αλλιώς δεν είχε ποτέ ελπίδες με τον τύπο απέναντι της. Και το βασικότερο όλων ήταν ότι τελικά, ίσως έτσι έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να του πει τον αριθμό του δωματίου. Δεν ήξερε γιατί, αλλά κάτι μέσα της την είχε πείσει ότι είχε πράξει το σωστό. Σίγουρα όχι γι’ αυτήν, ίσως όχι για τον Πλάτων και την κοπελιά του, αλλά οπωσδήποτε για όλο τον κόσμο.
 «Για όλο τον κόσμο» σκέφτηκε και το χαμόγελο της μεγάλωσε στο μέγιστο την ώρα που ο Αστυνόμος την έσπρωχνε στο κενό. Ένιωσε το κορμί της να αφήνεται στην βαρύτητα και συνέχισε να χαμογέλα, καθώς το πρόσωπο του Αστυνόμου που την κοιτούσε ψυχρά απομακρυνόταν γοργά από το οπτικό της πεδίο. Δεν πρόλαβε να νιώσει το παραμικρό και ύστερα επέστρεψε στο τίποτα!
                                                                                   16
Τους φάνηκε ότι είδαν αμυδρά μια γαλάζια φλόγα να χορεύει στο τεντωμένο δεξί χέρι του νεαρού απέναντι τους, που ήταν στραμμένο προς το μέρος τους και οπισθοχώρησαν έκπληκτοι και τρομαγμένοι, αποκτώντας μια έντονη αίσθηση ότι απειλούνταν οι ζωές τους. Ο πρωθυπουργός είδε τον ματωμένο νεαρό να τον κοιτάζει κατάματα και άκουσε μια φωνή βαθιά μες στο μυαλό του:
«Δώσε εντολή να μας αφήσουν ήσυχους, ειδάλλως...ΤΩΡΑ!» Μπορεί να ήταν σαστισμένος ακόμη και το μυαλό του να θόλωσε στο άκουσμα μιας άγνωστης, τρομακτικής φωνής μέσα του, υπάκουσε όμως αμέσως κι έδωσε ρομποτικά σχεδόν εντολή στον βοηθό του να βγει έξω και να πει στους φύλακες να μην επιχειρήσουν το παραμικρό και να τους αφήσουν ήσυχους.
-Όλα είναι εντάξει, είπε ο πρωθυπουργός με μια χροιά ερώτησης και κοιτάζοντας με γουρλωμένα μάτια τον νεαρό. Αυτός ένευσε καταφατικά. Ο βοηθός του υπάκουσε και κινήθηκε φοβισμένα και προσεκτικά προς την έξοδο. Ο Πλάτων σηκώθηκε μετά βίας και πήγε προς τον πρωθυπουργό. Αυτός έμεινε ακίνητος να τον παρατηρεί και χωρίς αντίσταση τον είδε να έρχεται από πίσω του και να τον πιάνει απαλά από τον ώμο. Ήθελε να κρυφτεί πίσω απ’ το κορμί του χρησιμοποιώντας τον σαν ασπίδα για να προφυλαχτεί από κάθε ενδεχόμενο.
-Λόγοι προστασίας. Συγνώμη για την ακαταστασία, πρόσθεσε εξαντλημένος με τρεμάμενη φωνή και δείχνοντας το αίμα που χρωμάτιζε μακάβρια το πηγούνι του και το λευκό του κοντομάνικο, ενώ η αιμορραγία είχε αρχίσει, ευτυχώς, να σταματάει. Έκανε νόημα στον βοηθό, που στεκόταν τρέμοντας στην πόρτα να βγει έξω. Αυτός υπάκουσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, την ώρα που οι φρουροί απ’ έξω αναρωτιόνταν πως θα έπρεπε να αντιδράσουν. Είδαν απ’ το άνοιγμα τον πρωθυπουργό ακίνητο και το βλέμμα του μαρτυρούσε τον πανικό που έκρυβαν τα μάτια του. Ο νεαρός μόλις που διακρινόταν πίσω του. Ίσως κρατούσε όπλο κι αυτό το βλέμμα ... Τους κοίταζε σαν πληγωμένο θηρίο κι όλοι ξέρουν ότι δεν κάνουμε μαλακίες με πληγωμένα θηρία. Ποτέ!
-Εντολή του πρωθυπουργού να τους αφήσουμε μο...μόνους τους, είπε τραυλίζοντας από τον φόβο του ο βοηθός. Είναι ... είναι ..., έφυγε τρέχοντας για να μην κλάψει μπροστά τους. Ο επικεφαλής της ασφάλειας εξακολουθούσε να κοιτάζει τον πρωθυπουργό και τον ακάλεστο επισκέπτη του. Ο πρωθυπουργός μάζεψε όση αυτοπεποίθηση μπορούσε και έγνεψε ότι όλα είναι εντάξει.
-Εντάξει, παιδιά, γυριστέ στα πόστα σας! Όλα είναι εντάξει, είπε και έκλεισε την πόρτα. Γύρισε απότομα στους άντρες του. Λοιπόν, προφανώς έχουμε κάτι σαν κατάσταση ομηρίας. Δεν ξέρω πόσο σοβαρό θα αποδειχθεί, δεν ξέρω καν τι τύπος είναι αυτός εκεί μέσα, αλλά φαίνεται επικίνδυνος και θέλω πλήρη επαγγελματισμό. Αντρέα, φέρε μου τον βοηθό σε πέντε λεπτά, αφού ηρεμήσει λίγο πρώτα, γιατί έτσι όπως βγήκε σαν βρεγμένη γάτα μας είναι άχρηστος. Ήταν παρών και θα έχει σίγουρα κάποιες πληροφορίες να μας δώσει. Καλέστε τον υπουργό Δημόσιας Τάξης και οι υπόλοιποι περικυκλώστε το δωμάτιο, δυο έξω στον κήπο και οι υπόλοιποι εδώ. Και κοιτάξτε να συνεφέρετε αυτούς του τρεις είπε δείχνοντας τους λιπόθυμους φύλακες στο πάτωμα και άρχισε να τρέχει προς το ισόγειο, όπου βρισκόταν το γραφείο του με τους δυο άντρες να τον ακολουθούν και τους υπόλοιπους να μένουν σε επιφυλακή έξω από το γραφείο του πρωθυπουργού.
Μόλις έκλεισε η πόρτα, ο Πλάτων, σίγουρος ότι είχε τον απαραίτητο χρόνο στην διάθεση του, έκατσε στην καρέκλα συνεργασίας του πρωθυπουργικού γραφείου.
-Παρακαλώ, καθιστέ, παρότρυνε τον πρωθυπουργό εμφανώς ταλαιπωρημένος. Έκλεισε τα μάτια και πηρέ λίγες βαθιές ανάσες. Η αιμορραγία είχε σταματήσει εντελώς τώρα, αισθανόταν όμως μια αφόρητη κούραση. Είχε ήδη ξεπεράσει τον εαυτό του και το είχε καταφέρει μόνο και μόνο με την θέληση του. Δεν ήταν ακόμη έτοιμος για τόσο εξαντλητική χρήση των δυνάμεων του. Κοίταξε τον ισχυρότερο άντρα της χώρας απέναντι του. Αυτός του ανταπέδιδε ένα βλέμμα όλο αγωνία. Ο αρχικός του τρόμος είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, οι απορίες όμως για την γαλάζια φλόγα, που νόμισε ότι είδε και την φωνή, που σίγουρα άκουσε στο μυαλό του προσπαθούσαν να βρουν τον δρόμο προς την επίλυση τους.
-Κύριε πρωθυπουργέ, το μόνο που θέλω είναι μια μικρή συνομιλία μαζί σας. Δεν έχετε να φοβάστε τίποτα από εμένα. Το μόνο που θα κάνω είναι να αμυνθώ σε περίπτωση, που προκληθώ από τους άντρες σας, αλλά και πάλι τονίζω ότι εσείς δεν έχετε να φοβάστε τίποτα. Μίλησε αργά, γιατί ακόμα και η ομιλία του ήταν δύσκολη τούτη την ώρα. Για αρχή θέλω να σας παρακαλέσω να ζητήσετε λίγο φαγητό, είπε με τον πρωθυπουργό να μένει άναυδος  στην  αρχή,  αλλά  αγωνιζόμενος  να  κατανοήσει  την  κατάσταση  δεδομένης  της εμφανούς εξάντλησης του νεαρού.
-Ποιος είσαι, νεαρέ, ρώτησε με αγωνία, σηκώνοντας το ακουστικό, για να εισπράξει κατάματα την απάντηση:
-Και συ; Ποιος είσαι εσύ, κύριε πρωθυπουργέ, τον ρώτησε σοβαρός και το μυαλό του πρωθυπουργού μπερδεύτηκε ακόμη περισσότερο.
-Πλάτων, δήλωσε προτάσσοντας το χέρι του για την τυπική χειραψία.
-Οκ, Πλάτων! Θα ζητήσω αμέσως ότι θέλεις. Έχεις κάποια προτίμηση, είπε διστακτικά σφίγγοντας με δυσπιστία το χέρι του νεαρού και ψάχνοντας το νόημα της ερώτησης που μόλις του έκανε.
«Ποιος είμαι
-Όχι, όχι, οτιδήποτε είναι διαθέσιμο. Απλώς σε μεγάλες ποσότητες, απάντησε ο νεαρός με δυσκολία.
Ο πρωθυπουργός έβαλε το τηλέφωνο στην ανοιχτή συνομιλία και κάλεσε.
-Μάλιστα, κύριε πρωθυπουργέ, απάντησε μια γυναικεία φωνή.
-Ελένη, θέλω να μου ετοιμάσεις μια μεγάλη μερίδα φαγητού και άμεσα, γιατί έχω κάποιον ... καλεσμένο.
Ο Πλάτων μες την κούραση του θυμήθηκε τις αστυνομικές ταινίες, όπου βάζουν υπνωτικό μες το φαγητό. Κοίταξε επίμονα τον πρωθυπουργό, ο οποίος συνέχισε αδιάφορα:
-Α, Ελένη, πες στην ασφάλεια να μην τολμήσει οτιδήποτε με το φαγητό, γιατί … κινδυνεύει η ζωή μου. Έκλεισε το τηλέφωνο και ένας έντονος πονοκέφαλος ήρθε ακάλεστος και εγκαταστάθηκε στα μηλίγγια του. Ο Πλάτων εξαντλήθηκε ακόμη περισσότερο και ακούμπησε βαριανασαίνοντας τους αγκώνες στα γόνατα του. Θα μπορούσε να το έχει αποφύγει αυτό, αλλά η αμείλικτη κούραση δεν τον άφηνε να σκεφτεί καθαρά.
Ο επικεφαλής ασφαλείας άκουσε την συνομιλία και αποφάσισε να ακολουθήσει την εντολή του πρωθυπουργού. Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης και οι επιτελείς του ήταν καθοδόν και θα άφηνε αυτούς να αποφασίσουν. Η θέση του ήταν ήδη επιβαρυμένη με το συμβάν, αλλά γαμώτο δεν πίστευε ότι οποιοσδήποτε άλλος θα είχε καταφέρει κάτι καλύτερο. Τουλάχιστον όχι με τον συγκεκριμένο νεαρό αντίπαλο. Ολόκληρη η συμπεριφορά του και το ότι κατόρθωσε να φτάσει στον πρωθυπουργό μπορεί να έκαναν το Μέγαρο Μαξίμου να φαίνεται παιδική χαρά, αλλά αυτό οφειλόταν σε ακατανόητες ικανότητες που διέθετε αυτός και όχι σε κενά ασφαλείας!
Σε λίγο, μια γυναικεία φωνή ζήτησε την άδεια να μπει στο δωμάτιο και αφού ο Πλάτων πήγε και πάλι αργά πίσω από τον πρωθυπουργό, αυτός της είπε να περάσει. Η πόρτα άνοιξε και μια σαραντάρα κυρία έφερε ένα καροτσάκι γεμάτο με υπέροχα εδέσματα, υπό την διακριτική παρουσία των αντρών ασφαλείας έξω από το δωμάτιο. Οι μυρωδιές ξεχύθηκαν στον χώρο και τρύπωσαν χορεύοντας στα ρουθούνια του Πλάτων. Η κυρία έφυγε και αδιαφορώντας για το σαβουάρ βιβρ, ο φίλος μας άρχισε να καταβροχθίζει με μανία το φαγητό, με τον πρωθυπουργό να αναρωτιέται ακόμη τι είχε συμβεί πριν από λίγο και να σκέφτεται ότι αυτός είναι, εκτός των άλλων, ο πιο πεινασμένος άνθρωπος που είδε ποτέ του!
                                                                      17
Ο Αστυνόμος κόλλησε το αυτί του πάνω στην πόρτα του 628 και κλείνοντας τα μάτια προσπάθησε μέσω του ήχου να αφουγκραστεί τι γινόταν μέσα. Είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούσε να είναι αρκετά προσεκτικός με αυτόν τον νέο και σίγουρα δεν ήθελε να βρεθεί προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Του φάνηκε ότι άκουσε τον δροσερό ήχο του νερού να τρέχει. Μάλλον η κοπελιά βρισκόταν στο ντους. Χτύπησε με την γροθιά του την πόρτα τρεις φορές αρκετά δυνατά, ώστε να σιγουρευτεί ότι θα τον ακούσει. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα το νερό σταμάτησε και αυτός χτύπησε και πάλι την γροθιά του, πιο γλυκά αυτή την φορά.
Δεν άκουσε την γυάλινη πόρτα του μπάνιου, καθώς αυτή άνοιγε αθόρυβα. Η Νεφέλη, καλύβοντας το σώμα της με μια λευκή πετσέτα, πλησίασε διστακτικά. Σκέφτηκε ότι ο Πλάτων είχε την κάρτα- κλειδί επομένως… Ρώτησε από απόσταση:
-Ποιος είναι; Η φωνή της ακούστηκε σταθερή, αλλά ένα αίσθημα αμφιβολίας και φόβου βγήκε στην επιφάνεια από τα βάθη του ασυνείδητου της και σχεδόν την τράνταξε. Κάτι δεν ήταν σωστό. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά.  Πισωπάτησε  φοβισμένη.

Ο Πλάτων  έτρωγε λαίμαργα με τις αισθήσεις του σε υπερδιέγερση. Χρησιμοποιούσε τα χέρια του για να τραφεί, ενώ τα μάτια του σάρωναν τον χώρο γύρω του. Φάνταζε σαν πληγωμένο θηρίο, που προσπαθούσε να επιβιώσει σε έναν κόσμο κατώτερο του. Ξαφνικά και πριν προλάβει να καταπιεί την μπουκιά που γέμιζε το στόμα του πάγωσε. Στο σφύριγμα του άνεμου, που χόρευε έξω και έφτασε απρόσμενα στα αυτιά του, άκουσε έναν ψίθυρο. Μια ικεσία!
«Πλάτων» του φάνηκε πως είπε και χάθηκε στον χωροχρόνο. Σηκώθηκε, παρατώντας την μπριζόλα που καταβρόχθιζε και προκαλώντας το ξάφνιασμα του πρωθυπουργού, που τον είδε να κατευθύνεται απότομα προς το παράθυρο. Μεσημεριανό αεράκι, σε μια ηλιόλουστη, καυτή ημέρα, κυμάτιζε στο πρόσωπο της Αθήνας.
Έμεινε ακίνητος να παρατηρεί στο βάθος του χώρου. Πίσω απ’ το τζάμι, ανάμεσα στα δέντρα και τα κτίρια που παρεμβαλλόταν, προσπαθούσε να διακρίνει με τα μάτια του το μοναδικό σημείο που τον ενδιέφερε εκείνη την στιγμή. Ένα ξενοδοχείο. Ένα δωμάτιο ήταν ο προορισμός του. Και μέσα του, βρισκόταν εκείνη! Απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό, χωρίς να τον κοιτάξει.
-Συγγνώμη, για την αναστάτωση, κύριε πρωθυπουργέ! Η συνάντηση μας έπρεπε να γίνει πάση θυσία και έγινε. Σκεφτείτε ότι είδατε, ακούσατε και νιώσατε σήμερα. Θα σας επισκεφτώ ακόμη μια φορά, σύντομα, για να αποφασίσετε, είπε πεντακάθαρα και πολύ γρήγορα. Άρχισε να τρέχει, όταν ένα μακρόσυρτο χάδι άγγιζε την πόρτα του 628. Την άγγιζε με τα ακροδάχτυλα του, τόσο τρυφερά, τόσο λάγνα, σαν να χάιδευε την τέλεια ερωμένη!

-Μου σκότωσες τον γιο, ρώτησε ψιθυριστά και θυμωμένα με το μάγουλο ακουμπισμένο στην πόρτα και τα μάτια ερμητικά κλειστά. Έβγαλε το περίστροφό και βίδωσε τον σιγαστήρα, αργά και βασανιστικά. Έπειτα σημάδεψε στο ματάκι της πόρτας.
Η Νεφέλη παίρνοντας όσο θάρρος της επέτρεπε η αμφιβολία μέσα της ετοιμαζόταν να δει, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε από το ματάκι, ποιος ήταν ο απρόσκλητος επισκέπτης. Κοίταξε και είδε...
«Τι είναι αυτό;». Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, παρά μόνο το απόλυτο μαύρο. Ο αστυνόμος είχε τοποθετήσει τον σιγαστήρα ακριβώς πάνω στο ματάκι. Αρκούσε να πιέσει λίγο πιο δυνατά την σκανδάλη. Αργά, αλλά σταθερά, μετέφερε την απαραίτητη δύναμη από το δάχτυλο στην σκανδάλη, μέχρι που μια ιδέα έκανε, έστω κι αργοπορημένη, την εμφάνιση της. Έκανε πίσω, έστρεψε το όπλο προς τα κάτω, περίπου στο ύψος των μηρών και το όπλο εκπυρσοκρότησε δυο φορές. Η δεύτερη σφαίρα διέλυσε τον μηχανισμό ασφάλειας της πόρτας, η οποία άνοιξε αργά, συνοδευόμενη από έναν τσιριχτό ήχο. Πίσω της αποκάλυψε τα κατορθώματα της πρώτης σφαίρας!
Η Νεφέλη βρισκόταν πεσμένη ανάσκελα στο πάτωμα κι ένα κόκκινο ποτάμι κυλούσε ορμητικά  από μια φρικιαστική τρύπα στον μηρό της. Το πρόσωπο της είχε χλωμιάσει και άγρια σημαδεμένο από τον τρόμο στράφηκε προς τον ακάλεστο. Πονούσε αφόρητα κι έτρεμε μπρος τον απρόσμενο φόβο του θανάτου, αλλά έπνιξε κάθε κραυγή. Η μονή της αγωνία αφορούσε τον Πλάτων. Το υπέροχο αυτό πλάσμα, το ανεπανάληπτο ανθρώπινο ον που μπήκε στην ζωή της και της υποσχέθηκε ότι θα άπλωνε τα φτερά του πάνω της και δεν θα άφηνε κανέναν να της κάνει κακό. Κι όμως να την τώρα εδώ, πεσμένη στο πάτωμα, αιμορραγώντας, με έναν φρικτό πόνο να πηγαινοέρχεται στα σωθικά της και ένα τσακάλι να την πλησιάζει αργά κουνώντας εξεταστικά το κεφάλι του και κραδαίνοντας ένα πιστόλι.
Έσκυψε δίπλα της κοιτώντας βλοσυρός και με περιέργεια το γυμνό της κορμί και την φριχτή της πληγή!
-Μην ανησυχείς! Δεν θα πεθάνεις αμέσως, έχεις κάνα μισάωρο ακόμη. Τι θα έλεγες να παίξουμε ένα παιχνίδι μέχρι τότε εσύ κι εγώ; Έτσι για να περάσει η ώρα μέχρι να ‘ρθει … ο φίλος  μας, ρώτησε σπρώχνοντας την πόρτα να κλείσει. Μην βγάλεις τσιμουδιά, είπε και την άρπαξε από τα μαλλιά, σέρνοντας την στο κρεβάτι. Αυτή δάκρυσε, όχι απ’ τον πόνο στα μαλλιά, αυτός ήταν ανεπαίσθητος μπροστά στο απίστευτο κάψιμο που ένιωθε στο πόδι της, και όντας στο χείλος της απόγνωσης, έκανε μια απέλπιδα σκέψη:
 «Πλάτων… που είσαι; Αχ και να τον δω για τελευταία φορά» σκέφτηκε και ξέσπασε σε λυγμούς που μαζί με τον πόνο έπνιγαν με μανία και την φωνή ελπίδας μέσα της. Καμιά σκέψη, καμιά ελπίδα για το μέλλον!

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΝΟ 4

                                                  
                                                Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΙ Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ                                                                                                                                                            




                                                                     1
Τα επόμενα πέντε λεπτά ήταν τα πιο βασανιστικά της ζωής του. Ο χρόνος έμοιαζε παγωμένος,  ακίνητος  και  εχθρικός. Αυτός  οδηγούσε αφοσιωμένος στον δρόμο που ανοίγονταν μπροστά του, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος, ενώ αυτή παρέμενε αμίλητη με το βλέμμα στραμμένο έξω από το παράθυρο. Η πρωινή βροχούλα, που άρχισε  να πέφτει  μόλις ξεκίνησαν, σε  συνδυασμό με  τις αδύναμες ακτίνες του ήλιου είχαν σκηνοθετήσει  μια ατμόσφαιρα  μελαγχολική. Ο  Πλάτων αναζητούσε κάτι να πει, πίεζε  τον ανανεωμένο  του εγκέφαλο να βρει τα κατάλληλα λόγια, κάτι έξυπνο και παράλληλα όμορφο, κάτι αιθέριο όπως έβλεπε με την καινούρια του όραση το κορίτσι δίπλα του. Όλος  περιέργως όμως ο  τέλειος νους του είχε  κολλήσει  μαγεμένος από  την  ομορφιά, την  απλότητα και  την καλοσύνη  που ανέδιδε το αμίλητο κορίτσι. Απέμεινε τελικά μόνο μια ελπίδα, η συνταξιδιώτισσα του να κάνει το πρώτο βήμα και να σπάσει την σιωπή.
Γύρισε  απελπισμένος και την  κοίταξε στιγμιαία, έτοιμος να ανοίξει το στόμα του και να πει οτιδήποτε, το πρώτο πράγμα που θα δραπέτευε απ’ την σκέψη του. Αυτή  ίσα που  κούνησε τις  άκρες των  ματιών της  και ο Πλάτων καρφώθηκε απότομα και πάλι ευθεία μπροστά του. Πάντα ήταν ντροπαλός με το γυναικείο φύλο. Αν και τα κορίτσια τον  γούσταραν σε  όλη του την ζωή και  οι εφήμερες σεξουαλικές του σχέσεις ήταν αμέτρητες, αυτός  είχε πάντα μια  αίσθηση ανασφάλειας, όταν βρισκόταν κοντά τους. Ποσό μάλλον τώρα,  που βρισκόταν  δίπλα στο  πιο υπέροχο  πλάσμα που  είχε  δει ποτέ  του.
Έβλεπε  την ομορφιά  σε κάθε κορίτσι  που γνώριζε, σε κάθε  θηλυκό που τον έβλεπε είτε σαν το ιδανικό αρσενικό,  με ομορφιά, μυαλό και χρήμα, είτε  σαν μια απλή μηχανή  ηδονής. Και  κάθε φορά ένοιωθε την  ίδια ταπεινότητα απέναντι στην τρυφερότητα και την πελώρια γλύκα που εκπέμπει η γυναικεία παρουσία. Ίσως  ένοιωθε ανάξιος αυτού του ενδιαφέροντος που του έδειχναν, πάντως σίγουρα τώρα ένιωθε πιο ανασφαλής από ποτέ. Δίπλα του δεν είχε μια απλή γυναίκα, αλλά ίσως την ίδια την Ιδέα της γυναίκας, αυτής που αναζητούσε σε όλη του την ζωή!
Αυτό  που δεν ήξερε  ο φίλος μας είναι ότι ακριβώς το ίδιο αισθανόταν και η συνταξιδιώτισσα του. Κοιτούσε  κι αυτή έξω το  τοπίο ψάχνοντας  τις κατάλληλες λέξεις. Τι μπορούσε όμως να πει στο πιο ενδιαφέρον  αγόρι, που  είχε  δει ποτέ της; Ποια λόγια θα έκρυβαν την αμηχανία που ένιωθε το μυαλό της και την αστείρευτη δίψα που ταλαιπωρούσε την καρδιά της; Δεν τολμούσε να κοιτάξει προς  το μέρος του, γιατί τα μάτια του ήταν σαν ναρκωτικό. Είχε δει μέσα τους όλους τους ανομολόγητους πόθους της, και όχι μόνο τους σαρκικούς. Όχι υπήρχε σίγουρα κάτι περισσότερο! Κάτι  που  είχε διαισθανθεί  την πρώτη  φορά που την είχε κοιτάξει χαμογελώντας. Της  φάνηκε  ότι  διέκρινε  κάτι  πίσω  απ’ το  ζεστό  του  χαμόγελο, μια αδιόρατη επιθυμία κρυμμένη  πίσω  απ’ τα  μπλε  του μάτια, πίσω απ’ τα όνειρα και τους… εφιάλτες;  Ήταν  θα  έλεγες  κάτι σαν …σιγουριά... ή μάλλον μια θέληση για ... για  δύναμη  ίσως; Απόρησε  με την  σκέψη της, γύρισε  και τον κοίταξε με ένα αινιγματικό χαμόγελο.
Την ιδία ακριβώς στιγμή, ο Πλάτων έχοντας κάνει χρήση, πάνω στην απελπισία του, της κρυφής   του  δυνάμεως  να  ακούει  τις  σκέψεις  των  άλλων, και όντας ο ίδιος απορημένος με την διαίσθηση της, γύρισε προς το μέρος της.
-Ταξιδεύουμε τόση ώρα και δεν μου είπες ακόμη το όνομα σου!
-Αλήθεια, πως σε λένε;
Γέλασαν ταυτόχρονα. Επιτέλους  μίλησαν! Και  αφού ξεκίνησαν δεν θα σταματούσαν να μιλάνε ποτέ. Τουλάχιστον για όσο καιρό οι αμείλικτοι νομοί της Ιστορίας τους ήθελαν μαζί.
-Με λένε Πλάτων.
-Εμένα Νεφέλη, του απάντησε όλο νάζι. Από που είσαι; Εγώ είμαι από τα Γιάννενα, συμπλήρωσε ξεχνώντας εντελώς την απρόσμενη σκέψη για την θέληση της δυνάμεως, που μόλις είχε κάνει.
-Κοίταξε να δεις, κι άλλη σύμπτωση. Κι  εγώ από τα Γιάννενα είμαι, της απάντησε αυτός κοιτώντας την γλυκά. Γύρισε  το κεφάλι του  ξανά προς τον δρόμο  και αναλογίστηκε με λύπη τα χαμένα
χρόνια.
 «Που ήσουν τόσο καιρό, κορίτσι μου;»
Συνέχισαν  για λίγο ακόμη να ανταλλάσουν φιλοφρονήσεις για τα ονόματα τους και τυπικές πληροφορίες ο ένας για τον άλλο, όπως καταγωγή, σπουδές, σε ποια καφέ σύχναζαν στα Γιάννενα,  τι ρομαντικός  και συνάμα  θλιμμένος που  είναι ο καιρός   με τις ατέλειωτες βρόχινες ημέρες κτλ, μέχρι που φτάσαμε στο κρίσιμο ερώτημα.
-Γιατί πας στην Αθήνα; Μίλησαν και πάλι ταυτόχρονα, λες και τα ρολόγια στο μυαλό τους είχαν ήδη συγχρονιστεί. Ο  Πλάτων  προσπάθησε με έναν ελιγμό να κερδίσει λίγο χρόνο, ώστε να βρει μια καλή δικαιολογία. Δεν ήξερε τι να της πει, αν και ένιωσε μια στιγμιαία, αλλά δυνατή παρόρμηση να της εξομολογηθεί τα πάντα.
-Οι κυρίες προηγούνται, της είπε ευγενικά.
-Που την  είδες την κυρία, τον ρώτησε αυτή σχεδόν αυστηρά. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα γέλασε δυνατά. Πλάκα σου κάνω, είπε και ο Πλάτων έσκασε δειλά ένα χαμόγελο. Ο πάγος έλιωνε γοργά, πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά.
-Λοιπόν …κυρία μου, θα  μου  πεις  τι  δουλεία  έχει  ένα  όμορφο κορίτσι σαν εσένα να κάνει οτοστόπ μόνο  του κι ενώ ζούμε  σε μια επικίνδυνη εποχή, πηγαίνοντας στη Αθήνα, την ξαναρώτησε. Ο  χαρακτηρισμός  «όμορφη», όσο  λίγος κι  αν ήταν για να αποδώσει την εντυπωσιακή της εμφάνιση,  εκφρασμένος απ’ τα φιλήδονα χείλη του, την έκανε να κοκκινίσει. Σχεδόν το ίδιο έπαθε κι ο φίλος μας όταν κατάλαβε τι είπε, αφού βέβαια η ζημιά είχε ήδη γίνει.
Αυτό  που δεν φάνηκε αμέσως ήταν  το  γεγονός  ότι και  η Νεφέλη  δεν αισθανόταν άνετα με την ερώτηση  αυτή. Αποφάσισε  όμως  να είναι  ειλικρινής μαζί του. Η αύρα αυτού του αγοριού ήταν  καταπληκτική  και αυτά  τα μάτια…
«Αχ, αυτά τα μάτια!»
 Το μυαλό της ξεκίνησε να ταξιδεύει όταν η ίδια το προσγείωσε με το ζόρι στην πραγματικότητα.
-Ας  τα πάρουμε ένα-ένα, του είπε. Κοίτα ... έκανα  οτοστόπ, γιατίιιιιιι ... το έσκασα πριν αρκετές  ώρες  από  το σπίτι  μου, είπε διστακτικά. Σταμάτησε  και περίμενε με αγωνία την αντίδραση  του Πλάτωνα. Αυτός την κοίταξε και την προέτρεψε να συνεχίσει. Δεν ήταν από τους ανθρώπους  που βγάζουν βιαστικά συμπεράσματα. Θα την  άφηνε να ολοκληρώσει την σκέψη  της χωρίς  διακοπές. Αυτό επέδρασε  λυτρωτικά  στην ψυχολογία  της Νεφέλης  και έδιωξε με μιας τις όποιες αμφιβολίες μπορεί να είχε.
-Τσακώθηκα  χτες το βράδυ με τους γονείς μου και έφυγα κρυφά κατά τις πέντε το πρωί. Δεν  μπορούσα να  περιμένω για το πρώτο λεωφορείο κι έτσι έκανα οτοστόπ. Ένας πολύ ευγενικός  φορτηγατζής με  έφερε μέχρι  το Μεσολόγγι. Θα προχωρούσα μέχρι να σταματήσει κάποιος, αλλά μετά με βρήκες εσύ, του είπε γλυκαίνοντας την φωνή της και κοιτώντας χαμηλά. Μετά από λίγο συνέχισε: ο λόγος που πηγαίνω στην  Αθήνα είναι και  η αιτία  που τσακώθηκα με τους γονείς μου. Έχει αύριο το μεσημέρι μια  πορεία και απλώς  θέλω να  πάρω μέρος. Αυτό είναι όλο. Ποσό κακό είναι να πηγαίνεις σε μια  πορεία; Δεν έχω δικαίωμα να φωνάξω για τις απόψεις μου; Είχε πάρει φόρα και δεν θα σταματούσε με τίποτα. Ήταν σαν να έβλεπε τους γονείς της πάνω στο παρμπρίζ, που είχε μετατραπεί  σε οθόνη  κι ήταν ευκαιρία  να τους τα πει ένα  χεράκι. Δεν είμαι υποχρεωμένη να έχω τις απόψεις των γονιών μου, δεν είμαι και δεν θέλω να γίνω σαν κι αυτούς. Δεν θέλω να υιοθετήσω την κοσμοθεωρία τους, θέλω να σκέφτομαι  μόνη μου, τι είναι σωστό και τι λάθος. Θέλω να κάνω  λάθη  και να μάθω απ’ αυτά, ρε γαμώτο! Τώρα  σχεδόν φώναζε και  ο Πλάτων αποφάσισε  να παρέμβει για να την ηρεμήσει.
-Νεφέλη  να σε  διακόψω για  λίγο, ρώτησε  με μαλακή  φωνή. Αυτή  σταμάτησε αμέσως και τον κοίταξε με απολογητικό βλέμμα.
-Αχ, με συγχωρείς, δεν ήθελα να φωνάξω. Δεν είσαι υποχρεωμένος...
-Ηρέμησε και άκου τι λέει ένα φωτεινό μυαλό, της είπε χαμογελαστά. Βασικά είναι μια παρότρυνση προς τους γονείς όλου του  κόσμου και όλων των εποχών. Είναι μια συμβουλή που θα έπρεπε  όλοι να  την ακολουθούν και που πιστεύω ότι ταιριάζει γάντι στην περίπτωση σου. Κέρδισε εύκολα το ενδιαφέρον και την προσοχή της. Συνέχισε λέγοντας: Τα παιδιά  σας δεν είναι παιδιά σας! Είναι  οι γιοι και οι κόρες της επιθυμίας της Ζωής για τον εαυτό της. Έρχονται με μέσο εσάς, αλλά όχι από εσάς και παρόλο που είναι μαζί σας δεν  σας  ανήκουν. Μπορείτε  να τους  δώσετε την  αγάπη σας, μα όχι  και  τις  σκέψεις  σας, γιατί έχουν δικές τους. Τόνισε αυτό το τελευταίο κοιτώντας την Νεφέλη και αυτή του ανταπέδωσε  το βλέμμα ντυμένο με  ένα φωτεινό χαμόγελο  ικανοποίησης. Μπορείτε να στεγάσετε τα σώματα τους, μα όχι  και τις ψυχές τους, γιατί οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο το οποίο  δεν  μπορείτε  να επισκεφτείτε ούτε  καν στα  όνειρα σας. Μπορείτε  να παλέψετε  να γίνετε σαν κι αυτά, μα μην προσπαθείτε να τα κάνετε σαν κι εσάς!
Τελειώνοντας  την φράση  του, σιωπή  επικράτησε για  λίγα λεπτά. Η  Νεφέλη στράφηκε και  πάλι προς το παράθυρο και τις εικόνες του τοπίου που εναλλάσσονταν με γρήγορο ρυθμό, προσπαθώντας  να χωνέψει την  συσσωρευμένη γνώση. Πόσες αλήθειες μπορεί να είναι κρυμμένες σε  λίγες  μόνο  λέξεις. Πόσο  αναγκαίο για τον κάθε άνθρωπο να κατακτήσει αυτές τις αλήθειες  μόνος του  ή έστω με  την βοήθεια κάποιου  άλλου, οποιουδήποτε. Και πόσο δύσκολο είναι αυτό στον σύγχρονο κόσμο μας!
-Έχεις  δίκιο, είπε  μετά από  λίγο η Νεφέλη. Ταιριάζει  γάντι στην  περίπτωση  την δική μου,  αλλά  και τόσων  νέων που  κάνουν  την  επανάσταση  τους  καθημερινά. Δεν το είχα ακούσει, ήταν  τέλειο, αποκρίθηκε γεμάτη θαυμασμό για τα λόγια που γαλήνεψαν την ψυχή της. Κοίταζε τον Πλάτων, ενώ αυτός οδηγούσε και παρότι  γνωριζόταν  μόλις  λίγη  ώρα, το όμορφο, χαμογελαστό του πρόσωπο με τα μπλε μάτια που αγνάντευαν τον κόσμο έξω απ’ το αυτοκίνητο, η ευγενική του φωνή και τα μεγαλειώδη λόγια που μόλις της είχε απαγγείλει, και βεβαίως το μυστήριο που ένιωθε ότι τον κάλυπτε σαν μανδύας, την έκαναν να νοιώσει αληθινά ερωτευμένη  για  πρώτη ίσως φορά στην ζωή της. Αποφάσισε να του τα πει όλα.
-Θέλεις να μάθεις τι πορεία είναι αυτή στην οποία θέλω να πάρω μέρος, ρώτησε.
-Βεβαίως, αν θέλεις να μου πεις, είμαι όλος αυτιά, απάντησε ο Πλάτων χαμογελώντας, εν μέρη  διότι ακόμη  έψαχνε κάποια  καλή δικαιολογία  για τον εαυτό του και θα κέρδιζε λίγο χρόνο ακόμη.
-Κοίτα,  έχω κάποιες  απόψεις για  συγκεκριμένα ζητήματα διαφορετικές από τον περισσότερο  κόσμο. Πιστεύω  για παράδειγμα ότι δεν πρέπει να υπάρχει κράτος, το οποίο να καταπιέζει  τον  λαό, στερώντας μας την ελευθερία και περιορίζοντας τα δικαιώματά μας. Γι’ αυτό  θέλω  να πάρω  μέρος σε  μια  πορεία  αναρχικών. Θα  μείνω  το βράδυ  σε κάτι φίλους και αύριο θα πάμε όλοι μαζί, είπε διστακτικά και με μια ανάσα περιμένοντας την αντίδραση του.
                                                                       2
Εν τω  μεταξύ, ο  Αστυνόμος συντόνιζε ολόκληρο τον μηχανισμό της αστυνομίας  με  απίστευτη  μεθοδικότητα. Δεν  μπόρεσαν  να μάθουν  τίποτα από  τους  γονείς  του Πλάτων, οι  οποίοι ήταν αποφασισμένοι να μην δώσουν την παραμικρή πληροφορία για τον γιο τους, αλλά βρήκαν σύντομα ότι ένα αυτοκίνητο είχε νοικιαστεί το προηγούμενο απόγευμα  στο  όνομα του  πατέρα του. Δόθηκε  σήμα και  όλη  η  τροχαία  συνεπικουρούμενη  από κάποια  αυτοκίνητα  της  ασφάλειας  χτένιζε την  πόλη για ένα μπλε Γιούγκο. Από την άλλη όμως,  η αστυνομία δεν  είχε την πολυτέλεια να σπαταλά δυνάμεις στην αναζήτηση ενός και μόνο ατόμου, όταν το προσωπικό ήταν λιγοστό, οι ανοιχτές υποθέσεις δεκάδες και κυρίως όταν η κοινωνική κατάσταση, στροβιλιζόμενη μες την δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, θα χαρακτηριζόταν λείαν επιεικώς έκρυθμη.
Ο αστυνομικός διευθυντής, κάνοντας  μια πρωτοφανή κι ασυνήθιστη πράξη,  πήγε  κυριακάτικα  στο  γραφείο  του  και κάλεσε  τον  Αστυνόμο  για ενημέρωση. Αυτός  με  την  συνοδεία του  συνεργάτη  του μπήκε  φουριόζος  στο γραφείο του διευθυντή. Δεν γούσταρε καθόλου την καθυστέρηση, που θα του έφερνε αυτή η απροσδόκητη συνάντηση.
-Κύριε διευθυντά, καλημέρα. Με καλέσατε;
-Καλημέρα,  Σωτήρη ! Καλημέρα, νεαρέ! Καθιστέ, παρακαλώ. Καφεδάκι, ρώτησε ευγενικά. Ήξερε ότι αυτό που θα έλεγε δεν θα άρεσε καθόλου στον Αστυνόμο. Ευτυχώς, όμως είχε και ανταλλάγματα να του προσφέρει. Ο Αστυνόμος παρέμεινε επιδεικτικά όρθιος.
Συνεργαζόταν  μαζί τριάντα χρόνια και ο διευθυντής τον θεωρούσε έναν από τους καλύτερους αστυνομικούς  του  σώματος. Θα  μπορούσε  εύκολα  κανείς  να τους περάσει  για φίλους, αλλά δεν ήταν. Κι  αυτό  για συγκεκριμένους λόγους. Μπορεί  ο Αστυνόμος  να  είχε  την φήμη  του «τρελού» στην υπηρεσία,  αλλά έκανε  την δουλεία του  και  με το  παραπάνω. Είχε  διαλευκάνει τις πιο δύσκολες υποθέσεις  και, γαμώτο, θα είχε  φτάσει πολύ ψηλά αν δεν πυροβολούσε τόσο αναθεματισμένα εύκολα. Βλέπετε είχε  σκοτώσει  αρκετούς εγκληματίες, μερικούς  εκ των οποίων σε συνθήκες  που  δημιουργούσαν  ερωτηματικά, οπότε αν και δεν  του  απαγγέλθηκε  ποτέ  κάποια  κατηγορία μιας  και  το  σύστημα  γνωρίζει  καλά πως να κουκουλώνει τις απρέπειες των αστυνομικών, ωστόσο αυτό είχε  επίδραση στην ανέλιξη του στην ιεραρχία του σώματος. Θα μπορούσε να είναι αυτός αστυνομικός διευθυντής σήμερα κι όχι απλώς ένας ταπεινός Αστυνόμος Α΄. Ήταν όμως κοινό μυστικό ότι το  σύστημα  είχε  βρει  τον αμείλικτο  τιμωρό  της πόλης, αν  και  δημοσίως  όλοι κατέκριναν την άκρατη  χρήση των όπλων. Δεν ήθελαν  σε καμία περίπτωση να τον διώξουν, αλλά δεν μπορούσαν  και να  τον προάγουν  εκεί  που θα  όφειλε να  είναι. Δεν  θα ήταν σωστό για επικοινωνιακούς  λόγους, όπως αντιλαμβάνεστε. Υπήρχε  επομένως μια ιδιότυπη συμφωνία μεταξύ του Αστυνόμου  και των ανωτέρων του. Αυτός έκανε  την βρώμικη δουλεία όπως θεωρούσε καλύτερα και αυτοί φρόντιζαν να μην τον ενοχλεί κανείς!
-Κύριε  διευθυντά, βιάζομαι!  Όπως  ξέρετε, ο  δολοφόνος  του γιου  μου είναι  ελεύθερος. Όσο  γρηγορότερα  φύγω  από  εδώ, τόσο  γρηγορότερα  θα τον πιάσω. Σας ακούω, είπε και αυτό ακούστηκε ξεκάθαρα σαν διαταγή.
Ο διευθυντής  έσκυψε μπροστά  στην  καρέκλα του και  πήρε ένα πολύ σοβαρό ύφος. Κοίταζε αμίλητος τον μεγαλύτερο κατά μια πενταετία άντρα, ψάχνοντας για τα κατάλληλα λόγια.
-Λοιπόν,  Σωτήρη  θα  στα  πω  μια  κι  έξω για  να ξεμπερδεύουμε. Επισήμως η υπόθεση περνάει  εκτός ελέγχου σου. Πιστεύουμε ότι ο νεαρός έχει ήδη φύγει εκτός πόλης, επομένως δεν  είναι  πλέον στην  δικαιοδοσία  μας. Έχει  δοθεί σήμα  σε όλη  την χώρα και τον αναζητούν. Δεν νομίζω ότι θα φτάσει μακριά.
Ο  Αστυνόμος, στεκόμενος ακόμη όρθιος, έσκυψε το κεφάλι  κοιτώντας το πάτωμα και άρχισε να μουρμουρίζει ακαταλαβίστικες προτάσεις, φανερά εκνευρισμένος, σφίγγοντας με δύναμη  τις  γροθιές  του πάνω  στο γραφείο. Ο διευθυντής προσπάθησε να προλάβει τα χειρότερα.
-Ανεπισήμως  μιλώντας  παίρνεις  από σήμερα άδεια για όσο χρόνο χρειαστείς να διευθετήσεις το προσωπικό σου πρόβλημα, τόνισε με νόημα.
Ο Αστυνόμος  σήκωσε  το κεφάλι του και  ένα άγριο  χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό  του, τα  χείλη  του τραβήχτηκαν  αφύσικα και οι σουβλεροί του κυνόδοντες έκαναν την  εμφάνισή  τους  θυμίζοντας  περισσότερο λύκο, παρά άνθρωπο. Είχε  πάρει  το  οκ  να δράσει. Έστω και μόνος του!
-Καλή  σου  μέρα και  καλά  να  περάσεις  στην  άδεια  σου, φώναξε  ο διευθυντής ενώ  ο αυτός βγήκε σαν σίφουνας από το γραφείο του, με τον συνεργάτη του να ακολουθεί.
Πήγε  στο  γραφείο του και κάθισε. Έδιωξε τον συνεργάτη του λέγοντας του ότι θα συνέχιζε  μόνος του  από εδώ και πέρα. Τον ευχαρίστησε για την συνεργασία τους λες και δεν θα βλεπόταν  ποτέ  ξανά και  έμεινε  ακίνητος  στην καρέκλα του, χαζεύοντας τα απολύτως τακτοποιημένα έγγραφα πάνω στο ταλαιπωρημένο ξύλινο γραφείο του. Το μυαλό του στριφογύριζε  αδιάκοπα κάνοντας μυριάδες σκέψεις. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα τον έπαιρνε από πίσω. Θα  κυνηγούσε τον αλητάκο και θα τον ξετρύπωνε όπου και να ήταν. Ήθελε να φύγει αμέσως, να ξεχυθεί στο κυνήγι του, αλλά μια ασυνείδητη σκέψη  τον  σταμάτησε,  μια διαίσθηση  ότι κάτι  επρόκειτο να  συμβεί. Βάλθηκε  να κοιτάζει το τηλέφωνο λες κι έβλεπε το πιο παράξενο αντικείμενο στον κόσμο!
                                                                          3
-Πορεία  αναρχικών, ε;  Μάλιστα,  δήλωσε  με προσποιητή αδιαφορία  ο  Πλάτων. Είχε μάθει να σέβεται όλες τις απόψεις και θεωρούσε ότι ο καθένας από εμάς έχει την δικιά του κοσμοθεωρία και δεν μπορεί, αλλά ούτε και  πρέπει να το επιτρέπουμε, κανένας να μας επιβάλλει την άποψη του. Το σημαντικότερο ίσως είναι να έχουμε τα κατάλληλα επιχειρήματα για να υποστηρίξουμε την άποψη μας. Να έχουμε  δηλαδή το θεωρητικό υπόβαθρο για να εφαρμόσουμε τις ιδέες μας στην πράξη. Και αυτό  ακριβώς  θα επιχειρούσε, μιας και λάτρευε κυριολεκτικά τις διαλεκτικές συζητήσεις, να διαπιστώσει αν διαθέτει η Νεφέλη, όταν είδε στον καθρέπτη του ένα περιπολικό στο βάθος να τους πλησιάζει γρήγορα. Ο γαλάζιος φάρος του στριφογυρνούσε σαν τρελός και το περιπολικό πλησίαζε το Γιούγκο, όπως  ένας πύραυλος τον ακίνητο στόχο του.
Απείχαν  κάνα τέταρτο  από την Πάτρα και έβλεπαν μπροστά τους ένα σύγχρονο θαύμα της μηχανικής, την κρεμαστή γέφυρα του Ρίου – Αντιρρίου, να ορθώνεται  επιβλητικά.  Αποφάσισε  καταρχήν να  συνεχίσει σταθερά την πορεία του. Μπορεί το περιπολικό να είχε άλλες δουλείες. Ψυχραιμία λοιπόν! Έπρεπε όμως απαραίτητα να ενημερώσει την Νεφέλη. Και σίγουρα έπρεπε να της θέσει ένα δίλημμα!
-Νεφέλη,  θα επανέλθουμε  στο θέμα της  πορείας σε λίγο, όμως  τώρα  θέλω μια  τεραστία  χάρη από  σένα. Θέλω  να αποφασίσεις αμέσως τώρα, σε παρακαλώ, αν θα κατέβεις από το αυτοκίνητο  ή αν θα συνεχίσεις μαζί  μου! Ο λόγος για αυτό είναι ότι έχω κάποια μικροπροβλήματα με τον  νόμο και  ένα περιπολικό  μας πλησιάζει. Μίλησε με ξεκάθαρη και σταθερή φωνή, δείχνοντας  μεγάλη αυτοπεποίθηση, ενώ ταυτόχρονα κοιτούσε τον καθρέπτη, βλέποντας τον να γεμίζει γοργά από την εικόνα του περιπολικού.
Η Νεφέλη  ξαφνιάστηκε από την δήλωση του και αφού γύρισε και κοίταξε πίσω, διακρίνοντας  το περιπολικό, έμεινε  σαστισμένη. Τον κοίταξε με αγωνιά. Δεν ήθελε να τον αφήσει, σε καμία περίπτωση, αλλά ... τον είδε να γυρίζει προς το μέρος της κι έπειτα τα μπλε του μάτια να την κοιτάνε με πάθος και τρυφερότητα. Έμοιαζαν  με δύο μαγικές  γαλάζιες χάντρες  που υπόσχονταν μια ζωή ευτυχίας. Ίσως απλώς  τα φαντάζονταν  όλα αυτά, αλλά πήρε την απόφασή της εκείνη την στιγμή βασισμένη σε μια προσδοκία, στο κυνήγι ενός ονείρου.
-Μπορώ  να σου  υποσχεθώ μόνο  ένα πράγμα, της  είπε. Δεν  θα αφήσω  κανέναν  να σου κάνει  κακό. Ποτέ, τόνισε αυστηρά  κοιτάζοντας  την κατάματα και η σιγουριά της φωνής του κάλμαρε την αγωνία της.
-Θέλω  να είμαι μαζί σου, εκδηλώθηκε αυτή με το πιο γλυκό χαμόγελο και την καρδιά της να φτερουγίζει. Δεν ξέρω ακόμη γιατί, σε γνωρίζω μόλις τα τελευταία τριάντα λεπτά, αλλά ... θέλω να είμαι μαζί σου, επανέλαβε ψιθυριστά πιο σίγουρη από ποτέ. Αυτός άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της σφιχτά.
-Κι εγώ, της  απάντησε  χαμογελώντας. Έμειναν έτσι πιασμένοι χέρι - χέρι για λίγα μαγικά  δευτερόλεπτα  παγιδευμένοι  στον  χωροχρόνο  του  έρωτα,  κι  ένιωθαν  κι  οι  δυο τους ευτυχισμένοι,  λες  κι  ένα  αόρατο  ποτάμι  ευτυχίας  έσκαγε  πάνω  στα  κορμιά  τους. Έτσι ακριβώς  αισθάνονται  όλοι  οι  ερωτευμένοι στην  αρχή  μιας  σχέσης, όταν  η καρδιά κυριαρχεί πάνω στο νου πλέκοντας συναισθήματα κι οράματα πέρα από κάθε φαντασία!
Το  περιπολικό έφτασε  ακριβώς από  πίσω τους και η Νεφέλη βγήκε απ’ τον ερωτικό της λήθαργο όταν άκουσε τον τσιριχτό ήχο της σειρήνας του περιπολικού, ακριβώς όπως στις ταινίες, που τους καλούσε αδιάκοπα να σταματήσουν. Προφανώς, ο Πλάτων ήταν η «δουλειά» τους σήμερα και αυτός υπολογίζοντας την κατάσταση αποφάσισε  να σταματήσει  στην άκρη. Το αυτοκινητάκι που οδηγούσε δεν θα  μπορούσε σε  καμία περίπτωση να ξεφύγει από το περιπολικό. Αφού ακινητοποιήθηκαν και τα δυο οχήματα στην άκρη του δρόμου μια φωνή ακούστηκε από το μεγάφωνο του περιπολικού.  
-Νεαρέ,  βγείτε  έξω  με  τα  χέρια  ψηλά! Ο Πλάτων  είδε από  τους  καθρέπτες  τους δυο αστυνομικούς  να προτάσσουν τα  όπλα τους καλυμμένοι πίσω από τις πόρτες του περιπολικού.
-Σκύψε και μην σηκωθείς ότι και να γίνει, είπε στην Νεφέλη και αυτή οδηγημένη απ’ την έξαψη της  στιγμής και το άγνωστο του μέλλοντος  όρμησε πάνω του  και του έδωσε ένα παθιασμένο φιλί. Αισθάνθηκε την γλύκα  του φιλιού της και την θέρμη του κορμιού της, ενώ οι μπάτσοι έμειναν με ανοιχτό το στόμα να παρακολουθούν την σκηνή.
-Σε  εμπιστεύομαι  απόλυτα, είπε  ξαναμμένη η  Νεφέλη και  μαζεύτηκε στο κάθισμα της, μην  μπορώντας να  πάρει τα  μάτια της από πάνω του. Ζούσε κάτι το ανεπανάληπτο και το είχε ήδη καταλάβει.
Είδε τον Πλάτων να ανοίγει την πόρτα, να βγαίνει έξω με σιγουριά και να κατευθύνεται με  παράστημα αγέρωχο, ατρόμητος απέναντι σε δυο όπλα που τον σημάδευαν. Το ψιλόβροχο  συνεχιζόταν και  τα αυτοκίνητα  περνούσαν  με χαμηλή ταχύτητα  από δίπλα τους για να παρακολουθήσουν  το συμβάν. Οι αστυνομικοί  έκαναν  νόημα στους περίεργους οδηγούς να συνεχίσουν,  σημαδεύοντας  ταυτόχρονα  τον  Πλάτων.  Προχώρησε  αργά προς  το  μέρος τους, ενώ κανείς  δεν  ήξερε, ούτε  θα μπορούσε ποτέ να  φανταστεί, ότι  τα γυμνά  του χέρια  είχαν μετατραπεί σε φονικά όπλα.
-Να βγει και η κοπέλα, φώναξε ο ένας αστυνομικός.
-Η κοπέλα  δεν έχει καμία  σχέση  μ’ αυτό, απάντησε  ο Πλάτων. Έκανε  οτοστόπ  και την πήρα  μαζί  μου.  Είναι άσχετη  με όλο  αυτό, βρυχήθηκε αγριεμένα. Οι αστυνομικοί, δυο νέα παιδιά, αλληλοκοιτάχτηκαν με  αμφιβολία. Είχαν ενημερωθεί ότι ο ύποπτος ήταν άκρως επικίνδυνος(είχε σκοτώσει και είχε δραπετεύσει κάτω απ΄ τη μύτη των συναδέλφων τους στα Γιάννενα) και έπρεπε να  προσέχουν. Τόσα  και τόσα είχαν  συμβεί κατά καιρούς σε  συναδέλφους τους. Τα δάχτυλά τους λοιπόν πίεζαν με τρεμάμενη δύναμη την σκανδάλη των όπλων τους κι ο ιδρώτας άρχισε να ρέει αργά στο μέτωπό τους, φανερώνοντας την ελάχιστη εμπειρία τους σε τέτοιες καταστάσεις και την ανεπαρκή τους εκπαίδευση.
-Πέσε  κάτω  κωλόπαιδο  και  ξάπλωσε  με  χέρια  και   πόδια ανοιχτά, τον  διέταξαν!  Η Νεφέλη  κρυφοκοίταζε  πίσω από το κάθισμα της  την σκηνή  με κομμένη την ανάσα. Τώρα είδε κι αυτή μαζί με τους μπάτσους (δεν τους σκέφτηκε σαν αστυνομικούς, αλλά σαν μπάτσους… ίσως και σαν γουρούνια, ίσως και σαν πολλά, πολλά άλλα άσχημα πράγματα) τα χέρια του Πλάτων να σηκώνονται ψηλά. Δεν υπήρχε κάτι  φανερό, δεν κρατούσε  κάτι, αλλά ... είδε έκπληκτη  ξαφνικά  τα βουνά, μακριά  πίσω από  τα  χέρια του, να τρεμοπαίζουν, όπως συμβαίνει το καλοκαίρι, όταν ζεματάει η άσφαλτος και το τοπίο πίσω της λικνίζεται στον αέρα!
Ο ήρωας  μας αναρωτήθηκε  πως θα μπορούσε  να αποφύγει τα θύματα στην προκειμένη περίπτωση.  Δεν έφταιγαν σε  τίποτα τούτοι οι κακομοίρηδες, που απλώς νόμιζαν ότι έκαναν την  δουλειά  τους. Ήταν απλά  πιόνια ενός  συστήματος  που  τους  είχε εκπαιδεύσει να μην σκέπτονται, παρά μόνο να εκτελούν εντολές! Και πέρα απ’ αυτό δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να αποφύγει τα τραγικά αποτελέσματα της πρώτης χρήσης της Δύναμης. Δεν ήθελε να ακρωτηριάσει κατά λάθος τα χέρια ή ακόμη χειρότερα τα κεφάλια των αθώων αυτών παιδιών.
Θέλησε λοιπόν να εκτοξεύσει ένα μικρό ποσοστό της Δύναμης κι έδρασε  αστραπιαία. Ώθησε απότομα τα χέρια του μπροστά σημαδεύοντας με το καθένα  τα  δυο όπλα. Οι αστυνομικοί δεν πρόλαβαν καν να σκεφτούν, πόσο μάλλον να αντιδράσουν, όταν  η αόρατη  Δύναμη  εκτοξεύτηκε ακαριαία από τις ανοιχτές παλάμες του, χτύπησε βίαια και με ακρίβεια τα χέρια τους, τσακίζοντας τα κόκκαλα  τους  και εκσφενδονίζοντας τα όπλα τους  μακριά μες  τα χρυσαφί χωράφια με τα ψηλόλιγνα σιτάρια. Οι  παράπλευρες απώλειες  ήταν ανεκτές για τον Πλάτων, σίγουρα όμως όχι και για τους αστυνομικούς (μπάτσους για την Νεφέλη). Αρκετά δάχτυλα ήταν σπασμένα με τα κόκκαλα μέσα τους θρυμματισμένα και το δέρμα γδαρμένο και οι μπάτσοι έμειναν σαστισμένοι   μες   τα  αίματα,  ακίνητοι  σαν  παγοκολόνες  και  πονώντας,  να  παρατηρούν  τον Πλάτων.
Τους  κοίταζε  βλοσυρός με τα χέρια του ακόμη σε έκταση. Προσπαθώντας να χωνέψουν  τι είχε  μόλις  συμβεί(Τι στο διάολο μας χτύπησε;), αν και  τα γεγονότα συγκρούονταν  με την λογική, μπήκαν με κόπο κρατώντας  τα σακατεμένα και   ματωμένα  χέρια τους  στο περιπολικό. Οι αισθήσεις τους ούρλιαζαν. Το  μόνο  που τους  ένοιαζε ήταν  να φύγουν όσο το δυνατόν πιο μακριά από τον παράξενο νέο που έστεκε ακίνητος  απέναντι τους κι έμοιαζε  βγαλμένος από  άλλους κόσμους, μακρινούς και σκοτεινούς. Με τα χίλια ζόρια ο  οδηγός έβαλε  μπροστά το περιπολικό με  το αριστερό  του χέρι, το  οποίο ήταν  σε  λίγο καλύτερη κατάσταση από το δεξί.
 Κοίταξε  τον Πλάτων  με τρόμο  και  περίμενε. Η ανάσα του ήταν γοργή. Ο ιδρώτας έσταζε ποτάμι. Φοβόταν! Φοβόταν όσο δεν είχε φοβηθεί  ποτέ  και  όσο  δεν  θα φοβόταν ξανά σε όλη του την ζωή και το ίδιο τρομοκρατημένος ήταν και ο συνάδελφός του. Ο Πλάτων αντιλήφθηκε τον πανικό τους και έκανε το πολυπόθητο νόημα με τα μάτια του στον οδηγό να φύγει.  Ξεκίνησε διστακτικά το αυτοκίνητο και περνώντας δίπλα του η μηχανή άρχισε να μουγκρίζει  προσπαθώντας  να  ανταποκριθεί στο πατημένο μέχρι το δάπεδο γκάζι, και οι αστυνομικοί κοιτούσαν διαρκώς πίσω τους. Τον  είδαν  μετά από λίγο να σκύβει πιάνοντας με τα χέρια του τα γόνατα και να παίρνει βαθιές ανάσες.
Η Νεφέλη  μην έχοντας συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έγινε, έκπληκτη από το πρωτόγνωρο θέαμα που είχε αντικρύσει, βγήκε από το αμάξι και έτρεξε δίπλα του.
-Πλάτων, είσαι καλά; Τι  ήταν αυτό; Πως  το έκανες; Η απορία ήταν φανερή στο βλέμμα της, όμως δεν είχαν  χρόνο για χάσιμο και  έπρεπε οπωσδήποτε  να εγκαταλείψουν  το αυτοκινητάκι.
-Πάρε  τα πράγματα  σου και τον σάκο μου από το πορτ - παγκάζ, πρόσταξε και αυτή τον υπάκουσε  με μιας. Έτρεξε στο αυτοκίνητο, ενώ αυτός βγήκε βαριανασαίνοντας στον δρόμο κοιτάζοντας  τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Είδε ένα πολυτελές αυτοκίνητο να πλησιάζει. Πετάχτηκε άφοβα  μπροστά του σηκώνοντας  το  χέρι, όπως  ο  τροχονόμος όταν θέλει να σταματήσεις. Διέκρινε  τον οδηγό, έναν εξηντάρη  κύριο με γυαλιά, και κοιτώντας τον στα μάτια του έστειλε μια σκέψη: 
«Σταμάτα!» Αυτός σαν να χτύπησε συναγερμός μες το κεφάλι του πάτησε απότομα  φρένο  και το όχημα ακινητοποιήθηκε  ακριβώς  μπροστά  στον Πλάτων. Έπιασε  από  το  χέρι την Νεφέλη και μπήκαν στις πίσω θέσεις, με τον οδηγό να παρακολουθεί αποσβολωμένος.
-Ξεκίνα! Θα  μας πας στην Αθήνα, διέταξε τον οδηγό, ο οποίος υπάκουσε αμέσως λες κι ήταν υπνωτισμένος. Το μυαλό  του ήταν μπερδεμένο και προσπαθούσε να  καταλάβει από  που προερχόταν η φωνή που άκουσε πριν από λίγο. Κοίταξε  στον καθρέπτη  του τον νεαρό, χυμένο στο κάθισμα να προσπαθεί με κλειστά μάτια να  ανακτήσει τις δυνάμεις του βαριανασαίνοντας, ενώ το κορίτσι του χάιδευε αμίλητη και εξίσου μπερδεμένη το πρόσωπο.
«Αποκλείεται!», σκέφτηκε καθώς οδηγούσε. Πέρασαν την  γέφυρα του  Ρίου μετά από λίγα λεπτά, την  ώρα που τρία περιπολικά κινούμενα στο αντίθετο ρεύμα και με τις σειρήνες να ουρλιάζουν κατευθύνονταν προς  το παρατημένο  αυτοκινητάκι. Πέρασαν  έξω από την Πάτρα και μπήκαν στην εθνική οδό προς Αθήνα.
                                                                        4
Το τηλέφωνο χτύπησε και ο Αστυνόμος το σήκωσε με αγωνία.
-Πες το!
-Κύριε αστυνόμε, έγινε ένα συμβάν πριν από λίγο με ...
-Που;
-Πριν την γέφυρα, στο Αντίρριο!
-Ξέφυγε, τόνισε με μια ακατανίκητη αίσθηση σιγουριάς.
-Ναι, τον... Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του και ο Αστυνόμος είχε ήδη κλείσει το  τηλέφωνο  και ξεκίνησε για  το αυτοκίνητο του. Έκανε  μια  μικρή  στάση στο ντουλάπι του  και  πήρε  όλα του τα πυρομαχικά  και  λίγα ρούχα που  είχε για ώρα  ανάγκης. Έφυγε μόνος του μην γνωρίζοντας πότε και αν θα επέστρεφε ποτέ!
Μετά από λίγο είχε σχεδόν βγει  από την πόλη  όταν ένιωσε  μια ακόρεστη  επιθυμία για  μια  τελευταία εξομολόγηση. Κοίταξε  στα δεξιά του, περίπου  εκατό  μέτρα μπροστά  του, όπου βρισκόταν κατά παραγγελία το κατάλληλο μέρος για την εκπλήρωση της επιθυμίας του. Οδήγησε  μέχρι εκεί  και  πάρκαρε  μπροστά από  το κτίριο, που υψώνονταν επιβλητικό μπρος τα μάτια του. Με  το  κεφάλι  στραμμένο  ψηλά  έμεινε  να  κοιτάζει  τον μεγάλο μπλε σταυρό από νέον, που δέσποζε  στην κορυφή. Ανέβηκε  αργά  τα σκαλιά και  μπήκε μες την εκκλησία με βλέμμα χαμηλωμένο.  
Η χαρακτηριστική  μυρωδιά  από λιβάνι  και  λιωμένο κερί εισχώρησε στα ρουθούνια  του. Άναψε ένα κεράκι  και προχώρησε  διστακτικά. Κοίταξε  δεξιά -αριστερά.  Δεν υπήρχε  κανείς. Ήταν  μόνος  του. Αυτός  και  ο  Θεός  του! Εντόπισε  την  εικόνα  του  Χριστού, ανάμεσα  σε άλλες που  παρίσταναν  τους «αγίους». Όντας κατά την εκτίμησή του ένας βαθιά θρήσκος άνθρωπος, έβλεπε εικόνες ανθρώπων που είχαν καταφέρει το απόλυτο, την αγιοσύνη, το άγγιγμα του θείου, αν και σε ένα βαθύτερο επίπεδο δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι δεν ήταν  τίποτε περισσότερο από κάποιες ανθρώπινες σκουλικομορφές, η απογοήτευση της ζωής για τον εαυτό της!
Έσκυψε, φίλησε με ευλάβεια την σκονισμένη εικόνα του Θεανθρώπου και γονάτισε. Διάφορα συναισθήματα, θλίψη για τον θάνατο του Άλκη, οργή για τον Πλάτων, απογοήτευση για την μίζερη ζωή του, τον είχαν  κατακλύσει και τώρα τα μάτια του είχαν θολώσει από μια ανίκητη υγρασία που αυξανόταν γοργά. Κοίταξε τον εικονιζόμενο Χριστό και άρχισε την εξομολόγηση του. Όχι σε κάποιον άνθρωπο, όχι στους παπάδες, τους υποτιθέμενους  εκπροσώπους  του, τους οποίους δεν χώνευε απ’ όταν θυμόταν τον εαυτό του, αλλά απλώς ανεχόταν για χάρη της θρησκείας, αλλά στον  ίδιο τον Χριστό. Τον δικό του Χριστό! Τα φυλακισμένα του δάκρυα βρήκαν και πάλι τον δρόμο  τους προς  την ελευθερία και τώρα κατέβαιναν μαζικά τα μάγουλα του.
«Χριστέ μου, βοήθησε με  να είμαι δυνατός για τελευταία φορά! Σου υποσχέθηκα πριν από χρόνια ότι θα καθαρίσω  τον κόσμο σου από  τους αμαρτωλούς. Τέτοιος ήμουν κι εγώ και μου πηρές την γυναίκα  και τον γιο μου» σκέφτηκε θλιμμένος και  το μίσος τρύπωσε  στην πόρτα που  ανοίχτηκε διάπλατα μπροστά του. «Τώρα  ένα μεγαλύτερο  κακό  κυκλοφορεί ελεύθερο. Ο  δολοφόνος  του γιου μου, του Άλκη, είναι ελεύθερος… και δραπέτης. Ξέρω ότι ο Άλκης είχε προβλήματα, αλλά ήταν καλό παιδί και  έδινε τον αγώνα  του κάθε μέρα, έναν  αγώνα άνισο, απέναντι στα γαμημένα τα ναρκωτικά!» Κοίταξε  την εικόνα με τον Χριστό μπροστά στους δώδεκα μαθητές του, να τους διδάσκει την Τέχνη της Αγάπης. Ο πράος ποιμένας και τα πρόβατα του. Τώρα ήθελε να φωνάξει. Και το έκανε!
-Σου υπόσχομαι ότι ο κόσμος σου θα έχει έναν δολοφόνο λιγότερο, μόλις τον βρω. Η Θεια Δίκη θα έρθει  μέσω εμού, Χριστέ  μου. Δως μου μόνο  την δύναμη  να  τον βρω πρώτος  και όπλισε το χέρι μου με αποφασιστικότητα! Αγάπη για σένα και θάνατος γι’ αυτόν! Είμαι ο Άγγελος Τιμωρός σου… πάντα  ήμουν, ψέλλισε και  σηκώθηκε όρθιος αργά. Σκούπισε τα μάγουλά του κοιτώντας επίμονα, σχεδόν εκλιπαρώντας, τα ειρηνικά μάτια του ζωγραφισμένου Χριστού, περιμένοντας με αγωνία μια φωνή, ένα σημάδι, έναν λόγο που δεν ήρθε ποτέ. Έστρεψε το βλέμμα του και βγήκε φουριόζος από την  εκκλησία. Μπήκε στο αυτοκίνητο του,  σχεδόν τρεκλίζοντας  και  αφού  συμμάζεψε  όπως όπως τα χιλιάδες κομμάτια του, ξεκίνησε προς το άγνωστο!
Εν  τω  μεταξύ, ο  Πλάτων  είχε πάρει τις ανάσες που είχε ανάγκη και αποφάσισε να συνεχίσει την συζήτηση που είχε  ξεκινήσει με την Νεφέλη, υπό το  διακριτικό  βλέμμα του οδηγού τους. Αυτός δεν  είχε αρθρώσει  λέξη  από  όταν  τους  πήρε  ή σωστότερα  αναγκάστηκε  να τους πάρει. Πήγαινε στην  Πάτρα για  δουλειές και  τώρα έπρεπε  να τραβηχτεί  μέχρι  την  Αθήνα. Είχε  πειστεί όμως, σχετικά εύκολα και πως αλλιώς όταν ακούς μια φωνή μες το μυαλό σου άλλη από την δικιά σου,  ότι δεν  γινόταν  διαφορετικά, επομένως θα έπαιρνε ότι μπορούσε από αυτή την ιστορία. Και που ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά, ίσως να του έβγαινε και σε καλό.
Κατάλαβε  πάντως  νωρίς, ότι  ο νεαρός, που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα δεν ήταν ένας συνηθισμένος  νεαρός. Και  δεν ήταν μόνο η φωνή στο κεφάλι του, η οποία μάλλον του ανήκε, αλλά και όλο του το παρουσιαστικό. Δεν είχε ξαναδεί έναν τόσο όμορφο και καλογυμνασμένο νέο. Το σώμα του  ξεχώριζε σαν ανάγλυφο κάτω από το φανελάκι του. Και βέβαια το βλέμμα του! Αυτό  που όταν τον  διέταξε να σταματήσει ήταν τόσο απόκοσμο και τρομακτικό, που  θα ορκιζόταν ότι δεν ανήκε σε ανθρώπινο όν. Με μάτια άγρια σαν φλόγες και μια ... νόμισε ότι  διέκρινε μια  περίεργη, σκοτεινή αύρα να χορεύει στον άνεμο, γύρω από το κορμί του. Μπορεί να ήταν απλώς μια οφθαλμαπάτη που έπαιξαν οι ακτίνες του ήλιου μέσα από τα σύννεφα, πάντως ευχήθηκε οι  γιοι του, υπέρβαροι  και οι δυο  να είχαν μοιάσει έστω και λίγο στον νεαρό, που καθόταν  αμίλητος και κοιτούσε την, επίσης πανέμορφη, κοπελιά στα μάτια και αυτή του ανταπέδιδε ένα λάγνο βλέμμα, που θα κόλαζε και ... Απλά τους πάντες!
-Λοιπόν, που  είχαμε μείνει πριν  μας διακόψουν οι  αστυνομικοί, ρώτησε  χαμηλόφωνα ο Πλάτων. Αμέσως  ο οδηγός, με  το που άκουσε την φωνή του για δεύτερη φορά, έσκασε ένα χαμόγελο σαν να έλεγε «Το ήξερα». Μαζί με το χαμόγελο όμως, εκατομμύρια απορίες γέμισαν το μυαλό του.
-Να, σου  έλεγα ότι θέλω να  πάω σε μια  πορεία αναρχικών, αποκρίθηκε  η Νεφέλη. Είχε κι αυτή τεραστία  ερωτηματικά  μέσα της. Ήθελε να ρωτήσει τι ήταν αυτό που είχε συμβεί, αν ονειρεύτηκε, αν ... ίσως ακόμα και τώρα  ονειρεύεται  ξαπλωμένη  στο κρεβάτι της πίσω στα  Γιάννενα! Αλλά ήξερε  ότι δεν θα  καθόριζε αυτή τους κανόνες του συγκεκριμένου παιχνιδιού.
-Οκ, σεβαστό. Για  πες μου όμως, τι είναι  η αναρχία μιας και εγώ δεν  ξέρω. Εσύ ξέρεις; Εσείς κύριε, ξέρετε, ρώτησε απευθυνόμενος στον οδηγό.
-Όχι, δεν  ξέρω, απάντησε  αυτός θέλοντας  να παίξει το παιχνίδι του Πλάτωνα και χαμογελώντας διστακτικά. Με  λένε Νίκο, συμπλήρωσε  επίσης  διστακτικά. Ο  Πλάτωνας και η Νεφέλη τον κοίταξαν ταυτόχρονα λες και είχε πει την μεγαλύτερη σοφία του κόσμου. Γέλασαν  και  οι  δυο  τους  και  οι φωνές  τους, αν  και  τελείως  διαφορετικές,  ταίριαζαν,  όπως συμπλέουν αρμονικά το βιολί και το τύμπανο σε μια συμφωνική ορχήστρα.
-Είμαι  ο Πλάτωνας και η  δεσποινίς είναι  η Νεφέλη,  αποκρίθηκε. Γύρισε  στην Νεφέλη και χαμογελώντας συνέχισε:
-Λοιπόν; Θα μου πεις τι είναι η αναρχία;
-Αναρχία, κατά  την  γνώμη μου, είναι  αυτό που  προσδιορίζει  η ίδια  η  λέξη, δηλαδή  η έλλειψη κάθε μορφής αρχής – εξουσίας, απάντησε αυτή, επίσης χαμογελώντας. Αισθανόταν και οι δυο υπέροχα καθώς κοιταζόταν στα μάτια και το μόνιμο χαμόγελο τους ήταν αδιάψευστος μάρτυρας γι’ αυτό.
-Σωστό  είναι αυτό που λες, μόνο που χωράει μια μικρή διόρθωση. Αναρχία, λοιπόν είναι η άρνηση, άρνηση όχι έλλειψη, το τονίζω αυτό, κάθε μορφής εξουσίας που δεν είναι φυσική και  κοινά  αποδεκτή απ’ όλους και  όχι μόνο από  την πλειοψηφία! Όπως  ξέρεις  η  αναρχία πάει  σταθερά κόντρα σε κάθε είδους αρχή, σε κάθε μορφή εξουσίας, είτε αυτή είναι πολιτική, θρησκευτική ή ακόμα και κομματική! Συμφωνείς με αυτό, ρώτησε με φωνή που δήλωνε απερίφραστη σιγουριά.
Η Νεφέλη  συνειδητοποίησε αυτό που είχε ήδη υποψιαστεί. Η απόλυτη σιγουριά της φωνής του και η αυτοπεποίθηση του βλέμματός του την έπεισαν ότι οι γνώσεις του Πλάτωνα ήταν  απεριόριστες, ότι το μορφωτικό του επίπεδο ξεπερνούσε οτιδήποτε είχε γνωρίσει μέχρι  εκείνη την  στιγμή και θα έπρεπε να καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να φανεί αντάξια του, όχι μόνο τώρα στον διάλογο που έκαναν, αλλά και στο μέλλον. Η χαρά και η σιγουριά που ένιωθε δίπλα του έσβηνε άδοξα μέσα της από την δυσαρέσκεια και την ανασφάλεια για τον εαυτό της, την απλή ταπεινότητα που θα ένιωθε ο καθένας μας δίπλα σε μια αυθεντία.
-Ναι, έχεις  δίκιο, απάντησε μελαγχολικά. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι. Να σε ρωτήσω, όμως  το εξής. Άτομα,  που  δέχονται  την  αναρχία ως ιδεολογία τους, είναι δυνατόν να δεχθούν μια φυσική εξουσία, εφόσον αυτή είναι κοινά αποδεκτή απ’ όλους;
-Άκου,   προσεκτικά,  είπε ο  Πλάτων και  παράλληλα  με την  Νεφέλη  και ο οδηγός τους έστρεψε  την  προσοχή  του  για  να  ακούσει. Η  εξουσία  είναι κάτι το παρά φύση και αυτό διότι στην  φύση δεν υπάρχει εξουσία. Υπάρχει όμως ηγεσία! Χρειάζεται λοιπόν, στην φύση ένας  ηγέτης,  ο   οποίος  προηγείται  και   δείχνει  τον  δρόμο  στους άλλους  για  να μην χαθούν! Αντιλαμβάνεσαι  τι  σου λέω; Σκέψου  αυτό! Πόσοι  πραγματικοί  ηγέτες έχουν περάσει από τον πλανήτη; Πόσοι ήταν αυτοί που ήξεραν τον δρόμο και τον έδειχναν στους λαούς τους  με  στόχο  να  βαδίσουν  μπροστά  στο αύριο και  όχι να κάνουν κύκλους γύρω από τον εαυτό τους;
-Δεν  γνωρίζω, απάντησε  η Νεφέλη μετά  από  σύντομη σκέψη. Δεν μου έρχεται κάποιος στο νου τώρα.
-Αυτό  συμβαίνει, επειδή  πρώτον  ήταν  ελάχιστοι  οι  πραγματικοί  ηγέτες και δεύτερον διότι ο  σύγχρονος τρόπος  ζωής δεν  τους προβάλει. Για  να είναι κάποιος Ηγέτης πρέπει να έχει μια ιδεολογία, όποια κι αν είναι αυτή. Η ιδεολογία είναι μια περιληπτική μορφή ηθικής, πολίτικης ή  κοινωνικής φιλοσοφίας  με χαρακτήρα  είτε μόνο  θεωρητικό,  είτε  θεωρητικό και  πρακτικό  ταυτόχρονα. Είναι  επίσης μια  γενική και  αφηρημένη αρχή  πολιτικού, ηθικού και  κοινωνικού  χαρακτήρα, που  μπορεί  κανείς  να την υπηρετήσει  με αφοσίωση, με αυταπάρνηση και  κυρίως  με πλήρη  ανιδιοτέλεια. Ερώτημα  και  πάλι. Γνωρίζεις πολλούς ανιδιοτελείς  ηγέτες  σήμερα; Αν  εξαιρέσουμε  τον  Γκάντι και  τον  Μάρτιν Λούθερ  Κινγκ, που ανέβασαν την ηγεσία  σε δυσθεώρητα  ύψη, γνωρίζεις  πολλούς ηγέτες  με τέτοια  χαρίσματα; Με  την  διάθεση  της  προσφοράς  χωρίς  ανταμοιβή  άλλη  από το να αλλάξουν τον ρου της Ιστορίας προς ένα καλύτερο αύριο για όλους μας;
-Καταλαβαίνω τι  λες και όχι  δεν βλέπουμε τέτοιους ηγέτες γύρω μας σήμερα, αλλά τουλάχιστον  βλέπουμε  τόσους  ανθρώπους,  κυρίως νέους,  να  υπερασπίζονται  την  ιδεολογία τους μέσα σε  πραγματικά  αντίξοες  συνθήκες. Για  παράδειγμα  τα  παιδιά  που θα πάρουν μέρος στην πορεία αύριο υποστηρίζουν την ιδεολογία τους παρά την γενική κατακραυγή!
Ο Πλάτων χαμογέλασε με συγκατάβαση και συνέχισε από εκεί που σταμάτησε.
-Νεφέλη, δυστυχώς ο  συνδυασμός της άγνοιας, του φανατισμού  και της επιπολαιότητας  οδηγεί την ιδεολογία  στο  ιδεολόγημα,  που  αστόχως  και  ανοήτως παίρνει  τη θέση δόγματος και συνεπώς δεν  είναι η φυσιολογική  εξέλιξη μιας  διασκεπτικής και  ερευνητικής διαδικασίας. Το ιδεολόγημα με την σειρά του, πολύ εύκολα καταντά ιδεοληψία, δηλαδή έμμονη ιδέα ψυχολογικού και όχι  νοητικού  χαρακτήρα,  όπως  η ιδεολογία. Αυτό  γίνεται εύκολα σε όλους μας αντιληπτό  στην  περίπτωση του  αναρχικού  κινήματος, γιατί κατά βάση οι αναρχικοί  είναι εξόχως κοινωνικοποιημένα άτομα σε αντίθεση με το τι πιστεύει, ή έχει οδηγηθεί να πιστεύει, για αυτούς η κοινή  γνώμη. Κύριος στόχος τους είναι η δημιουργία μιας όσο το  δυνατό  φυσικής  κοινωνίας,  χωρίς  καταναγκασμούς  και   καταπίεση.  Οι αναρχοαυτόνομοι από την άλλη πλευρά είναι  τέρατα εγωισμού και  επιδεικτικά  εχθρικοί  όχι  μόνο προς τους αντιφρονούντες στις ιδέες τους, αλλά  και προς  τους ομοϊδεάτες  τους. Είναι αυτοί ακριβώς, που γελοιοποιούν σταθερά  και  μόνιμα  το  αναρχικό  κίνημα με τις γελοίες πράξεις τους, που έχουν σαν αποτέλεσμα  ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επιδιώκουν. Φαντάσου  το  με την  ιδία   περίπου έννοια, που οι γραφειοκράτες κομμουνιστές, τα άβουλα γρανάζια της κομματικής μηχανής, που τόσο πολύ μοιάζουν στα άβουλα εξαρτήματα της καπιταλιστικής μηχανής, τους καταναλωτές,  γελοιοποιούν το κομμουνιστικό κίνημα.
Ο οδηγός  ακούγοντας  την  παρομοίωση  για τους γραφειοκράτες κομμουνιστές και έχοντας προσωπική πείρα του πόσο πολύ αλήθευε αυτό άρχισε να γελάει τονίζοντας το εύστοχο της παρατήρησης.
-Μπράβο, νεαρέ, μπράβο! Ακριβώς έτσι έχουν τα πράγματα!
-Επομένως,  σε μια ανθρώπινη κοινωνία και  για να μπορέσει  αυτή να  λειτουργήσει, καθορίζοντας τις ατομικές ελευθερίες του καθενός και τις υποχρεώσεις όλων ώστε η κοινωνία να εκφράσει  την πρωταρχική  της ανάγκη, που  είναι η  επιβίωση των μελών της, αλλά και για  να αγγίξει κάθε μέλος  της την  ολοκλήρωση του  σαν πρόσωπο,  χρειάζεται μια μορφή ηγεσίας,  που θα  καθορίσει τους  κανόνες, το  πλαίσιο μες  το οποίο  θα κινηθεί  η  κοινωνία. Τελικά  το πρόβλημα των αναρχικών δεν είναι τόσο  η  εξουσία, αλλά η  διαστρέβλωση αυτής, που δυστυχώς έχει επιβληθεί στις σύγχρονες κοινωνίες. Τι λες;
Ο Πλάτων περίμενε την αντίδραση της, ενώ αυτή προσπαθούσε να συνέλθει από το κρύο ντους, που  μόλις είχε  δεχτεί. Ήταν  αρκετά  έξυπνη για  να καταλάβει με μιας κάποια απλά πράγματα. Καταρχήν συνειδητοποίησε ότι στερούνταν κάθε πραγματικής ιδεολογικής προσέγγισης  στο ζήτημα της αναρχίας. Αυτό που την χαρακτήριζε ήταν μάλλον κάποιο ιδεολόγημα, επιβεβλημένο  από άλλους  σ’ αυτήν. Όλες οι συμμετοχές της σε πορείες, οι πολύωρες συζητήσεις με φίλους και γνωστούς σε κάποια συγκέντρωση ή εκδήλωση, οι συναυλίες αλληλεγγύης, ακόμη και η αγνή της διάθεση για προσφορά με όποιον τρόπο σε μια κινηματική δράση, που ήθελε να αλλάξει αυτόν τον κόσμο της έκρυβαν την απλή αλήθεια. Ότι την είχε συνεπάρει κι αυτήν η αρχέγονη θέληση, που εκδηλώνεται πάντα με την αυθόρμητη συμμετοχή των νέων, να είμαστε εμείς τα γρανάζια της Ιστορίας, να συμμετέχουμε στα κοινά με όποιον τρόπο, ακόμη κι αν δεν έχουμε το ιδεολογικό υπόβαθρο να το υποστηρίξουμε ή να το δικαιολογήσουμε επαρκώς αν μας ρωτήσουν γιατί! Ακολούθησε όπως ήταν φυσικό η αναγνώριση του γεγονότος  ότι η πορεία  στην οποία ήθελε  να  παραβρεθεί  μάλλον, δεν ήταν  αναρχικών αλλά  αναρχοαυτόνομων, κι ας αποκαλούνται αυτοί όπως θέλουν κι αυτό την  έκανε  να  πονέσει ακόμη περισσότερο για τον  εαυτό της. Μαζεύτηκε κουβάρι, νιώθοντας τόσο μα τόσο εύθραυστη και με ένα σφίξιμο στο στήθος της, βρισκόμενη  για μια  ακόμη  φορά  στην ζωή της, ξεκρέμαστη και μόνη.
Η   πραγματικότητα, ευτυχώς  γι’ αυτήν, ήταν πλέον πολύ  διαφορετική. Ο  Πλάτων  την σκέπασε με τα χέρια του, θέλοντας να δημιουργήσει ένα καταφύγιο για αυτήν κι απόθεσε το κεφάλι της στο στέρνο του, κατανοώντας πλήρως την αντίδρασή της, όταν αυτή ξέσπασε τελικά σε λυγμούς.
                                                        5
Οι φίλοι μας κατευθύνονταν προς την Αθήνα αγκαλιασμένοι και σιωπηλοί για την ώρα. Ο Πλάτων επεξεργαζόταν στο μυαλό του τις επόμενες κινήσεις του. Πλέον δεν ήταν μόνος του, ένα υπέροχο πλάσμα είχε μπει στην ζωή του, μια κοπέλα διψασμένη, εύθραυστη και ταυτόχρονα ατρόμητη για το αύριο, κι αυτό άλλαζε ριζικά τα πράγματα. Παράλληλα, ο Αστυνόμος οδηγούσε ανέκφραστος με τελικό προορισμό την Αθήνα. Είχε μια έντονη αίσθηση ότι εκεί πήγαινε και ο αλητάκος, μιας και θα ήταν ευκολότερο γι’ αυτόν να χαθεί μέσα στον αχανή λαβύρινθο της πόλης. Η Αθήνα είναι μια σύγχρονη μεγαλούπολη, δηλαδή τεράστια και δαιδαλώδης, αλλά θα τον έβρισκε ακόμη κι αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε σ’
αυτή την μάταιη ζωή!

Κι ενώ αυτά συνέβαιναν, η Γη συνέχιζε να γυρίζει γύρω απ’ τον εαυτό της και γύρω απ’ τον ήλιο και το σύμπαν να διαστέλλεται. Οι ανθρώπινες κοινωνίες προχωρούσαν μπροστά, με την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο νεκρή, βαδίζοντας όλες μαζί προς ένα αβέβαιο μέλλον. Οι ισχυροί του πλανήτη είχαν κάνει τις επιλογές τους. Χρήμα… χρήμα και πάλι χρήμα ήταν η μόνη τους έγνοια μες την άγνοια τους. Το χρήμα σαν αυτοσκοπός και η πλήρης αδιαφορία για τους άλλους αποτελούσε την κινητήριο δύναμη ενός καπιταλισμού στροβίλου, που παρέσερνε τα πάντα στο πέρασμα του, ανθρώπους, όνειρα και φιλοδοξίες! Το άτομο πάνω από την κοινωνία είχε γίνει το σήμα κατατεθέν της εποχής.
Οι πόλεμοι βεβαίως δεν σταμάτησαν ποτέ. Μέσα σε έναν μόλις αιώνα, τον εικοστό αιώνα, είχαμε τον πρώτο και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είχαμε την Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, το Βιετνάμ και το Αφγανιστάν, το Ιράκ και την Σερβία! Και δεν θα σταματούσαν ποτέ! Όχι, αν δεν μάθαιναν οι άνθρωποι, από μικρά παιδιά, ότι το να σκοτώνεις τον συνάνθρωπο σου είναι μια πράξη καθαρά ζωώδης, βάρβαρη και δεν συνάδει σε καμία περίπτωση με την γνώση, που έχει κατακτήσει ο σύγχρονος άνθρωπος. Όχι, όσο ζώα, ντυμένα με ακριβά κουστούμια και φορώντας χρυσά κοσμήματα, ανίκανα να φτάσουν το επίπεδο του ανθρώπου, ήταν σε καίριες θέσεις και έπαιρναν αποφάσεις που επηρέαζαν τις ζωές όλων!  Όχι, όσο εταιρίες- κολοσσοί, πολεμικές βιομηχανίες, κέρδιζαν τεράστιο κομμάτι από τον πλούτο της Γης, εμπορευόμενες των θάνατο. Όχι χαρίζοντας γνώση και τροφή, αλλά χάος και δυστυχία!
Η δομή της σύγχρονης κοινωνίας των ανθρώπων δυστυχώς αποτελούσε ένα κακέκτυπο της αγέλης! Σε μια αγέλη υπάρχει πάντα ο ισχυρός αρχηγός, που παίρνει τις αποφάσεις και καθορίζει τις εξελίξεις, ο Ηγέτης που ηγείται! Έτσι και στον κόσμο υπήρχε η Υπερδύναμη, μόνον όσον αφορά στα όπλα βεβαίως και όχι σε πολιτιστικό και ηθικό επίπεδο, και οι παρατρεχάμενοι της. Στην αγέλη ο ισχυρός αποφασίζει με γνώμονα το συμφέρον της αγέλης και πάνω από τα ατομικά συμφέροντα. Στους ανθρώπους οι ισχυροί αποφάσιζαν μόνο με βάση τα συμφέροντα των ομοϊδεατών τους, δηλαδή υπέρ των ατομικών και επί των κοινωνικών συμφερόντων. Δεν χρειάζεται πτυχία, παρά η κοινή λογική για να αντιληφθεί κανείς που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια αυτή η κατάσταση.
Λίγο πριν το τέλος τα αποτελέσματα ήταν θλιβερά και θύμιζαν σκηνές της αποκάλυψης, η οποία ήταν ήδη προ των πυλών. Με μια διαφορά. Δεν είναι το χέρι του Θεού, αλλά του ανθρώπου, αυτό που πάτησε το κουμπί της αντίστροφης μέτρησης. Η θερμοκρασία του πλανήτη αυξανόταν ραγδαία λόγω της άλογης ανθρώπινης κατασπατάλησης των φυσικών πόρων, οι πάγοι έλιωναν και η στάθμη της θάλασσας ανέβαινε επικίνδυνα. Παιδιά πέθαιναν καθημερινά από την έλλειψη τροφής, όταν τα σκουπίδια από το φαγητό των δυτικών αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Οι ασθένειες γίνονταν περισσότερες, ισχυρότερες και δυσκολότερες να αντιμετωπιστούν. Την στιγμή που ο Άνθρωπος θα έπρεπε να διαφυλάξει την βιοποικιλότητα του πλανήτη, τα απειλούμενα με εξαφάνιση ειδή είχαν πολλαπλασιαστεί και μόνο η ανθρώπινη λαλιά τους έλειπε για να φωνάξουν ένα μεγαλοπρεπές:  «Άντε στο διάολο!»
Οι επιστημονικές έρευνες κατέγραφαν και πρόβλεπαν ένα μέλλον ζοφερό για το ανθρώπινο είδος! Κι όμως οι «ηγέτες» αδυνατούσαν να συμφωνήσουν στα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή της καταστροφής. Τούτη την ύστατη στιγμή, το κέρδος, και όσοι το υπηρετούσαν, διεκδικούσε  για τον εαυτό του το κομμάτι της πίτας που του αναλογούσε. Οι Τρελοί! Δεν καταλάβαιναν, ότι δεν θα υπάρχει πίτα για αυτούς στο μέλλον. Δεν αντιλαμβανόταν ότι σε τελική ανάλυση πήγαιναν ενάντια στο ίδιο τους το συμφέρον. Ακόμη και την ύστατη στιγμή ... σχιζοφρένεια κι απελπισία!
Δεν έφταιγαν όμως μόνο οι «ηγέτες»! Έφταιγαν και οι λαοί. Αυτοί τους ψήφιζαν και τους έδιναν την εξουσία. Οι λαοί, όλοι της γης οι κοιμισμένοι, περίμεναν ένα θαύμα να σώσει την ζωή τους. Περίμεναν μοιρολατρικά την θεία παρέμβαση! Βέβαια δεν τους είχαν ενημερώσει με ακρίβεια για τον Θεό. Νόμιζαν ότι ο Θεός ήταν αυτός, που περιέγραφαν τα θρησκευτικά βιβλία όλου του κόσμου, πάγκαλος, πανάγαθος, με αγάπη για όλους. Δεν είχαν σκεφτεί πολλοί ότι ίσως ο άνθρωπος να συνέλαβε την ιδέα του Θεού για να ορίσει μ’ αυτήν τα μάξιμουμ όρια των δυνατοτήτων του! Ναι, ο άνθρωπος μπορεί να γίνει πάγκαλος και πανάγαθος, μπορεί να αγαπήσει όλους τους συνανθρώπους του. Αρκεί να τον διδάξουν! Μάλλον, ο Θεός είναι το σύνολο των άγνωστων και γνωστών φυσικών νόμων! Θεοί είμαστε οι ίδιοι από την στιγμή, που έχουμε την δύναμη να μεταμορφώσουμε αυτόν τον κόσμο. Απλώς βρισκόμαστε σε λανθάνουσα κατάσταση, σε ένα είδος χειμερίας νάρκης!
Μες την απελπισία όμως κι από τις στάχτες ενός μέλλοντος που παραμόνευε στην γωνία γεννήθηκε και πάλι η ελπίδα! Παρέμενε άγνωστο στους πολλούς, αλλά ήταν γεγονός. Ένας φύση επαναστάτης, ο Πλάτων, το τελειότερο δημιούργημα της φύσης, κατευθυνόταν για την Αθήνα. Ένας άνθρωπος, που αδιαφορούσε για την φυσική τάξη πραγμάτων και ήθελε να φτιάξει τον κόσμο από την αρχή, θεωρώντας τον Θεό, που έφτιαξε τον κόσμο μέσα σε έξι μέρες βιαστικά και τσαπατσούλικα, εντελώς άσχετο με την λογική! Αν ο Θεός είχε την παραμικρή ιδέα τι έκανε όταν έκανε τον κόσμο σήμερα θα αυτοκτονούσε από ντροπή μπρος τις φρικιαστικές εικόνες της κοινωνικής αδικίας και αναλγησίας! Τις εικόνες της παγκόσμιας αυτοχειρίας!
                                                                                  6
Έφτασαν στην Αθήνα κατά το μεσημεράκι. Ο ήλιος είχε διώξει τα σύννεφα και η αυξημένη  θερμοκρασία σε συνδυασμό με την υγρασία λόγω της πρωινής βροχής και τα καυσαέρια από τα υπερβολικά αυτοκίνητα δημιουργούσαν μια αποπνικτική ατμόσφαιρα. Με το που μπήκαν στην πόλη ο οδηγός έβαλε αμέσως σε λειτουργιά το κλιματιστικό και η ατμόσφαιρα μες το αυτοκίνητο έγινε σταδιακά πιο ευχάριστη. Μια περίεργη σιωπή όμως είχε επικρατήσει από ώρα. Δεν είχε μιλήσει κανείς από όταν πέρασαν την Πάτρα και μπήκαν στην εθνική οδό. Ο οδηγός ήθελε να ρωτήσει ένα σωρό πράγματα, όταν είδε όμως στον καθρέπτη του το ψυχρό βλέμμα του Πλάτων αφοσιώθηκε στην οδήγηση του. Τα μάτια του νεαρού ήταν καρφωμένα μπροστά κι όμως του έδιναν την εντύπωση ότι ήταν αλλού, ότι έβλεπαν κάτι τελείως διαφορετικό από τα συνηθισμένα.
Το κορίτσι από την άλλη κοιμόταν ήσυχα στα πόδια του. Είχε αναπαυθεί κλαίγοντας στην αγκαλιά του, όπου παραδόθηκε αμαχητί στον Μορφέα. Η φασαρία όμως της μεγαλούπολης την ξύπνησε με αγένεια. Πλησιάζοντας στο κέντρο κόρνες ανυπόμονων οδηγών, φωνές περαστικών μικροπωλητών και τα άτιμα μηχανάκια έπαιζαν την χειρότερη συμφωνία του κόσμου. Στάθηκε αγουροξυπνημένη στα χέρια της και άνοιξε τα μάτια της αργά. Είδε μπροστά της να ξεκαθαρίζει αργά η φιγούρα του  Πλάτωνα και όρμησε αμέσως στην αγκαλιά του, φιλώντας τον στο πρόσωπο, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν εκεί, ότι ήταν πραγματικός. Αυτός τραβήχτηκε απότομα από τις σκέψεις του και δέχτηκε με ευχαρίστηση τα υγρά της φιλιά. Αυτή, σίγουρη τώρα ότι δεν είχε ονειρευτεί, τεντώθηκε ναζιάρικα για να ξεπιαστεί.
-Φτάσαμε, ρώτησε χαμηλόφωνα ενώ έτριβε τα μάτια της. Ο Πλάτων είχε πάρει τις αποφάσεις του μετά από διαρκή σκέψη κι αφού είχε σταθμίσει όλους τους παράγοντες. Δεν θα πήγαινε κατευθείαν στον πρωθυπουργό. Θα έβρισκαν αρχικά ένα ξενοδοχείο για να περάσουν το βράδυ και το επόμενο πρωί θα πήγαινε να συναντήσει το μέλλον του. Μέσες άκρες αυτό ήταν το σχέδιο του κι η Νεφέλη θα γινόταν αναπόφευκτα, αλλά οικιοθελώς, μέρος του.
-Σε λίγο φτάνουμε, της απάντησε και έδωσε εντολή στον οδηγό να τους αφήσει στο κέντρο. Μετά ήταν ελεύθερος να φύγει. Αυτός υπάκουσε, νιώθοντας τουλάχιστον περίεργα. Ένοιωθε μέσα του ατέλειωτα ερωτήματα να αναβλύζουν. Ερωτήματα σχετικά με την φωνή μες το μυαλό του, την οποία δεν είχε βγάλει από μέσα του από όταν την άκουσε. Πως το έκανε αυτό; Και το κυριότερο, ήταν το μόνο που τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους, κοινούς θνητούς; Δεν θα έπαιρνε τις απαντήσεις που έψαχνε, τουλάχιστον όχι σήμερα, παρόλα’ αυτά ένοιωθε ικανοποίηση. Και μόνο το γεγονός ότι είχε πάρει μέρος, ένα μικρό ρολάκι είχε μόνο, ίσως ασήμαντο, αλλά πάντως ενεργό, στο ταξίδι αυτού του υπέροχου νέου, τον γέμιζε χαρά. Όχι, όχι δεν ήταν απλή χαρά, αλλά ευτυχία αυτό που αισθανόταν.
Μετά από λίγο έφτασαν τελικά στην πλατεία Συντάγματος, όπου έβριθε από κίνηση, οχημάτων και πεζών. Οι δυο νέοι κατέβηκαν, αφού ο Πλάτων ευχαρίστησε τον οδηγό και δίνοντας του τρία χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ.
-Ελπίζω αυτά να καλύψουν τον κόπο σου και τις βενζίνες, είπε χαμογελώντας. Δίστασε για λίγο και συνέχισε. Ζήσε μια καλή και γεμάτη ζωή, για σένα, για την οικογένεια σου και τον συνάνθρωπο σου. Μην αφήσεις καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη, τόνισε με έμφαση! Έκλεισε την πόρτα και ο οδηγός έμεινε να παρατηρεί τους δυο νέους να απομακρύνονται, πιασμένοι χέρι-χέρι μέχρι που χάθηκαν μες το πλήθος. Χαμογέλασε θλιμμένα, κοιτάζοντας για λίγο τα χρήματα, που του είχε δώσει.
Δεν τα χρειαζόταν, μιας και ήταν αρκετά εύπορος, το σημαντικότερο όμως είναι η ανάγκη, που γέννησε αυτή η γνωριμία στον οδηγό μας. Μια ανάγκη, που καλύφθηκε γρήγορα, όταν ένας άπορος, ζητιανεύοντας λίγο παραπέρα, είδε ξαφνικά ανάμεσα στα διάσπαρτα κέρματα των είκοσι και των πενήντα λεπτών ή του ενός ευρώ, τρία χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ να προσγειώνονται αργά μες το καλαθάκι του. Τα άρπαξε με μιας και κοιτώντας απορημένα δεξιά-αριστερά σηκώθηκε, σφίγγοντας τον θησαυρό του στο στήθος και δίνοντας άδεια στον εαυτό του έφυγε τρέχοντας. Η ελεημοσύνη, ο οίκτος των αστών, μπορούσε να περιμένει για λίγες ημέρες!
                                                        7 
Έστεκαν ασάλευτοι στο κέντρο της πλατείας  Συντάγματος, παρατηρώντας χιλιάδες τους ανθρώπους, σαν ορδές μυρμηγκιών, να πηγαίνουν προς όλες τις κατευθύνσεις και την ίδια ώρα που ο Αστυνόμος έφτανε στον τόπο, όπου βρισκόταν παρατημένο το Γιούγκο, τον Πλάτων άγγιζε, πέρα απ’ το τρυφερό χέρι της Νεφέλης, ο θόρυβος των ανθρώπων, ένα ασταμάτητο, ενοχλητικό βουητό μες το μυαλό του. Κοίταζε τους ανθρώπους γύρω του με θλίψη, γιατί δεν έβλεπε παρά κούφια σώματα από μέσα, παρίες της προσμονής και της υπόσχεσης ενός καλύτερου μέλλοντος!

Ένα περιπολικό με δυο αστυνομικούς βρισκόταν μπροστά από το Γιούγκο και περίμενε τον γερανό για να το μεταφέρουν στο παρκινγκ της αστυνομίας. Ο Αστυνόμος τους καλημέρισε δείχνοντας το σήμα του και μπήκε μέσα στο αυτοκινητάκι. Κάθισε στην θέση του οδηγού κι αφού έμεινε ακίνητος να παρατηρεί το εσωτερικό του για λίγα δευτερόλεπτα, άρχισε να το ψάχνει εξονυχιστικά. Έψαχνε σαν εκπαιδευμένος σκύλος για οτιδήποτε θα μαρτυρούσε την παρουσία του «αλητάκου», αλλά δεν βρήκε το παραμικρό. Δυστυχώς, τίποτα απολύτως δεν μαρτυρούσε την ύπαρξη του «αλητάκου» εκεί μέσα. Τίποτα εκτός από ... εστίασε ξαφνικά το βλέμμα του στην πλάτη του καθίσματος του συνοδηγού.
 «Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε διακρίνοντας κάτι, ίσως αδιάφορο, ίσως και όχι. Έπιασε με το χέρι του μια μακριά μελαχρινή τρίχα. Την τύλιξε με χειρουργική ακρίβεια ένα μικροσκοπικό κουβάρι, την έφερε στα ρουθούνια του και πήρε μια μεγάλη εισπνοή. Θα μπορούσε η τρίχα να βρίσκεται εκεί από καιρό, το οποίο ήταν και το πιο πιθανό μιας και το αυτοκίνητο ήταν νοικιασμένο, η ανεπαίσθητη όμως γλυκιά μυρωδιά από σαμπουάν αποτέλεσε αδιάψευστο μάρτυρα. Βρήκε το στοιχείο που αναζητούσε. Ο «αλητάκος» είχε παρέα και μάλιστα γένους θηλυκού.
Έκανε μια περίεργη γκριμάτσα, σαν να χαμογελούσε μόνος του και να έδειχνε τα δόντια του ταυτόχρονα, θυμίζοντας αγριεμένο σκύλο μπροστά στην ανυπεράσπιστη γάτα. Ρώτησε τους αστυνομικούς τι ήξεραν και του επιβεβαίωσαν την παρουσία μιας κοπέλας στο σκηνικό με τον καταζητούμενο. Μπήκε φουριόζος στο αυτοκίνητο του και ξεκίνησε για την Αθήνα. Πλέον ήταν σίγουρος μέσα του, ότι εκεί κατευθυνόταν το ... ζευγαράκι! Δεν πρόλαβε όμως να ακούσει, ή και να άκουσε όντως κάποιες περίεργες κι απίστευτες προτάσεις να σβήνουν καθώς απομακρύνονταν αδιαφόρησε, τους συναδέλφους του να χαζογελάνε για τις μαρτυρίες των δυο αστυνομικών. Δεν έδωσε σημασία στην φράση ότι «Τους χτύπησε μια ... πανίσχυρη, αόρατη δύναμη, η οποία λέει βγήκε ... από τα χέρια του. Το φαντάζεσαι; Μάλλον, θα είχαν πιει λιγάκι παραπάνω πριν πιάσουν υπηρεσία!», αστειεύτηκαν οι φύλακες του Γιούγκο. Το μόνο πράγμα που είχε καρφωμένο στο μυαλό του ο Αστυνόμος ήταν ο «αλητάκος» κι η γκομενίτσα του!

Ο Πλάτων και η Νεφέλη κατευθύνθηκαν  στο πλησιέστερο ξενοδοχείο, το οποίο είτε από καθαρή τύχη, είτε γιατί ο Πλάτων πίστεψε ασυνείδητα ότι εκεί θα ήταν πιο ασφαλής, ήταν από αυτά που χαρακτηρίζονται σαν ξενοδοχεία πολυτελείας. Πέντε ολόκληρων αστέρων! Και παρότι τον έψαχναν, ο Πλάτων ήξερε κατά βάθος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον βρουν εκεί. Μπορεί να ήταν απαραίτητο για τους περισσότερους να δίνουν την αστυνομική τους ταυτότητα στην ρεσεψιόν για να πάρουν δωμάτιο, όχι όμως και για αυτόν. Και χωρίς το όνομα του καταχωρημένο στα γρανάζια του συστήματος, θα έψαχναν για ψύλλους στα άχυρα.
Τους υποδέχτηκε καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά ένας νεαρός, ντυμένος με μια κοκκινόμαυρη στολή λες και η αποκριές είχαν έρθει νωρίτερα φέτος, ανοίγοντας τους την πόρτα. Ο Πλάτων έπιασε από την μέση την Νεφέλη και προχωρώντας προς την ρεσεψιόν της ψιθύρισε στο αυτί:
-Μην πεις τίποτε! Άσε με να το χειριστώ εγώ!
Ο κόσμος ήταν αρκετός στο ξενοδοχείο. Άλλοι έπιναν το καφεδάκι τους στην καφετέρια και άλλοι κατευθυνόταν στο εστιατόριο για το μεσημεριανό τους. Το πρώτο πράγμα που σου έκανε εντύπωση πάντως ήταν η αίσθηση της χλιδής. Την ένιωθες στον αέρα παντού γύρω σου. Οφειλόταν τόσο στην κλασική  και πανάκριβη διακόσμηση, στο λουστραρισμένο ξύλο και το γυαλί που κυριαρχούσαν στον χώρο, όσο και στο ντύσιμο των ανθρώπων, από τους υπάλληλους μέχρι τον τελευταίο επισκέπτη. Ήταν κυριολεκτικά σαν την μύγα μες το γάλα οι δυο τους, με την ανέμελη σπορτίφ εμφάνιση τους, ανάμεσα σε τόσα γυαλιστερά κοστούμια, χλιδάτα φορέματα και πολύχρωμες στολές. Απέναντι στην τελευταία λέξη της μόδας, στην κυριαρχία του φαίνεσθε επάνω στο είναι, μέσα σε έναν πολιτισμό, όπου είσαι αποκλειστικά αυτό που δείχνεις. Είσαι μόνο η εικόνα σου, τίποτα άλλο! Απέξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα που λέει κι ο λαός μας. Όντως, κύριε Κούντερα,  τελικά ανάμεσα στο είναι και τη λήθη βασιλεύει το κιτς!
-Καλημέρα σας, κύριε… κυρία, πως θα μπορούσαμε να σας εξυπηρετήσουμε,  ρώτησε με ευγένεια μια δεσποινίς στην ρεσεψιόν κι αφού κοίταξε για μια στιγμή την Νεφέλη έστρεψε το βλέμμα της στον Πλάτων.
 -Θα θέλαμε ένα δίκλινο δωμάτιο για λίγες ημέρες, της απάντησε αυτός το ίδιο ευγενικά.
-Ωραία, μια στιγμή να ελέγξω ... ωραία… α, θέλετε με διπλό κρεβάτι ή δυο μονά;
Ο Πλάτων στράφηκε στην Νεφέλη ξαφνιασμένος και προβληματισμένος. Είχε σκεφτεί τα πάντα... εκτός από αυτό.
-Ένα υπέρδιπλο, παρακαλώ, απάντησε χαμηλόφωνα η Νεφέλη, σκύβοντας πάνω στον γκισέ προς την κοπέλα της ρεσεψιόν και προσπαθώντας να καταπιέσει ένα χαμόγελο, που αγωνίζονταν να σχηματιστεί στο πρόσωπό της.
-Μάλιστα, επανέλαβε τυπικά η υπάλληλος. Τις ταυτότητες σας παρακαλώ, συνέχισε πληκτρολογώντας στον υπολογιστή χαμογελώντας πλέον κι αυτή. Της είχε φανεί πολύ γλυκιά η αυθόρμητη αντίδραση της κοπελιάς και η αμηχανία που δήλωσε το βλέμμα του πανέμορφου νεαρού. Μια κρυφή επιθυμία να ήταν αυτή στην θέση της κοπέλας που συνόδευε τον νεαρό ξεπήδησε απρόσκλητη.
Ο Πλάτων πήρε την ταυτότητα της Νεφέλης και έσκυψε κι αυτός πάνω από τον γκισέ της ρεσεψιόν.
-Δεσποινίς, θα ήθελα να σας ζητήσω μια τεράστια χάρη, είπε σχεδόν παρακλητικά. Αυτή τον κοίταξε με επιφύλαξη, με το χαμόγελο όμως να παραμένει στην θέση του  κι αυτός συνέχισε. Ορίστε η ταυτότητα της φίλης μου. Θα σας παρακαλούσα να μην σας δώσω την δικιά μου για ευνόητους λόγους, είπε αφήνοντας να αιωρείται μια υποψία εξωσυζυγικής σχέσης ή η θέληση να κρύψει το διάσημο όνομα του. Ήταν σίγουρος ότι η γοητεία του θα έκανε τα μαγικά της.
-Με συγχωρείτε, κύριε, αλλά αυτό είναι αδύνατον, απάντησε σε έντονο ύφος, αλλά πάντα ευγενικά η ρεσεψιονίστ. Το χαμόγελό της έσβησε με μιας. Το ξενοδοχείο μας διακρίνεται για την τυπικότητα στους ελέγχους και βεβαίως για την εχεμύθεια μας. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ ότι ήρθατε εδώ. Εκτός βεβαίως από τις αρχές αν μας ζητηθεί, συμπλήρωσε με ένα τεχνητό χαμόγελο στο τέλος!
Ο Πλάτων έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια για λίγα λεπτά ακόμη να πείσει την υπάλληλο. Χωρίς αποτέλεσμα όμως, καθώς ήταν νέα στην δουλειά, την οποία βρήκε με πολύ κόπο και λίγο γλείψιμο ομολογούμενος, και δεν είχε καμιά όρεξη να ριψοκινδυνέψει την απόλυσή της, μόνο και μόνο για να πηδήξει, όπως φανταζόταν ο γόνος κάποιας πλούσιας οικογενείας, την ομολογουμένως πανέμορφη  πουτάνα του. Η προηγούμενη επιθυμία της έσβησε εντελώς από τον χάρτη του μυαλού της. Η επιβίωσή της ήταν πάνω απ’ όλα, ο κανονισμός  ήταν  ξεκάθαρος και  δεν  θα έκανε πίσω, εκτός αν έπαιρνε εντολή από κάποιον ανώτερο της κι επομένως η ευθύνη έφευγε από πάνω της.
Απότομα, κι ενώ η υπομονή του εξαντλούταν, ο Πλάτων την κάρφωσε έντονα με τα μάτια του κι αυτή τραβήχτηκε ελαφρά προς τα πίσω. Δεν φοβήθηκε, αλλά παραξενεύτηκε μ’ αυτό το βλέμμα. Ο φόβος δεν άργησε να τρυπώσει μέσα της όταν άκουσε μια φωνή βαθιά στο κεφάλι της.
 «Κούκλα μου, δεν υπάρχει λόγος να δημιουργούμε προβλήματα ο ένας στον άλλο. Δεν είμαστε εχθροί εγώ κι εσύ. Αντιθέτως …είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο!».Τα τελευταία λόγια δεν ηρέμησαν την ψυχή της, αλλά τουλάχιστον άμβλυναν τον φόβο της. Έναν φόβο που την είχε κοκαλώσει πλήρως συνειδητοποιώντας ότι η φωνή που άκουσε στο μυαλό της ανήκε στον νεαρό μπροστά της. Ένιωσε το μυαλό της να δραπετεύει απ’ το κρανίο της, να αρνείται την πραγματικότητα, να χάνεται στην λήθη. Ο Πλάτων, ασυναίσθητα, περιπλανήθηκε για λίγο στα μονοπάτια του μυαλού της και ύστερα της ψιθύρισε με φωνή, που μπορούσαν να ακούσουν τα αυτιά της.
-Μην φοβάσαι δεν θα σε βλάψω! Χρειάζομαι μόνο την βοήθεια σου. Δεν είμαστε εχθροί εγώ κι εσύ, επανέλαβε. Είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο. Οι εχθροί μας είναι όλοι αυτοί, είπε και έδειξε γύρω του με το χέρι. Το τρομοκρατημένο της βλέμμα περιπλανήθηκε αμήχανα, σαν ρομπότ που υπακούει σε εντολές άλλων, στον χώρο, όπου όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα συνωστίζονταν βουλευτές, υπουργοί, δημόσιοι λειτουργοί, μεγαλοεπιχειρηματίες και ξένοι διπλωμάτες, μεγαλοεκδότες και τσιράκια δημοσιογράφοι, οι οποίοι πίστευε ότι δημιουργούσαν ένα κλειστό κύκλωμα εκμετάλλευσης και καταλήστευσης της κρατικής περιουσίας προς όφελος τους. Και τα ψίχουλα; Παροχές για τον λαό!
-Αυτό δεν πιστεύεις κι εσύ; Τι λες, λοιπόν; Θα μας βοηθήσεις;
Η κοπελιά απέναντι του, αφού αντιλήφθηκε με δέος ότι κάποια δωμάτια του μυαλού της είχαν ξεκλειδωθεί απρόσμενα, γύρισε προς τον Πλάτων. Πως μπορούσε ο νέος αυτός να ξέρει την απέχθεια που ένοιωθε κάθε μέρα που περνούσε, υποχρεωμένη να υπηρετεί όλους αυτούς, που θεωρούσε ανάξιους κι ανέντιμους. Ο φόβος άρχισε να υποχωρεί σιγά σιγά και η κοπέλα δέχθηκε την ωμή αλήθεια βλέποντας το κορίτσι δίπλα στον νεαρό να την κοιτάζει με ειλικρινές ενδιαφέρον, καθώς τα μάτια της μαρτυρούσαν μια αγωνιώδη περιέργεια να μάθει τι ήταν αυτό που έκανε ο Πλάτων και πυροδότησε την εμφάνιση του απόλυτα έκπληκτου βλέμματος πάνω στο πρόσωπό της.
Η πρωτοφανής εμπειρία, που μόλις είχε βιώσει, την ταρακούνησε συθέμελα και η σκέψη της είχε σαστίσει, αλλά  πείστηκε ότι είχε όντως ακούσει μέσα της, αντηχούσε ακόμη σε όλο της το σώμα, την φωνή του γοητευτικού νέου που την κοίταζε τώρα με τα ευγενικά του μάτια ήρεμος και πράος. Της θύμισε η εικόνα που αντίκριζε, με τον Πλάτων σε πρώτο πλάνο και τους υπόλοιπους από πίσω του, μια θυσία, ένα πρόβατο προς σφαγή ανάμεσα στους πεινασμένους λύκους. Δεν ένιωθε σίγουρα τρελή και επίσης σίγουρα το κορίτσι δίπλα στον νεαρό που την κοίταζε άπληστα θα ήθελε τώρα απεγνωσμένα να είναι στην θέση της.
-Ποιος είσαι; Πες μου μόνο το όνομα σου, ζήτησε με αγάπη στην φωνή της.
-Με λένε Πλάτων ... Αντιγόνη! Έχεις κι εσύ υπέροχο όνομα.            
Η Αντιγόνη, δεν αντιλήφθηκε ότι ο Πλάτων είχε βρει το όνομα της  μες τα συρτάρια του μυαλού της, νομίζοντας απλώς ότι το είδε στο καρτελάκι που φορούσε στην στολή της. Εκεί, στο μυαλό της, βρήκε και την  αγανάκτηση της για το γεγονός ότι ανήκε στην «γενιά των εφτακοσίων ευρώ». Μόλις τώρα συνειδητοποίησε εντυπωσιασμένος και ο ίδιος ότι και οι πιο μύχιες και απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων, ήταν πλέον ανοιχτό βιβλίο γι’ αυτόν. Μπορούσε να ψάξει στα κατάστιχα του μυαλού των άλλων, όπως ψάχνουμε ένα βιβλίο σε μια βιβλιοθήκη.
Η Αντιγόνη πήρε εκστασιασμένη την ταυτότητα της Νεφέλης και έδωσε μια κάρτα στον Πλάτων.
-Ορίστε, το 628  είναι το  δωμάτιο σας, είπε  μην έχοντας ξεπεράσει πλήρως το σοκ, αλλά με ένα αίσθημα πρωτόγονης ικανοποίησης να την κυριεύει. Ένιωθε βαθιά μέσα της ότι ο νέος αυτός είχε ένα πολύ μακρινό ταξίδι μπροστά του και θα έκανε έστω το ελάχιστο που μπορούσε για να τον βοηθήσει στον δρόμο του.
-Σ’ ευχαριστούμε πολύ Αντιγόνη, τόνισε ο Πλάτων. Θα τα ξαναπούμε, της είπε με σιγουριά αφήνοντας την να μετράει τα δευτερόλεπτα μέχρι την επομένη συνάντηση της με τον υπέροχο αυτό νεαρό. Τους είδε να μπαίνουν στο ασανσέρ και γύρισε με ένα τεράστιο χαμόγελο στον προϊστάμενο της λίγο πιο πέρα.
-Ωραία μέρα, του είπε και γύρισε στον επόμενο πελάτη, που περίμενε να κλείσει δωμάτιο, ενώ το μυαλό της προσπαθούσε μάταια να κατευνάσει τις χιλιάδες ερωτήσεις για το τι είχε συμβεί κι ενώ η καρδιά της χόρευε σαν τρελή στο στήθος της!
                                                                           8
Ανέβηκαν αμίλητοι στο δωμάτιο. Ένιωθαν και οι δυο περίεργα. Ήξεραν, ή τουλάχιστον φανταζόταν, τι θα επακολουθούσε, αλλά ένα αίσθημα αβεβαιότητας, ίσως και ντροπής, υπέβοσκε μέσα τους. Άλλωστε, δεν γνωρίζονταν παρά λίγες μόνο ώρες. Κι όμως! Ίσως αυτός να ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής τους. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον, υπάρχουν όμως κάποιες περιπτώσεις, λίγες περιπτώσεις, όπου και οι δυο στο ξεκίνημα αντιλαμβάνονται ότι η δικιά τους σχέση τους έχει κάτι το ξεχωριστό, κάτι το απροσδιόριστα γοητευτικό. Άλλοι θεωρούν ότι βρήκαν την «αδελφή» ψυχή που όλοι ψάχνουν σαν το άγιο δισκοπότηρο κι άλλοι ... Τελοσπάντων, οι φίλοι μας μπήκαν στο δωμάτιο αμίλητοι και έμειναν έτσι για τα υπόλοιπα … λίγα δευτερόλεπτα. Μετά, η ντροπή και οι αναστολές πήγαν περίπατο και δεν θα ξαναγύριζαν ποτέ. Ένα ξέφρενο πάθος κυρίεψε και τους δύο!
Με το που ακούστηκε η πόρτα να κλείνει πίσω τους, η Νεφέλη πέταξε το σάκο της και όρμησε στον Πλάτων. Άρχισε να τον φιλά παθιασμένα και να τον ξεντύνει. Αυτός αποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμα της και την πήγε φιλώντας την στο κρεβάτι. Την πέταξε πάνω στο μαλακό και καλοστρωμένο στρώμα και άρχισε να γδύνεται,  χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω της. Αυτή έκανε ακριβώς το ίδιο. Η ατμόσφαιρα είχε ήδη ηλεκτριστεί και η απαίτηση της ηδονής αιωρούνταν στο δωμάτιο ερεθίζοντας τους κατακόρυφα. Ήθελαν τρελά ο ένας τον άλλο. Εδώ και τώρα! Χωρίς καμιά έγνοια για το μέλλον. Ήταν μαζί και δεν τους ένοιαζε ακόμη και το σύμπαν να κατέρρεε!
Άρχισαν το σεξ, βίαιο και παθιασμένο, αλλά ταυτόχρονα έκαναν και έρωτα. Κοιτάζονταν λάγνα, φιλιόνταν τρυφερά, χαϊδεύονταν. Τα λυγερά κορμιά τους μπλεγμένα σαν κλαδιά δέντρων κι ωθούμενα από μια πρωτόγνωρη έκσταση προσπαθούσαν να γίνουν ένα, την ώρα που τα συναισθήματα τους είχαν ήδη ενωθεί με μια προσμονή οργιώδους ευτυχίας. Γεύονταν το σάλιο και τον ιδρώτα του άλλου. Άγγιζαν κι οσφραίνονταν το ιδρωμένο δέρμα και τις ορμόνες που ξεχύνονταν απ’ τους πόρους τους. Αντάλλασαν υγρά και τέλειωσε μέσα της κάθε φορά που το έκαναν. Είχαν κι οι δυο τους πριν ερωτικές εμπειρίες, τίποτα όμως δεν συγκρινόταν με την απόλυτη ηδονή που βίωναν τώρα μαζί. Σπαρταρούσαν ο ένας στα χέρια του άλλου με τους οργασμούς να τους συγκλονίζουν.
Μετά από αρκετές ώρες κι αφού δοκίμασαν άγρια τα όρια τους, εξαντλημένοι πλέον, κοιμήθηκαν αγκαλιά, αποκαμωμένοι, αλλά νιώθοντας μια βαθιά γαλήνη να τους σκεπάζει σαν κουβέρτα. Κείτονταν στο κρεβάτι γυμνοί, ιδρωμένοι και αναμαλλιασμένοι. Οι καρδιές τους επανέρχονταν σταδιακά στους φυσιολογικούς τους ρυθμούς, μετά τον ερωτικό τους μαραθώνιο! Οι ορμόνες άρχιζαν να σταθεροποιούνται έχοντας συντελέσει το πολύτιμο έργο τους. Και ενώ όλα αυτά ήταν ήδη ιστορία και τα κύματα απόλαυσης καταλάγιαζαν αργά, ένα σπερματοζωάριο είχε καταφέρει κιόλας να εισχωρήσει στην μήτρα της Νεφέλης. Σαν άξιος νικητής βρήκε το φιλόξενο περιβάλλον που αναζητούσε και είχε ξεκινήσει μια γενετικά προκαθορισμένη διαδικασία. Σε εννέα μήνες θα γίνονταν γονείς! Τι υπέροχη η τυχαιότητα του σύμπαντος! Πόσο αγνές κι όμορφες οι δημιουργίες  της!