Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΝΟ 3


                                                         6
Σε  λίγα λεπτά ένας γιατρός, γύρω στα πενήντα, ήρθε τρέχοντας. Η νεαρή νοσοκόμα που τον ενημέρωσε ακολούθησε πίσω του.  Ο γιατρός  πλησίασε  τον  Πλάτων  ελέγχοντας γρήγορα  τα  μηχανήματα και κρατώντας στα χέρια του τον φάκελο με το ιστορικό του. Κάθισε δίπλα του στο κρεβάτι.
-Πλάτων, καλημέρα.  Λέγομαι  Άγγελος  και  είμαι  ο γιατρός που σε παρακολουθεί. Πως αισθάνεσαι,  ρώτησε  με  ύφος  σοβαρό,  μην  μπορώντας  όμως  να  κρύψει  την αγωνία του απ’ τα εκφραστικά του σκούρα μάτια.
-Είμαι  καλά, αποκρίθηκε  ο Πλάτων. Αισθάνομαι  μόνο  μια ελαφριά ζαλάδα. Και όντως ένιωθε  περίφημα. Το κορμί του πρέπει να ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Έμενε βεβαίως να του το επιβεβαιώσει και ο γιατρός.
-Θυμάσαι  τι έγινε; Ποια είναι η τελευταία ανάμνηση που έχεις, ρώτησε ο γιατρός με χαμηλή φωνή.
Το  όχι,  του  βγήκε  εντελώς  φυσικά.  Απεχθανόταν  τα ψέματα, τα οποία δεν είναι και ο καλύτερος  τρόπος να ξεκινήσεις μια συζήτηση, αλλά το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είχε πάρει τον έλεγχο.
-Όχι,  δεν  θυμάμαι  τίποτα  γιατρέ,  είπε  με  φυσικότητα  ηθοποιού.  Όλα είναι θολά στο μυαλό μου.
-Προσπάθησε! Οτιδήποτε σου έρχεται στο μυαλό, επέμενε ο γιατρός.
-Τίποτα,  αποκρίθηκε  κατηγορηματικά  μετά  από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής ο Πλατών και  μια  έκφραση  δυσαρέσκειας  κι  απογοήτευσης  φανέρωσε  τα  αισθήματα του γιατρού. Συμβιβάστηκε και προχώρησε παρακάτω.
-Νεαρέ,  σε βρήκαν  λιπόθυμο,  πριν  ένα μήνα και από τότε νοσηλεύεσαι εδώ. Είναι Σάββατο, οκτώ Αυγούστου σήμερα.
Η φράση ήχησε σε επανάληψη μες το μυαλό του,  «... σε βρήκαν ... ένα μήνα ...»!
-Ένα  μήνα, ρώτησε  φωναχτά.  Δεν μπορούσε να καταλάβει πως πέρασε ένας μήνας, την στιγμή  μάλιστα  που  αυτός  είχε  αντιληφτεί ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, μόλις λίγων λεπτών. Κι όμως η λέξη κλειδί ήταν το «σχετικά». Θυμήθηκε αμέσως την θεωρεία της Σχετικότητας. Ο χρόνος  δεν είναι απόλυτος, αλλά σχετικός. Έτσι δυο παρατηρητές έχουν το δικό τους μέτρο χρόνου,  ανάλογα  με  την θέση τους. Ένας μήνας στο νοσοκομείο ήταν μόλις λίγα λεπτά μες το μυαλό του!
-Η  περίπτωση  σου  είναι  αρκετά ... περίεργη,  πρωτόγνωρη  θα έλεγα, ολοκλήρωσε την σκέψη  του  ο γιατρός.  Σου  κάναμε διάφορες εξετάσεις αυτόν το μήνα και βρήκαμε κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχειά. Καταρχήν, δεν ξέρω πως θα το πάρεις, αλλά η φυσική σου κατάσταση είναι σήμερα πολύ καλύτερη  από  ότι  ήταν  όταν σε έφεραν εδώ. Οι δείκτες έχουν όλοι αγγίξει … τολμώ να πω την τελειότητα, συμπλήρωσε με έναν τόνο θαυμασμού κι απορίας.
Η  επιβεβαίωση  που περίμενε  ο Πλάτων ήρθε με τον καλύτερο τρόπο. Γι’ αυτό αισθανόταν περίφημα. Αλλά που οφειλόταν αυτό; Ο γιατρός έσπευσε να απαντήσει στην σκέψη του.
-Εκτός  αυτού, υπήρχε  καθ' όλη  την παραμονή σου εδώ, ασυνήθιστα υψηλή εγκεφαλική δραστηριότητα.  Ο  συνδυασμός  των  δυο  είναι εντυπωσιακός. Λες  και  ο  εγκέφαλος  σου καθοδηγούσε όλες αυτές τις αλλαγές. Είναι σαν να έδωσε εντολή για πλήρη αναδόμηση των ιστών  σου. Είναι  πρωτοφανές, δεν  έχω… ούτε οι συνάδελφοί μου βεβαίως, ξαναδεί  ή ακούσει  παρόμοια περίπτωση, είπε  καθώς κοίταζε σοβαρός τον Πλάτων.
Η νοσοκόμα  είχε ήδη  μαζέψει τα απομεινάρια του βάζου και κρυφάκουγε την συζήτηση. Η  περιέργεια ήταν έντονη και όχι μόνο εκ μέρους της, αφού η φήμη ή καλύτερα το κουτσομπολιό, για τον μεταλλαγμένο νέο είχε απλωθεί σε όλο το νοσοκομείο. Ο γιατρός την ενημέρωσε  ευγενικά  ότι δεν θα  την χρειαστεί  άλλο και αυτή αποχώρησε, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά  με  το  πιο  ωραίο της χαμόγελο στον Πλάτων.
 «Μεταλλαγμένος ή όχι είναι κούκλος!» Τότε ο γιατρός έσκυψε κοντά στον Πλάτων και τον ρώτησε συνωμοτικά:
- Τι  σου συνέβη, αγόρι μου; Τι γινόταν μες το μυαλό σου τον τελευταίο μήνα; Είδες κάτι; Είχες  κάποιες  σκέψεις; Η  αγωνιά  του  ήταν έκδηλη. Ήταν  η αγωνιά  και η προσμονή για γνώση  μπροστά  στο  ανεξήγητο. Ήταν η ιδία αγωνία, που είχε οδηγήσει τον άνθρωπο στις ανακαλύψεις και τις εφευρέσεις, που τον είχαν μια για πάντα ξεχωρίσει από τα ζώα!
-Τίποτα,  γιατρέ, όλα  ήταν  μαύρα,  αποκρίθηκε. Ήθελε  να  του  πει  τα πάντα, να του γνωστοποιήσει  την  μοναδική  εμπειρία,  που  είχε  ζήσει. Ήθελε όλος ο κόσμος να το μάθει. Αλλά  κάτι τον σταμάτησε. Δεν ήταν αυτός ο δρόμος που έπρεπε να πάρει. Όχι, δεν θα γινόταν έτσι!
Ο  γιατρός χαμογέλασε αμήχανα. Μες το μυαλό του ο νεαρός αυτός περιβαλλόταν από ένα πρωτόγνωρο μυστήριο, από την στιγμή που τον παρέλαβαν στο νοσοκομείο μέχρι και το ξύπνημα του (Ποιος στο διάολο έσπασε το βάζο;), ένα μυστήριο που ήθελε να λύσει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι ‘αυτό. Έλπιζε μόνο ο νεαρός να τους πει την αλήθεια όταν θα ήταν έτοιμος. Τον ενημέρωσε λοιπόν ότι θα γίνουν κάποιες τελευταίες εξετάσεις και πιθανόν  τις επόμενες  ημέρες θα έπαιρνε εξιτήριο. Πριν κλείσει την πόρτα του είπε ότι θα ειδοποιούσε τους γονείς του και πρόσθεσε συνωμοτικά:
-Καλό  είναι να ξέρεις και το εξής: Η αστυνομία σε θεωρεί ύποπτο για φόνο. Δεν ξέρω αν θυμάσαι  τι  έγινε πριν  λιποθυμήσεις, αλλά είμαι υποχρεωμένος από τον νόμο να τους καλέσω, αφού συνήλθες, έτσι; Λοιπόν, τα ξαναλέμε, είπε και κλείνοντας την πόρτα ο Πλάτων άρχισε να σκέφτεται ξανά το συμβάν με τον «γορίλα».
«Ύποπτος  για  φόνο!», σκέφτηκε  συνειδητοποιώντας  ότι δυστυχώς έτσι ήταν. Χρόνια και χρόνια προσπάθειας για την επίτευξη συγκεκριμένων προτύπων συμπεριφοράς μπορούν  να  πεταχτούν  στον  κάλαθο  των αχρήστων σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Έτσι απλά!
                                                       7
Μισή  ώρα  αφότου μίλησε με τον γιατρό κατέφθασαν οι γονείς του. Μπροστά  η  μητέρα του και ακριβώς πίσω της ο πατέρας του μπήκαν στο δωμάτιο τρέχοντας. Άνοιξαν την πόρτα, κοντοστάθηκαν λαχανιασμένοι στην είσοδο για μια στιγμή μόνο και μόλις τον αντίκρισαν να τους κοιτάζει με τα πανέξυπνα μάτια του, ρίχτηκαν με ευγνωμοσύνη στην αγκαλιά του.
-Γιε  μου…  ψυχή  μου, είσαι  καλά, ρώτησε  βουρκωμένη  η  μάνα του και βάλθηκε να τον φιλάει στο πρόσωπο.
-Πως  είσαι,  γιε μου, ρώτησε ο πατέρας του, πιάνοντας σφιχτά το χέρι του.Οι γονείς του ήταν  συνήθως  συγκρατημένοι  στις  εκδηλώσεις  τους, δεν άφηναν, σχεδόν ποτέ, τα συναισθήματα τους να πάρουν τον έλεγχο. Ήταν κατά βάση άνθρωποι της λογικής.
Σήμερα  όμως ήταν πιο εκδηλωτικοί από ποτέ και του φάνηκε ότι έλαμπαν με μια καινούρια λάμψη. Ένας μήνας γεμάτος πόνο και αγωνιά για το μοναχοπαίδι του, είναι ικανός να αλλάξει έναν άνθρωπο, να τον κάνει πιο αυθόρμητο και παρορμητικό.  Παράλληλα  ο  πόνος  και  η δυστυχία φέρνει τις καρδιές των ανθρώπων πιο κοντά.  Οι  γονείς  του είχαν  χωρίσει  πριν από λίγα χρόνια, κουρασμένοι από την υπερπροσπάθεια  που  είχαν  κάνει για χάρη του και αισθανόμενοι κι οι δυο τους την ανάγκη να επαναπροσδιορίσουν την ζωή τους και τις ανάγκες τους. Ο χωρισμός τους ήταν φιλικός, εξακολουθούσαν  να αισθάνονται  βαθιά αγάπη  ο ένας για τον άλλο και είχαν τακτική επικοινωνία. Τον  τελευταίο μήνα όμως ήρθαν πιο κοντά και το συμβάν που θα άλλαζε για πάντα την ζωή  του γιου τους  έφερε  σ’ αυτούς  την επίγνωση της μίας και μοναδικής αλήθειας. Πέρα και  έξω  από  τον εαυτό τους, αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Τρυφερά, ολοκληρωτικά, μοναδικά!
-Είμαι  καλά, τους  απάντησε  και τα ανακουφισμένα πρόσωπα τους, τον έκαναν να ξεχάσει για λίγο τις σκέψεις του.
Την  επομένη  μισή  ώρα συζήτησαν για όλα. Ήθελε να μάθει τα πάντα, όλες τις λεπτομέρειες.  Η μητέρα  του  του εξήγησε  ότι ένας φορτηγατζής, κάνοντας στάση στο ξέφωτο, τον βρήκε  λιπόθυμο. Λίγο  πιο  πέρα  ανακάλυψε  και  το πτώμα του «γορίλα», έτσι κάλεσε την αστυνομία.  Τις  πρώτες  μέρες είχαν έναν ένστολο να τον φυλάει, αλλά εγκατέλειψαν νωρίς τις  ελπίδες  τους και μετά από μια εβδομάδα έδωσαν εντολή στους γιατρούς να τους ενημερώσουν για  τυχόν βελτίωση  της κατάστασης  του. Δεν άργησε να δει την τρυφερότητα και την   οικειότητα  στις  κινήσεις  τους, στο  άγγιγμα  τους, στις  ματιές  που  αντάλλασαν  πιο ευτυχισμένοι από ποτέ. Αυτό του έδωσε χαρά.
-Μου  έκανε  εντύπωση, αρνητικότατη,  ένας  αστυνομικός, πρόσθεσε  η  μητέρα  του. Σε κοίταζε,  σχεδόν με  μίσος, έτσι  όπως ήσουν ανήμπορος στο κρεβάτι. Και ήταν φοβερά αγενής. Αδιαφορούσε για την υγεία σου και μου υποσχέθηκε ότι θα πληρώσεις ότι και να γίνει. «Θα  τον  βάλω  προσωπικά  είτε  στον  τάφο, είτε  στη  φυλακή!», έτσι μου είπε. Θεέ μου, τι άνθρωπος! Ο Πλάτων παρατήρησε ότι η μητέρα του αγωνιζόταν, με τους μυς του πρόσωπό της να συσπώνται  και τα μάτια της να υγραίνονται γοργά, να μην βάλει τα κλάματα και της έπιασε το χέρι.
-Μην ανησυχείς, μητέρα! Όλα θα πάνε καλά! Δεν μπορούν να με αγγίξουν, της είπε και η σιγουριά  της φωνής του, ένας τόνος παντοδυναμίας, έκανε τους γονείς του να κοιταχτούν και την καρδία τους να χαλαρώσει κάπως τους γρήγορους χτύπους αγωνίας.
Ύστερα  του μίλησαν  για τις εξετάσεις. Στην  αρχή  οι γιατροί είπαν ότι οι εξετάσεις δεν έδειχναν  κάποιο πρόβλημα  με  την υγεία του και  δεν μπορούν  να εξηγήσουν  το κώμα στο οποίο  βρισκόταν. Στην  πορεία όμως διαπίστωσαν κάποιες απρόσμενες αλλαγές. Οι δείκτες, μα  όλοι  οι  δείκτες,  των αιματολογικών, βιοχημικών και ουρολογικών εξετάσεων άρχισαν να πλησιάζουν  τις ιδανικές  τιμές. Παράλληλα, το πιο απίστευτο γεγονός ήταν το ότι οι μυς του  άρχισαν  να … αλλάζουν, παίρνοντας την τέλεια μορφή.
Πάντα  ήταν λιτοδίαιτος νέος, αλλά η καταναλωτική  κοινωνία μας  είχε αφήσει το  στίγμα της πάνω  του. Ποιος μπορεί να αντισταθεί σε μια  σοκολάτα και λίγες παγωμένες μπύρες; Κάνεις!  Έτσι τα  λίγα παχάκια που κοσμούσαν την κοιλία του, θεωρούνταν αμελητέα  ποσότητα στην κοινωνία μας. Κι όμως τα δικά του παχάκια εξαφανίστηκαν σταδιακά. Εκτός αυτού το  συναρπαστικότερο  ίσως  ήταν  ότι  ενώ  έχασε  σε κάποια  σημεία, πήρε όγκο σε κάποια άλλα.  Έτσι,  το  σώμα  του πλέον θύμιζε γλυπτό του Πραξιτέλη. Σκληρό σαν μάρμαρο κι όμως καλλίγραμμο, με ιδανικές αναλογίες, τέλειο από κάθε άποψη.
Ο Πλάτων  άκουγε εντυπωσιασμένος και για πρώτη φορά αντιλήφθηκε πόσο δίκιο είχε η μητέρα του. Σήκωσε το σεντόνι με το οποίο ήταν σκεπασμένος και παρατήρησε με προσοχή το  σώμα του. Ένα  σλιπάκι  ήταν το μοναδικό του εφόδιο. Το υπόλοιπο  θύμιζε  αμυδρά ότι ήξερε  μέχρι τότε. Διέκρινε τους μυς στα γυμνασμένα του πόδια και το ανάγλυφο των τέλειων κοιλιακών του. Παρατήρησε επίσης το καλλίγραμμο στήθος του και καθώς χάζευε το κορμί του ένα γελάκι αγαλλίασης ξέφυγε αυθόρμητα. Δεν  ήταν  ποτέ νάρκισσος  κι ας  ήταν ένας  όμορφος νεαρός. Τώρα όμως ερωτεύτηκε  δυνατά  το  σώμα  του.  Αυτό  που  έβλεπε  θα ήταν το αποτέλεσμα μιας τέλεια ισορροπημένης  διατροφής  και συνεχούς  άσκησης  από την γένεση του μέχρι σήμερα! Από την  γέννηση  του κάθε ανθρώπου  μέχρι την ενηλικίωση του. Το σώμα του όμως είχε αλλάξει μέσα σε ένα μήνα! Μόνο του! Ενώ αυτός ... κοιμόταν!
                                                        8
Οι αστυνομικοί έφτασαν μετά από λίγο, την ώρα που ο Πλάτων προσπαθούσε να θυμίσει στο  στομάχι του  την λειτουργιά  του, τρώγοντας  ένα  γιαουρτάκι με λίγο ψωμί για πρωινό. Οι γονείς  του ήταν πάντα δίπλα του και τον παρατηρούσαν ευλαβικά. Η πόρτα άνοιξε και έφερε μαζί της  τον  κίνδυνο  για  το  προσεχές  μέλλον του. Μπροστά ήταν ένας ογκώδης νέος, περίπου τριανταπέντε  χρονών.  Φορούσε  γκρίζο  κοστούμι  και  το  βλέμμα του ήταν ψυχρό, σχεδόν νεκρό. Σίγουρα δεν πρέπει να ήταν και πολύ ευτυχισμένος από την δουλειά του. Έβγαλε την αστυνομική του ταυτότητα.
-Εγκληματολογικό. Καλημέρα, είπε σαν ρομπότ.
Στην  συνέχεια  μπήκε  ο γιατρός  και πίσω  του πρόβαλε ένας πενηνταπεντάρης περίπου άντρας. Είχε  κατάμαυρα  μαλλιά,  προφανώς  βαμμένα,  και  ένα  τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε κοιτάζοντας  τον  Πλάτων  κατάματα  και  διαπιστώνοντας  ότι  ήταν ξύπνιος. Στην αρχή ο Πλάτων  πίστεψε ότι το χαμόγελο ήταν φιλικό και ανταπέδωσε, μέχρι που πρόσεξε καλύτερα τα μάτια του. Ήταν καστανοκόκκινα, αλλά φαίνονταν καυτά σαν λάβα και προσπαθούσαν να τον διαπεράσουν, σαν ακτινογραφία.
-Γεια σας… γεια σας… γεια σας, είπε  με  έναν  σχεδόν  μελωδικό  τόνο στην φωνή του και έχοντας ακόμα το βλέμμα  του καρφωμένο πάνω του, όταν ο γιατρός έδειξε την πορεία, που θα ακολουθούσαν τα πράγματα.
-Κυρία…  κύριε  Αριστείδη, οι  αστυνομικοί  θέλουν  να μιλήσουν ιδιαιτέρως  στον γιο σας. Λόγω  του  ότι η  κατάσταση του  είναι ικανοποιητική, τους επέτρεψα να τον δουν για δέκα λεπτά.  Τι θα λέγατε να πάμε για ένα καφεδάκι στο κυλικείο του νοσοκομείου, ρώτησε με ευγένεια και  μια  ελαφρά αμηχανία. Ήταν  δοσμένος στην βοήθεια και όχι στην καταδίωξη των ανθρώπων  και  η κατάσταση αυτή  όπου ένας εξωπραγματικός νέος, από τον οποίο θα μπορούσαν να  μάθουν τόσα πολλά, βρισκόταν στο στόχαστρο του νόμου, του δημιουργούσε αντιφατικά συναισθήματα.
Οι  γονείς του  στράφηκαν ταυτόχρονα στον Πλάτων και το βλέμμα τους πρόδιδε ανησυχία. Είχαν  αναγνωρίσει  τον αγενή αστυνομικό, για τον οποίο του είχαν μιλήσει προηγουμένως, στο  πρόσωπο  του μεγαλύτερου σε ηλικία  αστυνομικού, που  δεν  έλεγε  να ξεκολλήσει τα μάτια του  από  πάνω του, κοιτώνας  τον με αφοσίωση, όπως ο κυνηγός το θήραμα στιγμές μόλις πριν την τελική του κίνηση. Φορούσε  καλοκαιρινό κοστούμι,  τελευταίας  μόδας,  κι ένα εξόγκωμα κάτω απ’ το σακάκι, αριστερά στο ύψος του στήθους πρόδιδε την παρουσία όπλου.
Ο  Πλάτων κούνησε  το κεφάλι του  συγκαταβατικά  και  τους  χαμογέλασε. Το χαμόγελο του, διατηρώντας  ακόμα την μαγική του επίδραση, τους ηρέμησε. Είχε από μικρός αυτό το χάρισμα.  Χαμογελούσε πολύ, ξέροντας ότι το χαμόγελο καταπραΰνει τους φόβους των ανθρώπων, τους  στέλνει  πίσω  στην φωλιά τους και αφήνει το μυαλό καθαρό να ρουφήξει τις μικρές χαρές της ζωής.
-Θα  τα πούμε  σε λίγο, γιε μου, αποκρίθηκε  ο πατέρας  του, ενώ  η μητέρα του έριξε μια ματιά όλο περιφρόνηση στον ηλικιωμένο αστυνομικό βγαίνοντας.
Η πόρτα έκλεισε και το ρομπότ ξαναμίλησε.
-Νεαρέ, είσαι ύποπτος για φόνο. Ο συνάδελφος μου θα σου κάνει κάποιες ερωτήσεις. Σε συμβουλεύω  να απαντήσεις ειλικρινά για να μην επιβαρύνεις κι άλλο την θέση σου, είπε με τόνο πιο  ανθρώπινο  αυτή την φορά. Ο Πλατών  ανακάθισε στο κρεβάτι και ο ηλικιωμένος αστυνομικός  τον πλησίασε,  ανίκανος  να ξεκολλήσει  την ματιά του  από  πάνω του, από τα δεξιά.
-Πως τον  σκότωσες,  αλητάκο; Ήσουν  μόνος σου, ρώτησε  με φωνή ψυχρή σαν μέταλλο, που μύριζε τσιγάρο και καφέ. Τα γεγονότα ήταν ξεκάθαρα μέσα του και δεν χωρούσε η παραμικρή αμφιβολία. Αυτός ο αλητάκος  είχε, για  κάποιον  λόγο  και  με  κάποιον  τρόπο, σκοτώσει τον ...

Ήταν άκληρος όταν ο  καλύτερος  του  φίλος πέθανε,  πριν  εικοσιπέντε χρόνια και αυτός πήρε την θέση του στο  κρεβάτι  της γυναίκας του. Παράλληλα,  ανέλαβε  και  τον ρόλο του πατέρα για τον πεντάχρονο   τότε  γιο του. Αλλά  ίσως  δεν  ήταν  αυτό  το πιο  σημαντικό. Το  σημαντικότερο ήταν ότι  απέκτησε  τον  γιο  που  του είχε  στερήσει  εκείνη  η γαμημένη νύχτα στην αίθουσα τοκετού! Τώρα  ο θετός  του  γιος  ήταν νεκρός, τον έθαψε και τον έκλαψε μόνος. Άρχισε να   βομβαρδίζεται  από   στιγμές  του  παρελθόντος,  καλές  στιγμές,  στιγμές  ευτυχίας  και άσχημες στιγμές, απλώς στιγμές.
Είχε  μπροστά  του τον δολοφόνο του γιου του και μια σφαίρα στο κεφάλι ήταν η κατάλληλη  ποινή. Ποθούσε  να βγάλει το όπλο του και ... Μπαμμμ! Ήξερε, όμως, ότι δεν μπορούσε  να κάνει  κάτι τέτοιο, τουλάχιστον  όχι τώρα.  Η χειροδικία  μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμη.

-Λοιπόν,  αλητάκο, θα μιλήσεις  ή  θα σε  σύρω  στο  τμήμα, να  στα βγάλω  με τον παλιό καλό  τρόπο, ρώτησε  με φωνή  που πάσχιζε να κρατηθεί σταθερή. Αυτός ο άνθρωπος έκανε αγώνα να μην ουρλιάξει!
-Δεν  θυμάμαι τίποτα,  αποκρίθηκε ο Πλάτων. Όλα είναι θολά. Ελπίζω να επανέλθει γρήγορα η μνήμη μου για να μπορέσω να σας βοηθήσω, δήλωσε εντελώς πειστικά. Ήξερε ότι η αλήθεια ήταν απαγορευμένη αυτή την  στιγμή.
-Βρήκαμε  ένα πιστόλι  στον τόπο του εγκλήματος…  Πλησίασε στο αυτί του Πλάτωνα και συνέχισε: Αν  και δεν  μπορεί να  είναι αυτό  το όπλο του  εγκλήματος θα  στο φορτώσω για την πλάκα μου, είπε και ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του καθώς τον κοίταζε  απευθείας στα μάτια από  απόσταση αναπνοής. Τότε  ήταν που  ο Πλάτων  κατάλαβε ότι κάτι δεν  πάει  καλά.  Αυτός  ο  αστυνομικός  είχε κάτι  το ιδιαίτερο, κάτι  που του δημιουργούσε ανησυχία.
-Δεν  μπορείς  να  το κάνεις  αυτό, αποκρίθηκε  γαλήνια. Ήθελε  να τον δοκιμάσει, να δει μέχρι  που  θα έφτανε. Έχεις περισσότερες πιθανότητες να νικήσεις, εάν γνωρίζεις τον αντίπαλο σου. Γιατί αυτό ήταν ο κύριος  απέναντι του. Δεν γνώριζε το γιατί, αλλά κυριολεκτικά ήταν  ένας  αντίπαλος, ο  πρώτος  από τους  πολλούς που  θα είχε στο μέλλον. Το ρομπότ όχι, αλλά αυτός σίγουρα ναι!
Μια  σκέψη γεννήθηκε και μόλις ξεκίνησε το ταξίδι της για την γλώσσα του κάτι συνέβη. Η  ζαλάδα  που  τον συνόδευε  από την  στιγμή που ξύπνησε, εξαφανίστηκε και ένα αίσθημα πληρότητας  την αντικατέστησε. Ένιωθε  υπέροχα και  παράξενα  μαζί. Ήταν αποκομμένος από  τον έξω κόσμο. Ένιωσε ότι βρισκόταν σε μια δική του χωροχρονική φούσκα. Το κατάλαβε αυτό όταν είδε τον αστυνομικό να του μιλάει. Δεν άκουσε όμως τίποτα, λες και ένα αόρατο εμπόδιο δεν άφηνε τον ήχο να φτάσει στα αυτιά του, είδε μόνο τα χείλη του να ανοιγοκλείνουν φανερώνοντας τα κατακίτρινα δόντια του. Τον  είδε  να πηγαίνει  στον  συνάδελφο  του, που  έστεκε στην πόρτα και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Μετά γύρισε προς το μέρος του. Τότε άκουσε  καθαρά την φωνή του:
 «Αφού  θέλεις να παίξουμε… θα παίξουμε,  τσόγλανε!» Μόνο που αυτή την φορά, όπως παρατήρησε ο Πλάτων, ο αστυνομικός δεν  κούνησε  τα χείλη του, ούτε στο ελάχιστο. Αν όμως δεν κούνησε τα χείλη του, τότε τι  άκουσε; Έκπληκτος  κι εντυπωσιασμένος μαζί δεν κρατήθηκε και έσκασε ένα πνιχτό γέλιο, που παγιώθηκε αργά σε ένα τεράστιο χαμόγελό. Αναρωτήθηκε αν ήταν δυνατόν να είχε ακούσει την σκέψη του αστυνομικού.
-Τι  συμβαίνει;  Γιατί  γελάς,  βρυχήθηκε  μπρος  το  θέαμα ο αστυνομικός. Σου φαίνεται αστείο  όλο αυτό; Τον άκουγε και πάλι καθαρά, όπως συνηθίζουν να ακούν οι άνθρωποι. Θα έχεις έναν φύλακα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο  μέχρι  να πάρω το οκ από τον γιατρό. Θα περιμένω, τόνισε και αποχώρησε μαζί με το ρομπότ.
«Και  τότε θα τα πούμε, κωλόπαιδο!», άκουσε ο Πλάτων, καθώς  ο αστυνομικός  του έριχνε μια τελευταία ματιά.
Έφυγαν και οι δυο, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους και ο Πλάτων έμεινε  μόνος. Χιλιάδες σκέψεις τον κατέκλυσαν. Μετά την Δύναμη, τώρα μόλις βίωσε και την μοναδική εμπειρία του να ακούει τις σκέψεις, όχι του μυαλού του, αλλά κάποιου άλλου, κάποιου ξένου. Είχε αποκτήσει δυνάμεις, που μόνο στα  όνειρα τους έχουν οι άνθρωποι, δυνάμεις που τον έκαναν ξεχωριστό, μοναδικό! Βέβαια ταυτόχρονα είχε αποκτήσει κι έναν αδίστακτο εχθρό, αλλά αυτό ήταν εκ των πραγμάτων δευτερεύον. Άρχισε να γελάει,  μάλλον  από νευρικότητα. Το μεγάλο ερώτημα άρχισε να κάνει διστακτικά την εμφάνιση του: «Και τώρα τι;»
                                                        9
Μετά  από  λίγο  επέστρεψαν  οι γονείς του με  τον  γιατρό και  μια  νοσοκόμα. Ο γιατρός τους  είχε  ενημερώσει  ότι  ο γιος τους κατά πάσα πιθανότητα θα  έβγαινε  την Δευτέρα. Υπενθύμισε  στον Πλάτων  ότι  θα χρειαζόταν  λίγο αίμα και ούρα για τις τελικές εξετάσεις. Η νοσοκόμα προσπάθησε και  πήρε, με  λίγη  δυσκολία  ομολογούμενος μιας και η πρώτη βελόνα στράβωσε απροσδόκητα  κι ανεξήγητα  κατά  την  έμπαρση της στο δέρμα του προκαλώντας ένα βλέμμα γεμάτο  απορία  σε όλους, λίγο  αίμα από  το χέρι του και του έδωσε ένα ποτηράκι για να συλλέξει τα ούρα του. Αυτός  σηκώθηκε  και  πήγε  με  δυσκολία,  από την  μηνιαία ακινησία, αλλά πάραυτα μόνος του στο μπάνιο. Βγήκε με το ποτηράκι σχεδόν γεμάτο και το παρέδωσε στην νοσοκόμα, η όποια είχε  μείνει, κι  αυτή, με το στόμα ανοιχτό (σίγουρα αισθανόμενη έντονη ερωτική έλξη) βλέποντας το αγαλματένιο του κορμί. Αμέσως αποχώρησαν με τον γιατρό και τον άφησαν μόνο με τους γονείς του.
Στο  μικρό διάστημα που οι γονείς του έλειπαν και βρισκόταν μόνος του προσπαθούσε να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα, όσον αφορά τα γεγονότα. Βρισκόταν σε  μια  πολύ  δύσκολη κατάσταση και ένα τεράστιο δίλημμα ορθωνόταν αναπόφευκτα μπροστά του. Από την  μια ο ίδιος  είχε αλλάξει  με τρόπο μοναδικό, είχε μεταλλαχτεί θα έλεγε κανείς, και από την άλλη βρισκόταν αντιμέτωπος με τον Νόμο για το βαρύτερο αδίκημα που μπορεί να διαπράξει  ο άνθρωπος, την  αφαίρεση  της  ανθρώπινης  ζωής.  Προσπάθησε με την λογική να εξετάσει  τις  δυνατότητες  του. Είχε  σκοτώσει  έναν άνθρωπο, έστω  και χωρίς την θέληση του. Πως θα αποδείκνυε όμως ότι βρισκόταν σε αυτοάμυνα; Και τι θα έλεγε στους δικαστές; Ότι τον είχε  σκοτώσει  μια αόρατη και μυστήρια δύναμη, που  βγήκε από τα χέρια του; Θα ακουγόταν  τουλάχιστον γελοίο! Παράλληλα, είχε απέναντι του τον ηλικιωμένο αστυνομικό, ο  οποίος  για  κάποιον  ανεξήγητο λόγο τον αντιμετώπιζε με καθαρό μίσος. Αυτός θα έκανε τα  πάντα  να τον στείλει φυλακή, ακόμη και ισόβια. Άλλωστε του το είχε δηλώσει ξεκάθαρα ότι θα του φόρτωνε τον φόνο για την πλάκα του!
Μπορεί  το μυαλό  του να  ήταν το  ίδιο, όσον  αφορά  τις αξίες και  τις ιδέες που είχε για έναν  καλύτερο  κόσμο, όμως  το  σώμα του  είχε  μεταλλαχτεί. Είχε αποκτήσει δυο πρωτοφανής δυνάμεις. Τα  χέρια του μπορούσαν να μετατραπούν σε φονικά όπλα ανά πάσα  στιγμή και ταυτόχρονα είχε αποκτήσει πρόσβαση στις σκέψεις των άλλων. Τον ξανάπιασε νευρικό γέλιο. Δυσκολευόταν να κατανοήσει γιατί συνέβαιναν όλα αυτά και το κυριότερο γιατί συνέβαιναν σ’ αυτόν!
Επανεξέτασε λοιπόν την παράξενη κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Σεβόταν  απόλυτα  τους νόμους  μιας  συντεταγμένης  πολιτείας. Πίστευε  βαθιά ότι μόνο μέσω της Δικαιοσύνης και της πιστής εφαρμογής των νόμων μπορεί ένα κράτος να λειτουργήσει  σωστά  και  αξιοκρατικά,  προσπαθώντας  να οδηγήσει  την πορεία  των  πραγμάτων προς  τον δρόμο  της  πλειοψηφίας.  Είναι  προφανές ότι η παθογένεια όλων των σύγχρονων κρατών  είναι  η  διαφθορά  και  αυτό  οφείλεται  αποκλειστικά  στο  γεγονός της μη πιστής εφαρμογής  των  νόμων. Οι  νομοί, καλοί ή κακοί,  δεν  ισχύουν πάντα και για όλους. Δυστυχώς, οι  κρατικοί  λειτουργοί, οι   υποτιθέμενοι  θεματοφύλακες  των  νόμων, είναι  οι πρώτοι που τους παραβιάζουν εξυπηρετώντας προσωπικά και άλλα συμφέροντα!
Το  δίλημμα  μέσα  του  άρχισε να γέρνει ξεκάθαρα προς τη μια πλευρά. Δεν μπορούσε να επιτρέψει να βρεθεί στην φυλακή για ένα έγκλημα το οποίο δεν μπορούσε να αποφύγει. Δεν μπορούσε  να  παραδώσει  τον εαυτό  του  σε μια πολιτεία που έχει χάσει τον μπούσουλα, σε διεφθαρμένους  πολιτικούς,  αστυνομικούς  και  δικαστές.  Δεν  μπορούσε  πάνω από όλα να επιτρέψει αυτές του οι δυνάμεις να μείνουν αναξιοποίητες.
Υπήρχε  μόνο  ένας δρόμος εάν θα  αψηφούσε τους νόμους. Έπρεπε να ακολουθήσει έναν ανώτερο  σκοπό. Τώρα  ήταν  ένας, αν όχι καλύτερος σίγουρα ανώτερος, άνθρωπος και οι συγκύριες δεν θα τον απέτρεπαν από το να βρει τον δρόμο του. Έναν δρόμο που φάνταζε δύσκολος και ανηφορικός, ενώ αυτός είχε μόνο μια αδιόρατη σκέψη για το τι έπρεπε να κάνει. Η στιγμή της αληθείας, η μία και μοναδική, που έρχεται όχι πάντα και όχι σε όλους τους ανθρώπους, είχε φτάσει γι’ αυτόν και  ήταν σίγουρος  ότι με την σωστή  χρήση των δυνάμεων του και με βάση το  ιδεολογικό - φιλοσοφικό υπόβαθρο, που  είχε κτίσει  με την  γνώση, οι  δυνατότητες  του ήταν κυριολεκτικά απεριόριστες. Πίστεψε στον πυρήνα της ύπαρξής του, ότι ίσως, επιτέλους, μπορούσε να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα.
«Δεν  αρκεί κάποιος  να παλεύει για τις ιδέες του. Πρέπει να ζει για αυτές!» Αυτή  η σκέψη, το μότο ενός αυθεντικού επαναστάτη, τον καταδίωκε για χρόνια. Βλέπετε, ο Πλάτων  δεν  έβλεπε  κανένα μεγαλείο  στις σκέψεις  και  τα  λόγια  κάποιου, ούτε  σε  πράξεις  εντυπωσιασμού  άνευ νοήματος, παρά μόνο στην μετατροπή των λόγων του σε πράξη στην ίδια του την ζωή. Τώρα αυτό θα γινόταν οδηγός του για το μέλλον!
Η  μητέρα  του τον ενημέρωσε ότι ένας φύλακας είχε ήδη τοποθετηθεί έξω από το δωμάτιο του. Η ανησυχία της για το συννεφιασμένο μέλλον που πλησίαζε ήταν έκδηλη στα λόγια της. Το ίδιο ανήσυχος απ’ την πλευρά του ήταν και ο πατέρας του. Μια περίεργη όμως αίσθηση πλανιόταν στον αέρα  και  την είχαν αντιληφτεί και  οι δυο. Βαθιά μέσα τους κάτι τους έλεγε ότι ο γιος τους δεν  θα είχε  κανένα πρόβλημα  με την δικαιοσύνη. Τα δεινά του ήταν ακόμη μακριά και θα προερχόταν από αλλού. Κάτι είχε ήδη συμβεί και η Ιστορία θα έπαιρνε άλλον δρόμο.
-Μητέρα, πατέρα, πλησιάστε! Πρέπει  να σας εκμυστηρευτώ κάτι σημαντικό, αποκρίθηκε  χαμηλόφωνα  ο Πλάτων. Πλησίασαν  με θρησκευτική  ευλάβεια, καταλαβαίνοντας με θλίψη ότι η ώρα του γιου τους είχε σημάνει και άκουσαν με προσοχή!
                                                       10
Το μεσημέρι έφτασε και  ησυχία επικρατούσε στο νοσοκομείο. Λίγο πριν το μεσημεριανό το  στομάχι του  Πλάτων διαμαρτυρόταν έντονα. Ένα μήνα είχε να επεξεργαστεί πραγματική  τροφή  και  το πρωινό ήταν σαν σταγόνα  στον ωκεανό. Οι ορέξεις του ήταν αυξημένες, κοινώς πείναγε σαν λύκος. Με την σύμφωνη γνώμη του γιατρού του ετοίμασαν ένα πλούσιο μεν,  νοσοκομειακό  δε, γεύμα! Κοτόπουλο  βραστό  με ρύζι,  ντοματοσαλάτα, ένα   κομμάτι τυρί  φέτα, δυο φέτες  μαύρο ψωμί και ένα γιαούρτι με μέλι, προσπάθησαν να καλύψουν τις ενεργειακές του ανάγκες. Αφού κατάπιε με ικανοποίηση και την τελευταία μπουκιά, χορτάτος  πλέον κι  αισθανόμενος  το σώμα  του να  σφύζει από ενέργεια, έμεινε να παρατηρεί τον γαλάζιο  ουρανό με τα ταξιδιάρικα σύννεφα από  το παράθυρο του. Οι γονείς του είχαν φύγει νωρίτερα. Έπρεπε να κάνουν ότι τους είχε ζητήσει, να του ετοιμάσουν το δρόμο.
Ανακάθισε  στο  κρεβάτι, έσφιξε τα γόνατα του στο στήθος και έκλεισε για λίγο τα μάτια του, όχι  για  να κοιμηθεί  (αισθανόταν περίφημα  και η ψυχική και σωματική κούραση φάνταζαν  μακρινό  παρελθόν), αλλά  για να  συνεχίσει το ταξίδι της αυτογνωσίας. Είχε φτάσει στο  συμπέρασμα  ότι  θα ακολουθούσε  έναν ανώτερο σκοπό, έπρεπε όμως να βάλει σε τάξη τις  σκέψεις  του  και  να  βρει  τις  προτεραιότητες  του  μες τον λαβύρινθο της γνώσης του. Ήξερε  ότι ένας άνθρωπος δεν αρκεί να έχει πολλές γνώσεις. Χρειάζεται παράλληλα και την ικανότητα  να  τις συνδυάζει  και να τις συνθέτει έτσι, ώστε να καταλήγει στις σωστές αποφάσεις,  απαντώντας  τις κατάλληλες ερωτήσεις. Δυστυχώς, δεν είναι η λογική, ούτε ο βαθμός  ευφυΐας  που  καθορίζουν την ποιότητα των ανθρωπίνων σκέψεων και πράξεων! Ο κόσμος είναι γεμάτος ανθρώπους, που έχουν λανθασμένα κριτήρια. Θεωρητικά μορφωμένοι  άνθρωποι  λειτουργούν με γνώμονα το πρόσκαιρο συμφέρον τους αγνοώντας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες για αυτούς και τα παιδιά τους.
Δεν  θα επέτρεπε  να συμπεριφερθεί το ίδιο και αυτός. Δεν μπορούσε εξάλλου. Το παρελθόν του ήταν έτσι διαμορφωμένο ώστε να φτάσει σ’ αυτό το παρόν. Άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι  οι ευθύνες του  πλέον ήταν τεράστιες. Όχι  μόνο απέναντι  στον εαυτό του, αλλά και απέναντι  στο  ανθρώπινο είδος, του οποίου αποτελούσε το επόμενο,  τεράστιο και μαζί υπέροχο βήμα! Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις  για προσωπικό του  όφελος. Πολλοί  θα το έκαναν, αλλά  όχι αυτός. Όχι  αυτός, διότι  εκτός του ότι ήταν το πιο  εύκολο  πράγμα να  κάνει κάνεις, ήταν επίσης και ο πιο ποταπός σκοπός, κι αυτός αναζητούσε έναν ανώτερο σκοπό. Μόνο βαθιά περισυλλογή θα του φανέρωνε τον δρόμο και έτσι βυθίστηκε στις σκέψεις του. Γνώριζε ότι η αναζήτηση όταν συντεθεί σωστά αναδύεται ως  η κύρια και πιο ουσιαστική πνευματική δύναμη στην ζωή του ανθρώπου και γίνεται παράγοντας της εσωτερικής μεταμόρφωσης!
Καθώς  οι ώρες φτερούγιζαν  αυτός ακίνητος, πότε  με μάτια κλειστά, πότε ορθάνοικτα να ατενίζουν το γαλάζιο του ουρανού, επεξεργαζόταν ότι είχε μάθει σε όλη του την ζωή. Η φιλοσοφία μπλεκόταν με  την θρησκεία, οι πολιτικές με τις κοινωνικές επιστήμες, το σύμπαν με την Γη μας, η  ύλη με  το πνεύμα και όλα  μαζί γινόταν  κουβάρι με τον Πλάτων να ψάχνει την άκρη του νήματος. Μια άκρη, που μόλις την έβρισκε θα του έδειχνε τον αποδοτικότερο, και συντομότερο ίσως, τρόπο να κάνει πράξη μια αόριστη επιθυμία. Την επιθυμία να βοηθήσει την ανθρωπότητα, ακόμα κι αν χρειαστεί ... να την αλλάξει!
Ο χρόνος  συνέχισε να κυλά  αργά και σταθερά, μέχρι  που ο φύλακας τον έβγαλε από τον λαβύρινθο. Τον  ενόχλησε  σε  μια στιγμή, θέλοντας  να δει αν όλα είναι εντάξει. Ζήτησε συγνώμη, καθώς  αντιλήφθηκε από  το βλέμμα του Πλάτων ότι  είχε πολλά στο μυαλό του και τον άφησε  πάλι μόνο του. Μετά από  λίγο ήρθαν οι γονείς του και δραπέτευσε μια και καλή απ’ τον  λαβύρινθο  των  σκέψεών  του.  Κουβαλούσαν  λίγα  ρούχα  για  το  ενδεχόμενο  που έπαιρνε  εξιτήριο  τις  επόμενες  ημέρες, όπως  εξήγησαν  στον φύλακα  και μετά τον τυπικό έλεγχο μπήκαν στο δωμάτιο.
-Πως είσαι, γιε μου, ρώτησε η μητέρα του σπάζοντας μια περίεργη σιωπή που είχε στρογγυλοκαθίσει στο δωμάτιο.
-Αισθάνομαι υπέροχα, μητέρα, αποκρίθηκε χαμογελώντας.
Ο πατέρας  του όμως παρέμενε σιωπηλός. Η αμηχανία ήταν έκδηλη στην έκφραση  του  προσώπου  του. Αυτά  που  τους είχε  εκμυστηρευτεί  νωρίτερα  φάνταζαν αδύνατα. Αντικρίζοντας όμως το βλέμμα του Πλάτων και την οξυδέρκεια που φανέρωνε δεν μπορούσε  παρά να δεχθεί  τα λόγια του  σαν την μόνη αλήθεια. Θυμήθηκε όταν μικρό παιδί ακόμα τον  ρωτούσε:
  «Μπαμπά, πότε  θα μπορέσω  να αλλάξω  τον κόσμο;». Ήθελε να  του πει την ωμή αλήθεια:  «Ποτέ, γιόκα  μου! Ο  άνθρωπος  είναι  το  πιο  αυτοκαταστροφικό  ον  και  θα  καταστρέψει  τον  κόσμο μας  πριν  μπορέσεις  εσύ  ή ακόμη κι ο ίδιος ο Θεός να αντιδράσετε!» Δεν του το είπε  όμως  ποτέ  και  σήμερα  ένιωσε  ένα  υπέροχο  αίσθημα  ανακούφισης γι’ αυτό! Και  νάτος  τώρα  μπροστά του, ο γιος του ήταν έτοιμος να ακολουθήσει τα όνειρα του.
Η περιέργεια πάντως είχε φωλιάσει βαθιά μέσα στους γονείς του και αφού κοιτάχτηκαν σχεδόν συνωμοτικά ο πατέρας του ζήτησε με έκδηλη αγωνία:
-Δείξε μας, αγόρι μου σε παρακαλώ! Δείξε μας τις δυνάμεις, που μας περιέγραψες!
Ο Πλάτων ντυνόταν σιωπηλός και στράφηκε στους γονείς του. Κοίταξε πρώτα τον πατέρα του  και μετά  την μητέρα του. Το  βλέμμα δυο ανθρώπων μπροστά στο ανεξήγητο και η βαθιά παράκληση στην φωνή του πατέρα του τον έπεισε αμέσως.
-Πρέπει  να  δούμε, γιε  μου, συμπλήρωσε  ικετευτικά  η  μητέρα του. Θέλουμε  να δούμε αυτό που δεν έχει υπάρξει στο παρελθόν…αυτό που είναι από το μέλλον!
Ήθελε να τους δείξει, αλλά αμφιταλαντεύτηκε στο πως να το κάνει. Αντιλαμβανόταν την αγωνιά  και τον πόθο τους, όμως  σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να διακινδυνέψει να γίνει αντιληπτός  από τον φύλακα. Επομένως, δεν μπορούσε να τους δείξει την Δύναμη, γιατί δεν ένοιωθε ακόμη ικανός να την ελέγξει πλήρως. Μπορούσε κάλλιστα όμως να τους πει τι σκέφτονται, σκέψεις που θα έκαναν μπροστά του. Αυτό έλπιζε  να ικανοποιήσει  την περιέργεια τους, όταν  μια περίεργη σκέψη γεννήθηκε μέσα του.
-Θα  σας δείξω  αλλά παράλληλα θέλω να δοκιμάσω  κάτι, είπε  τελικά. Συγκεντρωθείτε και κάντε μια συγκεκριμένη σκέψη, οτιδήποτε!
Είδε  τους γονείς  του να κάνουν ότι τους είπε. Κοίταξε τον πατέρα, ύστερα την μητέρα του και συγκεντρώθηκε κι ο ίδιος μονομιάς. Απομονώθηκε από τον έξω κόσμο και η απόλυτή ησυχία  έκανε  την εμφάνιση της. Ψίθυροι άρχισαν να σχηματίζονται, ακαταλαβίστικοι σαν βουητό  από  μέλισσες  στην αρχή. Σταδιακά  άρχισαν  να γίνονται  σταθερός ήχος, μια λέξη, μια  πρόταση «Σ’ αγαπάω, γιε  μου, σ’ αγαπάω, γιε μου…», επαναλαμβανόταν ρυθμικά  κι από τους  δυο. Συγκίνηση  τον  πλημμύρισε  αλλά δεν έχασε την αυτοσυγκέντρωση του. Αντιθέτως, πιο σίγουρος από ποτέ κατεύθυνε την δική του σκέψη στους γονείς του.
«Κι εγώ σας αγαπώ!» σκέφτηκε  και  περίμενε να δει το αποτέλεσμα. Η σκέψη του ήχησε τόσο  καθαρά, τόσο  αρμονικά  και  κρυστάλλινα  μες  το μυαλό τους, που άνοιξαν διάπλατα από  έκπληξη  τα μάτια τους και ξεχύθηκαν με μιας στην αγκαλιά του. Πνιγμένος στα φιλιά των  γονιών του, στην  ζεστή  τους αγκαλιά και την ψυχική σύνδεση που μοιράζονταν χαμογελούσε  ικανοποιημένος. Ναι  ήταν  σίγουρα  ευτυχισμένος  την μοναδική  αυτή στιγμή. Το μέλλον  μπορεί  να ήταν  αβέβαιο, το  παρόν  όμως ήταν τόσο γλυκό και καθώς ένα δάκρυ ακροβατούσε  στο χείλος του δεξιού του ματιού ο Πλάτων ευχήθηκε μέσα του να μπορούσε η στιγμή να γίνει αιώνας!
                                                  11
Ο ήλιος είχε δύσει  από ώρα και  τα αστέρια  είχαν κάνει την εμφάνιση τους στον πινάκα του νυχτερινού  ουρανού. Είχε έρθει η στιγμή για τον Πλάτων να αναζητήσει τον σκοπό της ζωής  του. Ζήτησε από τους γονείς του να είναι δυνατοί. O πατέρας του συγκρατούσε, έστω και με δυσκολία, την ψυχραιμία του. Η  μητέρα του, αντιθέτως  ήταν απαρηγόρητη,  όπως κάθε μάνα, που αποχωρίζεται τα παιδιά της. Θυμήθηκε την γένεση του, καθώς και την απροσδόκητη έκπληξη  του  γιατρού. Δεν  είχε  πάψει  να  τους εκπλήσσει από τότε, όπως έκανε περίτρανα και σήμερα. Αισθανόταν  δέος για  τον γιο της, ενώ ταυτόχρονα την έτρωγε ο φόβος. Φόβος για το αύριο, για  το άγνωστο, που θα τον  βρει μακριά της. Και  μόνο … τόσο  μόνο! Η  σκέψη  αυτή  ήταν αρκετή  για  να ανοίξουν τα  δακρυϊκά  κανάλια  της και να ξεσπάσουν με ορμή. Έκλαιγε με αναφιλητά, όταν την πήρε στην αγκαλιά του.
Έβαλε  τα δυνατά της και συνήλθε γρήγορα. Έπρεπε να δώσει μια μικρή παράσταση για χάρη  του σε  λίγο. Ο Πλάτων  τους υποσχέθηκε  ότι  θα  τους  ξανάβλεπε, μην  γνωρίζοντας κατά  πόσο αυτό  θα ήταν  εφικτό, και  φορώντας τα ρούχα του, μπήκε κάτω από το σεντόνι παίρνοντας  μαζί  του την  τελευταία  εικόνα των γονιών του. Αγκαλιασμένοι κι αγαπημένοι, μια  ψυχή σε δύο σώματα, τον κοιτούσαν με λαχτάρα και μια ευχή: «Στο καλό!». Ο πατέρας του  πήγε  στην  πόρτα  και  την άνοιξε. Ο Πλάτων  έχοντας κλειστά τα μάτια του ένιωσε στο μέτωπό του το γλυκό φιλί  της μητέρας του. Ο αστυνομικός, που φύλαγε απέξω σηκώθηκε και κοίταξε διακριτικά μες το δωμάτιο από την διάπλατα ανοιχτή πόρτα.
-Αισθανόταν  εξαντλημένος και  κοιμήθηκε, αποκρίθηκε στον αστυνομικό ο πατέρας του. Και  όντως αυτή την εικόνα αποτύπωσε στο μυαλό του ο φύλακας, βλέποντας τον ξαπλωμένο στο κρεβάτι.
Έκανε  στην άκρη να περάσει η μητέρα του και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον κοιμισμένο νεαρό έκλεισε προσεκτικά την πόρτα.
-Συγγνώμη,  νεαρέ, μήπως θα μπορούσες να μας ενημερώσεις για το τι πρόκειται να ακολουθήσει; Ποια  είναι  η συνήθης  διαδικασία, ρώτησε η μητέρα του, με βλέμμα που μαρτυρούσε απόγνωση και ένα δάκρυ να παλεύει να κρατηθεί στα ήδη ταλαιπωρημένα της μάτια. Ο  σύζυγός της πέρασε το χέρι του στον ώμο της και κοίταξε, με μάτια επίσης βουρκωμένα, τον  αστυνομικό. Τότε, το  θέατρο που  επρόκειτο  να παίξουν για  χάρη του γιού τους ξεκλείδωσε μια μυστικιστική επίγνωση  της ανήλεης  πραγματικότητας που ερχόταν  και αντιλαμβανόμενοι κι οι δυο τους ότι δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ πια τον γιο τους,  ξέσπασαν σε γοερά κλάματα!
Έχοντας  αυτή την βαριά εικόνα θλίψης απέναντι του, ο νεαρός αστυνομικός αισθάνθηκε την  υποχρέωση να τους καθησυχάσει. Βεβαία, δεν θα αναφερόταν καθόλου στον Αστυνόμο,  που είχε αναλάβει  την υπόθεση. Ήταν  γνωστό  στο  τμήμα  ότι  δεν ανακατεύεσαι στις δουλείες αυτού του τύπου. Το  παρατσούκλι που του είχαν δώσει ήταν ο «τρελός», γιατί αυτό ακριβώς ήταν. Αν  μιλούσε  γι’ αυτόν  εφιάλτες  θα  στοίχειωναν  τον ύπνο των δύστυχων αυτών ανθρώπων, που έκλαιγαν με αναφιλητά. Άσε που μπορούσε να βρει και τον μπελά του. Σε  τελική,  δεν  τον  πλήρωναν  για  να κάνει δυστυχισμένο κανένα. Ούτε καν τους γονείς ενός υποψήφιου φονιά. Έδειξε τις πλαστικές καρέκλες απέναντι από το δωμάτιο.
-Καθίστε,  παρακαλώ. Θα  προσπαθήσω, με  τις λίγες  ομολογούμενος  γνώσεις  μου περί δικαίου, να  σας εξηγήσω  τα  βασικά, τους είπε, ενώ  ο Πλάτων μες το δωμάτιο σηκωνόταν από το κρεβάτι.
Όπως  κάθε  βράδυ, απολυτή  ησυχία  επικρατούσε στο νοσοκομείο. Σχεδόν όλοι οι ασθενείς  και  οι  συνοδοί τους κοιμόταν. Μόνο  ένας  άνοιξε την μπαλκονόπορτα του με χειρουργική  προσοχή, για  τον  παραμικρό  θόρυβο, και  βγήκε στο  μπαλκόνι. Κοίταξε  αριστερά -δεξιά  διαπιστώνοντας  ότι δεν  υπήρχε  κανείς  σ’ αυτή  την  πτέρυγα του νοσοκομείου. Δροσερό  αεράκι  τον χαστούκισε στο πρόσωπο, θυμίζοντας του την νύχτα στην πλαγία, πριν από ένα μήνα. Πήγε στην  άκρη  του μπαλκονιού  και  κοίταξε  κάτω. Βρισκόταν στον δεύτερο όροφο και απείχε τουλάχιστον  έξι  μέτρα  από  το έδαφος. Ήταν  ο μοναδικός  δρόμος διαφυγής του και ήταν αποφασισμένος  να  πηδήξει.  Γρήγορα,  όμως  κατάλαβε  ότι το  σύμπαν  είχε σίγουρα συνωμοτήσει υπέρ του.
Λέγεται ότι  αν  θέλεις  κάτι  πάρα,  μα  παρά πολύ, τότε το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ  σου  ώστε  να  κάνεις  το  όνειρο  σου  πραγματικότητα.  Μπορεί να είναι έτσι ή μπορεί απλώς  η  τύχη  να  ευνοεί  τους  τολμηρούς! Πάντως το ασθενοφόρο που έφτασε εκείνη την στιγμή,  με  τα  μπλε φώτα του να  αναβοσβήνουν ρυθμικά πάρκαρε ακριβώς από κάτω. Οι τραυματιοφορείς έβγαλαν  γρήγορα  ένα άτυχο  θύμα τροχαίου με το φορείο και μπήκαν στο νοσοκομείο, εκεί που  προφανώς  βρισκόταν τα επείγοντα. Και πριν προλάβει να το σκεφτεί, ο Πλάτων πήδηξε στο κενό και προσγειώθηκε πρώτα στο ασθενοφόρο και μετά στο έδαφος, με τα τέσσερα άκρα του να απορροφούν τους κραδασμούς, σαν αίλουρος, σχεδόν αθόρυβα και  με  απόλυτη  ακρίβεια  κινήσεων. Η εντυπωσιακή του προσγείωση τροφοδότησε το αίσθημα της υπεροχής που είχε αρχίσει να τον κυριεύει. Ένιωσε πανέμορφα, όπως έστεκε ακίνητος στηριγμένος στις παλάμες και τις μύτες των αθλητικών του παπουτσιών! Χαμογελώντας για το υπέροχο κορμί του και τις τεράστιες δυνατότητές του, χωρίς να κοιτάξει στιγμή πίσω του, όπου  λίγοι  έκπληκτοι  θεατές από το απέναντι μπαλκόνι κι ενώ κάπνιζαν κοιτάζονταν απορημένοι μεταξύ τους αφού αντίκρισαν  το  αναπάντεχο  θέαμα,  σηκώθηκε στα πόδια του κι άρχισε  να  τρέχει προς το μέλλον. Έπρεπε να προλάβει τον αόρατο διώκτη του!
Έφτασε στο πάρκινγκ, το όποιο βρισκόταν στο πίσω μέρος του νοσοκομείου,  κάτω  από  το  μικρό  δασάκι. Μια λάμπα προσπαθούσε ανεπιτυχώς να διασπάσει το σκοτάδι. Τα  αυτοκίνητα  είχαν κατακλύσει το πάρκινγκ μιας και ήταν η βραδιά που το νοσοκομείο εφημέρευε και  βάλθηκε  να  ψάχνει. Οι  οδηγίες  προς  τους  γονείς  του  ήταν σαφείς. Είχε ζητήσει ένα μικρό  αυτοκίνητο,  που  να  περνάει  απαρατήρητο.  Εντόπισε το πολυτελές Μερσεντές των γονιών του  και δίπλα  ακριβώς βρισκόταν το μέσο διαφυγής του, ένα ταπεινό Γιούγκο μπλε χρώματος.  Έσκυψε στην αριστερή μπρος ρόδα, πέρασε το χέρι του από πίσω και ψαχούλεψε  μέχρι  που τα δάχτυλα του εντόπισαν τα κλειδιά. Διέκρινε στο ημίφως ένα κόκκινο πλαστικό μπρελόκ με τρία κλειδιά να κρέμονται. Με το ένα από αυτά ξεκλείδωσε την πόρτα του αυτοκινήτου  και  μπήκε  μέσα.  Αφουγκράστηκε  γύρω  του  τον χώρο έξω από το αυτοκίνητο. Μες το ημίφως όλα ακτινοβολούσαν  μια  ήρεμη δύναμη  κι αισθανόταν μια μοναδική ενέργεια να τον κατακλύζει.  Τότε ήταν που του γεννήθηκε η ιδέα ότι ήταν ανίκητος!
Έβαλε  μπροστά  το  αυτοκίνητο και  βγαίνοντας από το πάρκινγκ κατευθύνθηκε προς το διαμέρισμα  του, όπου θα έμπαινε με τα άλλα δυο κλειδιά. Μέχρι το πρωί, που θα γινόταν  αντιληπτή  η απουσία του, και  θα άρχιζε το κυνηγητό, θα οργάνωνε τις επόμενες κινήσεις του. Άνοιξε το ραδιόφωνο και η μουσική που έπαιζε έκανε τον κόσμος μας να φαντάζει στο μυαλό του αυτό που πραγματικά ήταν. Υπέροχος! Η «Ωδή στη Χαρά» του Μπετόβεν γλύκανε τα αυτιά και την ψυχή του!
                                                       12
Ο  Αστυνόμος σηκώθηκε απ’ τον καναπέ στον οποίο βούλιαζε τις τελευταίες ώρες και πήγε τρεκλίζοντας στο κρεβάτι του. Μετά από μισό μπουκάλι ουίσκι ήταν λογικό η  συνεργασία  σώματος  και  πνεύματος  να  έχει  πάει περίπατο. Αυτός όμως ήταν ο μοναδικός δρόμος για λίγο  ύπνο  τα  τελευταία  βράδια. Βράδια ανήσυχα, γεμάτα πληγές! Και ο μόνος του σύμμαχος μες το μοναχικό του διαμέρισμα δεν ήταν άλλος απ’ τον παλιόφιλο Τζακ Ντάνιελς. Βλέπετε, ο Τζακ δεν έκανε πολλά, απλώς κουβαλούσε πάντα μαζί του την αναγκαία λήθη, αυτή που γλυτώνει την ψυχή μας από τον συνεχή κι ανυπόφορο πόνο, κλειδώνοντας τις αναμνήσεις στο συρτάρι του ασυνείδητου  μας  και  εξασφαλίζοντας  έτσι στο  νου λίγη ηρεμία. Όσο  χρειάζεται  για να συνεχίσει, όσο  αντέχει! Τις  πρώτες  μέρες  μιας  τραγωδίας  αυτό  είναι  αδύνατο,  χρειάζεται χρόνος. Γι’ αυτό  υπάρχει  όμως ο παλιόφιλος Τζακ και το  αλκοόλ εν γένη,  σωστά;  Αυτή  είναι  η ουσιαστική του προσφορά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η  τόσο  ευχάριστη, όσο  και αναγκαία, λήθη. Η ελαφρότητα του πνεύματος!
Υπάρχουν  όμως  και οι αναθεματισμένες φωτογραφίες, όπως αυτές που κοίταζε τώρα με μισόκλειστα  μάτια  δίπλα  του, πάνω στο κομοδίνο. Η πρώτη έξυσε με βία πληγές τριάντα ετών, πληγές αγιάτρευτες που  δεν επουλώνονται ποτέ. Σ’ αυτήν έβλεπε την πανέμορφη σύζυγο του να του χαμογελάει πανευτυχής, ακριβώς έναν μήνα πριν γεννήσει. Χάιδευε  την κοιλία της, φουσκωμένη  από τον  αγέννητο γιο τους  και το πρόσωπο της έλαμπε από  ευτυχία. Οι  εικόνες που ακολούθησαν την προσωποποίηση της ευτυχίας ξεχύθηκαν  σχεδόν με  μίσος από  το ασυνείδητο. Έπιασε το κεφάλι  του και μόρφασε από τον πόνο.
Είδε τον εαυτό του αγχωμένο να καπνίζει νευρικά έξω από  την  αίθουσα  τοκετού.  Περίμενε το πρώτο του παιδί, τον γιόκα του! Νεκρική  σιγή  επικρατούσε γύρω του,  ώσπου  η  πόρτα άνοιξε απότομα και το χάος ξεχύθηκε με μανία. Γιατροί  και νοσοκόμες  άρχισαν να  τρέχουν  πανικόβλητοι πέρα δώθε, κουβαλούσαν διάφορα ιατρικά εργαλεία και τα πρόσωπά τους μαρτυρούσαν ότι μια μάχη ήταν σε εξέλιξη. Κολλημένος στον καναπέ, ανήμπορος  να αντιδράσει,  μετά  από λίγο  είδε  σαν από χιλιόμετρα ένα γιατρό να τον πλησιάζει και με περίλυπο ύφος  να του λέει:« Δυστυχώς ... επιπλοκές ... ότι  μπορούσαμε ... γυναίκα ...γιος ... νεκροί!»  Ο πανικός  στρογγυλοκάθισε στο πρόσωπο του και η τρέλα φώλιασε μέσα του για πάντα. Από τότε  στράφηκε  στην θρησκεία και αποφάσισε εν μια νυκτί να μην ξανακάνει παιδιά. Ποτέ! Ήταν μεθυσμένος και χοντρά δάκρυα, σαν στάλες βροχής, κυλούσαν αργά στα μάγουλα του.
Με την άκρη του ματιού του εστίασε, όσο αυτό ήταν εφικτό, στην δεύτερη φωτογραφία. Σ’ αυτήν ήταν ο Άλκης, ο «γορίλας», σε ηλικία δεκαοκτώ χρονών.  Μόλις  είχε  πάρει  το  δίπλωμα του κι είχε ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Ήταν  οι  δυο  τους, αγκαλιασμένοι και αλήθεια φαίνονταν πραγματικά ευτυχισμένοι.  Ο Άλκης  βέβαια δεν  ήταν  ο πραγματικός του γιος, αλλά ήταν ο γιος του καλύτερου του φίλου.  Αστυνομικός κι αυτός άφησε έγκυο γυναίκα χήρα, όταν ένα βράδυ πήγε να συναντήσει  τον  δημιουργό  του,  χάρη  στο  ραντεβού που του έκλεισε μια σφαίρα. Έκλαψε με οδύνη για τον φίλο του, αλλά  σύντομα πήρε με ευχαρίστηση την θέση του  ανάμεσα  στα σκέλια  της γυναικάς του. Είχαν περάσει ήδη δυο χρόνια, δυο μαρτυρικά χρόνια, από την δική του τραγωδία και απέκτησε ξανά την οικογένεια, που δεν πρόλαβε να χαρεί. Είχε αποφασίσει να μην κάνει παιδιά θεωρώντας, κατά έναν περίεργο και θρησκευτικό τρόπο, τον εαυτό του αποκλειστικό υπεύθυνο για την τραγωδία του, παρόλα αυτά λάτρεψε το νεογέννητο  παιδί του φίλου του. Μπορεί να μην ήταν ο βιολογικός του πατέρας ήταν όμως αυτός που έπεσε με τα μούτρα στην προσπάθεια να του προσφέρει αγάπη και φροντίδα, ότι χρειάζονται όλα τα παιδιά.
Όπως και  να’ χει, ήταν ο  μόνος πατέρας που γνώρισε ποτέ ο Άλκης και τώρα, μέσα από μια σύμπτωση γεγονότων, τα  οποία ο αστυνόμος αδυνατούσε να κατανοήσει εκείνη την στιγμή, ήταν νεκρός κι αυτός…νεκρός σαν την μητέρα του, που  είχε φύγει από  την ζωή πέντε χρόνια  πριν από  καρκίνο. Δεν είχαν παντρευτεί  ποτέ από  σεβασμό στους  νεκρούς τους συντρόφους κι έτσι έμεινε τώρα και πάλι μόνος, ο  μοναχικότερος άνθρωπος  στον κόσμο. Σαν εκείνη την καταραμένη  ημέρα στο νοσοκομείο, έξω από  την αίθουσα  τοκετού, που τον παγίδεψε για πάντα στον χωροχρόνο της μοναξιάς. Τα γεράματα πλησίαζαν και δεν είχε κανένα στον κόσμο. Όχι  ότι ο Άλκης ήταν  το καλύτερο παιδί, τα προβλήματα  του με τα ναρκωτικά και τις φασαρίες  τους είχαν αποξενώσει, αλλά ... Ήταν  ξεχασμένος  μέσα  σε  τέσσερις  τοίχους, αποκομμένος από κάθε ανθρώπινη παρουσία και ήξερε πολύ καλά ποιος ευθυνόταν γι’ αυτό.
-Θα τα πούμε το πρωί, κωλόπαιδο, ψιθύρισε κλαίγοντας. Θα σε σκίσω... Θα μάθεις... Θα σε γαμήσω για την πλάκα μου ... , συνέχισε  να παραμιλάει  με  την φωνή της  οδύνης, με  λυγμούς. Ύστερα τον  πήρε ο ύπνος. Πήγε  στην χώρα  του πουθενά, όπου  μόνο τα  όνειρα επιτρέπεται να επισκεφτούν. Πήγε στην χώρα που συνορεύει με τον θάνατο!
                                                 13
Ο Πλάτων  έφτασε  στο  διαμέρισμα  του την  ώρα  που ο Αστυνόμος άνοιγε τις πόρτες του  αποψινού του ονείρου.  Ζούσε μόνος  του τα τελευταία χρόνια σε ένα ρετιρέ, στα προάστια. Έκλεισε  την πόρτα  πίσω του και  νιώθοντας  ασφαλής προς το παρόν, αποφάσισε να κάνει ένα καλό μπάνιο. Καταρχήν, έπρεπε  να χαλαρώσει και να καθαρίσει τον εαυτό του. Όση προσπάθεια κι  αν γινόταν  στο νοσοκομείο, ένας  ολόκληρος  μήνας  χωρίς κανονικό μπάνιο είχε αφήσει μια  χαρακτηριστική  μυρωδιά  πάνω  του, η  όποια  μπορεί  να μην  ήταν ευδιάκριτη στους άλλους, όμως ο ίδιος την ένιωθε όλο και πιο έντονα να πλημμυρίζει την μύτη του αφότου έφυγε απ’ το νοσοκομείο. Μπήκε στο υπνοδωμάτιο του, όπου διαπίστωσε ότι η μητέρα  του είχε ετοιμάσει τα πράγματα που ήθελε. Ένας μικρός σάκος ήταν τοποθετημένος  πάνω  στο κρεβάτι. Παρατήρησε  λίγα  ρούχα  στοιβαγμένα,  μερικά  τζιν, καλοκαιρινά μπλουζάκια,  κάλτσες   και  εσώρουχα.  Όλα  τακτοποιημένα  με  χειρουργική ακρίβεια.  Ακριβώς  δίπλα υπήρχε  ένας  μεγάλος λευκός φάκελος. Τον  άνοιξε και είδε αρκετά ευρώ για έναν μήνα στα καλύτερα ξενοδοχεία της χώρας.
Πήγε  στην  μπανιερά και την γέμισε,  σχεδόν μέχρι που ξεχείλισε, με καυτό νερό  και διάφορα χαλαρωτικά, αρωματικά έλαια. Έφερε ένα μικρό ραδιάκι, το τοποθέτησε δίπλα απ’ την μπανιέρα, πάνω στο πλυντήριο και  έπιασε  τον αγαπημένο  του σταθμό. Ροκ  επιτυχίες είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο! Χαμήλωσε ελαφρώς την φωνή μιας και  η  ώρα  ήταν  περασμένη και άρχισε να γδύνεται. Το είδωλό του, που καθρεφτιζόταν στον καθρέφτη απέναντι του, τον μαγνήτισε. Στάθηκε όρθιος για λίγα λεπτά, γυμνός όπως τον γέννησε η μάνα του και ταξίδεψε το βλέμμα του σε όλα τα μήκη και πλάτη του κορμιού του. Ναι, αυτό που έβλεπε ήταν ο εαυτός του, μπορεί βέβαια να μην τον γνώριζε τόσο καλά όσο νόμιζε μέχρι πρόσφατα, αλλά το αγαλματένιο κορμί που αντίκριζε ήταν δικό του. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα, ξεφυσώντας αργά. Αισθανόταν πλήρης!
Μπήκε  στη μπανιερά και η αίσθηση του καυτού νερού που τον άγγιξε ήταν σχεδόν ηδονιστική. Ένα κύμα ευφορίας τον κατέκλυσε και το κορμί του αφέθηκε στην απόλαυση  που ένοιωθε σε κάθε χιλιοστό του χαλαρώνοντας  απόλυτα.  Με  κλειστά μάτια προσπάθησε να οργανώσει τις σκέψεις του, μόνο  και  μόνο για να διαπιστώσει ότι ο εγκέφαλος του λειτουργούσε σαν υπολογιστής. Έφερε στη οθόνη του μυαλού του τα συμβάντα των τελευταίων ωρών. Η ακρίβεια των αναμνήσεων  ήταν πρωτοφανής και πρωτόγνωρη ταυτόχρονα. Ήταν κι αυτό μέρος του καινούριου του είναι και θα χρειαζόταν ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να το συνηθίσει.
Το πρώτο  πράγμα που τον απασχόλησε ήταν τα χέρια του. Τα έφερε κοντά στο πρόσωπο του και άρχισε να τα περιεργάζεται. Εκ πρώτης όψεως δεν φαινόταν διαφορετικά. Ήταν τα χέρια  που γνώριζε  τόσα χρόνια, δυο  χέρια όπως  τόσα άλλα σε ολόκληρο τον πλανήτη. Συγκεντρώθηκε, θέλοντας να τα «ενεργοποιήσει» και...
-Καλώς  την,  είπε ξαφνιασμένος, αλλά  χαμογελώντας. Διέκρινε  μια  σχεδόν  διαφανή  ή ίσως γαλάζια ενέργεια να καλύβει τα χέρια του από τους καρπούς μέχρι τα δάχτυλα. Έμοιαζε  με φλόγα, με  μια υπέροχη  γαλάζια φλόγα που τρεφόταν απ΄ το σώμα του και λικνιζόταν στον αέρα. Πλησίασε τα χέρια του σε απόσταση δεκαπέντε-είκοσι εκατοστών  και η φλόγα ενώθηκε  απότομα πηδώντας  ταυτόχρονα από το ένα στο άλλο. Το έβλεπε  με τα μάτια του κι όμως δυσκολευόταν να το πιστέψει. Ποσό απίθανο ήταν αυτό που  έβλεπε; Κι  όμως  γινόταν  πράξη  μπροστά του. Αποφάσισε  να το  σταματήσει  και με την πρώτη σκέψη έγινε. Τα χέρια του ήταν και πάλι γυμνά, ανθρωπινά!
Η  γνώριμη κούραση  έκανε την εμφάνιση της. Αισθανόταν σαν να είχε τρέξει λίγα χιλιόμετρα σε έντονο ρυθμό, καταναλώνοντας μεγάλη ποσότητα ενεργείας. Ήταν ξεκάθαρο ότι η Δύναμη απορροφούσε μεγάλες ποσότητες της δικής του  ενέργειας. Δεν ήξερε  βέβαια εκείνη  την στιγμή  τι  αντοχές έπρεπε να διαθέτει, ούτε τι θα μπορούσε να του προκαλέσει μια παρατεταμένη χρήση της ενέργειας αυτής. Η συντήρηση δυνάμεων λοιπόν ήταν απαραίτητη για την συνέχεια.
 Και το κρίσιμο ερώτημα επέστρεψε!  «Και τώρα τι κάνω;» Από την στιγμή που συνήλθε στο νοσοκομείο έκανε διάφορες σκέψεις. Ένα δώρο είχε δοθεί σ’ αυτόν απ’ όλους τους ανθρώπους. Πως θα το  χρησιμοποιούσε λοιπόν; Ποιος  ήταν ο ανώτερος σκοπός που έπρεπε να ακολουθήσει;  Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι είχε γίνει ένα είδος υπεράνθρωπου, κάτι σαν τους ήρωες των κόμικς. Μόνο που ζούσε στην πραγματική ζωή και όχι σε έγχρωμες τυπωμένες σελίδες. Ίσως  θα μπορούσε  να καταπολεμήσει  το έγκλημα κι  αυτός. Πως  όμως, ενώ  ήταν ήδη φυγάς και σε λίγο θα γινόταν απλώς ένας ακόμη καταζητούμενος;
-Όχι, όχι! Πρέπει  να κάνω  κάτι διαφορετικό, ψιθύρισε  στον εαυτό  του και  έκλεισε  τα μάτια. Η αγάπη του για τον άνθρωπο και τον κόσμο μας του έδειξε τον δρόμο.
Μέσα  από το  διάβασμα και τις γνώσεις  που είχε αποκτήσει  στην σύντομη  μέχρι  τώρα ζωή  του, είχε  καταλήξει σε  κάποια συμπεράσματα. Καταρχήν θεωρούσε, ότι ο βαθύτερος σκοπός της ζωής  είναι η  ευτυχία. Κάθε πράξη  μας αποσκοπεί στην κατάκτηση  της ευτυχίας. Η ευτυχία είναι  μια κατάσταση του νου και σημαίνει, πολύ απλά, καλή  ζωή. Η καλή ζωή από την άλλη είναι μια ζωή με διαρκή εξέταση. Μια ζωή την οποία περνάμε  αναζητώντας την σοφία με κάθε κόστος. Ο σιγουρότερος  δρόμος για την σοφία είναι μέσω ενός φιλοσοφικού ταξιδιού, δηλαδή μιας ζωής με ψάξιμο, διάβασμα, αμφισβήτηση, συζήτηση, σύνθεση απόψεων και κριτική σκέψη!
Ζούμε  όμως,  δυστυχώς, σε  ένα κόσμο δύσκολο και  αβέβαιο, όπου  το κέρδος κυριαρχεί, πάνω  από αξίες  και ιδανικά. Το μεγαλύτερο ποσοστό του πλανήτη μαστίζεται από οικονομικά  προβλήματα. Ακόμη  και σε κράτη θεωρητικά  ανεπτυγμένα οι  λαοί είναι δούλοι των τραπεζών, στις  οποίες οφείλουν την ευημερία τους, χρωστώντας τους τα πάντα. Ακόμη και τον  αέρα που αναπνέουν. Ο παραγόμενος  από όλους  πλούτος έχει  συγκεντρωθεί στα χέρια λίγων ατόμων, που έχουν συγκεντρώσει τεράστια εξουσία στο Βασίλειο των Ανθρώπων.
 Βέβαια, ο Πλάτων θεωρούσε ότι αυτοί δεν κάνουν τίποτα περισσότερο, τίποτα πιο ευγενές, από το να ζουν  σαν ζώα  μες το χρήμα  και την χλιδή και να ζητούν διαρκώς  «Κι  άλλο,  κι άλλο, κι  άλλο!»  Αδυνατούν  να  αντιληφτούν  την  επικινδυνότητα  της κυριαρχίας των ζωωδών ενστίκτων τους. Μες τα πανάκριβα κοστούμια και τις τουαλέτες κρύβονται  ζώα, άτριχοι πίθηκοι που δεν μπόρεσαν να εξελιχτούν σε ανθρώπους. Γιατί άνθρωπος  σημαίνει  αγάπη  και  κατανόηση του  γεγονότος  ότι  είναι  ο καθένας  μόνος  και γυμνός απέναντι στον θάνατο και οφείλουν όλοι, έχουν ιερή υποχρέωση, εφόσον είναι άνθρωποι και όχι  απλώς ζώα, να υμνήσουν την  χαρά της ζωής σε όλο τον  πλανήτη, αδιαφορώντας  για τα εγωιστικά τους γονίδια!
Ο Πλάτων αναρωτιόταν πως  θα  μπορέσει ο  κάθε  άνθρωπος  να  κάνει πράξη το φιλοσοφικό ταξίδι που χρειάζεται,  όταν  δεν έχει  εξασφαλίσει καν την επιβίωση του; Πως θα ενδιαφερθεί να βρει τροφή για το  μυαλό, όταν  δεν έχει βρει τροφή  για το  στομάχι  του; Κάθε  άνθρωπος, απόδειξη του θαύματος  και του δώρου της ζωής, έχει δικαίωμα στην ευημερία. Μόνο έχοντας εξασφαλίσει τα προς το ζην, θα  μπορούσε ο καθένας μας να κατακτήσει την πραγματική ευτυχία και ο κόσμος  μας θα ήταν  ένα καλύτερο μέρος! «Εάν  συνεισφέρεται  στην ευτυχία  των άλλων, θα βρείτε τo πραγματικό καλό, το  αληθινό νόημα  της ζωής», σύμφωνα με τον Δαλάι Λάμα. Κι ο Πλάτων θα  έκανε  ακριβώς  αυτό, θα  αφιέρωνε την  ύπαρξη του  σ’ αυτόν  το  σκοπό.  Θα ακολουθούσε  κυριολεκτικά την συμβουλή  του Καμί και  θα  έκανε  αυτό που θεωρούσε σωστό, ακόμα κι αν το σύμπαν είναι σκληρό και χωρίς νόημα!
Η απάντηση στο  ερώτημα  ήταν  πλέον προφανής. Έπρεπε  να εργαστεί  με όλες  του  τις δυνάμεις για μια καλύτερη κοινωνία, ένα δικαιότερο κράτος. Όσοι ενδιαφέρονται για αυτόν το  σκοπό, συνήθως ασχολούνται με τα κοινά της χώρας τους, δηλαδή την πολιτική. Και μπορεί στόχος της πολιτικής να μην είναι η ευτυχία, η οποία είναι μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση, αλλά η ελευθερία ή η ατομική και συλλογική αυτονομία, όμως μόνο έτσι και μέσω της πραγμάτωσης του κοινού καλού μπορούμε να αγγίξουμε το ευ ζην, την καλή ζωή! Ο Πλάτων βέβαια δεν είχε  την πολυτέλεια  να  ασχοληθεί  με  την  μικροπολιτική  και  τις  εκλογικές  διαδικασίες, καθώς  αυτό  ήταν  χρονοβόρο  και  αυτός  δεν  διέθετε  τον  απαιτούμενο  χρόνο. Αυτός, όχι ο Πλάτων, αλλά αυτός, ο Άνθρωπος!
Μια ιδέα ανέβλυσε  στο μυαλό του! Ήταν ξεκάθαρο ότι ο μόνος τρόπος για γρήγορα αποτελέσματα ήταν ένας. Έπρεπε απλώς να  συναντήσει  τον πρωθυπουργό  της χώρας  και να  του προσφέρει τις υπηρεσίες του, εναντία  στις  δυνάμεις  που  καταδυναστεύουν  αυτό  τον  τόπο.  Πίστευε  τότε  ότι  θα  είχε την  δυνατότητα  να  αλλάξει  το  σύστημα  εκ  των  έσω,  χωρίς επανάσταση, χωρίς απώλειες. Τι ρομαντική σκέψη! Κι αλήθεια, πόσο μακρινή απ’ την πραγματικότητα!
«Η  πράξη  απέχει  πολύ  από την θεωρεία!», σκέφτηκε αναγνωρίζοντας τις αντικειμενικές δυσκολίες  του εγχειρήματος  του κι αυτό γιατί αναρωτιόταν πως μπορούσε να υλοποιήσει την πρόθεση του να υπηρετήσει την πατρίδα του ή να διευρύνει την ανθρώπινη καλλιέργεια ή ακόμη και να βελτιώσει την ανθρωπότητα. Δεν ήξερε ποια είναι τα μέσα για να το επιτύχει, ούτε καν για να ελέγξει τα αποτελέσματα.
Το μόνο  σίγουρο ήταν ότι έπρεπε να δράσει όσο πιο γρήγορα  γινόταν,  χωρίς  να τον πιάσουν και  χωρίς να  γίνουν αντιληπτές οι δυνάμεις του. Όσο βεβαία,  αυτό  ήταν εφικτό. Το πήρε απόφαση λοιπόν. Θα  ξεκινούσε για την Αθήνα και θα επισκεπτόταν  τον  πρωθυπουργό  στο Μέγαρο Μαξίμου. Πρώτα όμως έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε για λίγο ακόμη στο ευεργετικό άγγιγμα του νερού, ενώ το αγαπημένο του ροκ συγκρότημα τραγουδούσε στο ράδιο:
«Ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός
σε καίει, σε σκορπάει και σε παγώνει.
Μα εσύ σε λίγο δεν θα βρίσκεσαι δω,
Κάποιοι άλλοι θα παλεύουν με την σκόνη.
Θέλεις ξανά να αποτελειώσεις μονάχος,
ένα ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει.
Κάτω απ’ τα ρούχα σου ξυπνάει ο πιο παλιός θεός,
μες τις βαλίτσες σου στριμώχνονται όλοι οι δρόμοι!»
                                                       14
Ο Αστυνόμος  στριφογύριζε από ώρα ιδρωμένος στο κρεβάτι του. Οι μυς του προσώπου του συσπώνταν έντονα και παραμιλούσε. Αγωνιά τον είχε κυριεύσει, καθώς η ταινία που προβαλλόταν  απόψε στο  μυαλό του  δεν του άρεσε  καθόλου. Αντιθέτως, γέμιζε  ασυνείδητα τις μπαταριές του  μίσους του, του πιο  ποταπού κατάλοιπου των ανθρωπίνων συναισθημάτων.
Έβλεπε ότι βρισκόταν  με τον Άλκη, σε ηλικία δέκα ετών, σε ένα τεράστιο λούνα παρκ. Ο ήλιος έλαμπε  στον καταγάλανο  ουρανό και  η ατμόσφαιρα δονούνταν από τις φωνές και τα γέλια μικρών και  μεγάλων. Γονείς  έπαιζαν με  τα παιδιά τους ότι παιχνίδι βάζει ο νους του ανθρώπου, ενώ άλλοι  αγόραζαν μαλλί της γριάς και πολύχρωμα ζαχαρωτά. Εκατομμύρια χρώματα  δημιουργούσαν  ένα  υπέροχο,  σχεδόν  παραμυθένιο,  σκηνικό. Τα  πάντα  βρισκόταν  σε αέναη  κίνηση. Μόνο  οι δυο τους  στεκόταν ακίνητοι και παρακολουθούσαν αμέτοχοι το μεγάλο πανηγύρι, που εκτυλισσόταν γύρω τους. Ξαφνικά  και  ενώ  ήταν συνεπαρμένος  κι ο ίδιος από την  ατμόσφαιρα, αισθάνθηκε ένα τράβηγμα στο μανίκι.
-Άντε, πατερούλη, πάμε. Θέλω να παίξω κι εγώ, διαμαρτυρήθηκε ο μικρός.
Μια  αμφιβολία όμως  είχε ήδη  κάνει την  εμφάνιση  της. Κάτι δεν  πήγαινε  καλά! Όλοι γύρω  του  γελούσαν  και διασκέδαζαν, μόνο  αυτός  είχε μια θλιμμένη όψη, σαν ηττημένος πολεμιστής μπροστά  στο  εκτελεστικό  απόσπασμα. Αποτελούσε  μια φανερή  παραφωνία  στο σύνολο, μόλις όμως άκουσε τον μικρό να τον αποκαλεί πατερούλη η καρδιά του σκίρτησε από ευτυχία. Είναι  πραγματικά  αξιοθαύμαστο το  ποσό γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου η ύπαρξη ενός  παιδιού, η  δέσμευση και η εξάρτηση  που έχει ο γονιός από την παρουσία, φυσική και συναισθηματική, της συνεχείας του, του παιδιού του, της αθανασίας!
Άρχισαν, δειλά στην αρχή,  να πηγαίνουν  από παιχνίδι σε παιχνίδι και ο μικρός το διασκέδαζε με την ψυχή του. Και καθώς η ώρα  περνούσε  αυξανόταν και η δική του ευτυχία, αισθανόταν καλά. Στην αρχή η ευτυχία του ήταν σαν ρυάκι, που στην συνέχεια όμως από τον βαρύ χειμώνα είχε εξελιχτεί σε  χείμαρρο. Ναι, τον  διαπερνούσε ολόκληρο ένας χείμαρρος ευτυχίας και δεν ήθελε  να  τελειώσει   ποτέ.  Έπαιζαν  οι δυο τους ασταμάτητα  και  τα  γέλια  του  μικρού ηχούσαν σαν αγγελική μελωδία στα αυτιά του.
Αφού πέρασαν όλα τα παιχνίδια βρέθηκαν καθισμένοι στο τρενάκι του τρόμου και μια μηχανική φωνή τους προειδοποίησε για την ανατριχίλα του αιώνα. Ο μικρός κουλουριάστηκε πάνω του και προσπαθούσε με μισόκλειστα μάτια να κοιτάξει μπροστά.
-Πατερούλη, θα με προστατεύσεις από όλα τα κακά, ρώτησε με φωνούλα που έτρεμε σαν κλαράκι στον άνεμο.
-Ναι, γιε  μου, αποκρίθηκε  προσπαθώντας  να χαμογελάσει, αλλά η αμφιβολία έκανε και πάλι πανηγυρικά την εμφάνιση της.
Το τρενάκι ξεκίνησε με χαμηλή ταχύτητα. Σχεδόν απόλυτο σκοτάδι έπεσε παντού γύρω τους. Ενώ κατευθυνόταν με  το παλιό, σκουριασμένο  βαγονάκι  τους μέσα  σε  ένα στενό διάδρομο, διάφορα τέρατα του κινηματογράφου άρχισαν να ξεπετάγονται απότομα δεξιά και αριστερά. Ένας προβολέας άνοιξε  και έλουσε με κόκκινο φως έναν χάρτινο βρικόλακα που πετάχτηκε πάνω τους με τους τεράστιους κυνόδοντες του λερωμένους από αίμα. Ο μικρός σφίχτηκε ακόμη πιο δυνατά πάνω στον πατερούλη του. Μετά  εμφανίστηκε ένας λυκάνθρωπος, σε μπλε φόντο αυτός. Ακολούθησαν η μούμια, ο Φρανκεστάϊν, ένα  ζόμπι και άλλα λιγότερο γνωστά τέρατα της ανθρώπινης φαντασίας. Ο μικρός έτσι  κουλουριασμένος  που ήταν  και με μισόκλειστα μάτια δεν είδε και πολλά. Ήταν φοβισμένος, παρά την ασφάλεια, που αισθανόταν στην αγκαλιά του. Έφτασαν επιτέλους στο τέρμα και το τρενάκι σταμάτησε.
-Είδες  που δεν  έγινε τίποτα; Άδικα φοβόσουν, είπε στον  μικρό, ενώ τα  φώτα είχαν ανοίξει και το φως του ήλιου που τρύπωνε διστακτικά από την πόρτα της  εξόδου  τους  καλωσόριζε.  Πριν προλάβει  να τελειώσει  την φράση του όμως το βαγόνι τους  σχίστηκε  στα δυο. Η έκπληξη τον χτύπησε σαν γροθιά στο στομάχι, ενώ έβλεπε το μισό βαγόνι του μικρού να κολλάει απέναντι στον τοίχο και το δικό του μισό στην άλλη μεριά. Σειρήνες ούρλιαζαν μες το κεφάλι του. Κινήθηκε αστραπιαία προς τον Άλκη. Μάταια όμως, αφού μόλις  έφτασε  στο μέσο της απόστασης συγκρούστηκε βίαια και απροσδόκητα με έναν αόρατο  τοίχο. Ζεστό  αίμα κυλούσε  τώρα στο  μέτωπό  του, πάνω στο οποίο είχαν ζωγραφιστεί  έντονα έκπληξη και  πανικός. Είδε τον μικρό να κλαίει, άλλα δεν τον άκουσε. Του φώναξε  να τρέξει  προς την  έξοδο, άλλα  δεν άκουσε  τον παραμικρό ήχο να βγαίνει απ’ τα χείλη του. Πάγωσε ολόκληρος, όπως είχε παγώσει κι ο μικρός, και έμεινε ανήμπορος να κοιτάζει τρομοκρατημένος.
Κοίταζε μες τα μάτια τον Άλκη, ο οποίος του ανταπέδιδε το ίδιο τρομαγμένο βλέμμα. Τα φώτα χαμήλωσαν αργά, σαν κερί που ξεψυχά. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τον μικρό, μέχρι  που αντιλήφθηκε  μια παρουσία  πίσω του. Ήταν σκοτεινά, αλλά κατάφερε να διακρίνει  έναν  μακρύ,  μαύρο  μανδύα. Του  θύμισε  τον  Χάρο, αν και δεν διέκρινε πουθενά το δρεπάνι, και  ξέσπασε  σε αναφιλητά. Στεκόταν όρθιος πίσω από το βαγόνι του παιδιού και δεν μπορούσε να διακρίνει αν υπάρχει άνθρωπος  μέσα  ή  αν  απλώς ήταν  κρεμασμένος από μια αόρατη κρεμάστρα. Το μυστήριο λύθηκε σύντομα κι επώδυνα. Ένα ζωντανό χέρι πρόβαλλε και κρατούσε ένα πιστόλι.
-Άλκη, τρέξε! Τρέξε  να σωθείς,  ούρλιαξε με  όλη την  δύναμη  της θέλησης  του. Τίποτα δεν  διατάραξε  την  νεκρική σιγή. Άρχισε να χτυπά με μανία τις γροθιές του στον τοίχο, μέχρι που  μάτωσαν και  έπεσε εξαντλημένος και νικημένος στα  γόνατα. Το  αγόρι  γύρισε  αργά, τρέμοντας απ’ τον  φόβο  του, να  δει  τι  υπήρχε πίσω του, όταν το πιστόλι κόλλησε στο κεφάλι του και ύστερα  από  ένα  δευτερόλεπτο… μια  μέρα… έναν  αιώνα  εκπυρσοκρότησε. Τα μυαλά του μικρού σκόρπισαν τριγύρω και έδωσαν μια απόχρωση αλήθειας στο τρενάκι του τρόμου.
Κοίταξε  για  τελευταία  φορά  το  προσωπάκι  του γιου του. Τα ορθάνοικτα μάτια και το βλέμμα  που  αντίκρισε  του  μάτωσαν  την  καρδιά. «Γιατί δεν κράτησες την υπόσχεση σου, πατερούλη;  Γιατί  τον  άφησες  να με  σκοτώσει;» Το  κορμάκι του σωριάστηκε άψυχο στο πάτωμα κι αυτός έμεινε να κλαίει και να οδύρεται. Ο ήχος επανήλθε σταδιακά κι άκουσε τον εαυτό του να κλαίει με σπαραχτικούς λυγμούς. Αμέσως μετά άκουσε μια ψυχρή φωνή και του φάνηκε  γνώριμη. Προερχόταν από τον μανδύα.
-Με συγχωρείς, αλλά αυτό που έγινε ήταν αναπόφευκτο κι αυτό που είδες δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια. Δεν είναι η πραγματικότητα,  και το ξέρεις αυτό, αλλά το σενάριο… ένα παιχνίδισμα του μυαλού σου.
Ένιωσε  έντονη  ζαλάδα. «Το σενάριο του μυαλού μου;», αναρωτήθηκε  μες το κοιμισμένο μυαλό του που  αδυνατούσε  να κατανοήσει  τα λόγια  αυτά. Ο μανδύας σωριάστηκε στο χώμα και διέκρινε  με  δυσκολία  στο  σκοτάδι μια ανθρώπινη μορφή να τρέχει. Όντως η φωνή του ήταν γνώριμη  και  τώρα  συνειδητοποίησε  ξαφνικά σε  ποιον ανήκε. Ναι, ήταν αυτός ο αλητάκος, ο Πλάτων!  Και έτρεχε μακριά, σίγουρα έτρεχε να ξεφύγει.
-Θα σε  πιάσω, φώναξε με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και η φωνή αντιλάλησε μες το ηχείο του κρανίου του.
Πετάχτηκε  από  το  κρεβάτι του  μούσκεμα  στον  ιδρώτα.  Όλα  άρχισαν να γυρνάνε και έγειρε  πάλι  πίσω. Κοίταζε το ταβάνι και βαριανάσαινε. Ξέσπασε σε κλάματα όταν τα κατάλοιπα του  εφιάλτη τροφοδότησαν την σκέψη του. Το μίσος όμως είχε μεγαλώσει πολύ, είχε θεριέψει  και τον  επανέφερε  γρήγορα  στην τάξη. Κάτι  δεν  πήγαινε  καλά, ήταν  σίγουρος γι’ αυτό. Προσπάθησε  να  ηρεμήσει,  όταν κατάλαβε  τι  είχε συμβεί και γούρλωσε τρομοκρατημένος τα μάτια του. Ήταν  έτοιμα  να  εκραγούν, όταν  άρπαξε  το  κινητό  από  το  κομοδίνο  και άρχισε να καλεί.
Ο  φύλακας  κοιμόταν ήσυχος, αν και κάπως άβολα είναι η αλήθεια, σε μια από τις καρέκλες, απέναντι απ’ το δωμάτιο του Πλάτων.  Φαίνεται  ότι  ήταν  η  βραδιά των ονείρων, αφού  ένα  χαμόγελο  ευχαρίστησης  είχε  εντυπωθεί  πάνω  στο πρόσωπο του. Ίσως  έβλεπε ωραίες γυναίκες να του προσφέρουν τις ερωτικές τους υπηρεσίες, όταν ένας επαναλαμβανόμενος  ήχος τον τράβηξε σιγά - σιγά  από  τον προσωπικό του παράδεισο. Με κλειστά μάτια, χαμογελώντας και ψαχουλεύοντας για το κινητό του ανακάθισε στον καναπέ.
-Παρακαλώ, απάντησε εμφανώς μισοκοιμισμένος.
-Παρακάλα τον δημιουργό σου να είναι όλα εντάξει εκεί, γιατί ειδάλλως θα σε στείλω να τον συναντήσεις, ούρλιαξε ο Αστυνόμος.
Σηκώθηκε με μιας λες και βόμβες έπεφταν τριγύρω του.
-Όλα  είναι  εντάξει, κύριε Αστυνόμε, απάντησε ελπίζοντας αυτό να αληθεύει.  Κοίταξε την κλειστή πόρτα απέναντι του. Είμαι έξω από το δωμάτιο όλο το βράδυ και...
-Μην μιλάς και μπες μέσα, τον πρόσταξε.
Άπλωσε  το  χέρι  του  προχωρώντας  προς  την  πόρτα. Έπιασε το πόμολο και την άνοιξε. Στάθηκε  με  το  βλέμμα  καρφωμένο  να αντικρίζει ένα άδειο δωμάτιο, την μπαλκονόπορτα ανοιχτή  και  την  κουρτίνα να κυματίζει  από το  πρωινό αεράκι. Έτρεξε  έξω στο μπαλκόνι και κοίταξε με την κρυφή ελπίδα ότι .... Τίποτα!
-Εεε ... έφυγε,  ψέλλισε  φοβισμένος. Εγώ  δεν ... ξεκίνησε  να λέει  και ο  χαρακτηριστικός ήχος  του κλεισίματος της  γραμμής τον  διέκοψε. Το πρώτο φως της μέρας έδιωχνε το σκοτάδι. Ο  ουρανός  ήταν  πεντακάθαρος  και  προμηνυόταν  μια  υπέροχη  μέρα. Υπέροχη  για όλους εκτός από αυτόν. Ήξερε ότι ήταν χαμένος από χέρι!
                                                  15
Ο Αστυνόμος,  βρίζοντας  θεούς  και  δαίμονες, άρχισε τα τηλέφωνα. Δεν θα έδινε στον αλητάκο  ούτε  δευτερόλεπτο  παραπάνω.  Ήδη  του  είχε δώσει ένα σημαντικό προβάδισμα, πέντε έως εφτά ώρες ήταν η αρχική του εκτίμηση. Τον είχε υποτιμήσει, αλλά αυτό θα ήταν το τελευταίο του  λάθος. Οργάνωσε  τις  κινήσεις  του και  παράλληλα  τον μηχανισμό της αστυνομίας σε απίστευτο  για  τα  γραφειοκρατικά  δεδομένα χρόνο. Έστειλε δυο άντρες να ψάξουν στο πατρικό του. Θα περνούσε κι αυτός αργότερα  για να μιλήσει με τους γονείς του, αλλά τώρα έπρεπε να ψάξει σε κάθε πιθανό κρησφύγετο, αν και όπως είχε αντιληφθεί από τον έλεγχο που είχε κάνει όταν συνέβηκε ο θάνατος του Άλκη, αυτά δεν ήταν και πολλά. Ο ύποπτος είχε ελάχιστους φίλους, μάλλον γνωστοί ήταν η κατάλληλη λέξη, και ήταν τόσο φλώροι που κανένας δεν θα τολμούσε να τον κρύψει.
Ο συνάδελφος του ήταν καθοδόν. Μαζί θα έλεγχαν το διαμέρισμά  του, αυτό  που  είχαν  ψάξει παρουσία της μητέρας του, πριν ένα μήνα. Ήταν σίγουρος  ότι δεν θα τον έβρισκαν εκεί, αλλά δεν έχαναν τίποτα να ψάξουν. Εξάλλου δεν διεκδικούσε την αποκλειστικότητα στα λάθη, τα οποία είναι πανανθρώπινα!
Ντύθηκε  γρήγορα  κι ετοίμασε  το όπλο του, ένα περίστροφο τόσο ισχυρό με το οποίο θα κυνηγούσε άνετα αρκούδες, πόσο μάλλον ανθρώπους. Η  σχέση του  με αυτό ήταν κάτι παραπάνω από λειτουργική. Ήταν σχεδόν ερωτική. Μ’ αυτό είχε σκοτώσει, ή για να είμαστε ακριβείς είχε διαμελίσει, καμιά δεκαριά εγκληματίες μέχρι  σήμερα  κι έλπιζε να σκοτώσει (διαμελίσει) σύντομα και τον ενδέκατο. Το φίλησε και του ψιθύρισε χαϊδεύοντας το:
-Ετοιμάσου  να με  βγάλεις ασπροπρόσωπο σήμερα … ή αύριο, σίγουρα  μες τις επόμενες ημέρες. Ο συνάδελφος  του κόρναρε  από κάτω, αποσπώντας  του την  προσοχή. Κοίταξε με μια  αναίτια  λύπη το  διαμέρισμα του, έκλεισε  με δύναμη την πόρτα και έτρεξε σαν νεαρός σπρίντερ!
Σε  λίγο έφτασαν στην  πολυκατοικία, όπου  έμενε ο Πλάτων. Χωρίς να περιμένει στιγμή, ο  Αστυνόμος  βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να τρέχει. Παρότι ξημέρωνε Κυριακή, μέρα  που οι  περισσότεροι κοιμούνται λίγο παραπάνω, ο αγουροξυπνημένος συνάδελφος του δεν μπορούσε παρά να  ακολουθήσει το  παράδειγμα του. Βγήκαν από το ασανσέρ, έβγαλαν τα πιστόλια τους και στήθηκαν δίπλα  στην  πόρτα. Βρισκόταν  στον  τέταρτο  όροφο  και  λογικά  δεν  υπήρχε  άλλος  τρόπος  διαφυγής  για τον αλητάκο. Σιωπή  επικρατούσε  στην  πολυκατοικία. Σε λίγο οι ένοικοι θα ξυπνούσαν, αλλά τώρα τίποτα δεν μαρτυρούσε την παρουσία του οποιουδήποτε  στο  κτίριο. Χτύπησαν  το κουδούνι  και περίμεναν  δέκα  δευτερόλεπτα. Τίποτα! Ο αστυνόμος  έκανε  νεύμα στον  θηριώδη  συνάδελφο  του να σπάσει  την πόρτα. Ογκώδης όπως ήταν πήρε λίγη φόρα και κλώτσησε με δύναμη κι η πόρτα, απλή στην κατασκευή της, έσπασε σαν κλαράκι. Ο Αστυνόμος  έτρεξε μέσα με το όπλο να σημαδεύει και φωνάζοντας στον Πλάτων να παραδοθεί. Η  αλήθεια  είναι  ότι  μόλις  τον έβλεπε  θα  του έριχνε  στο  ψαχνό! Ο  εφιάλτης  της νύχτας  τον  είχε πείσει  ότι  ήταν η μόνη μορφή δικαιοσύνης, που δικαιούταν το κωλόπαιδο. Δυστυχώς, όμως είχαν έρθει  πολύ αργά. Έψαξαν το διαμέρισμα και το μόνο που μαρτυρούσε την παρουσία του Πλάτων ήταν το από  ώρες παγωμένο  νερό στην γεμάτη μπανιέρα. Ο  Αστυνόμος μουρμούρισε αγριεμένος  και έφυγε τρέχοντας.

Εν τω μεταξύ, ο ήρωας μας είχε ήδη φύγει από την πόλη. Οδηγούσε όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε  το αυτοκινητάκι  και ο ΚΟΚ και σε λίγο θα έφτανε στην Πάτρα. Βρισκόταν περίπου  τρεις  ώρες  μπροστά  από  τον  Αστυνόμο.  Μόνο που  εκείνη την  δεδομένη στιγμή ο Πλάτων  αγνοούσε  ότι  ο αστυνομικός που τον είχε ανακρίνει  θα γινόταν  ο διώκτης του. Ήξερε ότι σε λίγο όλη η αστυνομία  της  χώρας  θα ενημερωνόταν για την περίπτωση του και  θα  βαφτιζόταν ένας ακόμη καταζητούμενος. Έπρεπε να κρατήσει χαμηλό προφίλ και να αποφύγει οποιαδήποτε επαφή με την αστυνομία. Βασικά έπρεπε να αποφύγει τα προβλήματα!
Ο ήλιος  είχε πάρει να χαράζει και τα νυχτερινά φώτα στους δρόμους έσβηναν σταδιακά. Ο ουρανός ήταν  συννεφιασμένος,  φυσούσε και  είχε  αρκετή  υγρασία. Υπήρχε  μεγάλη πιθανότητα  βροχής, αυτό  ήταν  σίγουρο. Η κίνηση ήταν λίγη στον δρόμο, καθότι πρωινό Κυριακής. Τα αυτοκίνητα  ήταν ελάχιστα και  οι πεζοί  ανύπαρκτοι …ή σχεδόν  ανύπαρκτοι. Διέκρινε στο βάθος, καμία  κατοστάρια μέτρα από αυτόν μια φιγούρα, σχεδόν στην μέση του δρόμου. Κουνούσε πέρα δώθε  τα  χέρια  κάνοντας  του σινιάλο.  
«Τι να θέλει τώρα;»,  σκέφτηκε  με  δυσφορία.  Έπρεπε  όμως να μείνει  προσηλωμένος  στον  σκοπό  του,  χωρίς  να  διακινδυνεύσει  το παραμικρό. Από την άλλη ίσως χρειαζόταν η βοήθεια του, κάτι που θα του ήταν σχεδόν αδύνατο να αρνηθεί. Πλησιάζοντας  η φιγούρα έγινε πιο ευδιάκριτη, κάνοντας ταυτόχρονα στην άκρη. Κάποιος  έκανε ωτοστόπ.  
«Ευτυχώς», σκέφτηκε  ανακουφισμένος. «Δεν υπάρχει επείγουσα ανάγκη, κάποιος  τραυματίας ή άρρωστος. Άρα μπορεί να περιμένει το επόμενο αυτοκίνητο για να τον μεταφέρει  στον  προορισμό  του». Φτάνοντας στα δέκα μέτρα από τον ταξιδιώτη, έκοψε ταχύτητα  και διαπίστωσε με έκπληξη ότι  ήταν …  ένα κορίτσι.
«Τι κάνεις μόνη σου εδώ στο πουθενά;»
 Φαινόταν λίγο μικρότερη  του, φορώντας  ένα φθαρμένο  τζιν, άρβυλα  και έχοντας ένα σακίδιο στον ώμο. Πέρασε αργά δίπλα  της και  την είδε  να τον  κοιτάζει  στα μάτια  με το χέρι σηκωμένο και τον αντίχειρα προς τα πάνω. Το  σπινθηροβόλο βλέμμα και η απαστράπτουσα μορφή της, οι στιγμιαίες εικόνες που φωτογράφησαν σε κλάσματα δευτερολέπτου τα μάτια του,  τον μαγνήτισε ακαριαία. Είχε  δυο γαλαζοπράσινα, μεγάλα μάτια, τονισμένα με μαύρη σκιά και το  δέρμα στο πρόσωπο της ήταν κατάλευκο, τόσο λείο, καθαρό και πανέμορφο,  με τέλειες  αναλογίες. Το  μακριά μελαχρινά της μαλλιά ανέμιζαν στο αδύναμο φως των ακτίνων του ήλιου,  που δραπέτευαν από τα σύννεφα και το στήθος της δημιουργούσε δυο υπέροχα ανάγλυφα πάνω στο κολλητό μαύρο μπλουζάκι της, που έγραφε με κόκκινα γράμματα στα αγγλικά: ΡΟΚΑΡΕ ΝΕΟΣ, ΠΕΘΑΝΕ ΓΕΡΟΣ! Τώρα που την πρόσεξε καλύτερα διαπίστωσε  ότι  δεν θα  ήταν πάνω  από είκοσι δύο - είκοσι τρία χρονών κι έμοιαζε τόσο εύθραυστη, άυλη, σαν ένα αερικό που είχε δραπετεύσει στον κόσμο μας. Ήταν σαν πίνακας, σαν  οπτασία από καθάριο και γάργαρο νερό  στην μέση  της σύγχρονης ερήμου των πόλεων. Στην  αρχή του  γελούσε και τον κοιτούσε με ένα βλέμμα, στο οποίο ο Πλάτων διέκρινε ξεκάθαρα μια αχόρταγη δίψα για ζωή,  αφού την προσπέρασε όμως έκανε  μια γκριμάτσα  αποδοκιμασίας  και στράφηκε  προς  τα πίσω, περιμένοντας  το επόμενο αυτοκίνητο.
Ο  Πλάτων πάτησε  απότομα  φρένο  και τα  λάστιχα του Γιούγκο στρίγγλισαν στην προσπάθειά  τους να υπακούσουν στην εντολή του. Το αυτοκινητάκι ακινητοποιήθηκε είκοσι  μέτρα από το κορίτσι κι αυτός έμεινε για λίγο σκεφτικός, αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στον στόχο μπροστά του και στο πανέμορφο πλάσμα που βρέθηκε τόσο απρόσμενα στον δρόμο του. Με την πρώτη ματιά φαινόταν απλό. Θα έβαζε πρώτη και θα ξεκινούσε πάλι το ταξίδι του. Δεν υπήρχε χρόνος και χώρος για άλλο άτομο στο ταξίδι που σκόπευε να κάνει.
«Ακόμη και γι’ αυτό το πανέμορφο  πλάσμα που η τύχη έφερε στον δρόμο μου;», αναρωτήθηκε.
Κοίταξε στον καθρέπτη και την είδε να τον παρακολουθεί. Τα μάτια της μαρτυρούσαν απορία, καθώς μίκρυναν αισθητά στην προσπάθειά της να καταλάβει τι ακριβώς θα έκανε ο οδηγός. Το ίδιο και το σώμα της, όταν σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος και μετά από λίγο του γύρισε αδιάφορα την πλάτη. Ο Πλάτων κατάλαβε τελικά ότι δεν μπορούσε να την αφήσει εκεί.
«Όχι αυτήν!»
 Έβαλε όπισθεν και σταμάτησε ακριβώς  δίπλα της. Αυτή, μην περιμένοντας κάτι τέτοιο, είχε μείνει ακίνητη. Ίσως να ανησυχούσε  και  λίγο! Ποιος λογικός άνθρωπος κάθεται για λίγα λεπτά κι αναρωτιέται για το αν θα σταματήσει να πάρει κάποιον άγνωστο που του κάνει ωτοστόπ ή όχι. Δεν είναι πρόβλημα πυρηνικής φυσικής και σχεδόν όλοι έχουν πάγια αντίληψη περί αυτού και ξέρουν τι θα κάνουν πριν καν τους συμβεί. Έσκυψε  διστακτικά  και  αντίκρισε το  σοβαρό και συνάμα πανέμορφο πρόσωπο  ενός  νεαρού  άντρα. Το  μπλε των ωκεανών μες τα μάτια του ξεχύθηκε και την κυρίεψε αμέσως, πυροδοτώντας μια βαθιά εισπνοή, καθώς το μυαλό της προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ που δέχτηκε κοιτώντας βαθιά μέσα σ’ αυτά τα μάτια. Είδε μέσα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, εικόνες μπερδεμένες, όνειρα και …εφιάλτες. Της φάνηκε για μια στιγμή, σε λίγο θα έπειθε τον εαυτό της ότι το φαντάστηκε και θα κλειδαμπάρωνε την ανάμνηση στο υπόγειο της συνείδησής της, ότι το απόλυτο σκοτάδι πέρασε για κλάσματα του δευτερολέπτου πάνω… ή μάλλον μες τα μάτια του, όπως περνάει στιγμιαία μια εικόνα μπροστά απ’ το ακίνητο βλέμμα μας. Τον είδε αμέσως μετά, ακόμη παγωμένη και τώρα λίγο φοβισμένη, να γέρνει  προς  το  μέρος  της  και να κατεβάζει  το παράθυρο του. Ο Πλάτων  αντιλήφθηκε αμέσως, σχεδόν μύρισε, τους αμυδρούς φόβους της.
-Χρειάζεσαι κάποια βοήθεια, ρώτησε φορώντας τελικά το πιο γλυκό του χαμόγελο.
Κι όπως πάντα, το χαμόγελο του λειτούργησε άψογα, ελευθερώνοντας και διώχνοντας μακριά κάθε φόβο που μπορεί να βασάνιζε το κορίτσι. Αυτή άνοιξε την πόρτα, πέταξε μαζί με την καχυποψία της και το σακίδιο της στο πίσω κάθισμα και μπήκε μέσα. Έβαλε  την ζώνη και του χάρισε κι αυτή το πιο γλυκό της χαμόγελο.
-Πηγαίνω  στην Αθήνα. Άσε  με όσο πιο κοντά σε πάει ο δρόμος σου, του είπε με μελωδική φωνή και στράφηκε μπροστά, χαμογελώντας ακόμη με την καρδιά της να επιταχύνει τον ρυθμό της.
-Κοίτα  σύμπτωση! Κι  εγώ  στην  Αθήνα  πάω,  είπε ο Πλάτων και ξεκίνησε το αυτοκίνητο. Το χαμόγελό  τους ακτινοβολούσε  φωτεινά, μην  γνωρίζοντας που οφείλεται αυτό το αίσθημα ευχαρίστησης  και  ελαφρότητας, αυτό  το  φτερούγισμα  στο  στομάχι,  που αισθάνονταν. Δεν είχαν νιώσει ποτέ έτσι, τόσο περίεργα, λες και όλα είχαν ταιριάξει ξαφνικά και το μέλλον θα έπαιρνε τον δρόμο που τους άξιζε, κι όμως τόσο ευχάριστα! Κανείς απ’ τους δυο τους!

Δεν υπάρχουν σχόλια: