Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΝΟ 10


                                         ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ


                                                                        1

Μπήκε στο δωμάτιο λίγη ώρα, αφότου η Νεφέλη αποκοιμήθηκε βαθιά. Ξάπλωσε δίπλα της, παρακολουθώντας την γαλήνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της. Παρατηρώντας την, ένιωσε μέσα του ότι το κορίτσι δίπλα του ήταν πραγματικά ευτυχισμένο έτσι όπως τα χείλη της σχημάτιζαν μια υποψία χαμόγελου και ανίχνευσε με σιγουριά ότι η αιτία γι’ αυτό ήταν αυτός. Η παρουσία του και η αγάπη του. Αναρωτήθηκε με θλίψη αν αυτό είναι αρκετό, όχι μόνο για την Νεφέλη, αλλά για όλους τους ανθρώπους. Κατανοούσε ότι η αγάπη δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα βιολογικό μηχανισμό, ο οποίος έχει σαν μοναδική αποστολή να φέρει κοντά τους άντρες με τις γυναίκες με στόχο την αναπαραγωγή. Αρχαίες ουσίες, που βρίσκονται στους εγκεφάλους μας προκαλούν αυτή την υπέροχη αίσθηση, την αρμονία και την σιγουριά της ασφάλειας!
Σε τελική ανάλυση μήπως αυτός δεν είναι ο απόλυτος στόχος κάθε  ανθρώπινου όντος; Η αγάπη! Όχι, όμως γενικά κι αόριστα, αλλά η ολοκληρωτική αγάπη ενός διαφορετικού ανθρώπου, που ξεκινώντας σαν ένας άγνωστος καταλήγει σταδιακά να χαρίζει στιγμές ευτυχίας σε μια πορεία, αναμενόμενης δυστυχίας, που καταλήγει στον θάνατο; Η έστω και προσωρινή κατάργηση της μοναξιάς του θανάτου!
«Ερχόμαστε μόνοι και φεύγουμε μόνοι!»
Στο ημίφως του αυγουστιάτικου φεγγαριού παρατήρησε το γυμνό της κορμί, απ΄ τα σκούρα της μαλλιά μέχρι τα λευκά της  πόδια. Η μόνη τεχνητή προσθήκη στην φυσική της ομορφιά ήταν τα μαύρα εσώρουχά, τα οποία χάριζαν την τέλεια πινελιά στο κάδρο των ματιών του. Ένιωσε τον ανδρισμό του να ξυπνάει και έτεινε το χέρι του να την αγγίξει, να της χαϊδέψει το πρόσωπο. Μόνο για αρχή, μιας και σκόπευε να συνεχίσει κατεβαίνοντας χαμηλότερα, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κορμιού της. Μάταια όμως!
Μόλις το χέρι του άγγιξε ελάχιστα το δέρμα της, η γνώση που το κορίτσι είχε αποκτήσει μες τον ύπνο της πέρασε αστραπιαία μέσα του σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Για πρώτη φορά απ’ όταν απέκτησε τις δυνάμεις του, η αίσθηση που τον κυρίεψε ήταν τόσο έντονη, δυνατή και απρόσμενη, που ο Πλάτων κοκάλωσε, ανίκανος ακόμη και να κινηθεί. Το σημείο επαφής ανάμεσα στην άκρη του δαχτύλου του και του δέρματος δίπλα στο μέτωπό της, συνέχιζε ασταμάτητα την ροή πληροφοριών.
Είδε στον μικρόκοσμο του κορμιού της δυο κύτταρα, ένα σπερματοζωάριο και ένα ωάριο, να ενώνονται και την αλληλουχία μιας γενετικά καθορισμένης διαδικασίας. Είδε τον πολλαπλασιασμό του νέου κυττάρου σε δύο, τέσσερα, οκτώ κ.ο.κ. Σήμερα, σχεδόν μια εβδομάδα μετά, το πολυκύτταρο συνονθύλευμα άρχισε να μορφοποιείται σε κάτι που θύμιζε αδιόρατα μικρογραφία ανθρώπινου όντος, ενός όντος που έμελε να είναι το παιδί του. Μόλις αντίκρισε την εικόνα αυτή τράβηξε απότομα το δάχτυλο του και η σύνδεση με το μελλοντικό του είναι κόπηκε ακαριαία.
Σηκώθηκε απότομα απ΄ το κρεβάτι κοιτώντας με απορία την Νεφέλη και προσέχοντας καλύτερα την έκφραση του προσώπου της διαπίστωσε ότι το κορίτσι ήξερε. Την είδε να κοιμάται ήρεμη, με την γαλήνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της και οι παλάμες της αγκάλιαζαν  στοργικά την κοιλιά της και το αγέννητο μωρό τους. Προχώρησε αργά κι αθόρυβα δίπλα απ΄ το κρεβάτι, πηγαίνοντας πλάι στο κορίτσι. Γονάτισε και έμεινε να την κοιτάζει. Τα συναισθήματα του ήταν εντελώς μπερδεμένα εκείνη την στιγμή κι ακόμη κι ο πανίσχυρος εγκέφαλός του δυσκολευόταν να τα βάλει σε τάξη. Σε εννιά περίπου μήνες θα αποκτούσε ένα παιδί, κάτι το οποίο ήταν εντελώς εκτός προγράμματος. Δεν είχε σκεφτεί να φέρει στον κόσμο μας ένα παιδί, τουλάχιστον όχι ακόμη.
Ήξερε ότι ζούσε σε έναν σκληρό κι αδυσώπητο πολιτισμό, που αντιμετωπίζει τα παιδιά σαν αντικείμενα, εκκολαπτόμενους καταναλωτές με περιορισμένη δυνατότητα σκέψης και προοπτικές. Κι όμως, παρότι σκόπευε απ’ όταν θυμόταν τον εαυτό του να κάνει παιδία όταν οι συνθήκες που επιθυμούσε θα ήταν ιδανικές, η τύχη παίζει τα δικά της παιχνίδια. Το αποτέλεσμα του πάθους τους ήταν ήδη ορατό στον ίδιο και την Νεφέλη και θα γινόταν εξίσου ορατό σύντομα και στους υπόλοιπους. Ήταν χαρούμενος; Ίσως! Προβληματισμένος; Σίγουρα!
Σηκώθηκε και πήγε στο ανοιχτό παράθυρο. Το αδύναμο αεράκι, που χάιδευε τα κλαδιά των δέντρων στο αγρόκτημα, μπήκε απρόσκλητο στο δωμάτιο και στροβιλίστηκε γύρω του, ανίκανο όμως να διώξει τους βαθιά ριζωμένους προβληματισμούς του. Γύρισε επιδεικτικά την πλάτη του σε ό,τι βρισκόταν έξω στην πλάση και ξαναστράφηκε στο κοιμισμένο κορίτσι. Η κατάσταση περιπλέκονταν ακόμη περισσότερο. Είχε την οικονομική άνεση αν ζούσε μια φυσιολογική ζωή, μιας και δούλευε πολύ καλά αμειβόμενος πάνω από μια δεκαετία, αλλά και λόγω της οικονομικής επιφάνειας των γονιών του, να εγγυηθεί την οικονομική επιβίωση του μωρού. Το πρόβλημα όμως ήταν αλλού.
Δεν ήξερε κατά πόσο θα μπορούσε από εδώ και στο εξής να εγγυηθεί την ασφάλειά του. Πλέον δεν θα ανησυχούσε μόνο για την Νεφέλη, αλλά και για το αγέννητο παιδί τους. Αυτός είχε μπει οικιοθελώς σε έναν άχαρο χορό, γεμάτο μίσος κι εχθρούς, που παραμόνευαν, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, στην γωνία. Ο χρόνος του ήταν περιορισμένος και οι κίνδυνοι που θα αντιμετώπιζε στο μέλλον τεράστιοι, ίσως δυσβάστακτοι ακόμη και γι’ αυτόν παρά τις τρομακτικές του δυνάμεις. Το δίλημμα ανέκυψε αυτόματα στο μυαλό του και ένα ερώτημα γεννήθηκε. Θα ρίσκαρε το μέλλον του μωρού και της Νεφέλης, δίνοντας της το δικαίωμα της επιλογής για το αν θα μείνει ή όχι κοντά του, όντας σχεδόν σίγουρος για την θετική της στάση, ή θα την έδιωχνε από δίπλα του με κάθε κόστος για να προφυλάξει το μωρό τους και το… μέλλον των δυνάμεών του, που ήταν βέβαιο ότι βρισκόταν ξεκάθαρα γραμμένες στα γονίδιά του;
Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να κάνει πίσω, ενώ περπατούσε στον δρόμο του ονείρου του. Η άμεση αλλαγή και η κατάκτηση της κορυφής για τον ανθρώπινο πολιτισμό αποτελούσε ένα μοναδικό όνειρο (ή μήπως μια Χίμαιρα;) και σίγουρα την απόλυτη προτεραιότητα του!
Πήρε εκείνη την στιγμή συνειδητά μια απόφαση, από αυτές που μπορεί να πάρουμε όλοι μας, αν και ελάχιστες φορές στην διάρκεια της ζωής μας. Κοιτώντας την αγαπημένη του δέχτηκε μέσα του χωρίς αντίρρηση το αναπόφευκτο. Συνειδητοποίησε ότι ήταν ικανός για κάτι ακόμη πιο δύσκολο, κάτι άκρως εγωιστικό. Το ανθρώπινο κομμάτι του δεν θα έδινε καμιά επιλογή στην Νεφέλη. Η αδιαπραγμάτευτη θέλησή του δεν άφησε περιθώριο ούτε καν στην σκοτεινή Σκιά να εκφράσει τα εύλογα επιχειρήματά της. Του ήταν αδύνατο, αδύνατο να την διώξει από κοντά του ή έστω να της δώσει την επιλογή να τον αφήσει για χάρη του μωρού τους. Του ήταν απλώς αδύνατο να προχωρήσει στο δύσκολο έργο που ορθωνόταν μπροστά του, χωρίς την στήριξη της και την θέρμη της αγκαλιάς της. Χωρίς το χαμόγελο και το νάζι της! Χωρίς την αγάπη της και την ζωογόνο συντροφιά της στο … μοναχικό ταξίδι του θανάτου του! Δέχτηκε την τελευταία σκέψη, που ξεπήδησε ακάλεστη απ΄ το ασυνείδητό του, με ένα ελαφρό ρίγος να διαπερνά την σπονδυλική του στήλη. Έσβησε ακαριαία τον εγκέφαλο του πριν οποιοδήποτε συναίσθημα προλάβει να εκφραστεί, ξάπλωσε δίπλα της, την τύλιξε σφιχτά με τα χέρια του  και κοιμήθηκε μαζί της.

                                                                        2

Το πρωινό ξύπνημα ήταν ονειρικό, καλύτερο απ’ ότι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Η Νεφέλη είχε υπέροχη διάθεση και αυτό αντικατοπτριζόταν σε κάθε της ματιά, κίνηση, λέξη, στον τρόπο που περπατούσε ανάλαφρα σαν να πετούσε, στα χρώματα του ουράνιου τόξου που κυμάτιζαν γύρω της. Ξύπνησε πρώτη και η χαρά που αισθάνθηκε όταν τον είδε πλάι της ήταν απίστευτη, σαν το χριστουγεννιάτικο ξύπνημα των μικρών παιδιών που τρέχουν ξυπόλητα κι ανακαλύπτουν με αγαλλίαση ότι ο Αϊ-Βασίλης τους έφερε το πολυπόθητο δώρο τους. Τον φίλησε καμιά δεκαριά φορές τρυφερά σε όλο το πρόσωπο του, τραβώντας τον απαλά από τον ύπνο του, μπήκε για ένα γρήγορο ντους, βγήκε απ’ το δωμάτιο φυσώντας του ένα φιλί από την παλάμη της, καθώς αυτός την κοιτούσε νυσταγμένος και κατέβηκε τρέχοντας στην κουζίνα να του φτιάξει πρωινό.
Όταν ο Πλάτων μπήκε στην κουζίνα μετά από λίγη ώρα, η Νεφέλη ολοκλήρωνε αυτό που δίχως αμφιβολία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το καλύτερο πρωινό όλων των εποχών. Και τι δεν είχε ετοιμάσει! Τι τοστ με φέτες γαλοπούλας, τυριού και μαρούλι. Τι αυγά βραστά, κομμένα στα τέσσερα με λαδάκι και πιπέρι. Τι φέτες ψωμιού με κάθε δυνατή επάλειψη: βούτυρο και μέλι ή μαρμελάδα ή μερέντα, φυστικοβούτυρο, ταχίνι. Τι κρουασάν με διάφορες γεύσεις. Χυμούς φρεσκοστυμμένους στον αποχυμωτή από πορτοκάλια, μήλα και μπανάνες. Είχε φτιάξει και αρκετά λίτρα καφέ φίλτρου με γεύση βανίλια, ο αγαπημένος της. Ένα ολόκληρο τραπέζι στολισμένο με καθαρή ενέργεια σε διάφορες μορφές και γεύσεις!
-Καλημέρα, μωρό μου, είπε παρατώντας την κούπα με τον καφέ και όρμησε στην αγκαλιά του. Ο Πλάτων μύρισε με ευχαρίστηση τα φρεσκολουσμένα της μαλλιά κι απόλαυσε την θερμή αγκαλιά της.
-Καλημέρα και σας, όμορφη δεσποινίς, της απάντησε ναζιάρικα με το πιο ερωτικό και συνάμα γλυκό του χαμόγελο. Την σήκωσε ψηλά και της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί. Να το καλύτερο πρωινό του κόσμου!
Την άφησε και πάλι κάτω και αυτή πήρε το πιο παιχνιδιάρικο βλέμμα της, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο της και λικνίζοντας το κορμί της δεξιόστροφα κι αριστερόστροφα. Δεν πήρε στιγμή τα μάτια της απ’ τα δικά του. Χαμογελώντας προσπαθούσε να διαγνώσει στο βλέμμα του έστω κι ένα σημάδι γνώσης, ότι  ήξερε το μυστικό της. Αυτό δεν άργησε να ‘ρθεί.
Την αγκάλιασε με το ένα του χέρι γύρω από την μέση της και με το άλλο, χάιδεψε πρώτα το μάγουλο της και μετά το πηγούνι της, ενώ την κοίταζε με τρυφερότητα. Η καρδιά της άρχισε να επιταχύνει.
«Κάνε θεέ μου, να το θέλει». Παύση.
«Πλάτων;»
Αυτός πλησίασε στο αυτί της και της ψιθύρισε:
-Νεφέλη!
-Ναι;
-Εννοείτε πως το θέλω, μωρό μου. Πώς θα γινόταν αλλιώς, είπε και το κορίτσι κούρνιασε στην φωλιά των δυνατών του χεριών, πιο σίγουρη κι ευτυχισμένη από ποτέ. Αυτό που δεν της είπε ήταν ότι  πάνω απ’ όλα ήθελε εκείνη. Το μωρό τους δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την θέληση της ίδιας της ζωής κι έτσι ελάχιστο λόγο είχαν στην ύπαρξη του. Θα του πρόσφεραν τα πάντα εάν τους ήταν δυνατό, αλλά θα ήταν ανίσχυροι να αλλάξουν την πορεία και τις επιθυμίες του.
Τα δύσκολα είχαν περάσει λοιπόν. Η Νεφέλη δεν σκέφτηκε καν το ενδεχόμενο να φύγει για να προστατέψει το μωρό τους, ίσως δεν το συνειδητοποίησε κιόλας. Δεν αναλογίστηκε καθόλου τον κίνδυνο που μπορεί να διέτρεχε. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε ιδέα για τον πράκτορα που βρισκόταν στο κατόπι του αγαπημένου της, ούτε για τις προθέσεις του Πλάτων στο απώτερο μέλλον. Μπορεί ασυνείδητα να της είχε περάσει απ’ το μυαλό κάτι σχετικό με τον κίνδυνο που διέτρεξε η ίδια της η ζωή μόλις πριν από λίγες ημέρες, (ή μήπως ήταν έναν αιώνα πριν; Δεν μπορούσε να θυμηθεί), δεν είχε όμως καμιά απολύτως πρόθεση να τον αφήσει. Τον αγαπούσε τόσο πολύ. Το μόνο που ήθελε ήταν να είναι μαζί. Οι τρείς τους!

                                                                        3

Το πρωινό της Παρασκευής πέρασε λοιπόν με πολύ φαγητό και κουβέντα. Η Νεφέλη φρόντισε πρώτα να σερβίρει πρωινό στους άντρες της προσωπικής της πλέον φρουράς, οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν από την χαρούμενη διάθεση, όλο σκέρτσο και χαμόγελο, του κοριτσιού και στην συνέχεια αφοσιώθηκε στον Πλάτων. Μίλησαν περί ανέμων και υδάτων, προσπαθώντας να γνωριστούν πραγματικά και δεν είπαν κουβέντα για το μωρό. Χωρίς πολλή σκέψη κατάλαβαν ότι αυτό μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμη. Εν αντιθέσει με τις εξελίξεις που έτρεχαν. Κόντευε δώδεκα το μεσημέρι, όταν ο Πλάτων αποφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη ώρα για να φύγει. Σε λίγο ο πρωθυπουργός θα έβγαζε το διάγγελμα, που είχε ο ίδιος αποφασίσει και έπρεπε να είναι παρόν. Βασικά, χωρίς την δική του παρουσία δεν θα υπήρχε ποτέ αυτό το διάγγελμα, οπότε...
Ενημέρωσε τους άντρες που φυλούσαν την γυναίκα και το αγέννητο παιδί του για την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου, κινδύνου και για την ίδια τους την ζωή, καθώς και της ιστορικής αλλαγής που προετοίμαζε με τον πρωθυπουργό. Απευθύνθηκε στο αίσθημα τους χρέους και της ευθύνης τους, χρησιμοποιώντας, είναι η αλήθεια, και το δέος που τους προκαλούσε η Δύναμή του. Τους ζήτησε απόλυτη προσοχή και πειθαρχία.
Η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν προσπάθησε να ελαφρύνει την διάθεσή τους, δεν τα κατάφερε. Στα μάτια τους είδε μόνο πλήρη αφοσίωση στο θέλημά του. Και πως θα μπορούσε άλλωστε; Ποιος θα ένιωθε ανάλαφρα δίπλα στον πιο εξωπραγματικό άνθρωπο που είχε υπάρξει ποτέ; Ποιος θα μπορούσε να γίνει απλώς … φίλος του; Κανείς, γιατί οι μαγικές του δυνάμεις θα ήταν πάντα μπροστά, θα επισκίαζαν εύκολα τον χαρακτήρα και τον καθημερινό άνθρωπο, αυτόν που ένιωσε εντελώς ξαφνικά, σε μια στιγμιαία απώλεια του ελέγχου για μια μοναδική στιγμή, ότι βυθιζόταν σταδιακά όλο και πιο βαθιά μέσα στο είναι του, αφήνοντας χώρο στην Σκιά να βγει μπροστά. Να βγει στο πολυπόθητο φως! Και να το κατακτήσει!
Ξεκίνησε για το Μέγαρο Μαξίμου φιλώντας παθιασμένα την Νεφέλη. Αυτή κρατούσε τα χέρια του με ζήλο και δυσκολευόταν να τον αφήσει. Της ήταν αδύνατο, τον ήθελε μαζί της κάθε δευτερόλεπτο, κάθε στιγμή, δεν ήθελε να χάσει ούτε μια ανάσα. Την κοίταξε αυστηρά, όπως ο δάσκαλος την ατίθαση μαθήτρια που ξεπέρασε τα όρια. Άφησε το χέρι του, λες και άφηνε τον μεγαλύτερο θησαυρό του κόσμου, αργά, υποχρεωτικά! Την ξαναφίλησε, αυτή την φορά στο μέτωπο, άγγιξε με το ακροδάχτυλο την κοιλιά της, μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε.

Την ίδια ώρα, λίγα χιλιόμετρα μακριά, ο πρωθυπουργός αγωνιούσε για την απουσία του. Η στιγμή που θα στεκόταν ενώπιον του ελληνικού λαού για το διάγγελμα πλησίαζε επικίνδυνα και ο Πλάτων ήταν απών. Δεν ήθελε, και δεν είχε και το θάρρος μεταξύ μας, να σηκώσει αυτό το βάρος μόνος του. Τον χρειαζόταν δίπλα του, όπως ο πολεμιστής χρειάζεται τον συμπολεμιστή του στο πεδίο της μάχης. Να τον βλέπει να πολεμά, να ακούει τις κραυγές του, να οσμίζεται το αίμα, καθώς σκοτώνει τους εχθρούς και να μεταμορφώνεται και η δικιά του καρδιά, από καρδιά προβάτου σε καρδιά λιονταριού.
Είχε ετοιμάσει ένα προσχέδιο του λόγου του με τα κυριότερα θέματα για τα οποία ήθελε να μιλήσει. Στην αρχή, διάφορα άτομα πηγαινοερχόταν γύρω του στον χώρο όπου θα γινόταν το διάγγελμα, τεχνικοί της τηλεόρασης που ρύθμιζαν την κάμερα, τα φώτα και τον ήχο, κι όμως αυτός αδιαφορούσε για όλους και για όλα. Αισθανόταν απελπιστικά μόνος του, λες και σκιές και όχι άνθρωποι τον περιτριγύριζαν, ενώ αυτός περίμενε με αγωνία τον ένα και μοναδικό άνθρωπο που είχε σημασία εκείνη την στιγμή.
Ευθύς μόλις τον είδε να μπαίνει στο δωμάτιο και τα βλέμματά τους συγκρούστηκαν ένιωσε ένα ολόκληρο βουνό να πέφτει απότομα από τις πλάτες του και τον  ιδρώτα να  μην χύνεται ποτέ απ’ τις πηγές του. Ξαφνικά αισθάνθηκε  ανάλαφρος  και  ανακουφισμένος. Τα λεπτά που είχαν απομείνει ήταν ελάχιστα.
-Η πιο μεγάλη ώρα της ζωής σας αρχίζει τώρα, κύριε πρωθυπουργέ. Το ξέρετε αυτό, έτσι δεν είναι; Είστε έτοιμος, τον ρώτησε ο Πλάτων με φωνή ήρεμη, πλησιάζοντας τον. Τα μάτια του ήταν ψυχρά κι απόμακρα, το πρόσωπο του ανέκφραστο. Ο πρωθυπουργός κατάλαβε την κρισιμότητα της κατάστασης ευθύς μόλις αντίκρισε αυτό το βλέμμα. Όπως όλοι μας, αγνοούσε την σκληρή πραγματικότητα, μέχρι το μέλλον να φτάσει και  να πάρει την θέση του παρόντος. Τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις ευθύνες μας και τα αποτελέσματα των πράξεων, που έχουμε ήδη διαπράξει και τις οποίες είναι αδύνατον να αναιρέσουμε.
Κι όμως, αυτός δεν ήταν εκεί για να απολογηθεί για τα ελάχιστα πεπραγμένα των τελευταίων ετών (αυτά λίγη σημασία είχαν τώρα), αλλά για κάτι πολύ σημαντικότερο. Για να κηρύξει το μέλλον! Στήθηκε μπροστά στο μικρόφωνο, με την γαλανόλευκη ελληνική σημαία πίσω δεξιά του και την μπλε με τα χρυσά αστέρια ευρωπαϊκή σημαία στα αριστερά του για φόντο, και καθάρισε την φωνή του. Κοίταζε τον Πλάτων, ο οποίος έκατσε σε μια καρέκλα απέναντι του και τον παρατηρούσε στωικά. Έδωσε εντολή να μείνουν μόνοι τους στον χώρο. Η κάμερα βρισκόταν στην θέση της και από το διπλανό δωμάτιο ο σκηνοθέτης περίμενε την εντολή του πρωθυπουργού για να αρχίσει η πανελλήνια μετάδοση.
Τα κανάλια ήταν όλα σε ετοιμότητα. Παραδόξως, αν και Αύγουστος, ο μήνας των διακοπών, αρκετός κόσμος είχε στηθεί μπρός τις τηλεοράσεις και περίμενε το απροσδόκητο και ιστορικό, όπως βαφτίστηκε απ’ τα κανάλια, διάγγελμα. Οι υποθέσεις έδιναν κι έπαιρναν για το περιεχόμενο του, αν και κανείς τους δεν μπόρεσε να πλησιάσει στην πραγματικότητα. Οι Έλληνες λοιπόν, άλλοι καθισμένοι στο σπίτι τους ή στις δουλειές τους και άλλοι στις καφετέριες και τις παραλίες, και με απόλυτη προσήλωση στο βλέμμα τους και κάποιοι άλλοι με προσποιητή αδιαφορία, περίμεναν. Ποιος ξέρει ποια δύναμη ώθησε τόσους ανθρώπους, κατά βάση αδιάφορους για την πολιτική, να περιμένουν καρτερικά μπρος τις οθόνες. Ίσως απλώς η τελευταία εβδομάδα ήταν τόσο πλούσια σε γεγονότα, γεγονότα αναπάντεχα κι ανεπανάληπτα για τον μέσο Έλληνα, που το σημερινό διάγγελμα του πρωθυπουργού φάνταζε σαν το κερασάκι στην τούρτα. Ίσως…
Το σίγουρο είναι ότι μόλις οι δέκτες έδειξαν τον πρωθυπουργό να στέκει απέναντι τους κοιτώντας προς την κάμερα, όλοι κατάλαβαν το δυσβάσταχτο φορτίο αυτού του ανθρώπου. Κοίταζε αμήχανος στο κενό σαν να περίμενε κάτι και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έμοιαζαν αλλοιωμένα από ένα ασίγαστο άγχος. Ένιωσαν όλοι ξεκάθαρα ότι αυτό που διαδραματιζόταν ήταν πολύ σοβαρό για να κάνει τον ίδιο τον πρωθυπουργό, έναν άνθρωπο με μεγάλη πείρα στην επικοινωνία και με τεράστια ευφράδεια λόγου, να μοιάζει με σχολιαρόπαιδο, που καλείτε να πει για πρώτη φορά το ποίημα!
Εκεί που νόμιζε ότι όλα θα πήγαιναν καλά, ξάφνου έσπασε. Κρύος ιδρώτας άρχισε να κυλά στο μέτωπο του και οι σφυγμοί του ξεκίνησαν ένα ολυμπιακό κατοστάρι. Διάφορες σκόρπιες σκέψεις, καταπιεσμένες, χόρευαν στο κρανίο του, κάνοντας αδύνατη την άρθρωση οποιουδήποτε λόγου. Κοίταξε τον Πλάτων, που τον παρακολουθούσε ατάραχος κι απόκοσμος. Στους δέκτες φάνηκε ότι γύρισε τα μάτια του κι εστίασε το βλέμμα του αλλού. Αρκετοί κατάλαβαν ότι δεν ήταν μόνος, απορώντας ποιον μπορεί να κοιτάζει.
«Πώς να είμαι σίγουρος ότι κάνω το σωστό;». «Σαν πολύ εύκολα δεν με έπεισε;» «Κι αν θέλει μόνο το κακό μας;» Σκέψεις πήγαιναν κι έρχονταν κι αδιαφορούσε για το αν θα τις άκουγε ο νέος, που τον παρατηρούσε με απόλυτη προσοχή. Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει πως ακριβώς βρέθηκε σ’ αυτην την θέση. Ήταν επιλογή του ή του είχε επιβληθεί απ’ το πλάσμα, που καθόταν απέναντί του;
Δεν πέρασαν παρά λίγα δευτερόλεπτα, καμιά εικοσαριά, ίσως και τριάντα, και πάνω που όλοι οι τηλεθεατές είχαν παγώσει περιμένοντας τον πρωθυπουργό να στρέψει το βλέμμα του προς το μέρος τους και να ανοίξει το στόμα του, ο Πλάτων αντιλαμβανόμενος τον πειρασμό που τον κατέτρωγε, έκανε κάτι αναπάντεχο. Σηκώθηκε με τα μάτια πάντα καρφωμένα πάνω του, ένευσε με το κεφάλι σε μια κίνηση, που ενώ θα μπορούσε να σημαίνει τα πάντα σήμαινε απλά,
«Προχώρα, όπως νομίζεις!»
έκανε μεταβολή και βγήκε απ’ το δωμάτιο αφήνοντας τον μόνο του.
Η έκπληξη του πρωθυπουργού ήταν φανερή όταν γύρισε προς την κάμερα και τους σύξυλους τηλεθεατές και πετώντας με μια αυθόρμητη κίνηση τα χαρτιά της ομιλίας του άρχισε να μιλά. Από την καρδιά του!
-Ελληνίδες, Έλληνες, σας χαιρετώ, είπε με φωνή τρακαρισμένη. Περίμενα λίγα δευτερόλεπτα για να βεβαιωθώ. Να βεβαιωθώ ότι κάνω το σωστό για όλους εσάς, για την πατρίδα μας. Δεν ήταν όμως στο χέρι μου. Αντιθέτως, υπάρχει κάποιος άλλος, που μου έδειξε περίτρανα, μόλις τώρα, ότι στόχος του δεν είναι η χειραγώγηση, αλλά η ελεύθερη επιλογή. Μια επιλογή την οποία έκανα με καθαρή συνείδηση και με όλη μου την καρδιά.
Σιγά σιγά το τρακ παραμέρισε δίνοντας την θέση του στο θάρρος και την αποφασιστικότητα. Ο πρωθυπουργός πείστηκε για τις ειλικρινείς προθέσεις του Πλάτων, όταν αυτός τον άφησε μόνο του, δίνοντας του το ελεύθερο να πράξει όπως αυτός νόμιζε, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του και να τον κάνει να πει ό,τι ήθελε αυτός, σαν επαγγελματίας μαριονετοπαίχτης.
-Την Δευτέρα το πρωί ένας ξεχωριστός νέος ήρθε στο γραφείο μου. Ήρθε και μου άνοιξε τα μάτια, διώχνοντας το νέφος της εξουσίας και της ... απληστίας, συνέχισε με έμφαση. Το νέφος που μου έκλεινε το οπτικό πεδίο. Τώρα βλέπω πιο καθαρά από ποτέ. Βλέπω τον στόχο, προσπαθώ να τον αγγίξω. Κι όμως κάτι με εμποδίζει. Ένας αόρατος τοίχος. Το εγώ μου! Το εγώ μας! Τι λέτε να τον σπάσουμε όλοι μαζί; Μόνο έτσι μπορεί να γίνει, μόνο με συνολική προσπάθεια κι αγώνα θα χτίσουμε το αύριο, που αξίζει στα παιδιά μας!
Εμβρόντητοι οι Έλληνες παρακολουθούσαν την εξομολόγηση του πρωθυπουργού τους. Αν εξαιρέσει κανείς το κλασικό, σκούρο κοστούμι και το γνώριμο σκηνικό, τίποτα δεν θύμιζε τον συνηθισμένο και ξύλινο λόγο ενός πολιτικού. Για πρώτη φορά ίσως, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ένας αρχηγός κράτους, δεν έλεγε στον λαό του, αυτό που ήθελε να ακούσει, δεν τους χάιδευε τα αυτιά, παρά μόνο μιλούσε την γλώσσα της αλήθειας, όπως αυτός την είχε βιώσει. Κάποιοι τον υποστήριζαν κατά την διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, κάποιοι άλλοι όχι.  Όλοι όμως μαγεύτηκαν, ή έστω συμφώνησαν, με την ειλικρίνειά του κι από το όραμα, που τους πρόσφερε απλόχερα.
-Δεν είμαστε τίποτε περισσότερο από χτίστες. Χτίζουμε το αύριο πάνω στην Γη και με τον χρόνο που μας δόθηκε. Κι όπως ξέρετε όλοι σας, κανένα σπίτι δεν χτίζετε από μόνο του, χρειάζονται πολλά χέρια και πολλά μυαλά! Αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τα καλύτερα χέρια και τα καλύτερα μυαλά που διαθέτει αυτός ο τόπος για να χτίσουμε όλοι μαζί την Ελλάδα του Αύριο, μια Ελλάδα άξια του χθες! Καλώ ανοιχτά όλους τους Έλληνες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όσους έχουν πρωταγωνιστήσει στον στίβο της ζωής, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων και παρελθόντος, που μοιράζονται το όνειρό μας, να συστρατευτούν μαζί μας! Μέσα στον επόμενο μήνα θα μιλήσω με όλους όσους θεωρούνται αυθεντία στον χώρο τους, με όλους όσους θελήσουν να προσφέρουν. Και αφού καταλήξουμε στους κατάλληλους ανθρώπους θα σχηματίσω την καλύτερη δυνατή κυβέρνηση, η οποία θα εργαστεί σκληρά με μόνο στόχο την δημιουργία ενός τέλειου κράτους για έναν ευτυχισμένο λαό!
Οι τηλεθεατές είχαν παγώσει. Παντού όπου παρακολουθούσαν τον πρωθυπουργό, οι πολίτες έστεκαν ακίνητοι, προσπαθώντας να αφομοιώσουν τα λεγόμενά του. Όσοι έβλεπαν τους μαρμαρωμένους τηλεθεατές οδηγημένοι από την εύλογη απορία, προσθέτονταν με μιας στο πλήθος. Στο ποίμνιο! Όλα τα αυτιά, τα μάτια και κυρίως τα μυαλά  κρέμονταν από τα χείλη του πρωθυπουργού. Στους πιο μορφωμένους και σκεπτικιστές ξεπήδησε το ερώτημα: Ποιός θα κρίνει τους καλύτερους και ικανότερους; Ποιος θα επιβάλει την ηθική στην πολιτική;
Η απάντηση δεν άργησε να δοθεί.
-Η αξιολόγηση όλων, θα είναι για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, άκρως αντικειμενική. Και θα γίνει με την βοήθεια ενός ιδιαίτερου ανθρώπου. Από τον νέο, που μου άνοιξε τα μάτια, πριν από λίγες ημέρες και που γνωρίσατε μέσα από τις ειδήσεις. Βέβαια, οι υπερβολές που ακούστηκαν δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα, αν και είναι γεγονός ότι ο Πλάτων, αυτό είναι το όνομά του, διαθέτει ένα χάρισμα. Το χάρισμα της Γνώσης και την ικανότητα να βλέπει ξεκάθαρα μες τον πυρήνα του καθενός μας! Μια Νέα Εποχή ξεκινά και είστε όλοι καλεσμένοι σ’ αυτην, είπε κλείνοντας την ομιλία του.
Δεν τους τα είπε όλα κι αυτό γιατί δεν ήταν σίγουρος πόση αλήθεια θα μπορούσαν να αντέξουν. Είπε ακριβώς όσα αισθάνθηκε ότι έπρεπε να πει. Και πράγματι η επίδραση του λόγου του ήταν καταλυτική στην ψυχολογία του αγνού λαού. Ένα αίσθημα ευφορίας εξαπλώθηκε γοργά σε όλη την χώρα. Αισιοδοξία και δέος, κρυφές επιθυμίες για ένα ονειρικό κράτος κι ατομική ευτυχία άρχισαν να βγαίνουν δειλά στην επιφάνεια. Η τόσο απαραίτητη για το ποίμνιο ελπίδα γεννήθηκε ξανά!

                                                                         4

Η Νεφέλη παρακολούθησε αμίλητη και με μια μικρή δόση αγωνίας το διάγγελμα, στο σαλόνι μαζί με τους φύλακες-άγγελους της. Ακούγοντας τα πρωτάκουστα, από πολιτικό άνδρα, λόγια πολλά κι αντικρουόμενα συναισθήματα αγωνίζονταν να επικρατήσουν μέσα της. Ελπίδα και προσδοκία για ένα καλύτερο αύριο. Περηφάνια και σιγουριά για τον Πλάτων, του οποίου ο ρόλος ήταν προφανώς καταλυτικός στην θεαματική στροφή της πολιτικής του πρωθυπουργού. Ευγνωμοσύνη για την τύχη, που την έφερε στον δρόμο του. Το συναίσθημα, όμως που επικράτησε τελικά επισκιάζοντας όλα τα άλλα ήταν ο φόβος και η αμφιβολία. Το κουτί της Πανδώρας είχε ανοίξει και ποιός ξέρει τι μυστήριες δυνάμεις θα ξεπηδούσαν από μέσα!
Ανέβηκε στο δωμάτιο της οδηγημένη ξαφνικά από μια ισχυρή θέληση να είναι μόνη της. Χάιδεψε την ακόμη επίπεδη κοιλιά της, γνωρίζοντας με σιγουριά ότι το μέλλον πλέον γινόταν αμφίβολο. Άγνωστο κι επικίνδυνο! Ο Πλάτων θα βρισκόταν σύντομα στο μάτι του κυκλώνα. Το ίδιο, έστω κι άθελα τους, κι αυτή με το μωρό της. Καθισμένη στο κρεβάτι, φορώντας ένα καλοκαιρινό αέρινο φουστάνι, άρχισε να συλλογίζεται, γεμάτη από μια απερίγραπτη και νωρίτερα σταλμένη φθινοπωρινή θλίψη, για όσα πρόκειται να’ ρθούν. Αγνάντευε σιωπηλή το τοπίο έξω από το παράθυρο, όταν η φθινοπωρινή βροχή ξέσπασε κι η Νεφέλη άρχισε να κλαίει, κι όχι μόνο από τα μάτια της. Έκλαιγε όλο της το σώμα!

Την ίδια ακριβώς στιγμή, ο Πλάτων αγνάντευε επίσης το τοπίο έξω από το παράθυρο, στο πρωθυπουργικό γραφείο. Είχε καταφύγει εκεί, όταν διάβασε τις αμφιβολίες στο μυαλό του πρωθυπουργού. Ήθελε να του δείξει ότι τον εμπιστεύεται και ότι έχει την απόλυτη ελευθερία κινήσεων να κάνει αυτό που θεωρούσε πρέπον, ανεξάρτητα από την παρουσία του. Έτσι, σηκώθηκε και έφυγε, αφήνοντας τον μόνο να επιλέξει τον δρόμο του.
Βέβαια, η αλήθεια είναι δεν θα έμενε αμέτοχος σε ένα πισωγύρισμα του πρωθυπουργού. Μπορεί να μην του έκανε αισθητή την παρουσία του, παρέμεινε όμως συνδεδεμένος με τον εγκέφαλο του σχεδόν σε όλη την διάρκεια της ομιλίας του. Την στιγμή, που θα ανίχνευε στο μυαλό του διαφορετικές βλέψεις από αυτές που είχαν συμφωνήσει, ίσως λόγο φόβου ή δειλίας, η Σκιά θα έπαιρνε τον έλεγχο. Έτσι απλά θα έβαζε στα χείλη του πρωθυπουργού τα δικά του λόγια. Ευτυχώς όλα είχαν πάει τέλεια. Ο πρωθυπουργός πέρασε, και μάλιστα με άριστα, το τελευταίο τεστ. Τώρα όλα θα έπαιρναν τον δρόμο, που θα καθόριζε αυτός. Ένιωθε ικανοποίηση… ή  μάλλον, όχι ικανοποίηση αλλά ευγνωμοσύνη για τον πρωθυπουργό. Είχε αποφασίσει συνειδητά να τον συντροφεύσει και να ανέβει τον Γολγοθά μαζί του!

Αυτό άρχισε να συνειδητοποιεί κι ο πρωθυπουργός όταν ζήτησε να μείνει μόνος του στην αίθουσα από όπου εκφώνησε τον λόγο του. Διέκρινε παράλληλα και κάτω από το πρωτόγνωρο βλέμμα της περηφάνιας που τον είχαν για πρωθυπουργό, μια υποβόσκουσα ανησυχία κι ένα κλίμα αμφιβολίας σε όσους μπήκαν στο δωμάτιο, στους τεχνικούς και τους συνεργάτες του. Κάνεις δεν ήταν σίγουρος για τις εξελίξεις, κανείς δεν μπορούσε να προδικάσει μια επιτυχία, παρά την ομολογουμένως γενναία στάση του, καθώς και την ωμή αλήθεια, που ανέβλυζε ο λόγος του. Μέτα την ευγενική του παράκληση, βγήκαν έξω εξίσου ήρεμα και σιωπηλά, όπως μπήκαν και τον άφησαν μόνο του. Αυτός κάθισε στο πάτωμα, αδιαφορώντας για το κοστούμι του, με το μυαλό του να προσπαθεί να βγει από την κατάσταση, σαν σε όνειρο στην οποία είχε περιέλθει κατά την διάρκεια της ομιλίας του. Τα παγωμένα του δάκρυα, που χύθηκαν μαζικά τον επανέφεραν γρήγορα στην πραγματικότητα. Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι είχε πηδήξει στο κενό και δεν υπήρχε γυρισμός!

Αφοσιωμένος στην τετράγωνη οθόνη του, ο πράκτορας προσπαθούσε να αφομοιώσει κάθε λέξη του ανθρωπάκου, που απευθυνόταν στον λαό του. Μόλις τον είδε να στρέφει το βλέμμα του εκτός κάμερας, κατάλαβε. Ο άνθρωπός του, ο στόχος του,  το… τρόπαιό του, βρισκόταν εκεί. Μάλλον έδινε εντολές σ’ αυτό το ανδρείκελο τι να πει. Σίγουρα βρισκόταν υπό την επιρροή του. Άκουσε όλη την ομιλία και την βρήκε γλυκανάλατη. Εντάξει, δεν είχε τον κλασικό πολιτικό λόγο και θα έπειθε αρκετούς κοιμισμένους για την ειλικρίνεια τον προθέσεών του, αυτό δεν αναιρούσε όμως την πραγματικότητα. Μοναδικός του στόχος, του Πλάτων, τώρα ήξερε και το όνομά του, παρέμενε η κατάληψη της εξουσίας, κάτι που θα οδηγούσε στην συνέχεια με μαθηματική ακρίβεια στην εμπλοκή των συμφερόντων της ίδιας του της πατρίδας. Δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψει κάτι τέτοιο! Ποτέ! Πόσο μάλλον, όταν απέναντί του είχε έναν τόσο ισχυρό αντίπαλο, τον ισχυρότερο που θα αντιμετώπιζε ποτέ! Σκέφτηκε κυνικά ότι ευχαρίστως θα έδινε σε αντάλλαγμα έναν καλό φίλο ή ακόμη και μια σύζυγο, προκειμένου να έχει έναν αντίπαλο αυτού του βεληνεκούς. Η έκκριση της αδρεναλίνης στην σκέψη της επιτυχίας του,  τον πλημμύρησε με μια οργισμένη αποφασιστικότητα!

Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε γοργά σ’ όλη την χώρα. Όλοι όσοι είχαν ακούσει τα λόγια του πρωθυπουργού έμοιαζαν χαμένοι, ανήμποροι να κατανοήσουν την θεαματική στροφή. Κανείς δεν μπορούσε να αποκωδικοποιήσει έτσι εύκολα το μήνυμα του πρωθυπουργού. Οι περισσότεροι του είχαν αρκετά μαζεμένα για τα κατορθώματα της κυβέρνησής του, τα οποία αφορούσαν σκάνδαλα, αναξιοκρατία, διαφθορά, κακοδιαχείριση και άλλα πολλά. Όλα συμπτώματα της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας. Και τώρα τους υποσχόταν μια νέα Ελλάδα και ένα νέο κράτος; Και μάλιστα χρησιμοποιώντας τους καλύτερους; Και ο νέος; Τι ακριβώς γίνεται μ’ αυτόν; Τι χάρισμα της γνώσης είναι αυτό που διαθέτει, αυτός και μόνο αυτός;
Κι όμως η ελπίδα υπερίσχυσε των ερωτημάτων. Ενώ οι σκεπτικιστές κρατούσαν μικρό καλάθι, αποφασισμένοι να περιμένουν για να δουν και να κρίνουν, οι πολλοί, η μάζα, αδυνατούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της. Δέχτηκαν τον Πλάτων, τον θεόσταλτο νέο που άνοιξε τα μάτια του άσωτου πρωθυπουργού τους, σχεδόν σαν Σωτήρα. Και άρχισαν να μιλάνε και να πράττουν αναλόγως!

                                                                             5

Ο Πλάτων καθόταν σκεφτικός, προετοιμάζοντας τις επόμενες κινήσεις τους, όταν ο πρωθυ-πουργός μπήκε στο γραφείο του και σωριάστηκε στην καρέκλα του. Είχε την όψη ενός ξεψυχισμένου και πολύ δυστυχισμένου ανθρώπου. Ή πιο σωστά ενός ανθρώπου, που γνώριζε. Τα βλέφαρα του είχαν βαρύνει αφάνταστα πάνω απ’ τα κλαμένα του μάτια.
-Πως σου φάνηκε; Μόλις υπέγραψα την θανατική μου καταδίκη, σωστά, ρώτησε με προσποιητή αδιαφορία, όμως σύντομα το συναίσθημα πήρε και πάλι τον έλεγχο. Ξέσπασε ξανά στην μαζική αποβολή δακρύων, μην κάνοντας την παραμικρή προσπάθεια να αντισταθεί. Δεν ένιωθε καθόλου ντροπή μπροστά στον Πλάτων, αντιθέτως ένιωσε τόσο λυτρωμένος μετά το πρώτο ξέσπασμα, όντας μόνος του λίγο μετά την ομιλία, που το ίδιο ευχόταν  να συμβεί και τώρα. Όσο πρόσκαιρο κι αν ήταν το μεγαλειώδες αυτό συναίσθημα, που είχε βιώσει, κράτησε μέχρι που αντίκρισε ξανά τον Πλάτων.
Και τι δεν κάνει ο άνθρωπος για να νιώσει την λύτρωση! Μήπως οι ωραιότερες ιστορίες του κόσμου δεν γράφτηκαν οδηγούμενες από την βαθιά θέληση των πρωταγωνιστών τους για Λύτρωση. Έρωτας και μίσος. Πόλεμος κι ειρήνη. Ανδρεία και δειλία. Ζωή και θάνατος. Όλα έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Το μοναδικό αίσθημα της ουράνιας ελαφρότητας αμέσως μετά την δυσβάσταχτή βαρύτητα του νου μας. Νιώσε! Σκέψου! Γίνε! Ναι, αυτή είναι η λύτρωση. Και είναι το πιο δύσκολο πράγμα για τον άνθρωπο!
Αυτόν τον ανείπωτο πόνο βίωνε τώρα ο πρωθυπουργός. Τον πόνο της αμφιβολίας για το μέλλον, για το αν θα πετύχει να κάνει πράξη την επιθυμία του, την επιθυμία που σαν μεθυστικό ναρκωτικό είχε βάλει μέσα του ο Πλάτων. Τον φόβο του θανάτου, που μάλλον πλησίαζε γοργά. Τον πόνο του μυαλού, που σιγοψιθύριζε μέσα του, ότι δεν αρκεί το «θέλω» για να «γίνω»! Ο Πλάτων ένιωσε την απόγνωση και τον αβάσταχτο πόνο που βίωνε ο άντρας απέναντί του και θέλησε να του δώσει ένα χέρι για να στηριχτεί. Τον άφησε να δει μέσα του, μόνο για λίγο, μια μεγαλειώδη εικόνα της αιώνιας ψυχής που κουβαλούσε το θνητό του σαρκίο!
-Πάλεψε το μυαλό που στέκει εμπόδιο ανάμεσα στα δύο, είπε ο Πλάτων, αγναντεύοντας με το βλέμμα του έξω απ’ το παράθυρο, κάτι μακρινό, κάτι όμορφο. Ο πρωθυπουργός τον κοίταξε, νιώθοντας ξαφνικά έναν χτύπο της καρδιάς του έξω από τον συνηθισμένο, δυνατό και σίγουρο, μια ελπίδα να φτερουγίζει μέσα του. Άκου την επιθυμία της καρδιάς σου και δέξου την κυριαρχία του νου! Πειθάρχησε τον εαυτό σου, γιατί μόνο έτσι μπορείς να κινήσεις για την λύτρωση. Μην αμφιβάλλεις ποτέ για την επιθυμία σου, γιατί αυτή αποτελεί τον πανανθρώπινο αγώνα μας. Να δημιουργήσουμε εμείς, οι δυο μας τώρα, κι άλλοι αργότερα, έναν κόσμο από τον άνθρωπο, με τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο, πριν ο ήλιος μας σβήσει ή οι κομήτες μας εξαφανίσουν απ’ το πρόσωπο της Γης. Τι ζητάμε; Ελευθερία! Τίποτα άλλο. Ποιόν δρόμο πήραμε; Τον ανηφορικό, γιατί εκεί μας σπρώχνει η καρδιά μας. Μακριά από την συνήθεια, την τεμπελιά και την ανάγκη του σύγχρονου πολιτισμού. Πρέπει για χάρη του να σκληραγωγήσουμε τα κορμιά μας, να κρατήσουμε το μυαλό μας ανήσυχο και την καρδιά μας γενναία.
Τα λόγια του ήταν βάλσαμο για την καρδιά του πρωθυπουργού. Τάϊζαν με νέκταρ κι αμβροσία την πεινασμένη του ψυχή. Ήθελε κι άλλο. Μπορούσε να τον ακούει για πάντα, γιατί ένιωθε ότι μίλαγε την γλώσσα της αλήθειας, της μίας και μοναδικής!
-Αγαπάμε την ευθύνη και θεωρούμε χρέος μας να σώσουμε τούτη την Γη,
« Την Γη;», αναρωτήθηκε ο πρωθυπουργός. «Ολόκληρη την Γη;»
αν δεν σωθεί, εμείς θα φταίμε, κανένας άλλος. Στον αγώνα μας και το ανηφορικό μας ταξίδι δεν θέλουμε φίλους, παρά μόνο συντρόφους. Συντρόφους, που θα μάθουν να υπακούν και άλλους που θα μάθουν να προστάζουν. Θα αγαπάμε τον καθένα ανάλογα με την συνεισφορά του στον αγώνα, γιατί δεν θα κυβερνήσουμε μόνο την ασήμαντη ύπαρξη μας. Κάθε μας πράξη έχει αντίχτυπο σε εκατομμύρια μοίρες, σε αμέτρητες ζωές. Μαζί μας θα ανυψωθεί ολόκληρη η φυλή μας. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των Ελλήνων συγχωνεύονται μες το χωνευτήρι του μυαλού μας. Θα ξεδιαλέξουμε τις άξιες ψυχές και οι άλλες θα πεταχτούν στα τάρταρα. Φέρνουμε μια νέα Ιδέα, πιο παλιά κι από τον χρόνο. Ενώνουμε μέσα μας όλους τους προγόνους, σκορπάμε το σκοτάδι, δίνοντάς τους  φώς και συνεχίζουμε το αιώνιο έργο τους. Δίνουμε στα παιδιά μας, στους ανθρώπους του αύριο, την ασήκωτη ευθύνη κι  εντολή. Να μας ξεπεράσουν!
Γύρισε και τον κοίταξε κατάματα και του φάνηκε ότι η γνώση ακτινοβολούσε πάνω του. Ο πρωθυπουργός είδε με ακόμη μεγαλύτερο θαυμασμό (του φάνηκε αδύνατο ότι μπορούσε να συμβεί κι όμως συνέβη), απ’ ότι μέχρι τώρα, τον Πλάτων. Τον κοίταζε και του φάνηκε ότι τα μπλε του μάτια είχαν μετατραπεί και πάλι, όπως το χθεσινό πρωινό, σε δυο φωτεινούς ήλιους που ακτινοβολούσαν με αυξανόμενη ένταση, καθώς μιλούσε. Ανοιγόκλεισε με απορία τα μάτια του και διαπίστωσε ότι όντως έτσι ήταν, κι όμως δεν φοβήθηκε απ’ το απόκοσμο αυτό θέαμα. Καθόλου! Ένας άνθρωπος, πάνω απ΄ τους ανθρώπους με μια παγκόσμια ψυχή να τροφοδοτεί αυτό το σώμα βρισκόταν μπρος την έκπληκτη ματιά του. Δεν μιλούσε αυτός μέσα απ’ το στόμα του, ούτε η ελληνική φυλή, παρά μόνο οι αναρίθμητες γενιές των ανθρώπων!
-Ένας ανήφορος ήταν, είναι και θα είναι η ζωή του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Σηκώθηκε απ’ τα ζώα, στάθηκε όρθιος και έδωσε νόημα στις άναρθρες κραυγές του. Κυρίεψε την Γη, χωρίς θηριώδη κέρατα και κοφτερά δόντια, παρά μονάχα με μια σπίθα φωτιάς να σιγοκαίει άσβηστη στο κρανίο του. Ανακάλυψε την φαντασία κι έλουσε με φως το σκοτάδι. Κι ακόμη ανεβαίνει και θα συνεχίσει να ανεβαίνει, γιατί η μάχη είναι αιώνια και το σκοτάδι απειλεί να τον τυλίξει κάθε στιγμή. Η Γη έστρωσε τον δρόμο μας με αναρίθμητα έμβια όντα, με φυτά, ψάρια, πουλιά και θηλαστικά. Άπειρα χάθηκαν χωρίς παράπονο στον ανηφορικό τους δρόμο κι αλλά τόσα θα χαθούν στο μέλλον. Για να έρθουμε σήμερα εμείς! Κι εμείς έχουμε χρέος να στρώσουμε τον δρόμο σε κάποιον άλλο που θα’ ρθει να μας αντικαταστήσει. Είναι αναπόφευκτο!
Ο πρωθυπουργός άκουγε τον Πλάτων και το μυαλό του ταξίδευε στην πορεία του ανθρώπου και πιο πίσω. Στην πορεία του σύμπαντος και την εξέλιξη της ύλης. Τώρα συνδύασε στο μυαλό του και κατάλαβε εντελώς την συζήτηση που είχαν κάνει για την πολιτική και την οικονομία, όταν έπρεπε να αποφασίσει. Χάρηκε γιατί όλα ήταν κρυστάλλινα τώρα μέσα του. Ένιωσε όμορφα για τον εαυτό του, γιατί δύο φορές μέσα σε λίγες μέρες πήρε την σωστή απόφαση, την δύσκολη απόφαση. Μπορεί τα κατάλοιπα του παρελθόντος του να τον δυσκόλεψαν και να τον αποθάρρυναν, κι όμως ήταν ακόμη εδώ, πιο σίγουρος από ποτέ. Και παράλληλα πιο αποφασισμένος. Ο Πλάτων, με φωνή που σταδιακά χαμήλωνε, ολοκλήρωσε την σκέψη του ξανακοιτώντας έξω:
-Μια Αθάνατη δύναμη ανεβαίνει μαζί μας. Μέσα από εμάς! Είναι η ψυχρή πνοή του σύμπαντος και της έχουν δώσει πολλά ονόματα, όπως Θεό ή Βούδα ή Αλλάχ, ακόμη και Φύση! Μπορούμε να της δώσουμε χιλιάδες ονόματα, βαθύτερο χρέος μας όμως είναι, όχι να ξεδιαλύνουμε την πορεία του Θεού, αλλά να ρυθμίσουμε μέσα μας το χάος, να επεξεργαστούμε όσο περισσότερο σκοτάδι μπορούμε και να το κάνουμε φως! Για να γίνει αυτό πρέπει όλοι οι άνθρωποι να γίνουμε ένας στρατός και να πολεμήσουμε μαζί το σκοτάδι. Σ’ έναν στρατό που μάχεται η σωτηρία του συμπαραστάτη και συμπολεμιστή σου είναι ανάγκη επιβίωσης και όχι καλοσύνη. Η ηθική που επιλέγουμε ελεύθερα ανηφορίζει ακόμη ψηλότερα, στις έρημες βουνοκορφές, όπου ελάχιστοι άνθρωποι έχουν πατήσει. Φτάνει με κόπο και κατακτά για πάντα τις δύο ανώτατες αρετές: την ευθύνη και την θυσία! Την θυσία όχι σαν σκοπό, αλλά σαν μέσο! Υποτάσσοντας τις δυνάμεις της φύσης, κατακτώντας με την γνώση σιγά σιγά τις γιγάντιες δυνάμεις του σύμπαντος και χρησιμοποιώντας τες με απόλυτη ευθύνη, μετατρέπουμε  την ίδια την σκλαβιά της ύλης σε ελευθερία του νου! Βάζοντας τάξη στο χάος, δημιουργούμε … Θεό!

                                                                              6

Ο πρωθυπουργός έμεινε ασάλευτος να αντικρίζει τον Πλάτων. Το μυαλό του προσπαθούσε να επεξεργαστεί τα λόγια του. Όταν ακούμε λόγια, σαν κι αυτά, που πλησιάζουν στην αλήθεια, στις πιο μύχιες σκέψεις κι απόκρυφα όνειρά μας, σαστίζουμε, παγώνουμε. Τα χείλη που εκστόμισαν τις θείες τούτες λέξεις δεν μπορεί παρά να ανήκουν στην ρίζα της ύπαρξής μας. Στον άνθρωπο, όλων των εποχών, αυτόν που ζει έξω από την Ιστορία, στις άχρονες μορφές  που ύφαιναν, μέσα απ’ την ζωή τους τον ίδιο, τον χάρτη του μέλλοντος!
-Πλάτων;
Δεν γύρισε. Στάθηκε παγωμένος, με την ανθρώπινη φύση του να βγαίνει και πάλι στην επιφάνεια. Να ελπίζει! Ο νέος του εαυτός, η τρομερή Σκιά, που ο Πλάτων διαπίστωνε τώρα με δέος ότι αποκτούσε φως, λάμποντας σε ορισμένα σημεία, είχε πάρει για λίγο τον έλεγχο, λέγοντας λόγια σοφά, που στο άκουσμά τους δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία.
 «Ίσως τα καταφέρω. Ίσως τα καταφέρουμε. Όλοι μαζί! Αλλά ... » Είχε ήδη φτάσει μακριά, πιο μακριά απ’ ότι πίστευε ότι θα μπορούσε να φτάσει. Κι όμως δεν είχε μπει παρά μόνο το πρώτο λιθαράκι. Έπρεπε να δώσει φωνή στον πύργο της Βαβέλ. Την δικιά του φωνή, αυτή που θα ένωνε όλους τους ανθρώπους, κάτω από το φώς του ήλιου!
-Πλάτων, επέμεινε ο πρωθυπουργός. Είχε διαγνώσει κάτι, μια υποψία σύρθηκε αργά και βα-σανιστικά στο πίσω μέρος του μυαλού του, μια τρομαχτική εξέλιξη στα λόγια, που είχε ακούσει. Έπρεπε να διαπιστώσει αν ήταν μόνο η φαντασία του, που οργίαζε ή αν υπήρχε έστω και ένα ψίχουλο πραγματικότητας. Πλάτων, που θέλεις να καταλήξουμε; Η προσπάθεια μας, τι στόχο έχει, ρώτησε με φωνή σταθερή, που αδυνατούσε όμως να κρύψει την αγωνία του. Περίμενε. Περίμενε υπομονετικά για λίγα λεπτά, αλλά του φάνηκε αιώνας.
Ο Πλάτων γύρισε τελικά και τον κοίταξε με βλέμμα που μαρτυρούσε ότι μόλις είχε βγει από έναν παρατεταμένο λήθαργο. Τα μάτια του είχαν συρρικνωθεί σε δυο μικροσκοπικές πυγολαμπίδες. Το ασθενικό τους φως προσπαθούσε απελπισμένα να διασπάσει το σκοτάδι. Τα μάτια του έγιναν μπλε ξανά και το υπέροχο μυαλό του έμοιαζε σβηστό.
-Τι εννοείς; Δεν είπαμε ότι στόχος μας είναι η αταξική κοινωνία, με απόλυτη προτεραιότητα τον άνθρωπο; Μια κοινωνία ... είπε με νωθρότητα, μέχρι που διακόπηκε.
-Ναι, ναι τα θυμάμαι αυτά, αλλά ... ο πρωθυπουργός δίστασε λίγο. Δεν ήξερε πως να το χειριστεί. Αυτή είναι μια ερώτηση που έπρεπε να τεθεί στον κατάλληλο χρόνο κι αυτός δεν ήταν σίγουρα τούτη η μοναδική στιγμή, αλλά κάποια στιγμή αρκετές ώρες πριν. Τέλοσπαντων! Θα έκανε την ερώτηση πάση θυσία. Είχε τουλάχιστον το δικαίωμα να ξέρει. Γέλασε αμήχανα στην σκέψη αυτή, αλλά έπρεπε να ξέρει τι ακριβώς αποφάσισε, σε ποιά ανεπίστρεπτη διαδικασία αποτελούσε πλέον απαραίτητο γρανάζι. Ποιό είναι το εύρος του στόχου μας Πλάτων; Περιλαμβάνει την πατρίδα μας. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο, αλλά τι άλλο περιλαμβάνει, αν περιλαμβάνει κάτι άλλο; Θα αρκεστούμε ... θα αρκεστείς στην χώρα μας ή μήπως ο στόχος σου περιλαμβάνει έναν, πως να το πω, ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, ολοκλήρωσε γελώντας και πάλι αμήχανα, σαν να ήξερε ήδη την απάντηση και την ένιωθε στο πετσί του, αλλά δεν τολμούσε να το ομολογήσει. Κρεμάστηκε από τα χείλη του Πλάτων, όπως οι υποψήφιοι σύζυγοι, όταν κάνουν το μεγάλο ερώτημα!
Ο νεαρός άντρας τραβήχτηκε σιγά σιγά από το σκοτάδι, στο οποίο τον βύθισε η ανθρώπινη φύση του, η φύση που πάλευε μέσα του να κρατηθεί ζωντανή. Τα λόγια που είχε πει, λόγια της ανώτερης φύσης του, έδωσαν στην αρχή ελπίδα, όμως στην συνέχεια, μόλις το βαθύτερο νόημα αποκαλύφθηκε μέσα του, τρόμαξαν τον πυρήνα της ανθρωπιάς του, που πάσχιζε μάταια να τον τραβήξει στην ανθρώπινη διάστασή του. Δεν χρειάζεται πολλά ο άνθρωπος για να ζήσει. Μια καλή δουλειά, μια όμορφη σύζυγο κι ένα-δυο παιδιά! Ένα αυτοκίνητο, ένα σπίτι και τραπεζικό λογαριασμό. Λίγους φίλους, διασκέδαση και διακοπές (μια φορά τον χρόνο)!
«Τι άλλο θέλεις; Γιατί δεν αρκείσαι σ’ αυτά;»
-Κύριε πρωθυπουργέ, που βρίσκονται τα παιδιά σου αυτή την στιγμή; Τα μάτια του έλαμπαν και πάλι, αν και παρέμειναν μπλε κι ο εγκέφαλος του, προφανώς, είχε πάρει ξανά μπροστά.
-Εε ... στο σπίτι ... με την γυναίκα μου, απάντησε απορημένος.
-Είναι ασφαλή;
-Ναι, νομίζω ... θέλω να ελπίζω! Γιατί ρωτάς;
-Γιατί υπάρχουν εκατομμύρια παιδιά που υποφέρουν αυτή την στιγμή που μιλάμε. Την ίδια ώρα, που τα παιδιά σου απολαμβάνουν τους καρπούς της εξέλιξης της ανθρωπότητας, άφθονη τροφή, ποιοτικός ρουχισμός, παιδεία, ασφάλεια, δηλαδή μια σίγουρη επιβίωση, υπάρχουν παιδιά που πεθαίνουν της πείνας, γιατί δεν έχουν πρόσβαση ούτε καν στα αποφάγια μας. Τα κορμάκια τους πρήζονται, οι κοιλιές τους φουσκώνουν σαν μπαλόνια από την ανέχεια, ενώ τα δικά μας παιδιά φουσκώνουν σαν μπαλόνια από την υπερκατανάλωση. Την ίδια ώρα που τα παιδιά μας έχουν πρόσβαση στην γνώση, στα πανεπιστήμια και το ιντερνέτ, υπάρχουν κάποια παιδιά, ενός άλλου θεού, που σφαγιάζονται για τα όργανά τους, που πουλιούνται σαν άψυχα αντικείμενα για το κορμάκι τους, που μαθαίνουν κάθε μέρα, κάθε ώρα και δευτερόλεπτο που μένουν ζωντανά την αποτρόπαια αλήθεια. Την βλέπεις στην φρίκη των ματιών τους, στην απόγνωση της ικεσίας τους, στην ανακούφιση του θανάτου τους!
Η φωνή του είχε οπλιστεί ξανά από την γνώση και την σιγουριά που απέπνεε, η ανώτερη φύση του και αυτό γινόταν αντιληπτό, τόσο με μια δόση πίκρας, όσο και με αφοσίωση από τον πρωθυπουργό.
-Ο άνθρωπος είναι ακόμη ζώο! Θα αρπάξει, θα σκοτώσει, θα δολοφονήσει, αν του επιτραπεί. Γι’ αυτό χρειάζεται η παιδεία και η μόρφωση, για να καταπιέσει, κι ίσως ξεπεράσει τα ένστικτά του και στο τέλος ίσως... ίσως καταφέρει να νικήσει το εγώ του. Υπάρχουν πραγματικοί άνθρωποι ανάμεσά μας; Ναι. Λίγοι. Ελάχιστοι. Γιατί; Γιατί το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να μιμείται την φύση. Την ζούγκλα. Εκεί κανονικά επιβιώνει ο δυνατότερος. Ακόμη κι αυτό δυστυχώς έχει αλλοιωθεί από το σύστημα. Πλέον ο ισχυρότερος δεν έχει να κάνει με ποιοτικά χαρακτηριστικά, αλλά με ποσοτικά. Το χρήμα! Άθλια ανθρωπάκια, σκλάβοι στην αρχαιότητα και κατώτεροι υπάλληλοι σε έναν ιδανικό κόσμο, ορίζουν τις τύχες μας! Θα το επιτρέψουμε αυτό; Όχι. Θα ξεπεράσουμε την φύση, θα ανέβουμε ψηλότερα! Θα καταστρέψουμε το άθλιο αυτό σύστημα και θα εφαρμόσουμε ένα καλύτερο, που θα μας οδηγήσει πάνω και πέρα από τα τεχνητά μας όρια. Πώς το είπες; Ευρύτερο γεωγραφικό χώρο; Η απάντηση είναι απλή. Ο στόχος μας ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια της πατρίδας μας ή της Ευρώπης. Αγκαλιάζει ολόκληρη την Γη μας. Όπου η δυστυχία παραμένει, και θα συνεχίσει αυτή να υπάρχει, δεν τρέφουμε αυταπάτες, διότι ο άνθρωπος δεν κάνει ότι είναι δυνατόν για την εξάλειψή της, όπου λαοί συμβιβάστηκαν με το αποτρόπαιο θέαμα ανθρώπων να ικετεύουν για την επιβίωσή τους, όπου όλοι πνίγουν βαθιά μέσα τους την λύπη και οδύνη για τα εγκλήματα πολέμου, με τα σαθρά επιχειρήματα του αναγκαίου κακού, όπου το κτήνος μέσα μας έχει ακόμη τον πρώτο λόγο, πάνω από τις σπίθες ανθρωπιάς, θα πολεμήσουμε. Θα παλέψουμε σαν να μην υπάρχει αύριο, γιατί πλησιάζει η Εποχή του Σκότους. Μια εποχή, που αν ξημερώσει, δεν υπάρχει επιστροφή! Όλη η Γη ενωμένη κάτω από τις υψηλότερες αρετές: την ευθύνη και την θυσία, εκφρασμένες από ένα ανώτερο είδος ανθρώπου είναι το όραμά μου! Το ίδιο όραμα που σπρώχνει μπροστά η παγερή πνοή των αθάνατων νεκρών, των δισεκατομμυρίων που έχουν περπατήσει, αγαπήσει κι ονειρευτεί πάνω στην Γη μας!
Συνεπαρμένος ο πρωθυπουργός έσπευσε να ρωτήσει: «Πώς; Πώς θα γίνει πραγματικότητα το όραμα αυτό; Το όραμα που μοιραζόμαστε. Τι δυνάμεις μαγικές, πάνω ακόμα κι από τις δικιές σου, θα χρειαστούν για να πολεμήσουμε όλο τον κόσμο;», όμως τον πρόλαβε:
-Άσε εμένα να ανησυχώ για αυτό. Εσύ ασχολήσου με την σύνθεση της κυβέρνησης και τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν κι εγώ, παράλληλα με αυτά,  θα ασχοληθώ με κάτι, που έχω στο μυαλό μου. Οι λαοί κάνουν τα πάντα για να μη έχουν μεγάλους ανθρώπους. Ο μεγάλος άνθρωπος τελικά για να υπάρξει, πρέπει να αναλάβει μια δύναμη που να είναι μεγαλύτερη από την δύναμη αντίστασης εκατομμυρίων ατόμων. Επομένως, πρέπει να ασχοληθώ με … απλά επιστημονικά δεδομένα, ολοκλήρωσε κι ένα άγριο κι αδίστακτο χαμόγελο εντυπώθηκε στο γλυκό του πρόσωπο!

                                                                        7

Το πρώτο βήμα είχε γίνει και χιλιάδες άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, φίλοι κι άγνωστοι μεταξύ τους, άρχισαν να οργανώνονται σε ομάδες. Η αναδημοσίευση του λόγου του πρωθυπουργού γινόταν στους γνώριμους, απίστευτους χρόνους του ιντερνέτ και των τηλεοπτικών δικτύων. Μέχρι το βράδυ εκείνης της ημέρας κι ακόμη περισσότερο στις μέρες που θα ακολουθούσαν, πλήθος ομάδων ατόμων, που αυτοαποκαλούνταν «Νεοκοσμικοί» ή «Νεοεποχικοί» είχαν σχηματιστεί απ’ άκρη σ’ άκρη στον πλανήτη. Στην Ευρώπη και την Ασία, την Νότια Αμερική και την Αυστραλία. Ακόμη και σ’ αυτή την παρατημένη και υποβαθμισμένη Αφρική, στην ίδια την Υπερδύναμη!
Ατόμων, που συνδέονταν με κοινά οράματα και φιλοδοξίες. Ανθρώπων που στον λόγο του πρωθυπουργού και στην επιβεβαίωση της ύπαρξης του Πλάτων (οι δικαιολογίες και τα ψέματα για την ύπαρξή του των προηγούμενων ημερών δεν είχαν πτοήσει την φαντασία τους που οργίαζε) συνειδητοποίησαν ότι ανατέλλει μια νέα πνευματική εποχή. Μια εποχή, όπου μια νέα ηθική θα ανυψωνόταν πάνω από το κτήνος μέσα μας και θα γινόταν μέρος της αδυσώπητης μηχανής της εξέλιξης κι ένας ανώτερος τύπος ανθρώπου θα δημιουργούταν! Όλοι αυτοί έβλεπαν στο πρόσωπο του Πλάτων, έναν άνθρωπο τόσο μεγάλο, που θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη όλων και θα έβγαζε την ανθρωπότητα από το τέλμα στο οποίο είχε περιέλθει.
Παράλληλα, με τις ομάδες αυτές κι άλλες αναδύθηκαν απ’ το σκοτάδι. Άνθρωποι, πτωχοί στο πνεύμα και καθόλου μακάριοι γι’ αυτό, καθοδηγούμενοι από αρπακτικά που έβλεπαν το μέλλον τους να γκριζάρει μπρος τα μάτια τους, ξεκίνησαν τις διαμαρτυρίες (πρώτα στην πατρίδα του Πλάτων και στην συνέχεια θα εξαπλωνόταν σαν πανδημία γρίπης σε όλο τον κόσμο)! Θυμήθηκαν ξαφνικά το Σύνταγμα και τους Νόμους. Έσκουζαν με φωνές τραγικές για την δημοκρατία και τα ιδανικά της.
«Ποιός δίνει το δικαίωμα στον πρωθυπουργό να καταπατήσει το Σύνταγμα και να δώσει ουσιαστικά την χώρα σε έναν, αγνώστων προθέσεων, νέο; Πώς μπορεί να κάνει κάτι τόσο ανεύθυνο ο ίδιος ο θεματοφύλακας του Συντάγματος, η κεφαλή του κράτους; Και ποιός είναι αυτός ο νέος με την γνώση που δεν έχουν οι άλλοι; Ποιός τον έχρισε ειδικό και τιμητή της αλήθειας, ώστε να τον καταστήσουμε κριτή των πάντων;»

Το τηλέφωνο άρχισε να ουρλιάζει σαν δαιμονισμένο και δεν σταμάτησε, παρά αργά το βράδυ. Πρώτοι και καλύτεροι κάλεσαν οι πολιτικοί «σύντροφοι» του πρωθυπουργού. Κάποιοι τηλεφώνησαν  για να δηλώσουν με πλήθος κολακειών την αφοσίωσή τους στον πρωθυπουργό, προσπαθώντας να κερδίσουν την εύνοιά του. Υπήρχαν όμως και κάποια άλλα μέλη του κόμματος και της κυβέρνησης, των οποίων οι καρέκλες είχαν ήδη αρχίσει να πριονίζονται. Αισθανόμενοι την εξουσία να γλιστρά βιαστικά από τα χέρια τους, έπρεπε να κάνουν την ύστατη προσπάθεια. Δεν συμφωνούσαν με το παράτολμο και άλογο σχέδιο του πρωθυπουργού. Ένα σχέδιο το οποίο δεν κοινοποιήθηκε σε κανένα θεσμοθετημένο όργανο και δεν είχε επομένως την έγκριση της παράταξης. Ήταν όλοι διατεθειμένοι να στρίψουν με εκδικητικότητα το μαχαίρι στην πλάτη του πρωθυπουργού. Ένιωθαν πανέτοιμοι να συγκρουστούν μαζί του.
-Φίλε μου, μόλις βρεθείς απέναντι στον Πλάτων κι αυτός δει μέσα σου
«Μέσα μου;»
τον χαρακτήρα και τις δυνατότητές σου, τις επιθυμίες και τα πεπραγμένα σου, θα σου δώσει την κατάλληλη θέση. Εκτός κι αν έχεις κάτι να κρύψεις, κάτι για το οποίο δεν θα έπρεπε να αισθάνεσαι περήφανος, οπότε ο Πλάτων θα μας το πει. Τότε μόνο η υποστήριξή σου στο σχέδιό μου θα σώσει το μέλλον σου! Τι λέω; Όχι το μέλλον, αλλά την ίδια σου την ζωή, ολοκλήρωνε με έναν τόνο παιχνιδίσματος στην φωνή του ο πρωθυπουργός.
Αντλούσε απίστευτη ικανοποίηση από τον τρόπο με τον οποίο οι κραυγές στην αρχή κάθε τη-λεφωνήματος στραπατσαριζόταν βίαια πάνω στον τοίχο, που είχε ορθώσει επιβλητικά και μετατρεπόταν σε γρυλίσματα σκύλου με την ουρά στα σκέλια. Όλοι είχαν τα μυστικά τους. Κακοδιαχείριση, κατασπατάληση και κλοπή δημόσιου πλούτου, εξώγαμες ερωτικές περιπτύξεις, συμμαχίες με εξωθεσμικά συμφέροντα, ακόμη και η αθώα χρήση ναρκωτικών ουσιών αποτελούσαν την σκόνη που έπρεπε πάση θυσία να μείνει κρυμμένη κάτω από το χαλί. Αντιδρώντας συνετά κι αποφασίστηκα, ο πρωθυπουργός εξάλειψε κάθε μελλοντική δυσκολία προερχόμενη από το κόμμα του. Εδραίωσε απόλυτα την κυριαρχία του στην ηγεσία του κόμματος και της κυβέρνησης, η οποία πήγαζε από τον τρομακτικό φόβο και την ανελέητη αίσθηση κατωτερότητας που προκαλούσε σε όλους η ύπαρξη ενός πανίσχυρου ξένου. Το σπαθί του Πλάτων, οι εξωπραγματικές του δυνάμεις, τους τρόμαζε μέχρι τα βάθη της ψυχής τους!
Αυτό που δεν είπε σε κανέναν ο πρωθυπουργός ήταν ότι η σαπίλα και δυσωδία θα εξαλειφόταν, αργά ή γρήγορα. Την κατάλληλη χρονική στιγμή και αφού θα είχαν δρομολογηθεί οι εξελίξεις που ετοίμαζαν, θα σήκωνε ο ίδιος το χαλί της ντροπής αποκαλύπτοντας στον λαό, τις ακολασίες των υπεράνω κριτικής μελών του.
Ο Πλάτων παρέμεινε καθόλη την διάρκεια των τηλεφωνημάτων δίπλα στον πρωθυπουργό. Καθισμένος μπρός το παράθυρο, αγνάντευε πράος και γαλήνιος τον κήπο του Μεγάρου, τα πολύχρωμα λουλούδια και τα πανέμορφα δέντρα. Τους ήρωες της φύσης, που ακίνητοι συλλαμβάνουν το φώς και το μετατρέπουν σε ζωή εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Ήταν πλέον η σειρά του.
Σε κάποιο άλλο επίπεδο το μυαλό του στριφογύριζε ασταμάτητα στις γνώσεις του. Προσπαθούσε να συνθέσει την συσσωρευμένη γνώση που κατείχε και που θα του έδειχνε τον τρόπο για να πολεμήσει τον κόσμο. Υπήρχε μόνο άσπρο ή μαύρο από εδώ και πέρα. Είτε ήσουν μαζί του ή εναντίων του! Δεν υπήρχε χώρος για αναποφάσιστους και ουδέτερους. Ο τελειότερος υπολογιστής που υπήρξε ποτέ, ο δυνατότερος, ο γρηγορότερος κι ο σοφότερος, ο εγκέφαλός του, είχε ξεκινήσει μια διαδικασία, η οποία θα τελείωνε σε κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον. Και τότε ο τρόπος για να αποκτήσει την Δύναμη, που θα του επέτρεπε να αντιμετωπίσει όλο τον κόσμο θα ήταν μπροστά του …μέσα του!

                                                                        8

Κόντευε μεσάνυχτα όταν οι δυο άντρες αποφάσισαν να επισκεφτούν την ζεστή αγκαλιά των συντρόφων τους. Ο πρωθυπουργός αισθανόμενος, μια πολύ αμυδρή σωματική κούραση, αφού η κυριαρχία που είχε εδραιώσει στην χώρα μέσα σε λίγες ώρες ήταν πιο ισχυρή από ποτέ και του έδινε, παράλληλα με την εντύπωση ότι κατείχε πλέον την δύναμη να κάνει τα πάντα, και μια ηδονιστική αίσθηση υπεροχής. Ένιωθε πανίσχυρος! Ο Πλάτων από την άλλη, διχασμένος μεταξύ των δύο κόσμων της πραγματικότητας και του μυαλού του,  έδειχνε ταλαιπωρημένος. Αν και έστεκε σχεδόν ακίνητος τις τελευταίες δέκα περίπου ώρες, έμοιαζε με άνθρωπο που έσκαβε ασταμάτητα καθόλη την διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος. Η νωθρότητα και η βραδύτητα στις κινήσεις του ήταν προφανείς.
Ο πρωθυπουργός ανησύχησε έντονα όταν τον είδε να σηκώνεται βασανιστικά αργά, σαν γεροντάκι εκατό χρονών του φάνηκε, και έσπευσε να τον ρωτήσει αν αισθανόταν καλά, όταν ο Οδυσσέας μπήκε φουριόζος στο γραφείο και κοιτώντας τους δυο άντρες, στράφηκε τελικά στον Πλάτων και είπε:
-Κάτι συνέβηκε. Οι άντρες μου συνέλαβαν κάποιον να παρακολουθεί από απόσταση το σπίτι στον λόφο. Η Νεφέλη είναι μια χαρά, έσπευσε να προσθέσει. Τον πήγαν στα κεντρικά της ασφάλειας, όπου και τον κρατάνε. Έδωσα εντολή να μην τον αγγίξει κανείς μέχρι να πάμε εκεί, είπε και ο πρωθυπουργός συνειδητοποίησε, ίσως και με λίγη ανακούφιση είναι η αλήθεια, ότι είχε περάσει οριστικά σε δεύτερη μοίρα. Κοίταξε τον Πλάτων, ο οποίος είπε:
-Οδυσσέα, θέλω να αυξήσεις στο μέγιστο την ασφάλεια του πρωθυπουργού, τόσο στις μετακινήσεις του όσο και στο σπίτι του. Φαντάσου ότι όλοι οι κακοποιοί του κόσμου είναι στο κατόπι του και δράσε αναλόγως, εντάξει; Κύριε πρωθυπουργέ, θα πάρουμε όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία, διευκρίνισε γυρνώντας προς αυτόν, ενώ η νωθρότητα και η ανησυχητική βραδύτητα ήταν φανερή, ακόμη και στην αργή του ομιλία. Ο Οδυσσέας προβληματίστηκε λίγο  αντιλαμβανόμενος κι αυτός την αλλαγή στην συμπεριφορά του Πλάτων, αλλά δεν έδωσε συνέχεια στο ζήτημα.
Αντιθέτως, αύξησε στον μέγιστο δυνατό βαθμό το επίπεδο συναγερμού και οργάνωσε την καλύτερη δυνατή φρουρά για τον πρωθυπουργό. Το σπίτι στον λόφο θεωρούνταν αρκετά ασφαλές από τον Πλάτων (η ιδέα του Οδυσσέα για περιπολίες με μηχανές στον περίγυρο του κτήματος είχε μόλις αποδώσει καρπούς), οπότε δεν αποφάσισε για επιπλέον δυνάμεις. Ο πρωθυπουργός έφυγε με την συνοδεία του, καληνυχτίζοντας τους δύο άντρες και δίνοντας ραντεβού για το επόμενο πρωί. Αν και Σάββατο, ο Πλάτων πίστευε ότι δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο και κάθε ώρα δουλειάς είναι πάντα χρήσιμη για τον τόπο.
-Μπορεί όλοι σχεδόν οι Έλληνες να ξεκουράζονται τις Κυριακές, όχι όμως κι εμείς! Έχουμε πολλά ζητήματα να λύσουμε, ήταν τα τελευταία του λόγια προς τον πρωθυπουργό δίνοντας το στίγμα για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Ένα διασκεδαστικό σαββατοκύριακο μες το Μέγαρο Μαξίμου λοιπόν!
Μετά από λίγο ο Πλάτων βρισκόταν καθοδόν, μαζί με τον Οδυσσέα, για μια μικρή συνάντηση με τον άντρα, που είχαν συλλάβει. Μπορεί να μην ήταν κάτι σοβαρό, μπορεί όμως και να τους οδηγούσε στον πράκτορα(κάτι τον διαβεβαίωνε μέσα του ότι ήταν απεσταλμένος της Υπερδύναμης. Δεν έτρεφε αυταπάτες, ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα ασχολιόταν μαζί του!) που τον αναζητούσε. Σε λίγο θα μάθαινε με σιγουριά. Το μεγαλύτερο μέρος του μυαλού του ασχολιόταν με την λύση του προβλήματος που του είχε αναθέσει, κι ένα μικρό μόνο μέρος του ζούσε στο τώρα. Ήταν όμως πεπεισμένος, ότι αυτό θα ήταν αρκετό!
Έφτασαν στο κτίριο της Ασφάλειας και ο Πλάτων, βγαίνοντας κοίταξε το ψηλό και επιβλητικό κτίσμα. Ο σκοτεινός, τσιμεντένιος πύργος, που ορθωνόταν μπροστά του φάνταζε ανεξάρτητος από το γύρω περιβάλλον, ένας κόσμος ξεχωριστός! Λίγα φωτισμένα δωμάτια σχημάτιζαν ένα κυβικό σχέδιο στην γυάλινη επιδερμίδα του.
Μπήκαν στο εσωτερικό του και πήραν το ασανσέρ, φτάνοντας τελικά στον δέκατο όροφο, όπου κρατούνταν ο ύποπτος. Κινούμενος αργά με την συνοδεία του Οδυσσέα, ο Πλάτων παρατήρησε το καταθλιπτικό εργασιακό περιβάλλον, με τα κινητά χωρίσματα, τα ο οποίο εκτός των άλλων στερούνταν κάθε επαφής με το εξωτερικό.
«Οι άνθρωποι που δουλεύουν σε τέτοιους χώρους δεν μπορεί παρά να είναι δυστυχισμένοι από την εργασία τους, κι αυτό μεταφέρεται σίγουρα και στην προσωπική τους ζωή!» σκέφτηκε ασυνείδητα.
Ο Οδυσσέας άνοιξε την πόρτα ενός δωματίου, το οποίο οι άντρες του είχαν μετατρέψει προσωρινά σε κρατητήριο. Ένα μικρό γραφείο βρισκόταν ακριβώς μπροστά από το παράθυρο και δύο άντρες συζητούσαν, ο ένας καθισμένος πίσω από το γραφείο και ο άλλος όρθιος κοιτάζοντας έξω, την κίνηση στους δρόμους. Μόλις αντίκρισαν τον Οδυσσέα σηκώθηκαν και οι δύο σούζα, λες και εμφανίστηκε ξαφνικά ο πρόεδρος της δημοκρατίας. Είδαν από πίσω του να εμφανίζεται ο νέος για τον οποίο ακουγόταν πολλά να μπαίνει στο δωμάτιο περπατώντας αργά.
-Παιδιά, σας ευχαριστώ, είπε στους άντρες δείχνοντας τους την έξοδο. Αυτοί βγήκαν βιαστικά, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον Πλάτων, καθώς περνούσαν από δίπλα του. Ορίστε ο άνθρωπός μας, είπε ο Οδυσσέας στον Πλάτων δείχνοντας έναν ψηλό νεαρό άντρα, γύρω στα τριανταπέντε, που καθόταν σε μια καρέκλα μπροστά από το γραφείο με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια του περασμένα από πίσω, προφανώς φορώντας χειροπέδες.
Ο Πλάτων νιώθοντας μια αυξανόμενη κούραση να τον καταβάλει δεν κοίταξε καν προς το μέρος του. Κατευθύνθηκε προς την τζαμαρία και άνοιξε τις κουρτίνες λίγο περισσότερο απ’ όσο ήταν ήδη ανοιχτές, γιατί μια έντονη δυσφορία, σαν σφίξιμο στο στομάχι, και μια αίσθηση κλειστοφοβίας, αποτελέσματα της εργώδους προσπάθειας του μυαλού του, τον έκαναν να νιώθει κάπως άβολα! Άρχισε να ιδρώνει και ένιωθε μια αφόρητη ζέστη.
Ήταν θολωμένος και ένιωθε ότι δεν θα μπορούσε σ’ αυτή την κατάσταση να διαβάσει το μυαλό του κρατούμενού τους. Επιβαλλόταν πρώτα να πάρει δυο ανάσες, αγναντεύοντας την νυχτερινή εικόνα της πόλης από ψηλά. Αυτό που δεν θα μπορούσε σίγουρα να προβλέψει στην κατάσταση που βρισκόταν τώρα, και καθώς κοιτούσε αδιάφορα τα χιλιάδες φώτα που έλουζαν το αστικό τοπίο, ήταν ότι ένα υπερσύγχρονο τυφέκιο με λέιζερ ήταν στραμμένο προς το μέρος του από απόσταση πεντακοσίων περίπου μέτρων και τον σημάδευε ακριβώς στο κέντρο του μετώπου!

                                                                             9

-Βρε, βρε, καλώς τον φίλο μας, ψιθύρισε εύθυμα ο πράκτορας ξαπλωμένος στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου, λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά και κοιτώντας μέσα από την διόπτρα. Καθόταν στο ίδιο σημείο πάνω από τέσσερεις ώρες ψάχνοντας ασταμάτητα στην επιφάνεια του γυάλινου κτιρίου για τον συνεργάτη του.
Τον είχε στείλει, όπως κάθε πρωί, να ελέγξει τις κινήσεις στο σπίτι, που προφανώς αποτελούσε το κρησφύγετο του στόχου τους. Μίλησαν το μεσημέρι για την προγραμματισμένη αναφορά, αλλά καθώς σουρούπωνε το τηλεφώνημα που θα πιστοποιούσε ότι όλα είχαν πάει καλά και επέστρεφε δεν έγινε ποτέ. Δεν ήθελε και πολύ μυαλό για να καταλάβει κάποιος ότι κάτι είχε πάει κατά διάολου και ότι πιθανόν τον είχαν συλλάβει. Οι πιθανότητες για οτιδήποτε άλλο, αν και υπαρκτές, ήταν απειροελάχιστες!
Και νάτος τώρα εδώ αφοσιωμένος στον σκοπό του, ψάχνοντας αγωνιωδώς τα παράθυρα του κτιρίου της Ασφάλειας (που αλλού θα τον πήγαιναν;) για ένα σημάδι του νεαρού συνεργάτη του. Το φως της ημέρας, αντανακλώντας στα φιμέ τζάμια δυσκόλευε πολύ την όρασή του. Η νύχτα όμως ήρθε σαν ευλογία και τα αναμμένα φώτα τράβηξαν την αυλαία από μπροστά του αποκαλύπτοντάς του την γιγάντια σκηνή.
Ταξιδεύοντας το βλέμμα του, μέσω της διόπτρας, σε κάθε φωτιζόμενο δωμάτιο, είδε πολλούς και διάφορους τύπους, άλλους να κάνουν την χαρτοδουλειά κι άλλους να μιλάνε μεταξύ τους ή στο τηλέφωνο. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν το διάστημα που αυτός παρακολουθούσε και σιγά σιγά το κτίριο έμοιαζε να διώχνει τους πολλούς, κρατώντας τους λίγους και καλούς της νυχτερινής βάρδιας, αλλά ακόμη κανένα σημάδι από τον συνεργάτη του.
Κι όμως ο κόπος του επιβραβεύτηκε (πάντα επιβραβεύεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) και την ώρα που συλλογιζόταν πόσο δύσκολο θα ήταν να τον εντοπίσει, κάτι ακόμη καλύτερο συνέβη. Ένας αστείος τύπος, που ενώ κοιταζόταν στον τζάμι για αρκετή ώρα αγνοώντας τον κίνδυνο (έτσι του ερχόταν να πατήσει την σκανδάλη και μπαμ … τέλος η καρικατούρα, ο κρατικοδίαιτος υπάλληλος που δεν είχε ιδέα τι σημαίνει να δουλεύεις στην Ασφάλεια, έστω και σ’ αυτήν την μικρή κι άθλια χώρα), έφυγε και την θέση του πήρε εντελώς απροσδόκητα ο Πλάτων.
-Πώς κι από εδώ, νεαρέ, ρώτησε στον αέρα και στόχευσε την πηγή του κακού. Τον είδε να ανοίγει λίγο ακόμη τις κουρτίνες και μια νέα αποκάλυψη του φανερώθηκε. Κατάφερε, έστω και ελάχιστα, να δει τον συνεργάτη του καθισμένο ακριβώς δίπλα σε έναν άλλο, ογκώδη άντρα, που στεκόταν όρθιος και κοιτούσε με αφοσίωση τον περίεργο εχθρό του. Ο νεαρός πράκτορας και συνεργάτης του φαινόταν σίγουρα φοβισμένος και δεν άφηνε στιγμή από τα μάτια του τον Πλάτων. Ποιός ξέρει τι τρομακτικά σενάρια γύριζε ο νους του; Ίσως φανταζόταν τον Πλάτων να ψάχνει με μανία το μυαλό του και να τον οδηγεί στην τρέλα ή ακόμη χειρότερα θα μπορούσε ίσως να τον αναγκάσει να αυτοκτονήσει με τα ίδια του τα χέρια. Μπορεί να ήταν καλά εκπαιδευμένος, όπως όλοι οι άντρες της Υπερδύναμης, αλλά δεν έπαυε να είναι άνθρωπος. Από σάρκα κι αίμα!
Ο πράκτορας διέκρινε ένα ελαφρύ τρέμουλο και σημάδια απόγνωσης στο βλέμμα του συνεργάτη του. Ήταν έτοιμος να σπάσει, απλώς και μόνο κοιτώντας τον Πλάτων. Κοιτώντας κανείς κάτι το εξωπραγματικό κι απόκοσμο, το υπερφυσικό και πανίσχυρο, αντιλαμβανόμενος το κενό μέσα του, γίνεται να μην λιγοψυχήσει; Οι περισσότεροι, σχεδόν όλοι, όχι!
Ο πράκτορας σημάδεψε καλά και πίεσε ελαφρά την σκανδάλη. Ελάχιστη δύναμη ακόμη και η σφαίρα θα ξεκίναγε το μακάβριο ταξίδι της!Ο Πλάτων στράφηκε προς τον κρατούμενό τους και διαπίστωσε πόσο φοβισμένος ήταν όταν αυτός έσκυψε βιαστικά το κεφάλι του προς το πάτωμα, ευθύς μόλις τα βλέμματά τους συγκρούστηκαν. Η κούραση του ήταν έκδηλη, ένα ασήκωτο φορτίο βάραινε στους ώμους του, θα έκανε πάντως μια προσπάθεια να δει όσα περισσότερα μπορούσε.
«Νεαρέ!» μίλησε στο μυαλό του άντρα και τα μάτια του άνοιξαν αμέσως διάπλατα, το κεφάλι του σηκώθηκε και λίγα σάλια χύθηκαν απ’ το μισάνοιχτο στόμα του. Τον ένιωσε να αφήνεται. Μια στιγμή μόλις πριν οι άμυνες του ετοιμαζόταν για την μάχη της ζωής του, παραδόθηκε όμως αμαχητί, στην φωνή μες το  μυαλό, σε ένα μακάβριο κάλεσμα απ’ το υπερπέραν.
Ο Πλάτων τρύπωσε στο φως του εγκεφάλου του κρατούμενού τους και άρχισε να διαβάζει. Δεν πρόλαβε να ξεκινήσει καλά καλά όταν, σαν διακοπή ρεύματος, η σύνδεση κόπηκε απροσδόκητα και το άσπρο μετατράπηκε σταδιακά σε ένα βαθύ κόκκινο, που μαύρισε στην συνέχεια. Είδε με τα ανθρώπινα μάτια του τα μυαλά του άντρα να στολίζουν τον τοίχο πίσω του και το έντρομο βλέμμα του να ξεθωριάζει σταδιακά. Άκουσε σαν από πηγάδι τον Οδυσσέα να φωνάζει:
-Ελεύθερος σκοπευτής, και τον είδε να σωριάζεται στο πάτωμα. Γύρισε απορημένος τα μάτια του στο παράθυρο και είδε μια μικρή τρύπα, ακριβώς πάνω από τον ώμο του. Ακούμπησε μηχανικά το κεφάλι του στο τζάμι και κοίταξε προς την μεριά, από όπου ήρθε η σφαίρα, υπό το κατάπληκτο βλέμμα του Οδυσσέα.
«Τι στο διάολο!» αναρωτήθηκε ο πράκτορας και τραβήχτηκε ενστικτωδώς προς τα πίσω, βλέποντας στην διόπτρα τον Πλάτων να τον κοιτάζει θαρρείς κατάματα. Μετά το αρχικό ξάφνιασμα, ξαναπήρε θέση και  στόχευσε. Αρκεί να πίεζε το δάχτυλό του και τέλος. Ο νεαρός που στεκόταν σαν άγαλμα (ή σκιάχτρο), κοιτώντας ατρόμητα προς το μέρος του θα ήταν παρελθόν.
Το βλέμμα του μαρτυρούσε γαλήνη και ηρεμία. Δεν προσπάθησε να κρυφτεί, ούτε να καλυφτεί. Λες και περίμενε το αναπόφευκτο. Κι όντως ο Πλάτων ένιωθε ακριβώς έτσι. Δεν φοβόταν, ούτε πίστευε ότι κινδύνευε, αλλά μια αίσθηση ανακούφισης και προσμονής, όπως τότε με τον γορίλα κυριάρχησε μέσα του. Ο πράκτορας αποφάσισε, μετά από λίγα δευτερόλεπτα που του φάνηκαν σαν μια ολόκληρη περιστροφή του σύμπαντος, ότι έπρεπε να ακολουθήσει κατά γράμμα τις εντολές, που είχε πάρει. Σήκωσε το όπλο του και  άρχισε διστακτικά να το αποσυναρμολογεί.
-Την επόμενη φορά, είπε έντονα προβληματισμένος για την ευκαιρία, που ίσως δεν θα ξανάχει, και για την απίστευτη αντίδραση του νέου, την ίδια ώρα που ο Πλάτων δέχθηκε σαν αξίωμα  ότι η αλλαγή μέσα του συνεχιζόταν!

                                                                       10

Ένιωσε ένα τράβηγμα στο παντελόνι του, που τον επανέφερε στιγμιαία στο παρόν. Τίποτα δεν είχε γίνει. Κανένα συμβάν, καμιά αλλαγή! Κοίταξε χαμηλά και είδε τον Οδυσσέα να του κάνει με τα χέρια έντονα νοήματα να σκύψει, να προφυλαχθεί. Υπάκουσε απρόθυμα και έσκυψε αργά, σαν τους εφήβους που κάνουν τελικά το θέλημα των γονιών τους, φροντίζοντας όμως να δείξουν την δυσφορία τους. Ακούμπησε την πλάτη του στο μεταλλικό έπιπλο που φιλοξενούσε εκατοντάδες φακέλους και κοίταξε τον νεκρό.
-Τι έγινε, Πλάτων; Ποιος ήταν; Γιατί τον σκότωσε; Τι ήξερε; Γιατί δεν έσκυψες να προφυλαχθείς; Οι ερωτήσεις βγήκαν αβίαστα απ’ τα χείλη του Οδυσσέα σαν ριπή πολυβόλου. Αισθανόταν, παρά το δέος, μια ανεξήγητη οικειότητα με τον νεαρό. Μετάνιωσε που δεν προσπάθησε να τον προστατέψει. Αυτό δεν θα έκανε αν στην θέση του ήταν ο πρωθυπουργός; Εντάξει, μπορεί να μην χρειάζεται προστασία, αλλά πόσο σίγουρο είναι αυτό; Είναι ανίκητος; Ένα παιδί είναι γαμώτο!
-Μην αισθάνεσαι ενοχές, είπε ο Πλάτων απαντώντας στις σκέψεις που στριφογύριζαν μέσα του. Έκανες αυτό που έπρεπε, αυτό που σου υπαγόρεψαν τα ένστικτά σου. Κι εγώ έκανα ότι μου υπαγόρεψαν τα δικά μου. Να τα εμπιστεύεσαι τα ένστικτά σου. Όλοι μας πρέπει! Αυτό δεν σημαίνει ότι την επόμενη φορά που θα βρεθείς στην ίδια κατάσταση πρέπει να κάνεις την ίδια πράξη. Όχι. Απλώς, άκου και πάλι τα ένστικτά σου. Ότι σου πουν κάνε. Όχι ότι πει ο πρωθυ-πουργός ή κάποιος άλλος! Αυτό θέλω από εσένα. Αυτό χρειάζεται απ’ όλους!
Σηκώθηκαν και ο Οδυσσέας δεν θα έπαυε να συλλογίζεται για πολύ καιρό τα λόγια του Πλάτων. Η αποκάλυψη του νοήματος τους δυστυχώς θα αποδεικνυόταν τραγική. Σήμανε στην ασφάλεια συναγερμός και ξεκίνησε η αναζήτηση του ελεύθερου σκοπευτή. Μέχρι το πρωί είχαν ελεγχθεί εξονυχιστικά όλα τα κτίρια απ’ όπου θα μπορούσε να έχει γίνει η βολή σε ακτίνα τουλάχιστον δύο χιλιομέτρων. Κανένα ίχνος του σκοπευτή δεν βρέθηκε!
Ο Πλάτων καληνύχτισε τον Οδυσσέα, αφού δεν μπορέσει να διασπάσει το σκοτάδι των ανενεργών νευρώνων του νεκρού υπόπτου και τον άφησε να επιληφθεί του ζητήματος. Πήρε το αυτοκίνητο με το οποίο είχαν φτάσει στον πύργο της Ασφάλειας και κατευθύνθηκε προς το κατάλυμα του, προς την Νεφέλη. Ένιωθε τόσο αφόρητα κουρασμένος, που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ο συνδυασμός της αγκαλιάς της και του μαλακού στρώματος, που κοίμιζε την αγάπη τους τις τελευταίες ημέρες.
Αν και είχε πάει σχεδόν δύο η ώρα το πρωί, η πόλη έσφυζε από ζωή. Η κίνηση στους δρόμους, τόσο των οχημάτων, όσο και των πεζών το πιστοποιούσε ακράδαντα. Αυτοκίνητα βιαζόταν να φτάσουν στον προορισμό τους, διάφορες παρέες νέων περπατούσαν γελώντας εύθυμα προς τα διάφορα κέντρα διασκέδασης  και κάποιες μοναχικές φιγούρες, σκιές της νύχτας, κατευθυνόταν προς τον δικό τους άγνωστο, αλλά υπαρκτό προορισμό.
Έστριψε ασυναίσθητα προς το κέντρο της πόλης αντί να βγει στην περιφερειακή οδό, που θα του γλίτωνε χρόνο. Οδήγησε μηχανικά για λίγη ώρα, ώσπου έφτασε  και σταμάτησε το αυτοκίνητο ακριβώς μπροστά από την Βουλή.  Η γλυκιά ανάμνηση ότι είχαν βρεθεί με την Νεφέλη στο ίδιο ακριβώς σημείο, φτάνοντας στην Αθήνα, αναδύθηκε στην επιφάνεια. Πάρκαρε εντελώς παράνομα το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, βγήκε απ’ αυτό κι άρχισε να περπατά.  Που πήγαινε; Δεν είχε ιδέα! Γιατί; Επίσης!
Είχε κάνει κάτι παράτολμο πριν από λίγο. Μπορεί να αισθανόταν (και ήταν σίγουρος γι’ αυτό) ότι συνέχιζε να αλλάζει, αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν σήμαινε ότι ήταν άτρωτος. Κατά βάθος, ήξερε ότι ήταν καθαρά απόφαση του σκοπευτή να μην τον πυροβολήσει και δοκιμάσει έτσι μέχρις εσχάτων τα όριά του.  Αρκούσε μόνο μια παρόρμηση του σκοπευτή, αν και ευτυχώς γι’ αυτόν και χωρίς να το ξέρει αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αυτές οι εντολές του, και ίσως το τέλος να είχε ήδη γραφτεί.  Ποιός ξέρει τι θα είχε συμβεί, αν θα είχε συμβεί κάτι!
Μπορεί σε τελική ανάλυση, η αντίδρασή του… ή ίσως η μη-αντίδρασή του, να ήταν αποτέλεσμα υπολειτουργίας του εγκεφάλου του. Εφόσον είχε μια τεράστια διεργασία σε εξέλιξη, ίσως το υπερβολικά ανθρώπινο κομμάτι του, που αντιμετώπιζε την πραγματικότητα, είχε αποφασίσει, ερήμην του, να αφήσει τα πράγματα στην τύχη. Αυτή την σκύλα, που πολεμούσε με μανία σε όλη του την ζωή. Η πιθανότητα αυτή τον σόκαρε. Και την απώθησε γρήγορα στο ασυνείδητό του.
Αισθάνθηκε μετέωρος, δεν μπορούσε να αγγίξει τον μαγικό κόσμο της αυτοπραγμάτωσης. Ο εσωτερικός πόλεμος μεταξύ των ενορμήσεων και των ενδιαφερόντων μαίνονταν σφοδρός και η εξύψωση του στο τελικό στάδιο της τελείωσης, αυτό που θα ζήλευαν και οι αρχαίοι σοφοί της Ελλάδας και της Βαβυλώνας, αργούσε. Έλπιζε, ευχόταν με όλο του το είναι, να αργούσε μόνο για λίγο ακόμη!
Διαβαίνοντας το κέντρο της πόλης οσμίζονταν την μοιρολατρική απελπισία των ανθρώπων που ζούσαν στο απάνθρωπο κέντρο, αλλά και την αυτάρεσκη οχύρωση των πλουσίων που είχαν ήδη φύγει μακριά, είτε είχαν ανέβει ψηλά στα ρετιρέ!  Προχωρώντας κοίταζε γύρω του, την πόλη που ποτέ δεν κοιμάται, τους περαστικούς, αλλά και τους μόνιμους θιασώτες της σκηνής της. Λίγοι ναρκομανείς, πραγματικά φαντάσματα της ζωής, αγωνίζονταν με κάθε τρόπο για το μοναδικό πράγμα που αξίζει στην ύπαρξη τους. Την δόση τους. Οι ιερόδουλες, το πανάρχαιο προϊόν εμπόρων λευκής σαρκός, ξεκίναγαν το βαρύ και ανθυγιεινό τους «επάγγελμα», τα αυτοκίνητα γυρνούσαν σε ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι κι ο Πλάτων αφουγκραζόταν παθητικά τον παλμό της πόλης.
Περιπλανιόταν για ώρα, περιφερόταν σαν ένα σώμα σε αδράνεια, χωρίς βούληση και τίποτα στις κινήσεις του δεν μπορούσε να προδώσει την κατάσταση στασιμότητας στην οποία βρισκόταν όταν μπήκε σε μια πλατεία, όπου μια ομάδα νεαρών άκουγαν μουσική χορεύοντας, καπνίζοντας και καταναλώνοντας δεκάδες κουτάκια μπύρας. Ήταν νέοι, αγόρια και κορίτσια, της συρρικνωμένης μικρομεσαίας τάξης, με την δυνατότητα να διασκεδάσουν σε κάποιο μπαράκι, αλλά που είχαν επιλέξει τα όνειρα και την ελευθερία, που τους γεννούσε μια πλατεία, στο κέντρο της πόλης, νύχτα, κάτω απ’ το φως των αστεριών! Αναθάρρησε και μια σπίθα έλαμψε στο σβησμένο του βλέμμα.
Έφτασε δίπλα τους και καθώς έμπαινε σε μια αόρατη ζώνη επιρροής, εκατοντάδες σκέψεις άρχισαν να τον μαστιγώνουν αλύπητα, ρίχνοντάς τον στα γόνατα. Το μυαλό του πόναγε, λες και χιλιάδες νύχια το γρατζουνούσαν, βούιζε και δεν μπορούσε να ακούσει ούτε την ίδια του την σκέψη.
«Ποιος ακούει πάλι τον μπαμπά; Γαμώ τις εξετάσεις μου, γαμώ! Τι κορμάρα έχει η Κέλυ, θεέ μου; Το χαρτζιλίκι δεν φτάνει ούτε για τσίχλες. Κι άλλα παιδιά νεκρά στην Παλαιστίνη. Ο διαστημικός σταθμός είναι το μέλλον. Πρέπει να γαμήσω γρήγορα, γιατί θα γίνω ρόμπα αν μαθευτεί ότι είμαι παρθένος. Αχ και να περνούσα στην φιλοσοφική (βρω δεν βρω δουλειά). Αυτό θέλω να κάνω, άντε γαμηθείτε όλοι σας! Αυτή η μπόχα στην πόλη δεν παίζεται. Τι θα κάνω; Πως θα ζήσω (επιβιώσω);»
Βούλωσε τα αυτιά του πιάνοντας το σφιχτά το κεφάλι του, γιατί νόμιζε ότι θα σπάσει και σχεδόν διπλώθηκε στα δύο, αλλά ο ήχος από τις μυριάδες σκέψεις δυνάμωσε. Το ανθρώπινο κομμάτι του αδυνατούσε να αντέξει την σωρευμένη ενέργεια, μεταφρασμένη σε όνειρα, φοβίες, ελπίδες, πάθη και αναζήτηση των νέων, που τον κυρίεψε απροσδόκητα. Στράφηκαν όλοι και τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι.
-Είσαι καλά, ρώτησε κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του, μια κοκκινομάλλα δεκαεξάχρονη με λίγες φακίδες να ντύνουν το πρόσωπό της. Η ευγένεια στην φωνή της μαρτυρούσε αληθινό ενδιαφέρον.
Ο Πλάτων κοκάλωσε, καθώς τα νύχια εγκατέλειψαν απότομα το κρανίο του, κοίταξε το κορίτσι, της έγνεψε αργά καταφατικά και στήθηκε ξανά στα πόδια του με το μυαλό του να συνέρχεται σταδιακά. Κοιτούσε για λίγο το κορίτσι με τα πύρινα μαλλιά (το κορίτσι «Κι άλλα νεκρά παιδιά στην Παλαιστίνη», όπως κατάλαβε) και στην συνέχεια στράφηκε στην υπόλοιπη παρέα. Είδε μπροστά του καμιά δεκαριά έφηβους, από δεκαπέντε μέχρι δέκα εφτά χρονών, να τον παρατηρούν με απόλυτη σιωπή και έκδηλη περιέργεια μέσα από τα άπληστα μάτια τους και τα νέα τους κορμιά. Ο υπεύθυνος για την μουσική επένδυση της βραδιάς χαμήλωσε καταρχήν την μουσική και έπειτα την έκλεισε εντελώς.
-Ναι, δυστυχώς κι άλλα παιδιά είναι νεκρά. Όχι μόνο στην Παλαιστίνη, αλλά κι αλλού, παντού στον κόσμο μας. Βλέπεις το μίσος δεν αποτελεί μονοπώλιο κανενός. Κρύβεται καλά και σιωπηλά κάτω από το δέρμα όλων μας. Σαν χαμαιλέοντας παίρνει τα χρώματα μας και όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή μας αιχμαλωτίζει στην τεράστια γλώσσα του, είπε θεατρικά στραμμένος στην κοκκινομάλλα και η παρέα αντέδρασε με ακόμη μεγαλύτερη προσήλωση στον άντρα, που μόλις τους μίλησε τόσο περίεργα.
Παρατήρησε ένα ένα τα παιδιά και διέκρινε σε όλα κι από έναν διαφορετικό άνθρωπο να κοιμάται μέσα τους. Ήταν ο άνθρωπος των ονείρων τους, ο άνθρωπος που ήθελαν να γίνουν. Όχι αυτό που ήθελαν οι άλλοι, αλλά αυτό που τους πρόσταζε μια αρχέγονη τάση, μια φυγή προς τα εμπρός, ένα ακατανίκητο ένστικτο. Η ανθρωπότητα που είχε θέσει ως στόχο να αλλάξει προσωποποιήθηκε σ’ αυτά τα παιδιά. Δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να αλλάξει αυτούς τους ¨εν δυνάμει¨ ανθρώπους. Ήθελε να τους βοηθήσει απλώς να βγουν στην επιφάνεια. Να απλώσει το χέρι του και να τους τραβήξει πάνω, έξω από το πηγάδι του σύγχρονου πολιτισμού.
Ξαναστράφηκε στην κοκκινομάλλα. Είδε μια ομιχλώδη εικόνα, όπου μια νεαρή κυρία βοηθάει τα άπορα παιδιά στην Αφρική. Την είδε να τα ντύνει, να τα πλένει, να χαράζει το χαμόγελο στα προσωπάκια τους, απλώς και μόνο λέγοντάς του παραμύθια. Την είδε να ζει μια ζωή γεμάτη, όπως ακριβώς την οδηγούσε η σύγκρουση ανάμεσα στις ορμές της. Η ομίχλη διαλύθηκε και κοίταξε καλύτερα. Είδε μια τηλεφωνήτρια, με κόκκινα μαλλιά, να απαντάει για οχτώ ώρες κάθε μέρα στα τηλέφωνα, ήταν δυστυχισμένη κι αρραβωνιασμένη. Βλέπετε κόντευε τα τριάντα κι έπρεπε να παντρευτεί ένα καλό κι άξιο παλικάρι.
Στράφηκε στον νέο που ήθελε να πηδήξει την Κέλυ (αυτό ήταν το όνομα της κοκκινο-μάλλας). Αυτός ήταν και ο μόνος λόγος που βρισκόταν σ’ αυτή την παρέα, ένας παρείσακτος, ένας σκλάβος. Το κακομαθημένο του μυαλό δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο. Βλέπετε οι γονείς του ήταν αρκετά πλούσιοι κι αμόρφωτοι (αμόρφωτοι λέω και όχι ανεκπαίδευτοι, γιατί δόξα τω θεό είχαν τα πτυχία τους. Ήταν γιατροί και οι δύο, δηλαδή εκπαιδευμένοι άνθρωποι να εξασκούν την ιατρική, αλλά αρκετά αμόρφωτοι κι ακαλλιέργητοι, ώστε να έχουν μετατρέψει το λειτούργημα σε επάγγελμα, να παίρνουν τα φακελάκια τους από τους μη έχοντες και να τα χρησιμοποιούν για να καταστρέψουν το μυαλό του γιού τους)! Είδε έναν τριαντάρη να πηδάει όσες περισσότερες γυναίκες μπορεί, λες και είχε βάλει κάποιο στοίχημα με την χαμένη του αυτοεκτίμηση. Α, είχε γίνει και γιατρός (το μήλο δυστυχώς κάτω από την μηλιά), οπότε το κύρος του στον γυναικείο πληθυσμό ήταν εντυπωσιακό.
Τα δύο άκρα λοιπόν! Κι ένας αγώνας για την ανέλιξη. Ένας άνισος αγώνας. Κι αυτός; Που βρισκόταν αυτός; Ποια πορεία είχε επιλέξει για τον εαυτό του; Πως θα πραγματοποιούσε τα δικά του όνειρα; Αυτά που χωρούσαν όλο τον κόσμο στην αγκαλιά του; Πώς θα μετέτρεπε τον άνισο αγώνα σε μια δίκαιη μάχη;
Πώς ένας ανώτερος άνθρωπος (η κοκκινομάλλα )θα έχει τις δυνατότητες να αυτοπραγματωθεί σε μια δημοκρατία, που εξισώνει τους πάντες και υποβιβάζει την κοινωνία στο επίπεδο των κατώτερων (ο παρείσακτος) μελών της; Διαισθάνθηκε ότι στην σημερινή δημοκρατία, όπου όλοι ζουν για το σήμερα, πολύ γρήγορα και πολύ ανεύθυνα και αυτό το ονομάζουν ελευθερία, έχουν χαθεί τα ένστικτα από τα οποία αναπτύσσονται διαρκώς καινούριες δομές, το ίδιο το μέλλον. Έχουν χαθεί δυστυχώς τα ένστικτα για υπευθυνότητα απέναντι στους αιώνες που έρχονται καθώς και στην αλληλεγγύη των γενεών, που ρέουν προς τα εμπρός αλλά και προς τα πίσω!
Χαμογέλασε στην γενιά μπροστά του και αυτή ανταπέδωσε. Κάποιοι θέλησαν να μιλήσουν, να ρωτήσουν τι εννοούσε, αλλά συγκρατήθηκαν, σώπασαν περιμένοντας.
-Είστε ελεύθεροι; Πώς αισθάνεστε, ρώτησε σοβαρά.
Δυο-τρείς έσπευσαν να απαντήσουν ναι, χωρίς πολύ σκέψη οδηγούμενοι από την παρορ-μητικότητα της ηλικίας τους. Η κοκκινομάλλα δεν μίλησε, συνέχισε να τον κοιτάζει έντονα με τα καστανά μάτια της και ο Πλάτων διέκρινε μια δυνατή φωτιά να σιγοκαίει μέσα τους, δίνοντάς τους μια πρωτόγνωρη απόχρωση σαν καυτής λάβας.
-Η ελευθερία είναι κάτι που έχουμε και δεν έχουμε, κάτι που θέλουμε, κάτι που κατακτούμε! Για παράδειγμα οι περισσότερες κυβερνήσεις στον πλανήτη δεν θέλουν οι νέοι, εσείς, να μορφωθείτε. Δεν θέλουν να σκέφτεστε πολύ! Γι’ αυτό σε όλο τον κόσμο ξεπήδησαν απότομα τηλεοπτικά προγράμματα, ρεάλιτι εκπομπές, πάρκα αναψυχής, ναρκωτικά και αλκοόλ. Το μόνο που θέλουν από εσάς είναι να προσκολληθείτε γερά στον κόσμο που σας παρουσιάζουν, χωρίς να αντιδράτε. Διασκέδαση και όχι ψυχαγωγία! Εθισμό στην καλοπέραση και τον ψεύτικο κόσμο της τηλεόρασης κι όχι προβληματισμό και σκέψη για τον κόσμο μας. Σας θέλουν σκλάβους, τους είπε αργά με φωνή που δεν άφηνε αμφιβολίες. Συνέχισε χαμογελώντας: Η ελευθερία επομένως επιτυγχάνεται μέσα από αγώνα, πρώτα με τον εαυτό μας και τις πολλές και διαφορετικές φωνές μέσα μας, και στην συνέχεια απέναντι σε άξιους εχθρούς, με τους οποίους μπορεί κανείς να δοκιμάσει την δύναμή του. Μην χαλαρώνετε την ψυχή σας, μην επιζητάτε την ειρήνη και θα μείνετε για πάντα νέοι. Ξεριζώστε από μέσα σας, συντρίψτε τις δοξασίες και τις γνώμες, που σας κληρονόμησαν οι μεγάλοι, οι γονείς σας και οι δάσκαλοί σας, δοξασίες απ’ τα βάθη των αιώνων. Αναρωτηθείτε τι πρέπει να σκέφτεστε! Αν πρέπει να σκέφτεστε ό,τι σας λένε τα ιερά βιβλία, η Βίβλος και το Κοράνι, ή αυτό που λέει ο γενικός γραμματέας του κόμματος ή ακόμη κι αυτός… ο μάγος της φυλής! Ο εσωτερικός σας αγώνας, τα χιλιάδες ερωτήματα, η αμφισβήτηση των κατεστημένων θεσμών, είναι ερέθισμα για ζωή, είναι πόλεμος για ελευθερία. Μην συμβιβάζεστε, μην σταματάτε ποτέ! Ζητήστε κι άλλα, περισσότερα, αποδείξεις. Γεννήστε ιδέες, κάντε όνειρα και πλάστε τα στην Γη μας! Μπορούμε να τα αλλάξουμε όλα, πρόσθεσε κι ένα αχνό γελάκι βγήκε προς τα έξω ενώ αυτός κοιτούσε κάπου απροσδιόριστα μακριά, αρκεί να κάνουμε μια απλή επιλογή, ανάμεσα στον φόβο και την αγάπη, είπε κοιτώντας τα απορροφημένα τους πρόσωπα και τα διψασμένα τους μάτια. Το ξέρετε ότι η επανάσταση είναι τώρα, έτσι; Όχι αύριο, αλλά τώρα, την μοναδική αυτή στιγμή που είστε όλοι εσείς ενωμένοι κάτω απ’ το φως των αστεριών! Να ξέρετε ότι τελικά όλοι, έχουμε το μέγεθος αυτού που οραματιζόμαστε!
Τους παρατήρησε χαμογελώντας, ξεκάθαρα τώρα και σίγουρος για αυτά τα παιδιά. Έριξε μια τρυφερή ματιά, που δήλωνε εμπιστοσύνη στην κοκκινομάλλα, γύρισε αργά και έφυγε. Το κορίτσι έμεινε ακίνητο να τον παρακολουθεί να απομακρύνεται, όπως και η παρέα της και η αυτοπεποίθηση άρχισε να κυλά σαν ρυάκι μέσα της. Μέσα σε λίγα χρόνια θα είχε μετατραπεί σε ασταμάτητο χείμαρρο!
Επέστρεψε στο σπίτι στον λόφο και ξάπλωσε δίπλα στην ωραία κοιμωμένη, η οποία είχε πα-ραδοθει στον θεό-ύπνο πριν από λίγη ώρα. Ο Πλάτων ένοιωσε τότε μια φτερωτή λαμπρότητα να κατακλύζει το μυαλό του και μια εσωτερική δόνηση προκάλεσε στο κορμί του ένα μικρό τρέμουλο. Το κορίτσι όμως δεν ένιωσε πότε το γλυκό χάδι στα μαλλιά, ούτε το τρυφερό άγγιγμα στον ώμο της. Μέσα στο όνειρό της μόνο χαμογέλασε, καθώς κρυφές επιθυμίες και ονειρικές εικόνες μιας ευτυχισμένης ζωής για τους τρεις τους, παρουσιάστηκαν απρόσκλητες. Την πήρε στην αγκαλιά του και έμεινε ακίνητος, και λίγο φοβισμένος, δίπλα της, ενώ η Νεφέλη δεν είχε την ευκαιρία να δει για τελευταία φορά τον άνθρωπο μέσα του, καθώς αυτός γλιστρούσε γοργά κι έτεινε στο υπόγειο της συνείδησης μαζί με το αργό κλείσιμο των βλεφάρων του κι ο καινούριος του εαυτός, η απόκοσμη Σκιά, που πλέον ακτινοβολούσε ολόκληρη, σαν ένας μαύρος ήλιος, ανέβαινε  πετώντας στην απόλυτη κυριαρχία του νου του. Το σκοτάδι τον άρπαξε μανιασμένα, αλλά ήταν κάπως γλυκό το άγγιγμά του, ίσως και λίγο ευωδιαστό, και τον έκανε δικό του!

Δεν υπάρχουν σχόλια: