Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΝΟ 5



                                                                              9
Το απόγευμα ήρθε και πέρασε στην Αθήνα και το ηλιοβασίλεμα είχε ξεκινήσει την μη αντιστρεπτή του πορεία. Ο Πλάτων ξύπνησε πρώτος απ’ τους δυο και πήγε βαριεστημένα στο παράθυρο. Άνοιξε την κουρτίνα και η εικόνα που αντίκρισε του θύμισε και πάλι το αγαπημένο του μέρος στα Γιάννενα, το σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Είδε τον ήλιο να κρύβεται στον ορίζοντα και απαλά, γλυκά χρώματα να ζωγραφίζουν πολύχρωμο τον γαλανό ουρανό. Δυστυχώς, όμως, αυτή η αρμονία της εικόνας που έβλεπε ήταν πλαστή. Έσπαγε εύκολα, σαν λεπτός καθρέπτης εισπνέοντας κανείς τον μολυσμένο αέρα της πόλης, παρατηρώντας τους ανθρώπους να τρέχουν πανικόβλητοι και μυριάδες αυτοκίνητα να κινούνται, τα περισσότερα χωρίς λόγο. Χωρίς αιτία!
Κοίταξε το κορίτσι που κοιμόταν γαλήνια. Ήξερε βαθιά μέσα του και με απόλυτη σιγουριά ότι τίποτα δεν θα ξεπερνούσε ποτέ την ηδονή της πρώτης τους φοράς. Παρατηρούσε με λαγνεία το υπέροχο κορμί της, την ομορφιά όλου του κόσμου στην τέλεια μορφή της. Ένιωσε βυθισμένος σε μια μεθυστική νάρκη, μες την οποία θα μπορούσε να μείνει για πάντα. Ήθελε να την πάρει απ’ το χέρι και να πετάξουν μακριά, μόνοι και μαζί για πάντα. Δεν μπορούσε όμως να κάνει κάτι τέτοιο. Γνώριζε καλά τον εαυτό του και ήξερε ότι οι τύψεις του θα τον κυνηγούσαν αδίστακτα κι αργά ή γρήγορα θα τον έβρισκαν. Κι όταν συνέβαινε αυτό οι πύλες του παράδεισου, μπροστά στα έντρομα μάτια του, θα σφάλιζαν με βρόντο αφήνοντάς τον απέξω στην αιωνιότητα.
Έτρεξε γρήγορα στο ντους και την λυτρωτική δύναμη του νερού. Ήταν εξαντλημένος και το μυαλό του βούιζε από μυριάδες σκέψεις, όμως το  δροσερό νερό τον αναζωογόνησε. Οσμίζονταν την μυρωδιά του κορμιού της πάνω στο δικό του και δεν ήθελε να την βγάλει. Η ηδονιστική όμως αίσθηση του νερού πάνω του δεν μπορούσε να πάρει αναβολή. Έπιασε ασυναίσθητα το μικρό μπουκαλάκι με το αφρόλουτρο που υπήρχε στην ντουζιέρα, αλλά κοκάλωσε ξαφνικά λίγο πριν απλώσει στο κορμί του το παχύρρευστο μπλε υγρό. Διάβασε με μια αχνή περιέργεια την σύνθεση του. Θα έπλενε το κορμί του, όπως έκανε τόσα χρόνια, όπως έκαναν όλοι, με τι; Με χημικά προϊόντα και όλες τις καρκινογόνες ουσίες, τις οποίες οι εταιρείες επιβάλουν χωρίς ίχνος ντροπής λόγω του κέρδους. Πέταξε το μπουκαλάκι στον τοίχο και καθώς το μπλε υγρό χύνονταν αργά πάνω στα πλακάκια σχηματίζοντας ένα σουρεάλ σχέδιο, η απελπισία, για πρώτη φορά απ’ όταν ξύπνησε ένας νέος άνθρωπος στο νοσοκομείο, έκανε την εμφάνιση της. Όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα του στον κόσμο μας διέκρινε ξεκάθαρα το αόρατο χέρι του Κέρδους να επιβάλλει την πρόσκαιρη ευδαιμονία εις βάρος της μελλοντικής ευτυχίας.
 Οι άνθρωποι παντού στον κόσμο τρέφονται ως επί το πλείστων με γρήγορο, πλαστικό φαγητό, γεμάτο κάθε είδους τοξική για το σώμα μας ουσία. Πλένονται και ντύνονται με κατεργασμένα προϊόντα, που παράγονται με χημικές διαδικασίες. Δεν ζούσε σε έναν φυσικό κόσμο, αλλά σε ένα τεράστιο χημικό εργαστήριο κι αυτός δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα ακόμη πειραματόζωο! Έσκυψε στα γόνατα και άφησε το νερό να κάνει τα μαγικά του, να τον ηρεμήσει, χτυπώντας του απαλά το πρόσωπο.
Ένιωσε με κλειστά τα μάτια κι ευγνωμοσύνη το χάδι της στα μαλλιά του και μπήκε κι αυτή στο ντους.
-Τι κάνεις, μωρό μου, τον ρώτησε αργά σαν υπνωτισμένη. Τον σήκωσε και τυλίχτηκε πάνω του. Τώρα το νερό χάιδευε και τα δυο κορμιά, πάλι ενωμένα σε ένα.
-Καλά είμαι, της απάντησε χαμογελώντας. Η θλίψη όμως δεν είχε προλάβει να κρυφτεί.
-Και γιατί έχεις αυτό το θλιμμένο βλέμμα; Τι έγινε, Πλάτων, ρώτησε παιχνιδιάρικα και με κρυφή αγωνία. Μήπως ο πανέμορφος και πανίσχυρος πρίγκιπας της είχε μετανιώσει;
-Τίποτα, καρδιά μου! Τίποτα, είπε και την έσφιξε πιο δυνατά πάνω του. Απλώς θέλω να συζητήσω κάποια πράγματα μαζί σου. Τι λες να κάνουμε το μπάνιο μας και να συζητήσουμε παραγγέλνοντας όσο περισσότερο φαγητό γίνεται; Πεινάω σαν λύκος!
-Κι εγώ, απάντησε το κορίτσι με ένα πονηρό χαμόγελο και του πρόσφερε και πάλι τον εαυτό της.
Το κάνανε ξανά και ξανά με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους στο ντους. Τελικά κι αφού εξάντλησαν τις λίγες δυνάμεις που είχαν συσσωρεύσει απ’ τον ύπνο τους, βγήκαν και παρήγγειλαν όσο περισσότερο φαγητό μπορούσαν. Έφαγαν οι δυο τους, και κυρίως ο Πλάτων, μέχρι και την τελευταία μπουκιά απ΄ τα δέκα περίπου πιάτα, γελώντας δυνατά, μασώντας ακατάπαυστα και κοιτάζοντας λάγνα ο ένας τον άλλο. Ο Πλάτων ήταν πλέον σαν μια αδηφάγο μηχανή υπεραυτοκινητού. Χωρίς μπόλικη βενζίνη δεν πάει πουθενά. Το τέλειο κορμί του χρειάζονταν μεγάλες ποσότητες ενέργειας, μεταφρασμένες σε τεράστιες μερίδες φαγητού. Ξάπλωσαν χορτασμένοι στο κρεβάτι και έμειναν αγκαλιασμένοι, ενώ έξω είχε ήδη νυχτώσει.
Την κοίταξε και την είδε να παρατηρεί λαίμαργα το γυμνό του και καλοσμιλεμένο κορμί  κι ύστερα να το χαϊδεύει, να το πιάνει και να το επεξεργάζεται με τα δάχτυλα της, θέλοντας να αρπάξει με την αφή, όλη την μαγεία που αυτό ανέδιδε.
-Μωρό μου, θέλω να σου εκμυστηρευτώ κάποια γεγονότα, της είπε βγάζοντας την από την ονειροπόληση της κι αυτή τον κοίταξε με την βεβαιότητα ότι οι απορίες της θα λύνονταν επιτέλους και μια για πάντα.
-Κι εγώ έχω τόσες πολλές απορίες, τόνισε. Πες μου τι έγινε με τους αστυνομικούς το πρωί; Και μετά...
-Ηρέμησε! Θα στα πω όλα, την σταμάτησε με φωνή απότομη. Με την σειρά τους όμως, ένα ένα. Εντάξει, ρώτησε γλυκαίνοντας την φωνή του.
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά με το πληγωμένο βλέμμα ενός μικρού παιδιού, που μόλις του έκαναν παρατήρηση, επειδή ήθελε απλώς να μάθει. Ο Πλάτων κάρφωσε το βλέμμα του στο παράθυρο και τον νυχτερινό ουρανό. Δεν ήξερε πως να αρχίσει, τι να έλεγε για το απόλυτο μυστήριο που ζούσε τις τελευταίες δύο ημέρες. Θα μιλούσε πάραυτα ειλικρινά όποιο κι αν ήταν το κόστος. Ξεκίνησε να της μιλάει για το βραδάκι εκείνο στην πλαγιά, όπου αγνάντευε τα αστέρια. Η γλώσσα του λύθηκε σιγά σιγά, λέξη την λέξη, φράση την φράση και της περιέγραψε τα πάντα με  όλες τις λεπτομέρειες, που είχε καταγράψει ο «αναβαθμισμένος» του εγκέφαλος. Της είπε για το επεισόδιο με τον «γορίλα» και την πρωτόγνωρη Δύναμη, που ξεχύθηκε με μανία από τα χέρια του. Συνεχίζοντας μίλησε για το όραμα που είχε και πως ξύπνησε στο νοσοκομείο. Πρόσθεσε επίσης πως μπορούσε να ακούει τις σκέψεις των άλλων και τέλος της εκμυστηρεύτηκε για την αστυνομία, που τον θεωρούσε φονιά. Της περιέγραψε τα πάντα, μέχρι την άγια στιγμή που την βρήκε στον δρόμο του να κάνει οτοστόπ.
Αυτή άκουγε με απόλυτη αφοσίωση. Προσπαθούσε, με δυσκολία είναι η αλήθεια, να παρακολουθήσει την σκέψη του. Διαρκώς νέα ερωτήματα έκαναν την εμφάνιση τους. Ότι ήξερε μέχρι εκείνη την στιγμή κλονιζόταν βίαια και το άγνωστο πρόβαλλε τρομακτικό μπροστά της. Ο Πλάτων τελείωσε και την κοίταξε ανακουφισμένος, λες και η φύλαξη ενός τεράστιου μυστικού έφυγε από πάνω του. Αυτή προσπαθούσε να βάλει σε μια σειρά τον κυκεώνα ερωτημάτων που την βασάνιζαν. Τον κοίταξε στα μάτια και ξεκίνησε να ρωτήσει.
-Δηλαδ ... σταμάτησε απότομα. Όλες οι ερωτήσεις του κόσμου θα ήταν χρήσιμες, αλλά ανούσιες αυτή την στιγμή. Σηκώθηκε στα γόνατα της και του ζήτησε, σχεδόν παρακλητικά, το αυτονόητο. Δείξε μου!
Αυτός σχεδόν γέλασε από ικανοποίηση. Αυτή ήταν η αντίδραση που έλπιζε να αντιμετωπίσει. Πράξεις κι όχι λόγια! Έπρεπε όμως να προσπαθήσει πολύ για να μην την φοβίσει. Πρόταξε τα χέρια του μπροστά και έστρεψε το βλέμμα του πάνω τους. Η Νεφέλη ακολούθησε το βλέμμα του. Αργά, με τα δευτερόλεπτα να μένουν σχεδόν ακίνητα, μια αμυδρή γαλάζια φλόγα, η Δύναμη, έκανε την εμφάνιση της ξαφνικά από το πουθενά. Η Νεφέλη έκανε λίγο πίσω ξαφνιασμένη και τον κοίταξε απορημένη, ίσως και λίγο φοβισμένη. Έστρεψε και πάλι το βλέμμα της στο πρωτόγνωρο αυτό θέαμα. Η γαλάζια φλόγα κάλυπτε τα χέρια του από τους καρπούς μέχρι τα ακροδάχτυλα του και σχεδόν λικνιζόταν ρυθμικά πάνω τους.
Η αστείρευτη περιέργεια του μυαλού της  και η εικόνα δύναμης που κοιτούσε μαγεμένη της επέβαλλε μια κίνηση αργή, με το δάχτυλο της να αγγίξει την πανέμορφη, γαλάζια φλόγα. Όμως ο Πλάτων δεν την άφησε, τραβώντας τα χέρια του και εξαφανίζοντας ακαριαία την φλόγα.
-Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, Νεφέλη. Κι όχι επειδή δεν θέλω, αλλά διότι δεν ξέρω, της τόνισε με νόημα. Δεν ξέρω τι θα γίνει και δεν θέλω να σου συμβεί το παραμικρό.
Αυτή πείστηκε και έμεινε με τα μάτια της  καρφωμένα στα χέρια του, που τώρα είχαν πάρει την κανονική τους μορφή. Αμέσως ο Πλάτων άδραξε την ευκαιρία για να της δείξει και την άλλη του «υπερφυσική» δυνατότητα.
«Μωρό, ακούς την φωνή μου αυτή την στιγμή, έτσι  δεν  είναι; Μην  τρομάζεις! Δεν κινδυνεύεις!» Η Νεφέλη είχε μείνει παγωμένη να προσπαθεί να κατανοήσει αυτό που βίωνε. Η φωνή του ακούστηκε κρυστάλλινη μες το μυαλό της κι όμως αυτός δεν κούνησε ούτε το χειλάκι του. Δεν τον άκουσε με τα αυτιά της, αλλά με το μυαλό της. Ήταν σειρά της να απαντήσει.
 «Ακούω την φωνή σου. Εσύ ακούς την σκέψη μου; Είναι αμφίδρομη αυτή η σχέση;» ρώτησε με το μυαλό της. Ο Πλάτων χαμογέλασε και απάντησε. Τουλάχιστον αυτό ήταν μάλλον ακίνδυνο.
«Ακούω  τις  σκέψεις  σου. Αλλά  μπορώ  να  κάνω και  κάτι άλλο»  είπε  και η Νεφέλη απόρησε τι παραπάνω θα μπορούσε να γίνει. Είχε δει αρκετά, αλλά δεν τα είχε δει όλα. Όχι ακόμα!
-Ο εγκέφαλος του κάθε ανθρώπου είναι σαν ανοιχτό βιβλίο για μένα. Μπορώ να ελέγξω το κάθε κεφάλαιο και να μάθω τις φιλοδοξίες, τα όνειρα και τους πραγματικούς στόχους του καθενός. Νομίζω ότι μπορώ να δω μέχρι και σκέψεις  ασυνείδητες, κρυφές ακόμη και από τους κατόχους τους, της είπε σχεδόν ψιθυριστά και συνωμοτικά λες και κάποιος μπορεί να τους άκουγε.
Η Νεφέλη ένοιωσε άσχημα στο άκουσμα αυτής της εξωπραγματικής ικανότητας. Η γαλάζια φλόγα που είδε πριν ήταν τόσο όμορφη κι αδιανόητη, όσο και πανίσχυρη και θανατηφόρα απ’ ότι της εκμυστηρεύτηκε, αλλά κι απ’ ότι διαπίστωσε μόνη της κατά την διάρκεια της συνάντησης τους με τους δυο αστυνομικούς, όμως η ικανότητα να χαρτογραφεί τα μυαλά των άλλων ήταν πραγματικά τρομακτική. Το μυαλό της ήταν μπερδεμένο και τα συναισθήματα συγκρούονταν μέσα της. Ένοιωσε γυμνή. Ήταν σωματικά γυμνή και τώρα ένοιωθε και ψυχικά γυμνή, ανήμπορη, ανυπεράσπιστη. Πως θα φύλαγε την προσωπική της ελευθερία, τις σκέψεις και τα όνειρα της αποκλειστικά δικά της; Ήταν αδύνατο! Θα βρισκόταν σε μια συνεχή ομηρία, όπου ο κάθε καημός και πόθος, αυτά που μας κάνουν μοναδικούς και ξεχωριστούς θα ήταν απλωμένα πάνω στο τραπέζι του Πλάτων. Δεν την απασχολούσε το γεγονός ότι ίσως σε κάποια στιγμή στο μέλλον δεν θα ένιωθε την τυφλή εμπιστοσύνη που αισθανόταν τώρα για αυτόν, βασικά το θεωρούσε απίθανο. Αντιθέτως, μπορούσε να του εμπιστευτεί και την ζωή της, καθώς τον έβλεπε τώρα να της χαμογελά τρυφερά κι εν μέρη το έκανε όταν αποφάσισε να τον ακολουθήσει, αλλά η αίσθηση του ατομικού, της ελευθερίας και της προσωπικότητας της κινδύνευε να χαθεί! Για πάντα!
Ο Πλάτων αντιλήφθηκε τους ενδοιασμούς της και έσπευσε να την καθησυχάσει.
-Μην ανησυχείς, γλυκιά μου. Δεν έψαξα μέσα στο μυαλό σου. Η αλήθεια είναι ότι άκουσα μια φορά μόνο την σκέψη σου, όταν μπήκες στο αυτοκίνητο το πρωί. Δεν πρόκειται να το ξανακάνω! Όχι, εκτός κι αν μου το ζητήσεις εσύ …για κάποιον περίεργο λόγο, της υποσχέθηκε με φωνή που πρόδιδε αγάπη.
Αυτή ένευσε συγκαταβατικά και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Έμειναν ακίνητοι να κοιτάζονται. Ξαφνικά μια ακόμη απορία γεννήθηκε στο μυαλό της Νεφέλης. Χαμογέλασε και ρώτησε με μια αίσθηση σιγουριάς:
-Αν μπορείς να ακούς και να ψάχνεις στο μυαλό των άλλων, όπως στις σελίδες ενός βιβλίου, γιατί να μην μπορείς να το ελέγξεις; Τι σε εμποδίζει να τους χειραγωγήσεις, γράφοντας εσύ τις καινούριες σελίδες;
Ο Πλάτων δεν είχε κάνει ακόμα αυτή την σκέψη. Είχε μια αμυδρή υποψία ότι οι δυνάμεις του μπορεί να εξελίσσονται, αλλά δεν είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο. Τώρα όμως που το άκουσε του φάνηκε απολύτως λογικό.
-Ναι, έχεις δίκιο, Νεφέλη. Δεν το έχω δοκιμάσει, αλλά...
Η Νεφέλη πήρε αμέσως σοβαρό  ύφος  και έμεινε ακίνητη. Τον είχε γνωρίσει το πρωί   και, όσο απίστευτο  κι  αν  ακούγεται,  τον  είχε  ήδη αγαπήσει. Τώρα  όμως  συνειδητοποιούσε  και  κάτι περισσότερο. Συνειδητοποιούσε έκπληκτη ότι αυτή η αγάπη μετατρέπονταν σε λατρεία. Ήταν έτοιμη να κάνει τα πάντα γι’ αυτόν. Για τον άνθρωπο πέρα απ’ τους κοινούς ανθρώπους, για τον… άνθρωπο του μέλλοντος. Θα τον βοηθούσε να ανακαλύψει τις δυνάμεις του με κάθε κόστος.
-Τι; Θέλεις να δοκιμάσω σε σένα, ρώτησε με αμφιβολία ο Πλάτων. Όχι, αποκλείεται, τόνισε κατηγορηματικά κουνώντας το κεφάλι. Δεν ήθελε να την βάλει σε κίνδυνο. Από την άλλη βέβαια, το γεγονός και μόνο ότι ήταν εκεί μαζί του αποτελούσε τον μέγιστο κίνδυνο γι’ αυτήν.
«Ίσως και να πιάσει» σκέφτηκε αφού οι αμφιβολίες του κάμφθηκαν αργά, βλέποντας την απόλυτη εμπιστοσύνη και μια λαχτάρα στα πανέξυπνα μάτια της και το σοβαρό της πρόσωπο. Συγκεντρώθηκε με μιας. Θα ξεκινούσε με κάτι απλό. Δίπλα στο κρεβάτι, πάνω στο κομοδίνο υπήρχε ένα μπολ με φρούτα. Η επιθυμία του ήταν απλή. Έπρεπε να απλώσει το χέρι της και να πιάσει ένα μήλο. Κατεύθυνε αυτή του την επιθυμία στο μυαλό της. Περίμενε λίγο. Τίποτα! Η φυσική αντίσταση του μυαλού της ήταν ισχυρή.
 «Αφέσου ελεύθερη», σκέφτηκε.
«Είμαι ελεύθερη», απάντησε αυτή. Κι όντως έτσι ήταν.
Αυτή μπορεί να του είχε δώσει όλο τον χώρο που ήθελε, όμως το ασυνείδητο της είχε διαφορετική άποψη. Ένας εισβολέας είχε κάνει την εμφάνιση του και δεν σκόπευε να πέσει αμαχητί. Κρύος ιδρώτας άρχισε να κυλά στο μέτωπο της μετά από μερικά δευτερόλεπτα.
Ο Πλάτων έντεινε την προσπάθεια του, πιέζοντας κι άλλο την πύλη του μυαλού της. Κατεύθυνε την επιθυμία του με πάθος και ορμή. Αυτή άρχισε να τρέμει για λίγο, σαν να τουρτούριζε στο κρύο, και απότομα σταμάτησε. Η άμυνα του μυαλού της έσπασε και το χέρι της άρχισε να σηκώνεται. Φόβος εμφανίστηκε στα μάτια της, βλέποντας το χέρι της να σηκώνεται χωρίς την θέλησή της, ρομποτικά, κι έξαψη στα δικά του για μια νέα ανακάλυψη! Μια ανακάλυψη που θα άλλαζε τον κόσμο!
Έπιασε το μήλο και του το έδωσε, ενώ ξαφνικά ζεστό αίμα άρχισε να κυλά από το ένα ρουθούνι του Πλάτων. Μόλις ένιωσε την μεταλλική γεύση του αίματος στα χείλη του, σταμάτησε με μιας την προσπάθεια του και αμέσως το μήλο αφέθηκε από το χέρι της, ενώ αυτή έπεφτε ταυτόχρονα, βαριά σαν μαρμάρινο άγαλμα, στο κρεβάτι.
Όρμησε να την πιάσει, απλώνοντας τα χέρια του, όμως η εξάντληση έκανε την εμφάνιση της και στο δικό του σώμα. Απλώθηκαν μαζί στο κρεβάτι έχοντας όμως ακόμη τις αισθήσεις τους, αναπνέοντας γρήγορα και έμειναν αντικριστά, με τα πρόσωπα τους κολλημένα, να κοιτάζονται με μάτια που γυάλιζαν από την αγωνιά.
                                                                          10
Ο Αστυνόμος είχε φτάσει αργά το απόγευμα στην Αθήνα και μην έχοντας κανένα στοιχειό για το που βρισκόταν το ζευγαράκι έκανε ασταμάτητες βόλτες στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας. Οδηγούσε αργά, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, με μάτια που γυάλιζαν στο σκοτάδι από την προσμονή, κοιτάζοντας σαν λαγωνικό δεξιά-αριστερά, ψάχνοντας ακατάπαυστα. Βεβαίως, δεν είχε καταφέρει να βρει τον «αλητάκο», πιο πιθανό θα ήταν να έπιανε το λαχείο, παρά να έβρισκε τον οποιοδήποτε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μέσα σ’ αυτό το χάος, καθώς όμως ήταν ήδη μεσάνυχτα, αποφάσισε για έναν περίεργο λόγο να σταματήσει στο πλάι της πλατείας Συντάγματος και να περιμένει. Δεν ξέρουμε τι ήταν αυτό που τον ώθησε σ’ αυτή του την πράξη, ίσως η διαίσθηση  ότι το κέντρο της πόλης ήταν το πιο πιθανό μέρος για να τον βρει ή η πίστη ότι το θέλημά του θα εισακουστεί από έναν Αόρατο ακροατή, πάντως αυτός στεκόταν για ώρες όρθιος, ακίνητος έξω από το παράνομα σταθμευμένο αυτοκίνητό του, με το δεξί του χέρι να χαϊδεύει το γεμάτο όπλο, που αναπαυόταν στην θήκη στα αριστερά του πλευρά, ακριβώς κάτω από την παγωμένη του καρδιά. Κοίταζε αδιάφορα τον κόσμο να πηγαίνει πάνω κάτω, νέους και γέρους, Έλληνες και ξένους να βολτάρουν ασταμάτητα κι αυτός τους παρατηρούσε. Παρατηρούσε με μια κρυφή ελπίδα ότι ξαφνικά, μέσα στο πλήθος, που διαρκώς λιγόστευε καθώς όλοι άρχισαν να μαζεύονται στα νυχτερινά τους καταλύματα, πίσω από κάποια παρέα, θα εμφανιζόταν αυτός. Και τότε! Χα, τότε θα έκανε πάρτι!

Οι δυο νέοι μην γνωρίζοντας, ή μάλλον μην έχοντας την παραμικρή υπόνοια, ότι ο διώκτης τους βρισκόταν λιγότερα από εκατό μετρά μακριά τους, κάθονταν αγκαλιασμένοι και εξουθενωμένοι στο κρεβάτι. Δεν μπόρεσαν να κοιμηθούν, αλλά τουλάχιστον είχαν σχεδόν συνέλθει από το μικρό «πείραμα», που είχαν πραγματοποιήσει. Δεν ήταν στην καλύτερη τους κατάσταση αλλά ήταν σίγουροι κι οι δυο, αν και δεν το είπαν, ότι οι συνέπειες ήταν ανεκτές, μπροστά σ’ αυτό που δυνητικά θα μπορούσε να τους είχε συμβεί. Η Νεφέλη είχε κληρονομήσει έναν τρομερό πονοκέφαλο, σαν να είχε το κεφάλι της σε φούρνο μικροκυμάτων, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά και μια μικρή αμνησία. Είχε πάρει αρκετά παυσίπονα, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα και δεν θυμόταν τίποτα από το πείραμα και για να είμαστε ακριβείς από την στιγμή που περίμενε με αγωνία κι έναν αόριστο φόβο, αν και οικιοθελώς, να δει τι θα συμβεί.
Ο Πλάτων από την άλλη ήταν εξαντλημένος περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ένοιωθε ότι αυτή του η δυνατότητα απορροφούσε περισσότερη ενεργεία ακόμη κι από την Δύναμη. Όταν σταμάτησε να ελέγχει το μυαλό της Νεφέλης αισθάνθηκε διψασμένος, σχεδόν αφυδατωμένος, σαν σταφύλι που μετατράπηκε σε σταφίδα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Όχι ότι διψούσε, αλλά το κορμί του ήταν σχεδόν άδειο από ενέργεια. Μόνο τώρα, μετά από λίγες ώρες, το ένοιωσε  να επανέρχεται στα φυσιολογικά του. Άρχισε να αμφιβάλλει για την ικανότητα που θα είχε στο μέλλον να χρησιμοποιήσει αυτή την δύναμη όποτε το επιθυμούσε!
Τα μεσάνυχτα είχαν ήδη παρέλθει όταν ένας χτύπος ακούστηκε
στην πόρτα τους κι ο ίδιος νεαρός, που τους εξυπηρέτησε την πρώτη φορά, έφερε και την δεύτερη παραγγελία στο δωμάτιό τους μέσα σε λίγες ώρες. Πρέπει να ήταν φαγητό για τουλάχιστον τέσσερα άτομα. Η Νεφέλη δεν είχε καθόλου όρεξη και ο νεαρός τους κοίταζε με έκπληξη και περιέργεια μαζί, αφήνοντας τους τους δίσκους. Ο Πλάτων του έδωσε ένα γενναίο φιλοδώρημα και με το που βγήκε από το δωμάτιο, ο νεαρός επικεντρώθηκε αμέσως στο χαρτονόμισμα, το οποίο ισοδυναμούσε σχεδόν με μισό μηνιάτικο! Δεν πίστευε στην τύχη του.  
«Ελπίζω να ζητήσουν και επιδόρπιο» σκέφτηκε χαχανίζοντας.
Ο Πλάτων άρχισε να τρώει με λαιμαργία ενώ η Νεφέλη  τον παρατηρούσε. Ο τρόπος και η βιασύνη του της θύμιζαν μικρό παιδί μπροστά στο πολυπόθητο γλύκισμα και η ευτυχία που ένιωσε έκανε τον πόνο να υποχωρήσει σιγά σιγά πίσω στο κρησφύγετο του. Η εμπειρία που είχε ζήσει ήταν ανεπανάληπτη, αλλά και αποκρουστική! Δεν θυμόταν τίποτα από την στιγμή που ανέλαβε τον έλεγχο ο Πλάτων, αλλά δεν ήθελε να την ξανανοιώσει έτσι ποτέ στην ζωή της. Δεν ήθελε να ξαναβιώσει την αγωνία που αισθάνθηκε λίγο πριν παραδοθεί, αλλά και την αφόρητη αίσθηση του κενού, λες και το μυαλό της αδυνατούσε να αναγνωρίσει το ίδιο του το σώμα, στιγμές μόλις αφού την άφησε. Θα ευχόταν το ίδιο για όλους τους ανθρώπους, όμως ... Αναρωτήθηκε αυτό που θα έπρεπε να είχε αναρωτηθεί από την αρχή.
-Πλάτων, τι σκοπεύεις να κάνεις, ρώτησε την ώρα που αυτός είχε πασαλειφτεί με σάλτσα τρώγοντας το γευστικό κοτόπουλο μπροστά του με τα χέρια. Τι ακολουθεί από δω και πέρα;
Η ερώτηση της τον απέσπασε από την λαιμαργία του. Είχε γεμίσει εν μέρη τις μπαταρίες του και θα συνέχιζε το γέμισμα τους, αφού έλυνε τις απορίες της. Αρχικά το πλάνο ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό του. Τώρα όμως είχε προστεθεί και η Νεφέλη στην δύσκολη εξίσωση. Καταλάβαινε ότι δεν είχε παρά να της ζητήσει οτιδήποτε, ακόμη και να φύγει αν χρειαστεί, όμως αισθανόταν, με πικρά, ότι ο ρόλος της στην ιστορία θα απαιτούσε περισσότερα από αυτά που ήθελε εκείνος.
-Λοιπόν, έχω ένα σχέδιο στο μυαλό μου και θα ήθελα να μου πεις την άποψη σου!
-Οκ, ακούω.
-Αύριο το πρωί θα πάω να δω τον πρωθυπουργό, είπε κοφτά. Θα θέσω τον εαυτό μου και τις δυνάμεις μου στην υπηρεσία της χώρας μας!
Η Νεφέλη δεν αντέδρασε στο άκουσμα της απόφασής του, παρά έμεινε σκεφτική. Συλλογίστηκε ότι αυτό ήταν το πιο λογικό πράγμα να κάνει ο Πλάτων. Κατά βάθος ίσως το ήξερε! Από την στιγμή μάλιστα που είχε βιώσει μέσα της τον Πλάτων και είχε αντιληφθεί ξεκάθαρα πλέον ότι δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Εκτός των ακατανόητων και τρομακτικών του δυνάμεων, ήταν ένας άνθρωπος με βαθιά και πραγματική μόρφωση και τώρα αντιλαμβανόταν με δέος ότι ήταν επίσης πλήρως ανιδιοτελής, ένας άνθρωπος με μπόλικη αγάπη για όλους. Γιατί τι άνθρωπος, εκτός από έναν ανιδιοτελή, πανίσχυρο και σοφό άντρα, θα προσπαθούσε να κάνει με τις δυνάμεις αυτές κάτι τέτοιο, να βοηθήσει την ίδια την κοινωνία;
«Ένας καθοδηγητής, με επίμονη βούληση που τίποτα δεν πρόκειται να της αντισταθεί. Ούτε η φύση, ούτε οι θεοί και σίγουρα ούτε οι άνθρωποι!», σκέφτηκε σε μια στιγμή πλήρους διαύγειας η Νεφέλη. Ήξερε όμως ότι δεν αρκεί να είσαι ρομαντικός σ’ αυτήν την ζωή και οι παγίδες που θα αντιμετώπιζε στην προδιαγεγραμμένη του πορεία ο Πλάτων θα ήταν πολλές. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην αντιδράσουν όλοι όσοι θα αισθανόταν φόβο απέναντι στις δυνάμεις του.
-Ξέρεις ότι δεν θα σε αφήσουν έτσι απλά να δεις τον αρχηγό της χώρας!
Ο Πλάτων ένευσε καταφατικά. Εννοείται ότι το ήξερε και η Νεφέλη κατάλαβε τότε, αυτό που ήδη γνώριζε κατά βάθος, ότι με τον ένα ή με τον  άλλο τρόπο, ο Πλάτων θα κατάφερνε να φτάσει μέχρι τον πρωθυπουργό.
-Και αν αυτός αρνηθεί ή ακόμα χειρότερα αν θελήσει να σε εκμεταλλευτεί για τους δικούς του σκοπούς; Τι θα κάνεις τότε; Πες ότι διαβάζεις το μυαλό του και το μόνο που βλέπεις είναι ματαιοδοξία, προσωπικό συμφέρον, αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο και ... και ...και. Τι κάνεις σε μια τέτοια περίπτωση, ρώτησε κι ας ήξερε ήδη την απάντηση.
Ο  Πλάτων  την κοίταζε  όσο  μιλούσε  στα μάτια. Τώρα  όμως  χαμήλωσε το βλέμμα και  σχεδόν ψιθύρισε:
-Σ’ αυτή την απευκταία περίπτωση ... σταμάτησε για λίγο και σήκωσε το κεφάλι ψηλά κοιτώντας την αποφασιστικά. Θα το  πάρω πάνω μου, είπε ασυναίσθητα, χωρίς να το πολυσκεφτεί και άρχισε πάλι να τρώει, ίσως για να μην σκέφτεται τους κινδύνους που παραμόνευαν στο παράξενα φωτεινό σκοτάδι, που κάλυπτε τον κόσμο έξω απ΄ το δωμάτιό τους.
Τα αστέρια έλαμπαν στον νυχτερινό ουρανό και το ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι έλουζε με μια απόκοσμη κόκκινη απόχρωση την πρωτεύουσα της Ελλάδας. Θα λέγε κανείς ότι φαίνονταν λες και ολόκληρη η πόλη είχε λουστεί στο αίμα. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε Δευτέρα, μια καινούρια εβδομάδα και ίσως μια νέα αρχή για ολόκληρο τον πλανήτη. Βεβαία, κανείς δεν το ήξερε, εκτός από δυο νέους, που κείτονταν σφιχταγκαλιασμένοι, με κλειστά μάτια, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να αφεθούν στην ξεγνοιασιά του ύπνου!
                                                                           11
Ο Αστυνόμος ξύπνησε απότομα από την εκκωφαντική εξάτμιση μιας μοτοσυκλέτας που πέρασε βιάστηκα από δίπλα του. Πετάχτηκε ενστικτωδώς από την θέση του με το πιστόλι γαντζωμένο στο χέρι του.
-Γαμώ τον Χρι... ούρλιαξε με μένος, αλλά σταμάτησε, παίρνοντας εντολή από το ασυνείδητο να μην βρίσει τον ... εργοδότη του. Κατά μια έννοια!
Είχε κοιμηθεί στο αυτοκίνητο του. Έμεινε την νύχτα άγρυπνος, όσο περισσότερο μπορούσε, να παρακολουθεί το πλήθος και να περιμένει. Ακόμη κι αυτός, όμως είχε τα όρια του. Έτσι ο ύπνος τον πήρε τόσο απότομα, όσο τον άφηνε τώρα, με ένα κεφάλι γεμάτο ... Γεμάτο κούραση, ζαλάδα, πόνο και κυρίως μίσος, μίσος και πάλι μίσος!
Ο ήλιος μόλις είχε ξεπροβάλει και ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος. Κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι η ώρα ήταν εφτά. Δεν είχε κοιμηθεί παρά κάνα τρίωρο. Τεντώθηκε για να ξεπιαστεί και άναψε ένα τσιγάρο, ρουφώντας σαν να έπαιρνε την πιο βαθιά του ανάσα, απαραίτητη για τα διψασμένα για οξυγόνο πνευμόνια του. Χρειαζόταν έναν καφέ και μάλιστα επειγόντως. Βγήκε από το αυτοκίνητο του και πήρε ένα καφεδάκι από ένα καφενείο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι, στην αρχή του πιο εμπορικού πεζοδρόμου της πόλης.
Συνέχισε από εκεί που τέλειωσε το προηγούμενο βράδυ. Ακουμπισμένος στο καπό του αυτοκινήτου του, πίνοντας μικρές γουλιές απ’ τον γλυκό του καφέ και ρουφώντας το τσιγάρο του, η ματιά του περιπλανήθηκε κυκλικά. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν με ταχύτητα σε όλα τα ρεύματα προσπαθώντας να κινηθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, τώρα που η κίνηση ήταν ακόμη λιγοστή. Οι πεζοί από την άλλη είχαν ήδη επιδοθεί στο κυνήγι των μέσων μαζικής μεταφοράς. Αμίλητοι άνθρωποι, ξένοι μεταξύ ξένων, περίμεναν το μέσο τους στοιβαγμένοι στην στάση, ενώ τα πράγματα γινόταν σαφώς χειρότερα, μέσα στο όποιο μέσο όπου στοιβαζόταν σαν ψάρια. Αυτή ήταν η γνώριμη εικόνα μιας σύγχρονης μεγαλούπολης. Όλοι έτρεχαν με όποιον τρόπο μπορούσαν. Έτρεχαν να προλάβουν. Τι; Και ποιον; Και το κυριότερο, με ποιο κόστος; Ο Αστυνόμος κοίταζε σχεδόν με συμπόνια τους ανθρώπους-μυρμήγκια παντού γύρω του, μέχρι που ...
 «Δεν είναι δυνατόν» σκέφτηκε. Το βλέμμα του περιπλανιόταν τυχαία στην είσοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου λίγο πιο πάνω στον δρόμο, όταν του φάνηκε πως είδε τον «αλητάκο» να προβάλει στα σκαλοπάτια. Γούρλωσε τα μάτια του και κοίταξε με προσοχή. Κι όμως! Ναι, ναι! Ήταν αυτός και βρισκόταν εκεί, το πολύ στα τριάντα μέτρα μακριά του. Χωρίς να το σκεφτεί έκανε να κινηθεί προς το μέρος του, κάτι όμως τον συγκράτησε την τελευταία στιγμή. Η επιθυμία του δεν θα γινόταν πραγματικότητα, όχι τώρα. Ήθελε να τρέξει και να αδειάσει όλον το γεμιστήρα του όπλου του πάνω του, όμως ... έμεινε ακίνητος. Τον είδε να βγαίνει στον δρόμο και να κοιτάζει με προσοχή πρώτα δεξιά και μετά στα αριστερά του. Άρχισε να γελάει υστερικά, βλέποντας τον να μπαίνει σε ένα ταξί και να φεύγει προς άγνωστη κατεύθυνση.
Θα περιμένατε ίσως τον Αστυνόμο να τρέχει όσο γρηγορότερα μπορούσε, πίσω του για να μην τον χάσει. Όχι! Δεν αντέδρασε ακριβώς έτσι! Αντιθέτως, κάπνισε αργά και με ικανοποίηση το υπόλοιπο τσιγάρο και ήπιε τον απολαυστικό του καφέ με απόλυτη ηρεμία. Πέταξε κάτω το αποτσίγαρο, το έσβησε σχεδόν με μανία διαλύοντας το με το παπούτσι του, και ξεκίνησε να ετοιμάσει μια μικρή υποδοχή, ένα μικρό πάρτι, στον Πλάτων μόλις επέστρεφε. Βλέπετε, είχε καταλάβει πως το σημαντικότερο στη εικόνα που είχε αντικρίσει πριν από λίγο με τον Πλάτων να περιμένει και τελικά να επιβιβάζεται στο ταξί ήταν το γεγονός ότι ήταν μόνος του. Μόνος του! Άρα, η καλή του ήταν ακόμη στο ξενοδοχείο και τον περίμενε. Και αυτός σίγουρα θα επέστρεφε γι’ αυτήν. Και τότε ...
-Έκπληξη!
                                                                           12
Ζήτησε από τον ταξιτζή να τον μεταφέρει όσο πιο κοντά ήταν επιτρεπτό στο πρωθυπουργικό μέγαρο.
-Τα πράγματα πρόκειται να αλλάξουν μετά το ραντεβού μου με τον πρωθυπουργό, τόνισε με έμφαση μονολογώντας και προκάλεσε ένα βλέμμα όλο απορία στον οδηγό. Μπορεί ο πρωθυπουργός να μην ήξερε τίποτα για το «ραντεβού» τους, αλλά για την ώρα αρκεί που το ήξερε αυτός. Είχε ενημερωθεί από τα κανάλια ότι ο πρωθυπουργός θα βρισκόταν στο γραφείο του σήμερα και αύριο και στην συνεχεία θα αναχωρούσε για ολιγοήμερες διακοπές, λόγω του Δεκαπενταύγουστου, σε κάποιο κοντινό νησί. Ποτέ δεν κατάλαβε πως γίνεται ένας αρχηγός κράτους να πηγαίνει ... άκουσον άκουσον, διακοπές ενώ τα προβλήματα εξακολουθούν να ταλανίζουν τους πολίτες! Ναι, ναι, είναι και αυτός άνθρωπος και χρειάζεται ξεκούραση και διακοπές μπλα, μπλα, μπλα ...
Μόνο που δεν είναι ακριβώς έτσι, φίλοι μου. Ο Πλάτων πίστευε ότι πολιτικός γίνεσαι γιατί το επιλεγείς και όχι γιατί σου βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό. Πολιτικός σημαίνει υπηρέτης του λαού! Τι λέω; Όχι υπηρέτης, αλλά σκλάβος. Μάλιστα σκλάβος. Θέλει μεράκι και πολλή, πολλή αγάπη. Θέλει ποιότητα και χαρακτήρα. Και κυρίως θέλει γερό στομάχι. Απαιτεί προσήλωση σε έναν και μοναδικό σκοπό, σκοπό ζωής! Δεν γίνεται να κάνεις διακοπές αν δεν έχεις λύσει ή έστω δρομολογήσει τις λύσεις στα προβλήματα του λαού σου. Δεν γίνεται να κάνεις διακοπές την ώρα που οι περισσότεροι συμπολίτες σου δεν τολμούν καν να σκεφτούν για διακοπές!
Δυστυχώς, ο Πλάτων θεωρούσε αυτά τα χαρακτηριστικά σπάνια στις μέρες μας, σπάνια ακόμη και στον απλό λαό, ποσό μάλλον στους πολιτικούς καριέρας. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε ξεκάθαρη άποψη για τον σημερινό αρχηγό του κράτους. Είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας πριν από δυο χρόνια μετά από μια θριαμβευτικά νικηφόρα εκλογική αναμέτρηση. Ξεκίνησε την θητεία του με τον λαό να έχει όνειρα και προσδοκίες. Όνειρα που γρήγορα έγιναν εφιάλτης, όταν αποδείχτηκε ότι αδυνατούσε να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του. Ανήκε στο κόμμα της Σοσιαλιστικής Δεξιάς και είχε διαδεχθεί στην εξουσία το κόμμα της Νεοφιλελεύθερης Δεξιάς! Δικομματισμός λοιπόν, με δυο όμορα κόμματα,  στο πλαίσιο μιας τηλεδημοκρατίας. Η παγκόσμια συνταγή αποτυχίας της εποχής!
Για να μην παρεξηγιόμαστε, όταν λέω πως δεν είχε ξεκάθαρη άποψη σημαίνει ότι αντιλαμβανόταν βεβαία ότι μιλάμε για έναν πολιτικό καριέρας, επομένως το μόνο που ίσως τον ενδιέφερε ήταν το «φαίνεσθε». Δεν του ήταν ξεκάθαρο όμως, κατά πόσο ο πρωθυπουργός αυτός δεν είχε την σπίθα της πραγματικής πάλης και αγάπης για την κοινωνία μέσα του. Κατά πόσο το σύστημα τον είχε νικήσει και τα όνειρα, που ίσως είχε νέος, είχαν μείνει σήμερα απολιθώματα μιας άλλης ζωής. Μια ματιά μες το μυαλό του θα ήταν αρκετή. Μια ματιά στις επιθυμίες και τα όνειρα του! Η ώρα της κρίσης του πλησίαζε πολύ νωρίτερα απ’ ότι όλων των υπολοίπων!
Ο Πλάτων αντιλήφθηκε  ότι το ταξί έφτανε στον προορισμό του, όταν είδε αυξημένη παρουσία αστυνομικών. Υπήρχαν Ζητάδες στις γωνίες οικοδομικών τετραγώνων, καθώς και ένστολοι πεζοί. Είδε την πύλη του Πρωθυπουργικού Μεγάρου και το ταξί σταμάτησε ακριβώς μπροστά. Πλήρωσε τον ταξιτζή και καθώς άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε, σαν σε κινηματογραφική ταινία, σε αργή κίνηση, πολλά κεφάλια, έξι τον αριθμό, στράφηκαν και καρφώθηκαν πάνω του. Το ταξί έφυγε και αυτός έμεινε εκεί, ασάλευτος κοιτώντας το νεοκλασικό κτίριο και με το μυαλό του να βουίζει σαν ράδιο, που πιάνει πολλές συχνότητες μαζί.
 «Πλησιάστε με τρόπο και ρωτήστε τι θέλει! Δεν υπάρχει κάποιο ραντεβού τώρα, έτσι δεν είναι; Για ρωτήστε μέσα!» Αμέσως δυο άτομα από την φρουρά της πύλης κινήθηκαν ήρεμα μεν, με αυξημένη προσοχή δε, προς το μέρος του. Το μόνο που έβλεπαν μπροστά τους ήταν ένας συνηθισμένος, εντάξει πιο όμορφος και γυμνασμένος σε σχέση με τους περισσότερους, νεαρός, που δεν είχε όμως καμιά απολύτως δουλεία να βρίσκεται εκεί!
                                                                                13
Η Αντιγόνη είχε αντικαταστήσει μια φίλη, λόγω ασθενείας και είχε κλείσει σχεδόν είκοσι ώρες στο πόδι. Μεταξύ μας δεν τις περίσσευε το κουράγιο να αρνηθεί ένα έξτρα μεροκάματο και μάλιστα κυριακάτικο, οπότε ... Η κίνηση ήταν αυξημένη αυτές τις μέρες στην κορύφωση της τουριστικής κίνησης της πρωτεύουσας και μην έχοντας κοιμηθεί παρά ελάχιστα, κοίταζε με προσμονή τον δείκτη του ρολογιού. Η αλλαγή βάρδιας πλησίαζε λυτρωτικά, όταν είδε τον τελευταίο πελάτη που θα εξυπηρετούσε.
-Καλημέρα σας, κύριε! Πως θα μπορούσαμε να σας εξυπηρετήσουμε, ρώτησε με ευγένεια.
Ένας ηλικιωμένος κύριος, κοντά στα εξήντα, με βαμμένα, προφανώς, μαύρα μαλλιά και γυαλιά ηλίου στεκόταν μπροστά στον γκισέ. Παρότι είχε ήδη τριάντα βαθμούς θερμοκρασία έξω αυτός φορούσε ένα μαύρο μπουφάν, καλοκαιρινό, αλλά ογκώδες. Ακούμπησε τους αγκώνες του στον γκισέ, κοίταξε συνωμοτικά δεξιά κι αριστερά και έσκυψε το κεφάλι του μέχρι που αντίκρισε η Αντιγόνη τα μάτια, που πρόβαλαν πίσω από τα γυαλιά. Το βλέμμα του την ανατρίχιασε. Θυμήθηκε κάποιες παλιές ασπρόμαυρες ταινίες, όπου ο κακός πλησιάζει το ανυπεράσπιστο θύμα του, με διάθεση για παιχνίδι. Φορούσε ένα προσωπείο, που χαμογελούσε, αλλά από κάτω σίγουρα κρυβόταν κάτι φρικιαστικό!
-Ένας όμορφος νεαρός κι ένα κορίτσι με μακριά μελαχρινά μαλλιά …ήρθαν χθες. Θέλω το νούμερο του δωματίου τους, ψέλλισε αποφασιστικά μέσα απ’ τα δόντια του και κοίταξε ανέμελα τριγύρω. Πρόσεξε με την άκρη του ματιού του την ταραχή που ζωγραφίστηκε  στο πρόσωπο της κοπελιάς και έσπευσε να συμπληρώσει. Είμαι αστυνομικός! Μην ανησυχείς και μην κάνεις καμιά σκηνή! Πες μου μόνο το νούμερο του δωματίου και θα γλυτώσεις από μένα, δήλωσε δείχνοντας την αστυνομική του ταυτότητα.
Αυτό το τελευταίο ακούστηκε αρκούντος απειλητικό στην Αντιγόνη. Έστρεψε το βλέμμα της στον υπολογιστή. Όχι για να βρει το δωμάτιο, θυμόταν το νούμερο και ότι σχετιζόταν με τον υπέροχο νέο που έμενε σ’ αυτό, αλλά για να κερδίσει λίγο χρόνο. Ήταν μπερδεμένη. Ήταν σίγουρη ότι ο κύριος μπροστά της έψαχνε τον Πλάτων και την φίλη του, αλλά γιατί;
-Δώστε μου κάποιο όνομα παρακαλώ, ζήτησε με σπασμένη φωνή. Το αδιέξοδο μεγάλωνε διαρκώς μέσα της. Ερωτήσεις σφυροκοπούσαν τα μηλίγγια της.
«Δεν είναι λίγο περίεργος αυτός ο αστυνομικός; Γιατί ήρθε σε σένα και δεν πήγε απευθείας στον διευθυντή αφού πρόκειται για δουλειά της αστυνομίας; Είναι δυνατόν αυτό το καταπληκτικό πλάσμα, που ... μίλησε στο μυαλό σου να έχει προβλήματα με τον νόμο; Εκτός και αν ... » Ο αστυνομικός την διέκοψε απότομα.
-Πλάτων Αριστείδης, δεσποινίς. Πλάτων Αριστείδης! Η Αντιγόνη δεν μπόρεσε να κρύψει ένα μειδίαμα ευχαρίστησης. Ήξερε ότι δεν υπήρχε καταχωρημένο το όνομα του Πλάτωνα, παρά μόνο αυτό της κοπελιάς του. Δυστυχώς όμως γι’ αυτήν το μειδίαμα ευχαρίστησης την έβαλε σε μπελάδες, καθώς έγινε αντιληπτό και από τον Αστυνόμο. Και του δημιούργησε την υποψία, ότι μάλλον αυτή η πονηρή πιτσιρίκα που είχε απέναντι του δεν θα ήταν και τόσο συνεργάσιμη τελικά.
-Όχι, δυστυχώς δεν υπάρχει αυτό το όνομα, δήλωσε προσπαθώντας να ακουστεί λυπημένη. Ίσως είναι σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο. Έχει τόσα εδώ γύρω, που ...ίσως… να… η φωνή της έσβησε αργά βλέποντας τον άντρα απέναντι της να την κοιτάζει ασάλευτος με μάτια άγρια, σαν θηρία έτοιμα να πεταχτούν απ’ τις σπηλιές τους!
Η Αντιγόνη τον είδε να βάζει το χέρι του αργά μες το μπουφάν του και να πιάνει κάτι. Ο κρύος, μεταλλικός ήχος, που ακούστηκε της πάγωσε το αίμα!
-Είσαι σίγουρη λοιπόν ότι δεν βρίσκεται εδώ αυτός που ψάχνω; Ένας νέος, πολύ όμορφος απ’ ότι λένε, δήλωσε σαρκαστικά. Δεν μπορεί, μια χαριτωμένη νέα σαν και σένα θα τον έπαιρνε αμέσως χαμπάρι! Και δεν είναι το μόνο που θα έπαιρνες απ’ αυτόν … ή σ’ αυτόν, είπε χαμογελώντας σαρδόνια.
Αυτή βρισκόταν ένα στάδιο πριν τον πανικό. Πρώτη  φορά  βρισκόταν σε  τόσο δύσκολη θέση. Απειλούνταν η ζωή της γαμώτο! Θα είχε κάθε λόγο να του δώσει το νούμερο του δωματίου και να απωθήσει για πάντα από την μνήμη της αυτό το περιστατικό. Ήξερε όμως ότι είναι άλλο πράγμα να λες ή να σκέφτεσαι κάτι και άλλο να το κάνεις. Είχε καλημερίσει τον Πλάτων την ώρα, που έφευγε και αυτός της είχε χαρίσει το ωραιότερο χαμόγελο, που είχε δει ποτέ της. Ένα χαμόγελο, που ανάβλυζε ζεστασιά και αγάπη, ένα χαμόγελο όλο ανθρωπιά!
Ήταν μονός του όμως! Επομένως η φίλη του, και πιθανόν αγαπημένη του, βρισκόταν στο δωμάτιο, ολομόναχη. Δεν μπορούσε να στείλει αυτόν τον τύπο εκεί πάνω. Δεν ήθελε καν να σκεφτεί τι θα μπορούσε να συμβεί. Αλλά δεν μπορούσε ούτε και να καλέσει τον διευθυντή της, ήταν σίγουρη πλέον ότι ο αστυνομικός μπροστά της λειτουργούσε εκτός νομικού πλαισίου. Μπορεί να μην ήταν καν αστυνομικός, γαμώτο! Μάλιστα. Πλήρες αδιέξοδο!
 Δεν ήταν ποτέ ο τύπος ανθρώπου που θα μπορούσε να διανοηθεί ότι έχει έστω και ψήγματα ηρωισμού μέσα του. Κι όμως ανακάλυψε βαθιά, μες τον πυρήνα της ύπαρξης της, έναν χείμαρρο ηρωισμού και συνειδητοποίησε για πρώτη φορά στην ζωή της ότι διέθετε μια καρδία από ατσάλι! Θα όρθωνε το ανάστημα της λοιπόν και θα πάλευε για έναν τελείως άγνωστο; Όχι, όχι δεν ήταν τελείως άγνωστος. Ήταν ο Πλάτων και ήταν, κατά την άποψη της, το ομορφότερο και τελειότερο δημιούργημα της φύσης! Και σίγουρα δεν θα ζητιάνευε για έλεος από αυτόν που εκπροσωπούσε, ήταν σίγουρη πλέον, τις δυνάμεις του κακού.
-Δυστυχώς, δεν μπορώ να σας βοηθήσω, είπε με περίσσιο θάρρος και αποφασιστικότητα με αποτέλεσμα ο Αστυνόμος να κρεμάσει τα χείλη του σε μια έκφραση έκπληξης και απελπισίας, στιγμές μόλις  πριν εκραγεί!
                                                                     14
Έστεκε ακίνητος με κλειστά μάτια κι ένιωθε ένα τεράστιο βάρος στους ώμους του σχετικά με την εξέλιξη των πραγμάτων. Μπορεί να ένιωθε απόλυτα σίγουρος για τον σκοπό του, όμως με το που βγήκε από το ταξί ο φόβος για την δυνατότητα επιτυχίας του εγχειρήματος του έκανε μια απρόσμενη εμφάνιση. Πήρε μια βαθιά ανάσα καθαρίζοντας πλήρως τις σκέψεις του κι άφησε τον ανανεωμένο του εγκέφαλο να αναλάβει την κατάσταση, ενώ οι δυο φύλακες βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής. Το τι συνέβη από εκείνη την στιγμή και για τα επόμενα πενήντα-εξήντα δευτερόλεπτα είναι δύσκολο να περιγράφει, σχεδόν αδύνατο για τις ατελείς αισθήσεις και τις απλοϊκές εμπειρίες μας, ακριβώς όπως και με την Δύναμη, παρόλα αυτά, δεν χάνουμε τίποτα να το προσπαθήσουμε!
Άνοιξε τα μάτια του λοιπόν και ο φόβος μαζί με το άγχος εξαφανίστηκαν  το ίδιο απότομα, όσο είχαν εμφανιστεί. Κοίταξε πρώτα τον ένα και στην συνεχεία τον άλλο φύλακα κατευθύνοντας την σκέψη του στο μυαλό τους. Αυτοί άκουσαν ξεκάθαρα μέσα τους μια άγνωστη φωνή και ο Πλάτων, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο, τους έδωσε μια απλή διαταγή:
«Μείνε ακίνητος!». Αυτοί πάγωσαν και έμειναν να κοιτούν το κενό, ασάλευτοι κι ανήμποροι να αντιδράσουν στην επιθυμία του. Η θέλησή τους δεν τους ανήκε. Ο Πλάτων προσπέρασε τα ζωντανά αγάλματα και  προχώρησε προς την είσοδο του Μεγάρου, ενώ οι υπόλοιποι τρεις φρουροί και ο επικεφαλής τους παρακολουθούσαν απορημένοι τους δυο φρουρούς να στέκουν σαν παγοκολόνες. Παράλληλα, ο Πλάτων, ενώ ένιωσε την γνωστή του πλέον ζαλάδα να κάνει την άχαρη εμφάνισή της, συνέχισε αποφασίστηκα, αλλά με την μεγαλύτερη δυνατή οικονομία δυνάμεων. Διέκρινε αυτόν που έμοιαζε να είναι ο επικεφαλής και του έδωσε μια εντολή, πριν προλάβει αυτός να απορήσει για αυτό που συνέβαινε. Αμέσως ψιθύρισε μηχανικά στους υπόλοιπους:
-Αφήστε τον να περάσει… έχει ραντεβού μέσα! Αυτοί, μαθημένοι να υπακούν, δεν αντέδρασαν παρότι το σκηνικό γεννούσε πλήθος ερωτημάτων.
Πέρασε την πύλη και επιτάχυνε το βήμα του προς την είσοδο. Ανέβηκε με ένα εντυπωσιακό σάλτο, σαν αίλουρος, καμία δεκάρια σκαλιά και πέρασε το κατώφλι του Μεγάρου, την στιγμή που οι δυο φύλακες και ο επικεφαλής τους έβγαιναν από το πεδίο δράσης του και τον νοητικό τους λήθαργο με την συνοδεία ενός τρομερού πονοκεφάλου. Οι δυο φύλακες έστεκαν σαστισμένοι μην γνωρίζοντας τι δουλειά είχαν στο σημείο που βρισκόταν. Γύρισαν προς τους συναδέλφους τους τρίβοντας με τα χέρια τα μηλίγγια τους, που δονούνταν. Πλησιάζοντας άκουσαν την εύλογη απορία:
-Τι έγινε ρε παιδιά; Γιατί παγώσατε; Ο επικεφαλής ρώτησε εξίσου απορημένος, σαν ένα μικρό παιδί μπροστά σε κάτι ανεξήγητο και με τον ίδιο έντονο πονοκέφαλο να τον βασανίζει:
-Τι συνέβη μόλις τώρα; Το κεφάλι μου πάει να σπάσει και δεν θυμάμαι τίποτα. Αισθάνομαι ένα κενό λίγων δευτερολέπτων στην μνήμη μου. Σας έδωσα εντολή να ρωτήσετε τον νέο που βγήκε από το ταξί τι ήθελε και μετά…
Ο Πλάτων προχώρησε στον προθάλαμο, όπου ένας μικρός λαβύρινθος, από διαδρόμους, πόρτες και σκαλιά, σχηματιζόταν μπροστά του. Το Μέγαρο ήταν ένα νεοκλασικό κτίριο και η διακόσμηση του ήταν ανάλογη. Άκουσε, μόνο αυτός, ένα ψίθυρο να προέρχεται από μια πόρτα στα δεξιά του. Κινήθηκε αστραπιαία, την άνοιξε και είδε μια ηλικιωμένη κυρία, μάλλον καθαρίστρια κρίνοντας από τα είδη καθαρισμού, που γέμιζαν τον χώρο, να μιλά στο κινητό της. Αυτή τρόμαξε, αλλά πάγωσε όπως και οι υπόλοιποι όταν οι πόρτες τους μυαλού της ανοίχτηκαν βίαια και ο χάρτης του Μεγάρου, σχεδιασμένος έπειτα από δεκαπέντε χρόνια καθαριότητας σε κάθε σπιθαμή του, αποτυπώθηκε στιγμιαία στο μυαλό του Πλάτωνα. Τα ρουθούνια του άνοιξαν εκείνη την στιγμή, δυο κόκκινα ρυάκια κύλησαν αργά και η εξάντληση τον επισκέφτηκε. Γονάτισε για λίγο μπρος την φοβισμένη γριούλα και έδωσε μια αγωνιώδη εντολή στο μυαλό του να συνέλθει και μάλιστα γρήγορα.
Οι τρεις φρουροί που δεν είχαν δεχτεί το άγγιγμα του Πλάτων εξήγησαν στον επικεφαλής τι ακριβώς είχε συμβεί. Αυτός τρομοκρατήθηκε ακούγοντας ότι έδωσε εντολή  να αφήσουν έναν άγνωστο να εισέλθει στο Μέγαρο και ούρλιαξε με όση δύναμη του επέτρεπε ο πρωτόγνωρος αυτός πονοκέφαλος!
-Σημάνετε συναγερμό! Τρέξτε μέσα!
Ταυτόχρονα συναγερμός χτύπησε και στο μυαλό του Πλάτων. Οι φρουροί ήταν πλέον στο κατώφλι του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε από το δωμάτιο τρέχοντας, αν και εξακολουθούσε να αιμορραγεί. Σαν τέλειο σύστημα πλοήγησης ο εγκέφαλος του είχε υπολογίσει την κοντινότερη διαδρομή μέχρι το γραφείο του πρωθυπουργού. Ανέβηκε τα σκαλιά, έστριψε δεξιά στον διάδρομο, προσπερνώντας κάποιους γραμματείς, που τον κοίταξαν απορημένοι και την ιδία ώρα οι εξωτερικοί φρουροί ανέβαιναν τα σκαλιά της εισόδου του Μεγάρου ουρλιάζοντας στην ενδοσυνεννόηση:
-ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ! Οι φωνές, που καλούσαν απεγνωσμένες, κινητοποίησαν το τελευταίο εμπόδιο μέχρι τον τελικό του προορισμό. Τρεις άντρες βγήκαν από ένα γραφείο δίπλα σε αυτό του πρωθυπουργού και στάθηκαν μπροστά από την πόρτα. Έβγαλαν ταυτόχρονα τα όπλα τους, είδαν έναν άντρα που έτρεχε απειλητικά καταπάνω τους και τον σημάδεψαν. Ο Πλάτων άπλωσε το δεξί του χέρι με την παλάμη μπροστά και τα δάχτυλα ανοιχτά σαν βεντάλια και μια ασθενική, αλλά ικανοποιητική ποσότητα της Δύναμης ξεχύθηκε από το χέρι του. Χτύπησε τους άντρες σαν αέρας από τυφώνα και τους τσάκισε με δύναμη πάνω στην πόρτα.
Έπεσαν αναίσθητοι στο πάτωμα και ο Πλάτων, περνώντας από πάνω τους, τρύπωσε στην μισάνοιχτη πόρτα την οποία κλείδωσε πίσω του. Άκουγε τις φωνές να πλησιάζουν διαρκώς, αλλά ήταν τόσο εξαντλημένος που έπεσε στο δεξί του γόνατο και στηρίχτηκε στο αριστερό του χέρι. Δυο άντρες όρθιοι, ο πρωθυπουργός πίσω από το γραφείο και ένας συνεργάτης του μπροστά από αυτό, κοίταζαν έκπληκτοι, ακίνητοι και φοβισμένοι έναν νεαρό άντρα, άγνωστο και μάλλον επικίνδυνο, κρίνοντας από τις φωνές πανικού, τον γδούπο που άκουσαν πριν από λίγο πάνω στην πόρτα και κυρίως από τα αυστηρά σαν γαλάζια φωτιά μάτια του, που τους παρατηρούσαν αγριεμένα, αλλά και το βαμμένο, απ’ το αίμα που έτρεχε ποτάμι  απ’ τα ρουθούνια του, κόκκινο πηγούνι του!
                                                                              15
Ο Αστυνόμος το μόνο που ήθελε εκείνη την στιγμή ήταν να βγάλει το σιδερικό του και να φυτέψει μια σφαίρα στο αναιδέστατο μουτράκι της Αντιγόνης. Κι ενώ πριν από λίγο καιρό αυτή θα ήταν μια πιθανή σκέψη, η οποία δεν θα μετατρεπόταν ποτέ σε πράξη, σήμερα ένα κέντρο του εγκέφαλου του, ανενεργό απ’ όταν γεννήθηκε, του πρόσφερε και μια άλλη επιλογή. Για την ακρίβεια του έδειξε έναν νέο συναρπαστικό κόσμο, όπου πλέον θα δρούσε με οποιοδήποτε τρόπο θα ήταν αποδοτικός, χωρίς να τον απασχολεί η συμβατική ηθική. Δεν θα χρειαζόταν πλέον να είναι αντιμέτωπος με κάποιον εγκληματία, κάποιον φονιά ή ληστή για να πυροβολήσει, αρκούσε απλώς ο άτυχος απέναντί του να είναι … εμπόδιο στον δρόμο του. Στην προκείμενη περίπτωση βέβαια, δεν ήταν καθόλου αποδοτικό να στείλει στον άλλο κόσμο το μοναδικό ίσως άτομο, που προφανώς είχε κάποιες χρήσιμες πληροφορίες γι’ αυτόν, θα χρειαζόταν λοιπόν να τις εκμαιεύσει διαφορετικά. Τράβηξε το πιστόλι αρκετά ώστε να φάνει κάτω από το μπουφάν του.
-Ακολούθησε με στο ασανσέρ, γιατί απλώς θα σου τινάξω τα μυαλά στον αέρα εδώ που είμαστε, δήλωσε ήρεμα και χαμογελώντας ειρηνικά.
Δεν έκανε μεγάλη προσπάθεια να φανεί πειστικός κι αυτό λειτούργησε καταλυτικά στην ψυχολογία της κοπέλας. Ένοιωσε σίγουρη ότι ο τύπος απέναντι της ήταν αδίστακτος και δεν αστειευόταν. Τρομοκρατημένη προχώρησε διστακτικά προς το ασανσέρ, με τους πελάτες που περίμεναν στο γκισέ να ρωτούν απορημένοι:
 -Δεσποινίς, που πάτε; Η κάρτα μου, παρακαλώ. Η αναστάτωση έφτασε γρήγορα στα αυτιά του προϊσταμένου της, ο οποίος αφού την είδε να απομακρύνεται χωρίς λόγο από το πόστο της είπε προστακτικά:
-Αντιγόνη, έλα να εξυπηρετήσεις τους πελάτες, σε παρακαλώ! Η Εύη δεν ήρθε ακόμη.
Όμως η Αντιγόνη συνέχιζε κοκαλωμένη προς το ασανσέρ κοιτώντας τον ηλικιωμένο αστυνομικό που της χαμογελούσε. Πέρασε από δίπλα του κι έφτασε στο ασανσέρ την ώρα που άνοιγε η πόρτα και ένα απότομο και βίαιο σπρώξιμο από πίσω την έστειλε απευθείας πάνω στον καθρέπτη της καμπίνας. Πιάστηκε από το χερούλι για να μην πέσει και είδε να καθρεπτίζεται πίσω της το χειρότερο χαμόγελο, μείγμα μίσους και αηδίας, που θα έβλεπε ποτέ. Ο Αστυνόμος έδιωξε με αγένεια τρία άτομα που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το ασανσέρ. Είχε ξεκαθαρίσει μέσα του ότι θα εκπλήρωνε τον στόχο του με κάθε κόστος. Ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει ακόμη και την ζωή του, πόσο μάλλον το μέλλον του στην αστυνομία ή την φυλακή. Δεν του καιγόταν καρφί πλέον! Η αποστολή του ήταν πάνω απ’ όλα. Έπρεπε να εξοντώσει τον Πλάτων και όποιον αυτός αγαπούσε. Οφθαλμός αντί οφθαλμού, ίσως και κάτι παραπάνω!
-Τι λες να πάμε μια βόλτα ψηλά; Ελπίζω να μην έχεις υψοφοβία, είπε και πάτησε το κουμπί του τελευταίου ορόφου, την στιγμή που σε ένα δωμάτιο μες το ξενοδοχείο η Νεφέλη χαμογελούσε με κλειστά βλέφαρα βγαίνοντας γλυκά απ’ τον ύπνο της.
Η πόρτα έκλεισε πίσω τους και η κοπέλα γύρισε φοβισμένη. Το ασανσέρ άρχισε να ανεβαίνει ταχύτατα τους ορόφους και η Αντιγόνη είδε τον αστυνομικό απέναντι της με κλειστά μάτια σαν άλλος μαέστρος να διευθύνει την χαλαρωτική μουσική, που ακουγόταν στα ηχεία. Αυτή ξεφύσηξε αγχωμένη και πριν προλάβει να αντιδράσει, ο Αστυνόμος, σαν η γάτα απέναντι απ΄ το ποντίκι και παρά την ηλικία του, με μια αστραπιαία κίνηση την κάρφωσε στον καθρέπτη πιάνοντας την από τον λαιμό. Με μάτια τρομοκρατημένα είδε τα χείλη του να τεντώνονται σε ένα σαρκαστικό χαμόγελο!
-Ώστε δεν θέλεις να μου πεις σε ποιο δωμάτιο είναι, έτσι;
-Μα εγώ ...
-Βούλωσε το! Αν  πεις  ψέματα, τελείωσες. Εδώ  και  τώρα! Αν  πεις την αλήθεια, σε λίγο, μάλλον ... θα ξαναδείς τους δικούς σου!
Σώπασε περιμένοντας την αντίδραση της. Ήταν φοβισμένη από την κορφή μέχρι τα νύχια, αυτό ήταν σίγουρο. Δεν ήξερε όμως αν αυτό ήταν αρκετό για να σπάσει την σιωπή της. Παραδόξως και ενώ ήταν σίγουρος ότι η μικρή απέναντι του ήξερε αυτό που ήθελε, αυτή έμοιαζε αφοσιωμένη σε έναν σκοπό. Και αυτό ήταν ότι χειρότερο γι’ αυτόν. Δεν υπάρχει χειρότερος αντίπαλος από τον άνθρωπο, που έχει πείσει τον εαυτό του, που έχει δηλαδή την πίστη, ότι υπάρχει ένας σκοπός πίσω από τις πράξεις του, οποίος κι αν είναι αυτός, καθιστώντας τον απόλυτο σκλάβο του ονείρου του! Ναι, αλλά γιατί να υπερασπιστεί έναν άγνωστο, έναν άνθρωπο που δεν ήξερε καν; Χαμογέλασε.
-Αποφάσισε! Η’ θα δεις εσύ τους δικούς σου ή ... θα τους δω εγώ!
Η Αντιγόνη στο άκουσμα της απειλής λύγισε. Κι ύστερα έσπασε! Το πρόσωπό της πλημμύρισε από δάκρυα και έφερε στο μυαλό της τα αγαπημένα της πρόσωπα. Σκέφτηκε τον πατέρα της και την μητέρα της, δυο μεροκαματιάρηδες ανθρώπους που την είχαν μεγαλώσει με προσωπικές θυσίες και στερήσεις και πλέον τους έτρωγε το άγχος που είχαν να την δουν νυφούλα, καθώς τα χρόνια περνούσαν. Σκέφτηκε τον μικρό της αδελφό, που σπούδαζε στην Θεσσαλονίκη κι αυτή του έστελνε χαρτζιλίκι όποτε μπορούσε. Ύστερα σκέφτηκε τον Πλάτων! Τα όμορφα και ειλικρινή του μάτια, το πανέμορφο πρόσωπο του. Και κυρίως έφερε στο νου της την φωνή μες το μυαλό της.
«Μελωδία αγγέλων!»
Η ζυγαριά, διαπίστωσε με έκπληξη, έγερνε προς τον Πλάτων.
 «Πως γίνεται αυτό» αναρωτήθηκε έκπληκτη. Το σιχαμερό όμως πρόσωπο που την κοίταζε με μίσος, έβαλε τα πράγματα στην θέση τους. Δεν μπορούσε να στείλει αυτό το κακό στην οικογένεια της, όχι της ήταν αδύνατο. Έλπιζε τελικά ο Πλάτων να τα βγάλει πέρα μαζί του. Δάκρυα ψυχής, που ζητούσαν ικετευτικά συγνώμη απ’ τον απόντα νεαρό, απ’ την ίδια της την αυτοεκτίμηση, κυλούσαν στα μάτια της και η φωνή της τρεμόπαιζε όταν είπε:
-628. Αυτό είναι το δωμάτιο τους. Και σαν το είπε ξέσπασε σε αναφιλητά, έπεσε στο πάτωμα και κουλουριάστηκε. Είχε προδώσει κάποιον και αυτός δεν ήταν άλλος από τον εαυτό της!
Ο Αστυνόμος έδιωξε το χαμόγελο από το πρόσωπο του και το αντικατέστησε ένα παγωμένο προσωπείο. Κοίταξε την νεαρή, που έκλαιγε στα πόδια του και ήταν σίγουρος για την μοίρα της. Καθώς το ασανσέρ ανέβαινε αυτός ένιωθε τον εαυτό του να πέφτει όλο και χαμηλότερα, να βυθίζεται στην έξαψη της εκδίκησης και του μίσους. Το ασανσέρ έφτασε τελικά στον τελευταίο όροφο. Την έπιασε από το χέρι, την σήκωσε και την έσυρε έξω. Έριξε μια αναγνωριστική ματιά και διέκρινε μετά από μικρή περιπλάνηση την βοηθητική πόρτα, που οδηγούσε στην ταράτσα. Ευτυχώς, κανένας άτυχος ένοικος δεν βρέθηκε στον δρόμο του. Τραβώντας την Αντιγόνη την οδήγησε στα σκαλιά, όπου σχεδόν την έσυρε κι από εκεί βγήκαν στην ταράτσα. Ο δυνατός ήλιος φώτισε τα πρόσωπα τους και στέγνωσε απότομα τα δάκρυα της Αντιγόνης.
Και τότε αυτή κατάλαβε. Ένοιωσε τον πανικό να ορμάει με μιας προς τα πάνω, έτοιμος να εκραγεί από το στομάχι προς το στόμα της. Απροσδόκητα όμως αυτός μαλάκωσε, ώσπου  κόπασε εντελώς. Ο Αστυνόμος, που αντιλήφθηκε το ξεκίνημα του πανικού έμεινε έκπληκτος όταν αυτός απλά εξαφανίστηκε. Κοίταξε, ενοχλημένος σχεδόν, την κοπελιά.
-Τι έγινε; Δεν θα παρακαλέσεις για την ζωή σου; Δεν θα παλέψεις γι’ αυτή;
Η έκπληξη του μεγάλωσε ακόμη περισσότερο όταν είδε ένα χαμόγελο να σχηματίζεται αργά. Την έσπρωξε στα κάγκελα, πενήντα μέτρα πάνω από το έδαφος. Αυτή συνέχισε να χαμογέλα κοιτάζοντας το κενό. Ο Αστυνόμος την έπιασε από τα μαλλιά και άρχισε τις φωνές.
-Βλέπεις που θα σε ρίξω, σκρόφα; Σου φαίνεται αστείο αυτό; Θυμάσαι που σου είπα ότι σύντομα θα δεις τους δικούς σου, αν είσαι καλό κορίτσι; Ορίστε, εννοούσα τους πεθαμένους συγγενείς σου!
Μόνο που η Αντιγόνη δεν τον άκουγε. Είχε καταφέρει σε χρόνο μηδέν να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου. Βλέπετε, σύμφωνα με τους δασκάλους του Ζεν, τους οποίους η Αντιγόνη αγνοούσε, όταν κάποιος δεχτεί ότι η κατάστασή του είναι απελπιστική, μη αναστρέψιμη, τότε το μυαλό του πλησιάζει την γαλήνη, μια ιδανική νοητική κατάσταση! Έτσι κι αλλιώς δεν είχε ποτέ ελπίδες με τον τύπο απέναντι της. Και το βασικότερο όλων ήταν ότι τελικά, ίσως έτσι έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να του πει τον αριθμό του δωματίου. Δεν ήξερε γιατί, αλλά κάτι μέσα της την είχε πείσει ότι είχε πράξει το σωστό. Σίγουρα όχι γι’ αυτήν, ίσως όχι για τον Πλάτων και την κοπελιά του, αλλά οπωσδήποτε για όλο τον κόσμο.
 «Για όλο τον κόσμο» σκέφτηκε και το χαμόγελο της μεγάλωσε στο μέγιστο την ώρα που ο Αστυνόμος την έσπρωχνε στο κενό. Ένιωσε το κορμί της να αφήνεται στην βαρύτητα και συνέχισε να χαμογέλα, καθώς το πρόσωπο του Αστυνόμου που την κοιτούσε ψυχρά απομακρυνόταν γοργά από το οπτικό της πεδίο. Δεν πρόλαβε να νιώσει το παραμικρό και ύστερα επέστρεψε στο τίποτα!
                                                                                   16
Τους φάνηκε ότι είδαν αμυδρά μια γαλάζια φλόγα να χορεύει στο τεντωμένο δεξί χέρι του νεαρού απέναντι τους, που ήταν στραμμένο προς το μέρος τους και οπισθοχώρησαν έκπληκτοι και τρομαγμένοι, αποκτώντας μια έντονη αίσθηση ότι απειλούνταν οι ζωές τους. Ο πρωθυπουργός είδε τον ματωμένο νεαρό να τον κοιτάζει κατάματα και άκουσε μια φωνή βαθιά μες στο μυαλό του:
«Δώσε εντολή να μας αφήσουν ήσυχους, ειδάλλως...ΤΩΡΑ!» Μπορεί να ήταν σαστισμένος ακόμη και το μυαλό του να θόλωσε στο άκουσμα μιας άγνωστης, τρομακτικής φωνής μέσα του, υπάκουσε όμως αμέσως κι έδωσε ρομποτικά σχεδόν εντολή στον βοηθό του να βγει έξω και να πει στους φύλακες να μην επιχειρήσουν το παραμικρό και να τους αφήσουν ήσυχους.
-Όλα είναι εντάξει, είπε ο πρωθυπουργός με μια χροιά ερώτησης και κοιτάζοντας με γουρλωμένα μάτια τον νεαρό. Αυτός ένευσε καταφατικά. Ο βοηθός του υπάκουσε και κινήθηκε φοβισμένα και προσεκτικά προς την έξοδο. Ο Πλάτων σηκώθηκε μετά βίας και πήγε προς τον πρωθυπουργό. Αυτός έμεινε ακίνητος να τον παρατηρεί και χωρίς αντίσταση τον είδε να έρχεται από πίσω του και να τον πιάνει απαλά από τον ώμο. Ήθελε να κρυφτεί πίσω απ’ το κορμί του χρησιμοποιώντας τον σαν ασπίδα για να προφυλαχτεί από κάθε ενδεχόμενο.
-Λόγοι προστασίας. Συγνώμη για την ακαταστασία, πρόσθεσε εξαντλημένος με τρεμάμενη φωνή και δείχνοντας το αίμα που χρωμάτιζε μακάβρια το πηγούνι του και το λευκό του κοντομάνικο, ενώ η αιμορραγία είχε αρχίσει, ευτυχώς, να σταματάει. Έκανε νόημα στον βοηθό, που στεκόταν τρέμοντας στην πόρτα να βγει έξω. Αυτός υπάκουσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, την ώρα που οι φρουροί απ’ έξω αναρωτιόνταν πως θα έπρεπε να αντιδράσουν. Είδαν απ’ το άνοιγμα τον πρωθυπουργό ακίνητο και το βλέμμα του μαρτυρούσε τον πανικό που έκρυβαν τα μάτια του. Ο νεαρός μόλις που διακρινόταν πίσω του. Ίσως κρατούσε όπλο κι αυτό το βλέμμα ... Τους κοίταζε σαν πληγωμένο θηρίο κι όλοι ξέρουν ότι δεν κάνουμε μαλακίες με πληγωμένα θηρία. Ποτέ!
-Εντολή του πρωθυπουργού να τους αφήσουμε μο...μόνους τους, είπε τραυλίζοντας από τον φόβο του ο βοηθός. Είναι ... είναι ..., έφυγε τρέχοντας για να μην κλάψει μπροστά τους. Ο επικεφαλής της ασφάλειας εξακολουθούσε να κοιτάζει τον πρωθυπουργό και τον ακάλεστο επισκέπτη του. Ο πρωθυπουργός μάζεψε όση αυτοπεποίθηση μπορούσε και έγνεψε ότι όλα είναι εντάξει.
-Εντάξει, παιδιά, γυριστέ στα πόστα σας! Όλα είναι εντάξει, είπε και έκλεισε την πόρτα. Γύρισε απότομα στους άντρες του. Λοιπόν, προφανώς έχουμε κάτι σαν κατάσταση ομηρίας. Δεν ξέρω πόσο σοβαρό θα αποδειχθεί, δεν ξέρω καν τι τύπος είναι αυτός εκεί μέσα, αλλά φαίνεται επικίνδυνος και θέλω πλήρη επαγγελματισμό. Αντρέα, φέρε μου τον βοηθό σε πέντε λεπτά, αφού ηρεμήσει λίγο πρώτα, γιατί έτσι όπως βγήκε σαν βρεγμένη γάτα μας είναι άχρηστος. Ήταν παρών και θα έχει σίγουρα κάποιες πληροφορίες να μας δώσει. Καλέστε τον υπουργό Δημόσιας Τάξης και οι υπόλοιποι περικυκλώστε το δωμάτιο, δυο έξω στον κήπο και οι υπόλοιποι εδώ. Και κοιτάξτε να συνεφέρετε αυτούς του τρεις είπε δείχνοντας τους λιπόθυμους φύλακες στο πάτωμα και άρχισε να τρέχει προς το ισόγειο, όπου βρισκόταν το γραφείο του με τους δυο άντρες να τον ακολουθούν και τους υπόλοιπους να μένουν σε επιφυλακή έξω από το γραφείο του πρωθυπουργού.
Μόλις έκλεισε η πόρτα, ο Πλάτων, σίγουρος ότι είχε τον απαραίτητο χρόνο στην διάθεση του, έκατσε στην καρέκλα συνεργασίας του πρωθυπουργικού γραφείου.
-Παρακαλώ, καθιστέ, παρότρυνε τον πρωθυπουργό εμφανώς ταλαιπωρημένος. Έκλεισε τα μάτια και πηρέ λίγες βαθιές ανάσες. Η αιμορραγία είχε σταματήσει εντελώς τώρα, αισθανόταν όμως μια αφόρητη κούραση. Είχε ήδη ξεπεράσει τον εαυτό του και το είχε καταφέρει μόνο και μόνο με την θέληση του. Δεν ήταν ακόμη έτοιμος για τόσο εξαντλητική χρήση των δυνάμεων του. Κοίταξε τον ισχυρότερο άντρα της χώρας απέναντι του. Αυτός του ανταπέδιδε ένα βλέμμα όλο αγωνία. Ο αρχικός του τρόμος είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, οι απορίες όμως για την γαλάζια φλόγα, που νόμισε ότι είδε και την φωνή, που σίγουρα άκουσε στο μυαλό του προσπαθούσαν να βρουν τον δρόμο προς την επίλυση τους.
-Κύριε πρωθυπουργέ, το μόνο που θέλω είναι μια μικρή συνομιλία μαζί σας. Δεν έχετε να φοβάστε τίποτα από εμένα. Το μόνο που θα κάνω είναι να αμυνθώ σε περίπτωση, που προκληθώ από τους άντρες σας, αλλά και πάλι τονίζω ότι εσείς δεν έχετε να φοβάστε τίποτα. Μίλησε αργά, γιατί ακόμα και η ομιλία του ήταν δύσκολη τούτη την ώρα. Για αρχή θέλω να σας παρακαλέσω να ζητήσετε λίγο φαγητό, είπε με τον πρωθυπουργό να μένει άναυδος  στην  αρχή,  αλλά  αγωνιζόμενος  να  κατανοήσει  την  κατάσταση  δεδομένης  της εμφανούς εξάντλησης του νεαρού.
-Ποιος είσαι, νεαρέ, ρώτησε με αγωνία, σηκώνοντας το ακουστικό, για να εισπράξει κατάματα την απάντηση:
-Και συ; Ποιος είσαι εσύ, κύριε πρωθυπουργέ, τον ρώτησε σοβαρός και το μυαλό του πρωθυπουργού μπερδεύτηκε ακόμη περισσότερο.
-Πλάτων, δήλωσε προτάσσοντας το χέρι του για την τυπική χειραψία.
-Οκ, Πλάτων! Θα ζητήσω αμέσως ότι θέλεις. Έχεις κάποια προτίμηση, είπε διστακτικά σφίγγοντας με δυσπιστία το χέρι του νεαρού και ψάχνοντας το νόημα της ερώτησης που μόλις του έκανε.
«Ποιος είμαι
-Όχι, όχι, οτιδήποτε είναι διαθέσιμο. Απλώς σε μεγάλες ποσότητες, απάντησε ο νεαρός με δυσκολία.
Ο πρωθυπουργός έβαλε το τηλέφωνο στην ανοιχτή συνομιλία και κάλεσε.
-Μάλιστα, κύριε πρωθυπουργέ, απάντησε μια γυναικεία φωνή.
-Ελένη, θέλω να μου ετοιμάσεις μια μεγάλη μερίδα φαγητού και άμεσα, γιατί έχω κάποιον ... καλεσμένο.
Ο Πλάτων μες την κούραση του θυμήθηκε τις αστυνομικές ταινίες, όπου βάζουν υπνωτικό μες το φαγητό. Κοίταξε επίμονα τον πρωθυπουργό, ο οποίος συνέχισε αδιάφορα:
-Α, Ελένη, πες στην ασφάλεια να μην τολμήσει οτιδήποτε με το φαγητό, γιατί … κινδυνεύει η ζωή μου. Έκλεισε το τηλέφωνο και ένας έντονος πονοκέφαλος ήρθε ακάλεστος και εγκαταστάθηκε στα μηλίγγια του. Ο Πλάτων εξαντλήθηκε ακόμη περισσότερο και ακούμπησε βαριανασαίνοντας τους αγκώνες στα γόνατα του. Θα μπορούσε να το έχει αποφύγει αυτό, αλλά η αμείλικτη κούραση δεν τον άφηνε να σκεφτεί καθαρά.
Ο επικεφαλής ασφαλείας άκουσε την συνομιλία και αποφάσισε να ακολουθήσει την εντολή του πρωθυπουργού. Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης και οι επιτελείς του ήταν καθοδόν και θα άφηνε αυτούς να αποφασίσουν. Η θέση του ήταν ήδη επιβαρυμένη με το συμβάν, αλλά γαμώτο δεν πίστευε ότι οποιοσδήποτε άλλος θα είχε καταφέρει κάτι καλύτερο. Τουλάχιστον όχι με τον συγκεκριμένο νεαρό αντίπαλο. Ολόκληρη η συμπεριφορά του και το ότι κατόρθωσε να φτάσει στον πρωθυπουργό μπορεί να έκαναν το Μέγαρο Μαξίμου να φαίνεται παιδική χαρά, αλλά αυτό οφειλόταν σε ακατανόητες ικανότητες που διέθετε αυτός και όχι σε κενά ασφαλείας!
Σε λίγο, μια γυναικεία φωνή ζήτησε την άδεια να μπει στο δωμάτιο και αφού ο Πλάτων πήγε και πάλι αργά πίσω από τον πρωθυπουργό, αυτός της είπε να περάσει. Η πόρτα άνοιξε και μια σαραντάρα κυρία έφερε ένα καροτσάκι γεμάτο με υπέροχα εδέσματα, υπό την διακριτική παρουσία των αντρών ασφαλείας έξω από το δωμάτιο. Οι μυρωδιές ξεχύθηκαν στον χώρο και τρύπωσαν χορεύοντας στα ρουθούνια του Πλάτων. Η κυρία έφυγε και αδιαφορώντας για το σαβουάρ βιβρ, ο φίλος μας άρχισε να καταβροχθίζει με μανία το φαγητό, με τον πρωθυπουργό να αναρωτιέται ακόμη τι είχε συμβεί πριν από λίγο και να σκέφτεται ότι αυτός είναι, εκτός των άλλων, ο πιο πεινασμένος άνθρωπος που είδε ποτέ του!
                                                                      17
Ο Αστυνόμος κόλλησε το αυτί του πάνω στην πόρτα του 628 και κλείνοντας τα μάτια προσπάθησε μέσω του ήχου να αφουγκραστεί τι γινόταν μέσα. Είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούσε να είναι αρκετά προσεκτικός με αυτόν τον νέο και σίγουρα δεν ήθελε να βρεθεί προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Του φάνηκε ότι άκουσε τον δροσερό ήχο του νερού να τρέχει. Μάλλον η κοπελιά βρισκόταν στο ντους. Χτύπησε με την γροθιά του την πόρτα τρεις φορές αρκετά δυνατά, ώστε να σιγουρευτεί ότι θα τον ακούσει. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα το νερό σταμάτησε και αυτός χτύπησε και πάλι την γροθιά του, πιο γλυκά αυτή την φορά.
Δεν άκουσε την γυάλινη πόρτα του μπάνιου, καθώς αυτή άνοιγε αθόρυβα. Η Νεφέλη, καλύβοντας το σώμα της με μια λευκή πετσέτα, πλησίασε διστακτικά. Σκέφτηκε ότι ο Πλάτων είχε την κάρτα- κλειδί επομένως… Ρώτησε από απόσταση:
-Ποιος είναι; Η φωνή της ακούστηκε σταθερή, αλλά ένα αίσθημα αμφιβολίας και φόβου βγήκε στην επιφάνεια από τα βάθη του ασυνείδητου της και σχεδόν την τράνταξε. Κάτι δεν ήταν σωστό. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά.  Πισωπάτησε  φοβισμένη.

Ο Πλάτων  έτρωγε λαίμαργα με τις αισθήσεις του σε υπερδιέγερση. Χρησιμοποιούσε τα χέρια του για να τραφεί, ενώ τα μάτια του σάρωναν τον χώρο γύρω του. Φάνταζε σαν πληγωμένο θηρίο, που προσπαθούσε να επιβιώσει σε έναν κόσμο κατώτερο του. Ξαφνικά και πριν προλάβει να καταπιεί την μπουκιά που γέμιζε το στόμα του πάγωσε. Στο σφύριγμα του άνεμου, που χόρευε έξω και έφτασε απρόσμενα στα αυτιά του, άκουσε έναν ψίθυρο. Μια ικεσία!
«Πλάτων» του φάνηκε πως είπε και χάθηκε στον χωροχρόνο. Σηκώθηκε, παρατώντας την μπριζόλα που καταβρόχθιζε και προκαλώντας το ξάφνιασμα του πρωθυπουργού, που τον είδε να κατευθύνεται απότομα προς το παράθυρο. Μεσημεριανό αεράκι, σε μια ηλιόλουστη, καυτή ημέρα, κυμάτιζε στο πρόσωπο της Αθήνας.
Έμεινε ακίνητος να παρατηρεί στο βάθος του χώρου. Πίσω απ’ το τζάμι, ανάμεσα στα δέντρα και τα κτίρια που παρεμβαλλόταν, προσπαθούσε να διακρίνει με τα μάτια του το μοναδικό σημείο που τον ενδιέφερε εκείνη την στιγμή. Ένα ξενοδοχείο. Ένα δωμάτιο ήταν ο προορισμός του. Και μέσα του, βρισκόταν εκείνη! Απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό, χωρίς να τον κοιτάξει.
-Συγγνώμη, για την αναστάτωση, κύριε πρωθυπουργέ! Η συνάντηση μας έπρεπε να γίνει πάση θυσία και έγινε. Σκεφτείτε ότι είδατε, ακούσατε και νιώσατε σήμερα. Θα σας επισκεφτώ ακόμη μια φορά, σύντομα, για να αποφασίσετε, είπε πεντακάθαρα και πολύ γρήγορα. Άρχισε να τρέχει, όταν ένα μακρόσυρτο χάδι άγγιζε την πόρτα του 628. Την άγγιζε με τα ακροδάχτυλα του, τόσο τρυφερά, τόσο λάγνα, σαν να χάιδευε την τέλεια ερωμένη!

-Μου σκότωσες τον γιο, ρώτησε ψιθυριστά και θυμωμένα με το μάγουλο ακουμπισμένο στην πόρτα και τα μάτια ερμητικά κλειστά. Έβγαλε το περίστροφό και βίδωσε τον σιγαστήρα, αργά και βασανιστικά. Έπειτα σημάδεψε στο ματάκι της πόρτας.
Η Νεφέλη παίρνοντας όσο θάρρος της επέτρεπε η αμφιβολία μέσα της ετοιμαζόταν να δει, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε από το ματάκι, ποιος ήταν ο απρόσκλητος επισκέπτης. Κοίταξε και είδε...
«Τι είναι αυτό;». Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, παρά μόνο το απόλυτο μαύρο. Ο αστυνόμος είχε τοποθετήσει τον σιγαστήρα ακριβώς πάνω στο ματάκι. Αρκούσε να πιέσει λίγο πιο δυνατά την σκανδάλη. Αργά, αλλά σταθερά, μετέφερε την απαραίτητη δύναμη από το δάχτυλο στην σκανδάλη, μέχρι που μια ιδέα έκανε, έστω κι αργοπορημένη, την εμφάνιση της. Έκανε πίσω, έστρεψε το όπλο προς τα κάτω, περίπου στο ύψος των μηρών και το όπλο εκπυρσοκρότησε δυο φορές. Η δεύτερη σφαίρα διέλυσε τον μηχανισμό ασφάλειας της πόρτας, η οποία άνοιξε αργά, συνοδευόμενη από έναν τσιριχτό ήχο. Πίσω της αποκάλυψε τα κατορθώματα της πρώτης σφαίρας!
Η Νεφέλη βρισκόταν πεσμένη ανάσκελα στο πάτωμα κι ένα κόκκινο ποτάμι κυλούσε ορμητικά  από μια φρικιαστική τρύπα στον μηρό της. Το πρόσωπο της είχε χλωμιάσει και άγρια σημαδεμένο από τον τρόμο στράφηκε προς τον ακάλεστο. Πονούσε αφόρητα κι έτρεμε μπρος τον απρόσμενο φόβο του θανάτου, αλλά έπνιξε κάθε κραυγή. Η μονή της αγωνία αφορούσε τον Πλάτων. Το υπέροχο αυτό πλάσμα, το ανεπανάληπτο ανθρώπινο ον που μπήκε στην ζωή της και της υποσχέθηκε ότι θα άπλωνε τα φτερά του πάνω της και δεν θα άφηνε κανέναν να της κάνει κακό. Κι όμως να την τώρα εδώ, πεσμένη στο πάτωμα, αιμορραγώντας, με έναν φρικτό πόνο να πηγαινοέρχεται στα σωθικά της και ένα τσακάλι να την πλησιάζει αργά κουνώντας εξεταστικά το κεφάλι του και κραδαίνοντας ένα πιστόλι.
Έσκυψε δίπλα της κοιτώντας βλοσυρός και με περιέργεια το γυμνό της κορμί και την φριχτή της πληγή!
-Μην ανησυχείς! Δεν θα πεθάνεις αμέσως, έχεις κάνα μισάωρο ακόμη. Τι θα έλεγες να παίξουμε ένα παιχνίδι μέχρι τότε εσύ κι εγώ; Έτσι για να περάσει η ώρα μέχρι να ‘ρθει … ο φίλος  μας, ρώτησε σπρώχνοντας την πόρτα να κλείσει. Μην βγάλεις τσιμουδιά, είπε και την άρπαξε από τα μαλλιά, σέρνοντας την στο κρεβάτι. Αυτή δάκρυσε, όχι απ’ τον πόνο στα μαλλιά, αυτός ήταν ανεπαίσθητος μπροστά στο απίστευτο κάψιμο που ένιωθε στο πόδι της, και όντας στο χείλος της απόγνωσης, έκανε μια απέλπιδα σκέψη:
 «Πλάτων… που είσαι; Αχ και να τον δω για τελευταία φορά» σκέφτηκε και ξέσπασε σε λυγμούς που μαζί με τον πόνο έπνιγαν με μανία και την φωνή ελπίδας μέσα της. Καμιά σκέψη, καμιά ελπίδα για το μέλλον!

Δεν υπάρχουν σχόλια: