19
Η ασημένια σφαίρα ξεκίνησε να αλλάζει χρώματα. Έγινε
σταδιακά μπλε, κόκκινη, πράσινη, κίτρινη και τελικά όλα τα χρώματα του ουράνιου
τόξου αποτυπώθηκαν ταυτόχρονα στην επιφάνειά της ακτινοβολώντας γλυκά. Καθώς η Δύναμη
χυνόταν απ’ τα χέρια του Πλάτων στην σφαίρα, η επιφάνειά της, σαν νερό που
κυλάει αργά, μετατρεπόταν σε ένα ζωντανό χρωματιστό μωσαϊκό, με τα χρώματα να
μπλέκονται μεταξύ τους σε έναν οργασμό δημιουργίας.
Ο Πλάτων ένιωσε μια ελάχιστη δόνηση την στιγμή που το
μυαλό του μέσω της σφαίρας έστελνε τον λόγο του κωδικοποιημένο σε κύματα μέσα απ΄
τα χοντρά καλώδια, στο πλάι της καμπίνας. Τα κύματα διέτρεξαν με την ταχύτητα
του φωτός τα καλώδια, ανέβηκαν στην δορυφορική κεραία εκπομπής τους στην κορυφή
του κτιρίου και ξεχύθηκαν μέσω του αέρα προς τον τελικό τους προορισμό.
Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα έφτασαν στις τρεις μηχανές
που περίμεναν καρτερικά, αλλά λαίμαργα την έλευσή τους. Οι ελάχιστοι
επιστήμονες, που παρέμεναν μετά από διαταγή του Πλάτωνα στον χώρο, ξαφνιάστηκαν
όταν ένας επαναλαμβανόμενος βόμβος σαν σμήνος μελισσών τάραξε την ηρεμία τους,
την ώρα που οι πρώτες ακτίνες του ήλιου χάραζαν τον ουρανό. Είδαν ακίνητοι, με
τα μυαλά τους ανίκανα να αντιδράσουν μπρος το μεγαλείο που ρούφαγαν άπληστα τα
μάτια τους, τις μηχανές να ζωντανεύουν. Μαγεύτηκαν απ’ την εικόνα κι αφέθηκαν
στην τρομερή δύναμη που αποκαλυπτόταν μπροστά τους.
Η ίδια εικόνα
επαναλήφθηκε με ακρίβεια χιλιοστού, σε απόσταση μερικών δεκάδων χιλιομέτρων, μες
τα κτίρια όπου κατασκευάστηκαν οι τρίδυμες μηχανές και μπρος το ελάχιστο κοινό
τους. Δυο κόκκινα φώτα άναψαν ξαφνικά στο μπροστινό μέρος της κάθε μηχανής. Οι
αδαείς αργότερα θα νόμιζαν ότι ήταν τα δαιμονικά τους μάτια πάνω στο σκοτεινό
τους πρόσωπο. Τα κατάμαυρα κι ογκώδη ιπτάμενα αντικείμενα, ξεκίνησαν μέσω ενός
περίεργου ήχου, που ίσως με λίγη φαντασία θύμιζε ψιθύρους, μια από αιώνες
ξεχασμένη αρχαϊκή διάλεκτο ή ίσως μια γλώσσα από το μέλλον, να ανυψώνονται αργά
από το έδαφος, το οποίο σειόταν ελαφρά λες και η γη σκόπευε να ανοίξει στα δυο
και να ξεράσει την εκδίκησή της.
Οι μαύρες σαν πίσσα μηχανές είχαν περίπου είκοσι μέτρα
μήκος απ’ άκρη σ’ άκρη, έξι-εφτά μέτρα πλάτος και τρία μέτρα ύψος ακριβώς στο
κέντρο τους, όπου δέσποζε ένας μικρός θόλος. Από εκεί το ύψος τους ελαττωνόταν
σταδιακά προς όλες τις πλευρές τους ακολουθώντας ευθείες γραμμές, που
σχημάτιζαν κοφτερές σαν λεπίδι γωνίες, εκεί που ενωνόταν με το απολύτως επίπεδο
πάτωμά τους. Κοιτώντας τες από πάνω θύμιζαν ισοσκελές ρόμβο αν και ήταν δύσκολο
να πεις ποιο μέρος ήταν το μπροστά και πιο το πίσω. Μόνο τα κατακόκκινα φλογερά
μάτια διαμέτρου δέκα εκατοστών και δυο αρκετά μεγαλύτερες άδειες τρύπες στην
απέναντι πλευρά τους έδιναν μια ιδέα για την διάταξη των μηχανών.
Οι μαγεμένοι επιστήμονες, με αίσθημα δέους και ικανοποίησης
πάτησαν το κατάλληλο κουμπί κι άνοιξαν τις οροφές των κτιρίων ελευθερώνοντας
τις μηχανές, οι οποίες υψώθηκαν αργά και βγήκαν απ’ το κρησφύγετο τους κάνοντας
μια μεγαλοπρεπή παρουσία στον κόσμο μας. Στάθηκαν ακίνητες, επιβλητικές πάνω
από τα εργοστάσια. Οι επιστήμονες βγήκαν τρέχοντας έξω να τις απολαύσουν όσο
περισσότερο γινόταν και να κρατήσουν την ανάμνηση σαν θησαυρό πριν τις χάσουν
για πάντα. Είδαν τις ακίνητες μηχανές πάνω απ’ τα κεφάλια τους και διέκριναν
μακριά ακόμη δύο μαύρα αντικείμενα να στέκουν παγωμένα. Οι ακτίνες του ήλιου
χάιδεψαν τρυφερά τις μηχανές κι αυτές άρχισαν αργά να ακτινοβολούν το σκοτάδι
τους. Θαρρείς ο ήλιος τις γέμιζε ενέργεια κι αυτές φουσκώνοντας περηφάνια
ακτινοβολούσαν ακόμη πιο μαύρες, σαν ιπτάμενες μαύρες τρύπες. Μες το απέραντο
γαλάζιο του ουρανού, το μάτι εστίαζε σ’ ένα κομμάτι που έμοιαζε κενό, λες και
κάποιος έκοψε με ψαλίδι το μικρό κομμάτι της φωτογραφίας. Η παντελής έλλειψη
φωτός!
Μετά από λίγα λεπτά κι εντελώς ξαφνικά, γύρισαν
ταυτόχρονα και με ασύλληπτο συγχρονισμό προς ένα καθορισμένο σημείο κι αν στην
αρχή οι λιγοστοί θεατές τους νόμισαν ότι τις είδαν να κινούνται τυραννικά αργά,
στην συνέχεια εξαφανίστηκαν απ’ το οπτικό τους πεδίο αφήνοντας πίσω τους μια
παγωμένη εικόνα σκοταδιού, ένα μοναδικό ανάγλυφο στιγμιότυπο, το οποίο
διαλύθηκε αργά από τις ακτίνες του ήλιου και χάθηκε σαν σκόνη!
Αναπτύσσοντας ταχύτητα σχεδόν ίση με την μισή ταχύτητα
του φωτός, σε κλάσματα του δευτερολέπτου οι τρεις μηχανές βρέθηκαν
παρατεταγμένες η μια δίπλα στην άλλη, μπροστά ακριβώς στον Πλάτωνα. Σαν
πειθαρχημένοι στρατιώτες έστεκαν ακίνητες μπρος το γυάλινο δωμάτιο με τα
κόκκινα μάτια τους να φωτίζουν δυνατά και το μπροστινό τους μέρος να κλίνει
ελαφρά προς τα κάτω. Όποιος τις έβλεπε προφίλ θα νόμιζε ότι υποκλινόταν ή ίσως προσκυνούσαν κάποιον δυνατότερο απ’
αυτές βασιλιά!
«Καλώς τες!»
Οι ογκώδεις μηχανές έστεκαν ασάλευτες στον αέρα της
Αθήνας και δεν θα αργούσαν να γίνουν αντιληπτές από τους λίγους τολμηρούς που αψηφώντας
τις εντολές του πρωθυπουργού θα έβγαιναν να πάρουν λίγο αέρα και να κάνουν την πρωινή
τους βόλτα, θέλοντας να νιώσουν ελεύθεροι απέναντι σε κάθε δυσκολία και κάθε
υποσχόμενη σκλαβιά. Θα αντίκριζαν έντρομοι τρία σκοτεινά σημεία, σαν ρωγμές
στον χωροχρόνο, το ένα δίπλα στο άλλο μπροστά στον πανύψηλο, γυάλινο πύργο, που
ακτινοβολούσε φως!
Ο Πλάτων ικανοποιημένος και πλημμυρισμένος από ένα
αυξητικά διογκωμένο
αίσθημα παντοδυναμίας, έστειλε μια ακόμη σκέψη μέσω της Δύναμης στην ζωντανή
σφαίρα. Αυτή υπακούοντας, κωδικοποίησε το σήμα του το οποίο ξεκίνησε μια διαφορετική
πορεία σε σχέση με το πρώτο. Κατευθύνθηκε μέσω των καλωδίων στην κεραία κι από
εκεί δραπέτευσε ψηλά στον ουρανό. Βγήκε από την φιλόξενη ατμόσφαιρα της Γης στο
παγωμένο διάστημα κι άρχισε να ψάχνει. Βρήκε πρώτα ένα και στην συνέχεια όλα τα
ιπτάμενα μάτια των ανθρώπων, τους δορυφόρους που μας πληροφορούν για τα πάντα.
Από τον καιρό μέχρι την κίνηση των πεζών στους δρόμους ενός μικρού χωριού στην
μέση του πουθενά.
Το σήμα τρύπωσε ακάλεστο μέσα σε κάθε δορυφόρο που
βρήκε στον δρόμο του και σε λίγο τους είχε καταλάβει όλους. Το πανίσχυρο μυαλό
του Πλάτων, η σκοτεινή Σκιά, ήταν τώρα συνδεδεμένο με κάθε δορυφόρο και
προσπάθησε γρήγορα να βρει τις πληροφορίες που ήθελε. Συνδέθηκε με τους
τηλεπικοινωνιακούς και τους στρατιωτικούς δορυφόρους όλων των κρατών. Κανείς πίσω
στην Γη δεν κατάλαβε το παραμικρό. Καμιά χώρα, μικρή ή μεγάλη. Για αυτούς οι
δορυφόροι τους λειτουργούσαν ακριβώς όπως και πριν. Οι κρατικοί επιστήμονες που
τους χειριζόταν συνέχιζαν απτόητοι την καθημερινή τους ρουτίνα. Δεν ήξεραν ότι
μια αόρατη Δύναμη έψαχνε με μανία μες τα αρχεία τους!
Ο πράκτορας έστεκε ακίνητος έξω απ’το δωμάτιο του
τελευταίου ορόφου. Είχε το αυτί του κολλημένο πάνω στην πόρτα προσπαθώντας να
καταλάβει τι διαδραματιζόταν μέσα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Απόλυτη ησυχία
επικρατούσε από την άλλη πλευρά. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει κι άγχος
τον κυρίευσε καθώς τα δευτερόλεπτα γίνονταν λεπτά κι αυτά μετατρέπονταν σε
ώρες. Έπρεπε να κάνει το καθήκον του κι όμως αδυνατούσε να σκεφτεί την
παραμικρή κίνηση, που θα τον έφερνε πιο κοντά στον στόχο του. Στεκόταν έξω από
την πόρτα άδειος από επιλογές. Το έφερνε ξανά και ξανά στο μυαλό του, αλλά
δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύσει. Κατέληξε τελικά στο συμπέρασμα ότι δεν γινόταν
απλώς να μπει με το όπλο σημαδεύοντας και ψάχνοντας για τον δαίμονα με την
ανθρώπινη μορφή. Δεν θα είχε καμιά ελπίδα απέναντί του αν δρούσε έτσι.
Ένιωθε ότι έπρεπε για τελευταία φορά να κάνει υπομονή.
Γι’ αυτό σφήνωσε μια καρέκλα που βρήκε πρόχειρη στον διάδρομο, στην πόρτα του
ασανσέρ, αποκόπτοντας τον τελευταίο όροφο από τους υπόλοιπους και έκατσε
σταυροπόδι απέναντι από την μαύρη πόρτα, κρατώντας σαν αιώνια ερωμένη, γλυκά κι
απαλά, με τα φρικιαστικά του χέρια το όπλο του. Ήταν μόνοι τους πλέον, ο
Αντίχριστος κι αυτός! Μέχρι που η μέρα έκατσε περήφανη στην θέση της νύχτας και
λίγο αργότερα ο πράκτορας κατάλαβε με δέος ότι η μαύρη μεταλλική πόρτα έκρυβε
πίσω της κάποιο αποτρόπαιο μυστικό, ένα πλάσμα τρομερό, όταν είδε το λαμπερό
χρυσοκίτρινο φως που δραπέτευσε κάτω απ’ την χαραμάδα. Ο πράκτορας άρχισε να
τρέμει από την αρχέγονη ορμή του κυνηγού και καθώς σκεφτόταν το υπεράνθρωπο
θήραμα που βρισκόταν πίσω από την πόρτα, έτρεμε ακόμη περισσότερο. Σηκώθηκε
έντρομος, αλλά αποφασισμένος σφίγγοντας σαν λύκος τα σαγόνια του, ακούγοντας
βαθιά μέσα του την ψυχή του να μουγκρίζει. Η ώρα πλησίαζε!
Ο Οδυσσέας έφτασε, συμπτωματικά, μαζί με την αλλαγή
βάρδιας στο κτίριο. Πάτησε το κουμπί του τηλεχειριστηρίου και η θωρακισμένη
πόρτα του γκαράζ ξεκίνησε να ανεβαίνει αργά κι αγκομαχώντας. Πριν ανέβει
εντελώς, ο Οδυσσέας γκάζωσε απότομα προκαλώντας έκπληξη στους άντρες που
περίμεναν στο αυτοκίνητο από πίσω του. Η οροφή γδάρθηκε βίαια απ’ το μέταλλο με
την συνοδεία ενός τσιριχτού ήχου, αλλά το λαβωμένο αυτοκίνητο κατάφερε να
περάσει και να χαθεί γρήγορα απ’ το οπτικό πεδίο των φυλάκων. Κοιτάχτηκαν
ανήσυχοι και κατάλαβαν ότι κάτι είχε συμβεί. Μιμήθηκαν τον Οδυσσέα και
κατευθύνθηκαν άμεσα προς τον χώρο στάθμευσης, όπου κρατούσαν τον φυλακισμένο
τους, τρεις ορόφους κάτω από την γη!
Ο Οδυσσέας οδηγούσε ανήσυχος, αλλά αποφασισμένος σαν
οδηγός αγώνων, μες το άδειο και σκοτεινό γκαράζ, αν και το μυαλό του συνέχιζε να τον καθησυχάζει.
«Όλα είναι μια χαρά! Θα δεις σε λίγο. Κανένα
πρόβλημα!»
Φρέναρε δυνατά και πετάχτηκε έξω πριν προλάβει το
όχημα να ακινητοποιηθεί εντελώς. Άρπαξε το χερούλι της πόρτας και μπήκε στον
διάδρομο. Άρχισε να τρέχει κι ασυναίσθητα έβγαλε το όπλο του.
-Άρη; Δημήτρη, φώναξε δυνατά, περιμένοντας το άκουσμα
μιας φωνής, οποιασδήποτε φωνής. Το μόνο που άκουσε… σιωπή. Σταμάτησε να τρέχει
και προχώρησε αργά προς το αυτοσχέδιο κελί,
με την
φωνή στο μυαλό του να συνεχίζει, πιο σιγά αυτή την φορά.
«Κάτσε να δεις, που θα κοιμούνται. Χι χ χι,
συμβαίνουν αυτά. Μην ανησυχείς!»
Ο διάδρομος σχημάτιζε ένα γάμα από την είσοδο μέχρι το
κελί. Σε ένα μέτρο έφτανε στην γωνία και θα έβλεπε τι υπήρχε στην άλλη πλευρά.
Σταμάτησε ακριβώς στην γωνία και άκουσε τους άντρες της επόμενης βάρδιας να
τρέχουν πίσω του. Τους έκανε νόημα να σταματήσουν κι αυτοί βλέποντάς τον να
κρατάει το όπλο του, έκαναν το ίδιο και στήθηκαν στον τοίχο δίπλα του. Ο
Οδυσσέας έβγαλε ελάχιστα το κεφάλι του και είδε.
Η εικόνα τον σόκαρε. Δυο κορμιά κείτονταν στο πάτωμα.
Ρυάκια από αίμα και κομμάτια από μυαλά διακοσμούσαν το μουντό σκηνικό του
γκρίζου. Η φωνή μέσα του το βούλωσε για τα καλά. Άρχισε να προχωράει με νωθρές
κινήσεις προς το μέρος τους. Οι φύλακες τον ακολούθησαν. Αντικρίζοντας κι αυτοί
το αποτρόπαιο θέαμα πάγωσαν. Σήκωσαν τα όπλα τους ψηλά.
-Οδυσσέα, πρόσεχε!
-Μην ανησυχείτε! Δεν είναι εδώ, είπε πιο σίγουρος απ’
όσο θα ήταν ποτέ στην ζωή του κι η εικόνα της ανοιχτής πόρτας τον επιβεβαίωσε.
Είδε με αηδία, τις σάρκες που κρέμονταν απ’ την πόρτα
και το αίμα, που είχε στάξει άφθονο πάνω της. Είδε και την λιμνούλα από μαύρο,
πηγμένο αίμα μες το κελί. Δεν άργησαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί.
-Πως είναι δυνατόν; Ποιος άνθρωπος θα έκανε κάτι
τέτοιο, ρώτησε ένας απ’ τους φύλακες. Ένιωθε την αναγούλα έντονη και το στομάχι
του να κρατάει με δυσκολία το πρωινό του, που προσπαθούσε με μανία να
δραπετεύσει.
Όλο αυτό το ξεραμένο αίμα, τα διαλυμένα μυαλά στο τοίχο,
τα κενά μάτια των συναδέλφων του, οι σάρκες που κρέμονταν…
«Θα μπορούσα να είμαι εγώ στην θέση τους!»
-Ο διάολος το έκανε! Ποιος άλλος, αναρωτήθηκε φωναχτά ο
Οδυσσέας κι άρχισε να τρέχει.
Μαζί του έτρεχαν και οι φύλακες. Ο ένας όμως έκανε μια
μικρή στάση πρώτα. Άδειασε με ένταση το περιεχόμενο του στομάχου του, σκούπισε
τα σάλια του κι έτρεξε να τους προφτάσει. Βλέπετε, ακόμη και οι πιο
εκπαιδευμένοι άντρες, αυτοί που θεωρητικά αντέχουν τα πάντα, μπορεί καμιά φορά
να λυγίσουν μπρος σε ένα θέαμα σαν αυτό που παρακολούθησαν οι φίλοι μας. Δεν
είναι τίποτα άλλο από τον εαυτό τους, που με μια κραυγή αγωνίας προσπαθεί να
τους πει: «Είσαι ακόμη άνθρωπος, ξέρεις! Προσπαθούν να σε κάνουν ρομπότ, να
σκοτώσουν την καρδιά και τα συναισθήματά σου, αλλά… Είσαι ακόμη άνθρωπος! Κι
όσο είσαι άνθρωπος θα λυγίζεις μπρος σε εικόνες φρίκης… εικόνες θανάτου!»
20
Ο μισός πληθυσμός της Γης κοιμόταν κι ο άλλος μισός
ξύπναγε, όταν σε ολόκληρο τον πλανήτη ταυτόχρονα, έπαψε η δορυφορική αναμετάδοση
κάθε μέσου μαζικής επικοινωνίας. Ξαφνικά οι τηλεθεατές αντίκρισαν μια οθόνη
χωρίς σήμα, με ασπρόμαυρες κουκκίδες που αναβόσβηναν, τις οποίες αν κοίταζες
για πολύ θα ένιωθες τα μάτια σου να χορεύουν στις τρύπες τους και το μυαλό σου
να πονάει. Λες και το πρόγραμμα διακόπηκε, την στιγμή που αγωνιούσαν για ένα
αθλητικό γεγονός που συνέβαινε στην άλλη άκρη του πλανήτη ή έβλεπαν μια
ξενόγλωσση κινηματογραφική ταινία ή ίσως ενημερωνόταν, όπως κάθε πρωί, για τις
τελευταίες ειδήσεις απ’ όλο τον κόσμο. Περίμεναν αμέτοχοι λίγα δευτερόλεπτα,
πιστεύοντας ότι πιθανόν μια σύντομη διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος ήταν η αιτία
πίσω από την διακοπή του προγράμματος. Στην Ευρώπη και στην Αμερική, στην Ασία
και την Αυστραλία, ακόμη και στην Αφρική, οι τηλεθεατές περίμεναν και τα δευτερόλεπτα
περνούσαν χωρίς το πρόβλημα να διορθώνεται.
Μέχρι που η εικόνα άλλαξε απότομα. Έγινε κατάμαυρη σαν
να κοίταζες την άβυσσο. Περίμεναν για λίγο, μήπως και η εικόνα επανέλθει, αλλά
και πάλι τίποτα. Κάποιοι έπιασαν τα τηλεκοντρόλ κι άρχισαν να αλλάζουν κανάλια.
Τίποτα. Το μαύρο κυριαρχούσε παντού. Η απορία για το τι μπορεί να συνέβαινε
άρχισε να γεννάτε σε πολλούς. Είτε μόνοι τους ή με την συντροφιά άλλων ατόμων,
οι ερωτήσεις, οι αναθεματισμοί και οι σίγουρες απαντήσεις έδιναν κι έπαιρναν.
Αυτό που συνέβηκε όμως εντελώς αναπάντεχα πάγωσε τις
γλώσσες μες το στόμα τους και τα μυαλά μες το κρανίο τους. Κοιτούσαν με τα
μάτια γουρλωμένα, έτοιμα να δραπετεύσουν, την σκοτεινή οθόνη να δέχεται επίθεση…
φωτός. Μια μικροσκοπική στρόγγυλη κουκκίδα φωτός στην αρχή, ήρθε ξαφνικά απ’ το
πουθενά, από κάποια άγνωστη άβυσσο, και χτύπησε πάνω στην οθόνη για να σβηστεί
άδοξα μέσα σε ένα σιντριβάνι σταγονιδίων φωτός και το σκοτάδι να κυριαρχήσει εκ
νέου στον ηλεκτρονικό πίνακα. Άλλη μια έκανε την εμφάνισή της με τα ίδια τραγικά,
όσο και θεαματικά αποτελέσματα.
Ακολούθως δυο τρεις ξεπήδησαν απ’ την άβυσσο και
κατάφεραν να δώσουν λίγο περισσότερο φως στην οθόνη, ακολουθούμενες από άλλες
δυο τρεις που έκαναν την εμφάνισή τους και το λιγοστός φως που είχε απομείνει
κρατήθηκε ζωντανό. Συνέχισαν να έρχονται σταθερά, κατά κύματα, που σταδιακά αυξανόταν
και σε λίγο η οθόνη δεχόταν κυριολεκτικά καταιγισμό φωτονίων, που διασπούσαν το
σκοτάδι και δημιουργούσαν ακανόνιστα σχήματα σαν ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο
σουρεάλ πίνακα από σκοτάδι και χρυσά σταγονίδια φωτονίων.
Συνεπαρμένοι από το θέαμα κι αδυνατώντας ακόμη και να
κουνηθούν, οι τηλεθεατές νόμισαν μετά από λίγο ότι ο φωτεινός πίνακας στην
οθόνη τους άρχισε να παίρνει συγκεκριμένη μορφή. Δεν ήξεραν αν είναι η φαντασία
τους ή κάτι άλλο, πάντως δυο εντονότερα φωτεινές περιοχές της οθόνης
σχηματίστηκαν στο πάνω μισό της, δύο κύκλοι ο έναν δίπλα στον άλλο. Έμοιαζαν με
μάτια. Κι ύστερα, μια πιο φωτεινή γραμμή, παράλληλη με τα μάτια, σχηματίστηκε
πιο χαμηλά.
«Τι είναι αυτό; Είναι στα αλήθεια… στόμα;»
Ακόμη μια φωτεινότερη περιοχή ανάμεσα στις δυο προηγούμενες και κάθετη σ’ αυτήν
που θύμιζε στόμα αναδύθηκε. Αργά, αλλά χαρακτηρίστηκα, κι άλλες γραμμές έγιναν
πιο φωτεινές, ενώ κάποιες άλλες σκοτείνιασαν. Κι ένα χρυσό πρόσωπο, άγνωστο και
φωτεινό με κλειστά τα μάτια, σχηματίστηκε πάνω στις οθόνες όλων των ανοικτών
τηλεοράσεων του κόσμου!
Η ανάσα όλων κόπηκε εκείνη την μοναδική στιγμή κι όλη
η πλάση βυθίστηκε σε μια ατέλειωτη σιγή. Για κλάσματα του δευτερολέπτου θαρρείς
κι η Γη σταμάτησε τον μοναχικό της χορό, παρατηρώντας απορημένη το ανεπανάληπτο
γεγονός που βρισκόταν σε εξέλιξη. Τι μυστήριες δυνάμεις αποφάσισαν να
κονταροχτυπηθούν πάνω στο πρόσωπό της σήμερα;
-Κύριε πρόεδρε, ελάτε γρήγορα. Κάτι απίθανο συνέβη,
φώναξε έντρομος ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, χτυπώντας ακατάπαυστα την πόρτα
και ξυπνώντας τον από τον εύθραυστο και χωρίς όνειρα ύπνο του.
Κατέβηκε βρίζοντας στο υπόγειο κέντρο επιχειρήσεων με
τις πιτζάμες του, χωρίς να δώσει σημασία στο χλωμό, αμίλητο και φοβισμένο πρόσωπο
του συνεργάτη του. Δεν αντιλήφθηκε καν το τρέμουλο των χεριών του και τον
ιδρώτα που κατέβαινε σαν καταρράκτης στα μηλίγγια του. Μπήκε στην αίθουσα με
τους υπολογιστές και όλοι γύρισαν, καθώς στεκόταν όρθιοι να τον κοιτάξουν. Μόνο
για μια στιγμή, γιατί μετά ξαναστράφηκαν αργά, στο μωσαϊκό που σχημάτιζαν οι
δεκάδες οθόνες, σαν υπνωτισμένοι.
Στράφηκε κι αυτός και είδε. Δεν έδωσε σημασία εκείνη
την στιγμή στο γεγονός ότι οι περισσότερες οθόνες, αυτές που μέχρι πριν από
λίγο έδειχναν εικόνες από τους δορυφόρους, ήταν μαύρες λες και κάποιος τις είχε
απενεργοποιήσει. Το μυαλό του άγγιξε τα όρια της απόγνωσης όταν είδε το χρυσό
πρόσωπο σε σκοτεινό φόντο στην κεντρική οθόνη. Άνοιξε τα χείλη του, ήθελε να
μιλήσει, να ρωτήσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αν ήταν ξύπνιος ή αν κοιμόταν ακόμη
κι ένας τρομακτικός εφιάλτης αποφάσισε να τον επισκεφτεί απόψε, αλλά άχνα δεν
βγήκε από μέσα. Μόνο μια μικρή ανάσα, λίγος αέρας εγκλωβισμένος στα πνευμόνια
του, που έπαψαν να λειτουργούν καθώς το μυαλό του πάλευε να συγκρατήσει τα λογικά
του.
Η έλλειψη οξυγόνου τον έκανε να ζαλιστεί και το μυαλό
του βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε και πήρε και πάλι μπρος. Παραπάτησε για λίγο
και πιάστηκε από μια καρέκλα, στρέφοντας το βλέμμα του χαμηλά. Κανείς δεν σκέφτηκε
να τον βοηθήσει, ένας δυο γύρισαν αδιάφορα το κεφάλι τους, όλοι κοιτούσαν
μαγεμένοι το ακίνητο φωτεινό πρόσωπο. Ο πρόεδρος πήρε μερικές βαθιές ανάσες με
κλειστά τα μάτια. Τελικά, κατάφερε να σταθεί όρθιος κοιτώντας κι αυτός μαζί με
τους υπόλοιπους, σαν μαγεμένος, την απίστευτη εικόνα.
Εκατομμύρια σκέψεις ξεπήδησαν, αλλά μια κυριάρχησε
πάνω απ’ όλες. Ήταν σίγουρος σε ποιον ανήκε αυτό το πρόσωπο. Όλοι ήταν
σίγουροι. Βρήκε το κουράγιο να αρθρώσει λίγες λέξεις.
-Πότε εμφανίστηκε;
-Πριν από λίγα λεπτά, απάντησε άψυχα ο Σύμβουλος. Σχεδόν
αμέσως αφού χάσαμε κάθε επαφή με τους δορυφόρους μας, πρόσθεσε για να σκοτώσει
βάναυσα και με απίστευτη αγριότητα και την τελευταία ελπίδα που σπαρταρούσε μες
την ψυχή του προέδρου, την σταθερή ελπίδα που χάθηκε στο σκοτάδι μ’ ένα υπόκωφο
ήχο αφρού που σκάει στα βάθη.
-Θεέ μου, βοήθα μας, ψιθύρισε απεγνωσμένος μέσα απ’ τα
δόντια του.
21
Ο Πλάτων ένιωθε το κορμί του, αυτό το πανίσχυρο σώμα που δεν ήταν παρά μια λανθάνουσα κραυγή αγωνίας
και λαχτάρας να κατακλύζεται από την Δύναμη. Μια Δύναμη, άγρια και φωτεινή, που
ανάβλυζε έντονα μέσα απ’ τα μπράτσα του και τις παλάμες του ρέοντας ακατάπαυστα
στην χρωματιστή σφαίρα. Μια Δύναμη που δεν ήξερε πόσο θα μπορούσε να την
ελέγξει, να την αντέξει, αλλά η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, χτυπούσε σαν να
μιλούσε. Το κορμί του δεν ένιωθε κούραση, παρά μια αδιόρατη αγωνία για την
συνέχεια. Έχοντας τα μάτια ακόμη κλειστά, αισθάνθηκε ικανοποίηση για το πρώτο
βήμα της τελικής πράξης του έργου του. Όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιο της
Σκιάς. Οι μηχανές του ήταν απολύτως λειτουργικές και περίμεναν, ενώ ο εχθρός ήταν
τυφλός και τρομαγμένος. Όφειλε μόνο μια τελευταία λέξη στον κόσμο, πριν
ξεκινήσει το μακάβριο έργο του κι αυτό γιατί ήξερε ότι πρέπει να είσαι Θεός για
τις μάζες, για να μπορείς να τις κυβερνάς, αλλιώς δεν είσαι τίποτα!
Άνοιξε τα λαμπερά του μάτια, ακτινοβολώντας πάνω στις
σκοτεινές μηχανές, που περίμεναν υπάκουα, και την ίδια στιγμή, όλοι σχεδόν οι τηλεθεατές
στον πλανήτη πισωπάτησαν τρομαγμένοι. Το φωτεινό πρόσωπο στις οθόνες τους άνοιξε
τα μάτια του κι αμέσως μετά τους μίλησε. Έμειναν έντρομοι, αλλά με ένα
απροσδιόριστο αίσθημα ασφάλειας, προσηλωμένοι στην οθόνη. Άκουσε ο καθένας στην
γλώσσα του τα εξής λόγια, βγαλμένα απ’ το υπέροχο μυαλό του:
-Συμπολίτες μου, στο μικρό παγκόσμιο χωριό μας, στον
γαλάζιο πλανήτη μας, σας χαιρετώ! Ο ήλιος ανατέλλει στην μικρή μου χώρα και
μαζί του μια Νέα Εποχή ξημερώνει για τον άνθρωπο. Οι συνθήκες χάους κι ανισορροπίας
που έχουμε δημιουργήσει σαν είδος σύντομα θα αποτελέσουν παρελθόν και μια νέα
τάξη θα γίνει πραγματικότητα. Ο πόλεμος ανάμεσα στους ανθρώπους θα τερματιστεί.
Όλες του οι μορφές! Τόσο ο πόλεμος μεταξύ εθνών για την παγκόσμια κυριαρχία με
την χρήση όπλων, όσο και ο πόλεμος από άνθρωπο σε άνθρωπο με την απάνθρωπη
εμπορευματοποίηση θα αποτελέσουν ένα μίζερο παρελθόν, οδηγό για ένα ένδοξο
μέλλον! Ο ανθρώπινος πολιτισμός βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, στην κόψη
της αβύσσου, όπου το τέρας της ανυπαρξίας περιμένει με αγωνία την πτώση μας. Θα
το επιτρέψουμε; Όχι! Υπάρχει άλλος δρόμος; Ναι, βροντοφωνάζουν με πάθος οι
αναρίθμητες γενιές ανθρώπων, που ξέφυγαν από τον πίθηκο, που πλάστηκαν πάνω στην γη, από λάσπη, φυτά και ζώα. Αυτός
είναι ο δρόμος μου κι αυτός είναι ο δρόμος που παίρνει από σήμερα ολόκληρη η
ανθρωπότητα. Ο δρόμος της σύνθεσης, της συναδέλφωσης, της συμμοιρασιάς όλων των
αγαθών, υλικών και πνευματικών. Η ανάγκη των συνανθρώπων μας, η ανάγκη των
αδελφών μας, πρέπει να είναι το μόνο μέτρο για την δράση μας απέναντι στον
εφησυχασμό μας. Γιατί μόνο η σύνθεση μπορεί να διώξει το χάος και να επιβάλλει
την τάξη, μόνο με την συναδέλφωση θα κατακτήσουμε την δικαιοσύνη, χωρίς την
οποία δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη. Και χωρίς ειρήνη δεν μπορεί να υπάρξει ο ανθρώπινος
κόσμος. Ακόμη χειρότερα, έχουμε σήμερα την τρομακτική δύναμη να καταστρέψουμε
ολόκληρο τον πλανήτη κι όλη την μαγεία και την ομορφιά της ζωής, που με τόσο
κόπο και θάλασσες από αίμα έχτισε η φύση πάνω στην Γη μας! Μια αιώνια ειρήνη
πάνω στην Γη είναι ο σκοπός μου και το μέσο για αυτό, ο μόνος δρόμος, αδέρφια
μου, είναι η καταστροφή των μηχανών του πολέμου. Μια τελευταία πράξη χάους και
θανάτου για να οδηγηθούμε στην τάξη και την ζωή, είπε κι όλος ο κόσμος έμεινε
άφωνος, ακούγοντας το φωτεινό πρόσωπο να τους μιλάει, στον καθένα τους
προσωπικά και σ’ όλους μαζί, λέγοντας ταυτόχρονα λόγια σοφά και λόγια που
προμήνυαν έναν τρόμο πέρα από κάθε φαντασία. Λόγια που μύριζαν θάνατο από
χιλιόμετρα μακριά.
-Έχω τον απόλυτο έλεγχο τριών μηχανών, των πιο φονικών
μηχανών, που δημιούργησε το ανθρώπινο είδος, πιο ισχυρών από όλα μαζί τα όπλα
που κατασκευάστηκαν ποτέ. Τις ονομάζω Καταστροφείς, γιατί με αυτές θα καταστρέψω
κάθε όπλο πάνω στην Γη, σε κάθε σημείο της και στο οποιοδήποτε κράτος. Θα
καταστρέψω τα πυρηνικά σας και τα χημικά σας, τα μαχητικά αεροπλάνα σας και τα
υποβρύχια σας, θα συντρίψω κάθε θέληση αντίστασης. Δεν θα επιδείξω καμιά ανοχή!
Όποιος με πολεμήσει, είναι εναντίον μου κι όποιος είναι εναντίων μου, θα
πεθάνει. Όλοι οι ηγέτες που θα
εναντιωθούν στον πανανθρώπινο αγώνα μου, σύντομα θα αντικρίσουν τις συνέπειες
των έργων τους κι ένας σύντομος θάνατος θα φαντάζει στα κουτοπόνηρα μάτια τους
σαν ευλογία. Η Ημέρα της Κρίσης τους έφτασε! Είμαι γηραιότερος από τον Χώρο και
τον Χρόνο, γιατί κατέκτησα την απόλυτη συνείδηση και τώρα τα μέλλον θα γεννηθεί
από μένα. Είμαι ο μόνος Κύριος του κόσμου μέσα μου …τώρα θα γίνω Κύριος και του
εξωτερικού κόσμου! Συγχωρείστε με, αδέρφια μου, είπε τελικά μαλακώνοντας η φωνή
και το φωτεινό πρόσωπο εξαφανίστηκε από τις οθόνες, τόσο απρόσμενα, όσο είχε
εμφανιστεί.
Έγιναν εντελώς μαύρες ξανά και η απότομη λειτουργία
των καναλιών, εικόνες ειδήσεων, διαφημίσεις, διάφορα σπορ, ξύπνησαν τα αποχαυνωμένα
μυαλά των τηλεθεατών τους. Κούνησαν τα κεφάλια τους δεξιά αριστερά, απορώντας
αν αυτό που βίωσαν ήταν αλήθεια ή ψέματα, ένα παιχνίδι του μυαλού τους.
Ο πρόεδρος ένιωσε τα μάτια των συνεργατών του, λες και
ήταν χιλιάδες μάτια, τα μάτια όλου του κόσμου, που τον κοίταζαν άλλα καχύποπτα
κι άλλα με αγωνία, να συνωστίζονται πάνω του. Δεν υπήρχε επιστροφή πλέον. Η
ίδια του η ζωή κρέμονταν από μια κλωστή και ο απόλυτος τρόμος έκανε την επιβίωσή του την απόλυτη προτεραιότητα του εκείνη την
στιγμή.
-Εξαπολύστε μαζική επίθεση εναντίων του τώρα, ούρλιαξε
απεγνωσμένος. Κάθε αεροπλάνο, κάθε πύραυλος, κάθε σφαίρα, κάθε διαθέσιμη μονάδα
πρέπει να κατευθυνθεί εναντίων του, έστω και χωρίς την καθοδήγηση των
δορυφόρων. Προσπαθήστε να επικοινωνήσετε με τους Συμμάχους μας με τις
συμβατικές κι ασφαλείς γραμμές τηλεφωνίας. Πρέπει όλοι μαζί να προσπαθήσουμε να
τον σβήσουμε από τον χάρτη, είπε ξέπνοος και ξαφνικά φαινόταν γερασμένος, και σίγουρα
τόσο φοβισμένος, όσο ποτέ άλλοτε στην ζωή του.
22
Εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν αυθόρμητα στους δρόμους,
σε κάθε πόλη και χωριό σε όλο τον κόσμο. Άνθρωποι που στα λόγια του Πλάτωνα
άκουσαν τις βαθύτερες επιθυμίες τους, λόγια που και η ίδια η καρδιά τους θα
φώναζε δυνατά, αν μπορούσε να μιλήσει. Οι ίδιοι άνθρωποι, που έλπιζαν σ’ αυτόν,
απ’ όταν άκουσαν για την ύπαρξή του χόρευαν, τραγούδαγαν και κοιτούσαν ψηλά. Δεν
περίμεναν τα τηλεοπτικά κανάλια να τους ενημερώσουν. Προσδοκούσαν να
αντικρίσουν τους τρεις αγγέλους του θανάτου ζωντανά πάνω απ’ τα κεφάλια τους, την
ώρα που τελούσαν το κοσμοϊστορικό τους έργο.
Το κλίμα ήταν εντελώς διαφορετικό στις αίθουσες της
κυρίαρχης εξουσίας του πλανήτη. Ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος είδε με τρόμο την οθόνη
που αντανακλούσε στα μάτια του το φωτεινό πρόσωπο του Αντίχριστου. Άκουσε τα
λόγια του κι ένας αηδιαστικός τρόμος, που ένιωθε παντού μέσα του, κυρίευσε την
βρώμικη καρδιά του. Η ώρα της κρίσης είχε φτάσει λοιπόν κι αυτός, ο
Αντίχριστος, θα κατακτούσε τον πλανήτη. Δεν είχε άλλο καταφύγιο να στραφεί,
εκτός απ’ το τελευταίο. Γονάτισε μπρος την εικόνα της Παρθένου, που κρατούσε στην
ζεστή αγκαλιά της τον μικρό Χριστό. Προσευχήθηκε με όλη του την δύναμη της ψυχής
του να τον σώσουν από το αιμοδιψές Θηρίο. Το πρωινό που θα ξημέρωνε θα τον
έβρισκαν νεκρό, η καρδιά του δεν θα άντεχε μπρος τις εικόνες της παντοδυναμίας
του και θα έσκαγε μες το στήθος του απ’ τον απερίγραπτο φόβο!
Οι μεγαλοτραπεζίτες, οι πετρελαιάδες και οι εκπρόσωποι
των υπόλοιπων παγκόσμιων οικονομικών συμφερόντων είχαν δώσει κάθε ίχνος της
ενέργειάς τους, ποτισμένη από ένα άσβηστο μίσος και φόβο, ώστε να πείσουν όλες
τις κυβερνήσεις να εναντιωθούν με κάθε τρόπο στον καταστροφέα του σύγχρονου
τρόπου ζωής των ανθρώπων και κυρίως στον καταστροφέα των αμύθητων περιουσιών
τους. Οι περισσότερες προσπάθειες τους στέφθηκαν από επιτυχία, όχι όμως όλες!
Αρκετοί πολιτικοί διέκριναν την αλήθεια στα λόγια του
Πλάτων και όχι μια απειλή για την υποδούλωση τους. Λίγοι άνθρωποι που είδαν
μπροστά τους την χρυσή ευκαιρία που περίμεναν σε όλη τους την ζωή. Μια ευκαιρία
για την οποία θα έφταναν ακόμη και στον φόνο! Στον φόνο των τεράτων που νόμιζαν
ότι με τα λεφτά τους θα εξαγόραζαν τα πάντα. Αυτό ήταν μια πικρή αλήθεια για
τους περισσότερους ανθρώπους, αλλά ευτυχώς όχι για όλους. Ελάχιστοι ξεχώριζαν
σαν τα λίγα αστραφτερά διαμάντια μέσα σε τόνους κάρβουνου!
Ο πρωθυπουργός άκουσε με ικανοποίηση τον Πλάτων και
περίμενε υπομονετικά. Η καταιγίδα θα ξεσπούσε σύντομα και όλα ήταν στο χέρι του
πλέον. Ενημερώθηκε από τους συνεργάτες του ότι ο Οδυσσέας αναχώρησε μόλις ξημέρωσε
και κατάλαβε ότι πήγε κοντά του. Δεν γνώριζε το γιατί, αλλά αισθάνθηκε όμορφα,
γαλήνια, γιατί ο Πλάτωνας δεν θα ήταν μόνος του. Δεν θα αντιμετώπιζε όλο τον
κόσμο ολομόναχος, αποκομμένος κι εξόριστος από τους ανθρώπους, αλλά με την συντροφιά
ενός ανθρώπου, που συμβόλιζε όλους όσους ήταν έτοιμοι να κάνουν το μεγάλο
ταξίδι που τους υποσχέθηκε. Ένα ταξίδι στην περιπέτεια και το μυστήριο, χωρίς
να ψάχνουν θησαυρούς άλλους από τους θησαυρούς της ψυχής!
Η Νεφέλη κρατούσε σφιχτά το χέρι της μητέρας της μέχρι
την στιγμή που είδε το φωτεινό πρόσωπο του αγαπημένου της στην οθόνη της
τηλεόρασης. Εκείνη την μοναδική στιγμή ξέχασε παντελώς τους πόνους που
συνεχίζονταν με αυξανόμενη ένταση κι αφέθηκε στο φως που ρουφούσαν τα μάτια
της. Καθώς είδε το φωτεινό πρόσωπο να σχηματίζεται αργά πάνω στο σκοτάδι της
οθόνης αποκόπηκε από τα πάντα γύρω της κι έμεινε πραγματικά μόνη της, σαν να βρισκόταν
σε μια τεράστια φούσκα, αυτή και η μελαγχολία της.
Ένιωθε λες και μια μηχανή του χρόνου την γύρισε για
λίγο πίσω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, σε εκείνη την πρώτη φορά που έκαναν
έρωτα. Πόσο ευτυχισμένη είχε νιώσει τότε; Η καρδιά της είχε πλημμυρίσει από την
κατακλυσμιαία ηδονή κι αδυνατούσε να δεχτεί άλλη ευτυχία. Ο Πλάτων την κοιτούσε
με τα καταγάλανα μάτια του κι αυτή κόντευε να πνιγεί μέσα τους. Να χαθεί για
πάντα από την πραγματικότητα και το μυαλό της να σαλέψει, να παγιδευτεί σ’ αυτή
την στιγμή του χρόνου για όλη την αιωνιότητα.
Τα ίδια μάτια, χρυσά τώρα σαν ποτάμι από μέλι, την
κοιτούσαν και υπόσχονταν έναν κόσμο που θα άγγιζε εκείνη την μοναδική
αντανάκλαση του παράδεισου που είχε νιώσει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ένας
καινούριος θαυμαστός κόσμος θα γεννιόταν από τις στάχτες του παλιού! Χαμογέλασε
θλιμμένα αδυνατώντας να ακούσει την μητέρα της που της μιλούσε. Βλέποντας τα
χείλη της να χορεύουν ασυνάρτητα, το μόνο που σκέφτηκε ήταν ότι ο Πλάτων θα
κρατούσε την υπόσχεσή του και θα έφτιαχνε έναν καλύτερο κόσμο για το παιδί
τους, για τα παιδιά όλου του κόσμου. Δεν άκουσε φωνή άλλη από αυτήν της καρδιάς
της. Σπαρακτικά, κλαμένη σιγοψιθύριζε στην Νεφέλη το μεγάλο μυστικό. «Το τέλος
κι η αρχή είναι κοντά!»
23
Ο Πλάτων ξεκίνησε το τελευταίο ταξίδι του πάνω στη Γη.
Με όχημα τις μηχανές της καταστροφής θα γύριζε όλο τον κόσμο, εξαφανίζοντας
κάθε όπλο μαζικής καταστροφής, κάθε στρατόπεδο, κάθε σατανικό μυαλό που τα χειριζόταν.
Οι πληροφορίες που είχε πάρει από τους δορυφόρους ήταν παραπάνω από αρκετές για
να εξαφανίσει κάθε μέταλλο που τρέφεται αποκλειστικά με ανθρώπινη σάρκα. Ο
υπεράνθρωπος εγκέφαλός του ήξερε όλες τις τοποθεσίες, φανερές και κρυφές,
υπόγειες και υπέργειες, στην στεριά και την θάλασσα, γνώριζε τι υπήρχε σε κάθε
χιλιοστό του πλανήτη.
Έχοντας στην διάθεσή του τους κατειλημμένους, απ’ την
σκέψη του, στρατιωτικούς και τηλεπικοινωνιακούς δορυφόρους, οι μηχανές προβολής
που βρισκόταν πάνω απ’ την καμπίνα άνοιξαν ταυτόχρονα και δημιούργησαν μια
τρισδιάστατη εικόνα μπροστά του. Ολόκληρη η Γη έστεκε μπρος τα μάτια του κι
αυτός θα έβλεπε σε ζωντανή μετάδοση ακόμη και την παραμικρή κίνηση των εχθρών
του, ενώ αυτοί όντας τυφλοί και μουγκοί χωρίς τους δορυφόρους τους έστελναν σε
μια κίνηση απελπισίας όλα τα αεροπλάνα που είχαν στην διάθεσή τους εναντίων
του. Το μόνο που γνώριζαν με σιγουριά ήταν ότι αυτός βρισκόταν στο ψηλότερο κτίριο
της Αθήνας και εκεί κατευθυνόταν οι ορδές των μαχητικών τους. Τρία κύματα από εκατοντάδες
αεροπλάνα από βορρά, δύση και νότο πλησίαζαν την Ελλάδα και σε λίγο θα έμπαιναν
στον εναέριο χώρο της. Κινούμενα με την μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα ακούγονταν
σαν κεραυνός, σαν βήματα γιγάντων που θα κατέστρεφαν τα πάντα στο πέρασμά τους.
Ακόμη περισσότερα είχαν ξεκινήσει από τις μεγάλες
δυνάμεις, από κάθε σημείο του πλανήτη και ορμούσαν να βοηθήσουν. Σαν χιλιάδες
σφήκες που έχουν εντοπίσει τον επικίνδυνο εισβολέα τους κι επιτίθενται κατά
κύματα, έβλεπε στην τρισδιάστατη εικόνα ο Πλάτων τις κουκκίδες των μαχητικών.
Οι Καταστροφείς πήραν εντολή και ξεκίνησαν. Εξαφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά από
τον γυάλινο πύργο όπου έστεκαν σαν αγάλματα, αφήνοντας πίσω τους μια αμυδρή
σκοτεινιά. Η κάθε μία κατευθύνθηκε σε διαφορετικό στόχο για να αντιμετωπίσουν
τα τρία πρώτα κύματα. Σε λίγα δευτερόλεπτα βρισκόταν και οι τρεις απέναντι στα σμήνη
των μαχητικών, ενώ η αεροπορία της γείτονος Τουρκίας ξεκίνησε την δική της
μαζική επίθεση από τα ανατολικά.
Οι πιλότοι των μαχητικών διέκριναν, καθώς πλησίαζαν
στον εναέριο χώρο της Ελλάδας, μια μαύρη κουκκίδα να στέκεται ακίνητη στον πεντακάθαρο,
γαλάζιο ουρανό λίγα χιλιόμετρα μακριά. Τα ραντάρ τους δεν την εντόπισαν όντας
αόρατη για αυτά. Τα μαχητικά, παρατεταγμένα σε ευθεία γραμμή, πλησίαζαν
καταμέτωπο την κουκκίδα, η οποία διαρκώς μεγάλωνε μέχρι που αντιλήφθηκαν περί
τίνος πρόκειται. Μια γιγάντια, μαύρη σαν τον θάνατο, ιπτάμενη μηχανή έστεκε εντελώς
ακίνητη και τους περίμενε. Στα επόμενα λίγα δευτερόλεπτα θα υποδεχόταν τους
απρόσκλητους επισκέπτες.
Ο επικεφαλής της αποστολής πήρε την απόφαση που του
υπαγόρευσε ο τρόμος και το ουρλιαχτό του μυαλού του. Έδωσε εντολή και όλα τα
μαχητικά έστειλαν χειροκίνητα από δυο πυραύλους εναντίων της. Τα δευτερόλεπτα
έμοιαζαν ατελείωτα μέχρι να φτάσουν οι εκατοντάδες ισχυροί πύραυλοι στο σημείο
του στόχου τους, ο ιδρώτας πότιζε την στολή των πιλότων κι ο φόβος την ύπαρξή
τους. Ένιωθαν έναν απίστευτο τρόμο για το πρωτόγνωρο θέαμα και το μυαλό τους
ήταν γεμάτο αμφιβολίες.
Κι όμως μια τεράστια έκρηξη συνέβη όταν όλοι μαζί οι πύραυλοι,
ικανοί να εξαφανίσουν συθέμελα ένα χωριό, εξερράγησαν σχεδόν ταυτόχρονα. Οι
τεράστιες φλόγες, οι καπνοί και τα θραύσματα έκρυψαν τον ήλιο για λίγο και
καθώς διαλύονταν σιγά σιγά και το τοπίο καθάριζε, η ελπίδα ότι ίσως τα είχαν
καταφέρει συντρίφθηκε μέσα τους. Πίσω απ’ τα απομεινάρια της έκρηξης η μαύρη
μηχανή, που τώρα ήταν τόσο κοντά και φαίνονταν ξεκάθαρα, παρέμενε ακίνητη.
Ανέπαφη κι αγέρωχη λες και δεν την άγγιξαν ποτέ. Δεν είχαν αντιληφθεί ότι οι
πύραυλοί εξερράγησαν πάνω στην μαγνητική ασπίδα της μηχανής, η οποία την
περιέβαλλε. Το μόνο που κατάφεραν χωρίς να το συνειδητοποιήσουν ποτέ ήταν η
πρόκληση μόνο μιας μικρής απώλειας ισχύος. Μια απώλεια που αναπληρώθηκε άμεσα
καθώς η μηχανή ρουφούσε άπληστα τις φωτεινές ακτίνες του ήλιου.
Μια εκτυφλωτική, στιγμιαία λάμψη της μηχανής έσβησε
απότομα πάνω στο σκοτεινό μεταλλικό της σώμα και οι πιλότοι έντρομοι έκαναν
μανούβρες αποφυγής πλησιάζοντας επικίνδυνα πάνω της για να αποφύγουν την
συντριβή. Κάποιοι είδαν από πολύ κοντά τώρα τα κόκκινα μάτια της, που γυάλιζαν
πάνω στο απόλυτο σκοτάδι της. Δεν πρόλαβαν να κάνουν ούτε τον σταυρό τους όταν
μια κόκκινη δέσμη φωτός πετάχτηκε ξαφνικά από τα μάτια της. Ακολούθησαν κι
άλλες, σαν ριπή πολυβόλου. Οι δεκάδες κόκκινες ακτίνες χτύπησαν τα μαχητικά το
ένα μετά το άλλο προκαλώντας την έκρηξη του καθενός. Λίγα πρόλαβαν και πέρασαν
δίπλα της, μέσα από πλήθος συντριμμιών και φωτιάς. Ο Καταστροφέας γύρισε γοργά
και αποτέλειωσε την δουλεία του, καθώς οι πιλότοι οδηγούσαν απελπισμένοι τα
μαχητικά τους όσο πιο μακριά μπορούσαν από τον θάνατο. Αυτός τους πρόλαβε
εύκολα με την μορφή κόκκινων δεσμίδων φωτός τρομακτικής ισχύος, σαν δράκος
βγαλμένος από κάποιο σκοτεινό παραμύθι.
Ο ουρανός φλεγόταν κι έβρεχε κομμάτια από μέταλλο,
φωτιά και σάρκες. Οι άνθρωποι στην Ελλάδα, που αντίκριζαν το θέαμα αισθάνθηκαν
την απόλυτη παντοδυναμία του Πλάτων. Αργότερα θα τον λάτρευαν σαν Θεό, προς το
παρόν όμως οι δυο Καταστροφείς επέστρεψαν και στοιχήθηκαν ξανά μπροστά στον
Πλάτων. Ο τρίτος άργησε λίγο ακόμη, όσο χρειαζόταν για να εξοντώσει την
αεροπορία της γείτονος, που εκμηδενίστηκε το ίδιο γρήγορα με τις άλλες. Ο
Πλάτων ένιωσε μια απίστευτη ικανοποίηση να τον πλημμυρίζει. Το μυαλό του είχε
καταφέρει ήδη τόσα πολλά και ο στόχος φαίνονταν στον ορίζοντα, πιο εφικτός από
ποτέ.
Δεν έδωσε σημασία στην ξαφνική ακόρεστη δίψα που
αισθάνθηκε στο σώμα του και στο ελαφρό τρέμουλο των χεριών του. Ήταν στιγμιαίο και
αναμενόμενο. Όφειλε να συνεχίσει πάση θυσία. Το μυαλό του κίνησε τα νήματα με
γρανιτένια αποφασιστικότητα και οι Καταστροφείς ξεκίνησαν και πάλι.
Ο Οδυσσέας σιγουρεύτηκε
ότι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά, όταν είδε ότι το ασανσέρ δεν λειτουργούσε.
Κατάλαβε αμέσως ότι κάποιος το είχε μπλοκάρει, πιθανόν στον τελευταίο όροφο,
και ήξερε με βεβαιότητα ποιος ήταν αυτός. Νιώθοντας την καρδιά του να
ξεχειλίζει μεμιάς ατσάλινη αποφασιστικότητα ξεκίνησε την ανάβαση με άλματα. Ανέβαινε
ασταμάτητα για ώρα, σε κάποιες στιγμές νόμιζε ότι βίωνε την αιώνια επανάληψη, τα
σκαλιά τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε και καθώς πλησίαζε στο τέρμα τα
πνευμόνια του ούρλιαζαν για οξυγόνο.
Οι δυο φύλακες προσπαθούσαν
να τον ακολουθήσουν από κοντά, αλλά αναγκάστηκαν να κάνουν μια στάση, γιατί θα
λιποθυμούσαν. Απλώθηκαν στα σκαλιά για λίγα λεπτά να πάρουν δυο ανάσες, να
τροφοδοτήσουν τα κύτταρά τους με οξυγόνο και το στεγνό τους στόμα προσπάθησε να
αρθρώσει δυο κουβέντες, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Οδυσσέας χάθηκε γρήγορα και το μόνο
που άκουσαν ήταν μια μεταλλική πόρτα να κλείνει με θόρυβο λίγους ορόφους
παραπάνω.
Ο Οδυσσέας σωριάστηκε πάνω στην τελευταία πόρτα, στον
τελευταίο
όροφο που οδηγούσαν τα σκαλιά. Έπεσε κάτω ενώ η καρδιά του παλλόταν ασταμάτητα
και το στήθος του φούσκωνε και ξεφούσκωνε, σαν βάτραχος σε περίοδο ζευγαρώματος.
Φοβήθηκε ότι θα έσκαγε και τα σωθικά του θα μετατρεπόταν σε κιμά. Μόλις λίγα
δευτερόλεπτα κράτησε αυτή η σκέψη, γιατί αντικαταστάθηκε χωρίς προειδοποίηση
από μια άλλη.
Στάθηκε στα γόνατα και κοιτώντας γύρω του κατάλαβε έντρομος
ότι δεν βρισκόταν στον τελευταίο όροφο. Σηκώθηκε αργά με το μυαλό του να
αδυνατεί να σκεφτεί λογικά, δεν μπορούσε με τίποτα να χωνέψει το σχεδιάγραμμα
που είδε στον τοίχο. Αυτό ενημέρωνε κάθε ενδιαφερόμενο ότι βρισκόταν στον τεσσαρακοστό
ένατο όροφο και ότι για να πάει στον τελευταίο έπρεπε υποχρεωτικά να
χρησιμοποιήσει το ασανσέρ, μιας και τα τελευταία σκαλιά δεν είχαν προλάβει να
κατασκευαστούν.
« Τι στο διάολο; Μα ποιος ηλίθιος… Γιατί;» Οι
σκέψεις ακολούθησαν η μια την άλλη καθώς το οξυγόνο έτρεφε το διψασμένο κορμί
του κι ένα δάκρυ απόγνωσης στάθηκε στον γκρεμό των ματιών του.
Περιφέρθηκε σαν χαμένος για λίγο στον διάδρομο, ώσπου κάθισε σε μια καρέκλα
έξω από την είσοδο των ημιτελών γραφείων του προτελευταίου ορόφου. Απέναντι του
η μοντέρνα, δίφυλλη πόρτα του ασανσέρ ήταν ερμητικά κλειστή. Ένιωσε την
απόγνωση να τον κυριεύει. Ήταν ανήμπορος για μια ακόμη φορά. Την στιγμή που
όφειλε να είναι στο πλευρό του Πλάτων, ακριβώς όταν θα έπρεπε να φυλάει τα νώτα
του από κάθε κίνδυνο, αυτός βρισκόταν τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά. Το δάκρυ
αφέθηκε και γλίστρησε κάνοντας σκι στο ιδρωμένο του πρόσωπο. Ένα ακόμη πήρε θέση,
κι άλλα πολλά θα γλιστρούσαν στην συνέχεια και για ώρα καθώς θα έκλαιγε
απεγνωσμένος, μέχρι που η πίστα έκλεισε απότομα από μια σταγόνα ελπίδας.
Ο Οδυσσέας διέκρινε δίπλα από την πόρτα του ασανσέρ
μια ρωγμή στον άβαφο τοίχο. Σκέφτηκε ότι όπως όλα τα σύγχρονα, πολυώροφα κτίρια,
έτσι κι αυτό πρέπει να χωρίζεται με γυψοσανίδες. Έτρεξε στον τοίχο και τον
χτύπησε απαλά με την γροθιά του. Ένας υπόκωφος θόρυβος πιστοποίησε αυτό που
φαντάστηκε. Γύρισε τρέχοντας πίσω στην μεταλλική καρέκλα και την σήκωσε στα
χέρια του. Χρησιμοποιώντας τα μεταλλικά της πόδια πήρε φόρα και χτύπησε με όλη
του την δύναμη την ρωγμή στον τοίχο. Σαν χάρτινος πύργος, ο τοίχος σκίστηκε στα
δυο και ο Οδυσσέας συνέχισε με μανία να τον χτυπάει. Έβγαλε όλον τον θυμό του
και τις καταπιεσμένες επιθυμίες του σχηματίζοντας μια τρύπα, ψηλή όσο αυτός,
ακριβώς δίπλα στο ασανσέρ.
Έβαλε το κεφάλι του μέσα και είδε την καμπίνα του
ασανσέρ να στέκεται λίγα μέτρα, τέσσερα-πέντε το πολύ, πιο ψηλά κρεμάμενη από
δεκάδες χοντρά καλώδια. Έκανε το
στιγμιαίο λάθος να κοιτάξει προς τα κάτω και αντίκρισε το σκοτεινό κενό όσο
μπορούσαν να δουν τα μάτια του. Φόβος και ίλιγγος τον κατέκλυσαν ζαλίζοντας τον
και άρπαξε γερά με τα δυο του χέρια τον τοίχο. Τραβήχτηκε πίσω στην ασφάλεια
του διαδρόμου, παρατηρώντας την σκοτεινή τρύπα.
Οι φύλακες έφτασαν τελικά μετά από λίγο, μπήκαν
λαχανιασμένοι στον προτελευταίο όροφο και έπεσαν στα γόνατα. Προσπαθώντας να
συνέλθουν τον είδαν ακίνητο να στέκεται προβληματισμένος μπροστά στον τοίχο.
Μόνο πλησιάζοντας τον, ακόμη λαχανιασμένοι, διέκριναν την τεράστια τρύπα. Ευθύς
μόλις τους αντιλήφτηκε ο πολυμήχανος Οδυσσέας σκέφτηκε να επιχειρήσει το
μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να κάνει. Θα σκαρφάλωνε με την βοήθεια των
συρμάτων πάνω από την καμπίνα και θα έμπαινε από το πορτάκι που πρέπει να
είχε στην οροφή της για λόγους συντήρησης.
Έπρεπε να ανέβει περίπου πέντε μέτρα και κυρίως έπρεπε να νικήσει τον φόβο του!
-Κρατήστε με γερά, είπε ιδρωμένος καθώς ο πρώτος
φύλακας τον κρατούσε από την ζώνη του παντελονιού του κι ενώ ο δεύτερος στήριζε
τον πρώτο, σχηματίζοντας ένα ανθρώπινο τρενάκι. Δεν κοιτούσε χαμηλά, γιατί τα
ύψη πάντα του προκαλούσαν ανατριχίλα, παρά μόνο τον στόχο του. Σκεπτόταν ότι
ακόμη κι αν έπεφτε, τουλάχιστον θα είχε προσπαθήσει. Κι αυτό ήταν το μόνο που
είχε σημασία!
-Λίγο ακόμη … λίγο ακόμη, ρε γαμώτο, ψιθύρισε, καθώς
τέντωνε τα χέρια του για να πιάσει το σύρμα που στεκόταν σαν υπνωτισμένο φίδι
δίπλα από την καμπίνα, δυο μέτρα από το σημείο όπου τα πόδια του ακροβατούσαν
στο χείλος του κενού. Κι η τρομερή άβυσσος
από κάτω τον καλούσε, καθώς η απέλπιδα προσπάθειά του θα καρποφορούσε
θριαμβευτικά μετά από λίγες ώρες, όπου πάλευε να αγγίξει, να κρατήσει και να
αναρριχηθεί αργά και με κόπο στο σύρμα και κυρίως παλεύοντας με τους φόβους και
τα όρια του εαυτού του!
24
Ο Πλάτων εκμεταλλευόμενος την απίστευτη ταχύτητα των
Καταστροφέων άρχισε να καταστρέφει κάθε στρατιωτικό οπλισμό, που βρισκόταν στον
δρόμο τους, χωρίς να ανησυχεί για τα αναμενόμενα κύματα μαχητικών αεροσκαφών
που θα έφταναν στην χώρα του. Οι δορυφόροι του είχαν δώσει την ακριβή θέση κάθε
στρατοπέδου και πολεμικής βάσης σε όλο τον πλανήτη.
Θα ξεκινούσε λοιπόν τον παγκόσμιο αφοπλισμό από την
μεγαλύτερη μπαρουταποθήκη του πλανήτη. Την Μέση Ανατολή, που αποτελεί την
διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Δύση και την Ανατολή, το μικρό κομμάτι γης,
όπου οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες διεκδικούν με λύσσα κι όπου αιώνες τώρα
παλεύουν ασταμάτητα για την ολική
επικράτηση η θρησκεία κι ο φονταμενταλισμός με την εκκοσμίκευση. Το μικρό
κομμάτι γης με την τεράστια σημασία, το εύθραυστο δίλημμα ανάμεσα στην πρόοδο
της ανθρωπότητας ή την μεγάλη οπισθοδρόμηση!
Εκεί δέχτηκε την μαζική επίθεση από τον στρατό του
Ισραήλ, χωρίς βεβαίως κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Κάθε πύραυλος και κάθε σφαίρα από τα χιλιάδες που στάλθηκαν
εναντίων του σταμάτησαν πάνω στην μαγνητική ασπίδα του Καταστροφέα, ο οποίος
ταυτόχρονα κατέστρεφε κάθε οπλικό σύστημα ξερνώντας την δαιμονική φωτιά του.
Δεν άργησε να οργώσει την χώρα, κινούμενος με την εξωπραγματική του ταχύτητα
και οι μόνες απώλειες ήταν οι στρατιώτες του Ισραήλ, που τόλμησαν με τις
εντολές των ανωτέρων τους να εναντιωθούν στο αναπόφευκτο. Στο τέλος άφησε πίσω
του μια αποστρατικοποιημένη χώρα, με χιλιάδες νεκρούς κι εκατοντάδες συντρίμμια
να την στολίζουν και έναν λαό, απεγνωσμένο για την τύχη του απέναντι στους
Άραβες.
Ο Καταστροφέας συνέχισε το έργο του σε κάθε χώρα της
Μέσης Ανατολής και τα γέλια των Αράβων για τον διασυρμό του Ισραήλ
αντικαταστάθηκαν γρήγορα από τον θρήνο για το ότι είχε φτάσει και η δικιά τους
σειρά. Έκαναν όμως το αυτονόητο, καθώς διαπίστωναν την αποφασιστικότητα και την
αμεροληψία της ιπτάμενης μηχανής. Οι περισσότερες χώρες δεν αντιστάθηκαν, παρά
έδωσαν εντολή να εκκενωθούν τα στρατόπεδα, δίνοντας το ελεύθερο στην μηχανή να
ολοκληρώσει το έργο της. Ο Πλάτων έβλεπε τις αντιδράσεις των χωρών
στην τρισδιάστατη Γη μπροστά του και ενεργούσε αναλόγως.
Μια χρόνια εστία πολέμων και δυστυχίας απέμεινε στο
τέλος καθαρή, σαν χειρουργικό πεδίο, από κάθε είδους όπλα που μολύνουν, με την
αλαζονεία που γεννούν, τα αδύναμα μπρος τα πάθη μυαλά και οι λαοί της θα
ξεκινούσαν από την αρχή, βασιζόμενοι όχι στην απέλπιδα και βίαιη προσκόλλησή
τους σε κάποια στενά και άκαμπτα συστήματα πεποιθήσεων, αλλά αποκλειστικά στον
διάλογο και των σεβασμό των άλλων για να επιλύσουν ειρηνικά τις όποιες διαφορές
τους.
Ο Καταστροφέας κατευθύνθηκε νότια προς την Αφρική. Είχε
πολύ δουλεία να κάνει στην αιματοβαμμένη ήπειρο. Το πρόσωπο της Αφρικής,
σκαμμένο βαθιά από γενοκτονίες κι αναρίθμητους θανάτους μικρών παιδιών από τα
μεγαλύτερα εξαγώγιμα προϊόντα του δυτικού κόσμου, την πείνα και τα όπλα!
Ταξίδεψε σε κάθε χωριό, σε κάθε ζούγκλα, σε κάθε υποτυπώδη πόλη κι εξόντωσε
καθέναν που κράδαινε αντί για τροφή ή βιβλίο, κάποιο όπλο. Κατέστρεψε τους
πληρωμένους από την δύση αντάρτες, αλλά και τους διεφθαρμένους στρατιώτες. Μόνο
τα μικρά παιδιά, που στρατολογήθηκαν παρά την θέλησή τους, έμειναν ζωντανά και
οι μεγαλύτεροι τα αφόπλισαν γρήγορα, κάτω από τον ίσκιο του δαίμονα που εμφανιζόταν
απρόσμενα πάνω απ’ τα κεφάλια τους κι εξαφανιζόταν το ίδιο εντυπωσιακά. Άφησε
πίσω του χιλιάδες νεκρούς, εστίες φωτιάς, κλάμα και φόβο, αλλά, πάνω απ’ όλα
την ελπίδα. Την ελπίδα ότι ποτέ ξανά στην Αφρική δεν θα χυνόταν δάκρυα κι αίμα
για λόγους τιποτένιους!
Κατευθυνόμενος ο Καταστροφέας τώρα προς την Ασία
σταμάτησε ξαφνικά την στιγμή που μόλις είχε αφήσει την Αφρική. Την ίδια στιγμή,
το ίδιο συνέβη και με τους άλλους δυο Καταστροφείς που επέστρεφαν στην Ελλάδα,
έχοντας καθαρίσει την Ευρώπη από κάθε πολεμική μηχανή των ηγέτιδων δυνάμεων,
υπό το βλέμμα των χιλιάδων οπαδών τους και των εκατομμυρίων αναποφάσιστων
πολιτών. Οι τρεις Καταστροφείς στέκονταν ακίνητοι στον ουρανό, σαν αγάλματα
κάποιου εξωγήινου πολιτισμού.
Κι όλα αυτά γιατί πίσω στον γυάλινο πύργο, ο Πλάτων
αισθάνθηκε μια απίστευτη κόπωση ξαφνικά και γονάτισε εξαντλημένος. Η Δύναμη
έσβησε στα χέρια του και οι ήλιοι σκοτείνιασαν αισθητά μες τα μάτια του. Το
αίμα παλλόταν καυτό μέσα στις φλέβες του, που είχαν φουσκώσει παλεύοντας να
ανταποκριθούν στην επιθυμία του. Δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει ταυτόχρονα σε
όλες τις ενέργειες που καθοδηγούσε μέχρι εκείνη την στιγμή. Αποφασίζοντας άμεσα
η Σκιά διέκοψε το σήμα που μπλόκαρε όλους τους δορυφόρους, δίνοντας πολύτιμες
ανάσες στα κύτταρά του. Έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στην αποστολή των
Καταστροφέων. Σηκώθηκε στα πόδια του και ενεργοποίησε και πάλι την Δύναμη.
Πλέον, δεν θα λάμβανε μόνο αυτός την εικόνα και τις πληροφορίες των δορυφόρων, αλλά
και οι εχθροί του. Έπρεπε να βιαστεί. Οι τρεις Καταστροφείς ξεκίνησαν για την
Υπερδύναμη!
-Μαζική επίθεση με κάθε πύραυλο που διαθέτουμε σε κάθε
γωνιά του πλανήτη. Συνδέστε με με τους συμμάχους, ούρλιαξε με αγωνία ο πρόεδρος
βλέποντας ξαφνικά τις άχρηστες οθόνες να ξαναδίνουν την εικόνα για την οποία
είχαν σχεδιαστεί. Οι δορυφόροι λειτουργούσαν ξανά και μια ελπίδα γεννήθηκε στο
μυαλό του προέδρου ότι ίσως τα κατάφερναν.
Αυτό που συνέβη ήταν δείγμα ότι προφανώς ο Αντίχριστος δεν μπορούσε να
τα βάλλει με όλους, δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει ενάντια σε τόση δύναμη πυρός.
Δεν είχε όμως ιδέα για το πώς πήγαιναν τα πράγματα μέχρι στιγμής!
-Κύριε, κοιτάξτε, είπε θλιμμένος ο Σύμβουλος Ασφαλείας
δείχνοντας με το δάχτυλό του τις εικόνες που έφταναν η μία πίσω από την άλλη,
σκηνοθετώντας μια ταινία τρόμου.
-Τι… Πως… ψέλλισε ο πρόεδρος αντικρίζοντας την Ευρώπη,
την Μέση Ανατολή και την Αφρική να φλέγονται. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι από
στιγμή σε στιγμή, οι στρατιωτικές βάσεις σε όλη την χώρα του θα δεχόταν μια άνευ
προηγουμένου βιβλική επίθεση, που θα άφηνε πίσω της τόσους νεκρούς και συντρίμμια,
που το Περλ Χάρμπορ και η Εντεκάτη Σεπτεμβρίου θα φαίνονταν σαν δυναμιτάκι μπροστά σε πυρηνικό ολοκαύτωμα.
Οι Καταστροφείς ασχολήθηκαν πρώτα με τα πυρηνικά.
Στάθηκε ο καθένας τους ακίνητος πάνω από την έρημο και ξέρασε την δαιμονική
κόκκινη λάβα του, καταστρέφοντας ολοσχερώς τα υπόγεια λαγούμια, όπου φώλιαζαν
οι πυρηνικές κεφαλές. Στην συνέχεια σκούπισαν το πρόσωπο της Υπερδύναμης από
κάθε στρατιωτική βάση και πολεμικό εργοστάσιο. Δεκάδες εστίες φωτιάς
μαρτυρούσαν την απόλυτη συντριβή των όπλων τους και της τεχνολογίας τους κι η
γη άνοιξε τα σπλάχνα της ευχαριστημένη για να καταπιεί τα όπλα των ανθρώπων,
αυτών που σφάζονται μεταξύ τους, αδέρφια όντας, ποιος θα την κάνει κτήμα του. Ο
λαός της Υπερδύναμης αντίκριζε τεράστιες φωτιές και μαύρους καπνούς να
υψώνονται σε όλη την χώρα. Σκηνές της αποκάλυψης ταρακούνησαν τα λογικά τους!
Τα μηνύματα από κάθε γωνιά του πλανήτη άρχισαν επίσης
να βομβαρδίζουν το κέντρο επιχειρήσεων. Το μήνυμα ήταν απλό και ξεκάθαρο. Οι
ιπτάμενες μηχανές έκαναν πράξη τα λόγια του Αντίχριστου. Κατέστρεφαν στο διάβα
τους και την παραμικρή ικανότητα αντίστασης. Αυτές τις μηχανές μπόρεσαν
επιτέλους να δουν στην οθόνη.
-Πρόεδρε, αυτή είναι η τελευταία εικόνα που συνέλαβαν οι
δορυφόροι πριν σταματήσουν να στέλνουν πληροφορίες. Κι είναι επομένως η πρώτη εικόνα που λάβαμε αφού
επαναδραστηριοποιήθηκαν.
Κοιτούσαν έκπληκτοι, σαν μικρά παιδιά που βλέπουν κάτι
πρωτόγνωρο κι εντυπωσιακό, τρία σημεία κατάμαυρα, τρεις ρόμβοι όπως φαίνονταν
από ψηλά, το ένα δίπλα στο άλλο, μπροστά από ένα γυάλινο κτήριο που
ακτινοβολούσε φως.
« Το φως χρησιμοποιεί το σκοτάδι» σκέφτηκε ένας σύμβουλος κι ένα χαμόγελο δραπέτευσε
πάνω στο κουρασμένο του πρόσωπο μπρος την ειρωνεία.
Μόνο τότε κατάλαβαν όλοι μες την αίθουσα το μέγεθος
αυτού που είχαν απέναντί τους. Κι αισθάνθηκαν τόσο μικροί, τόσο ανίσχυροι και
τιποτένιοι. Έμοιαζαν τόσο γελοίοι, σαν κάποιον νάνο, που προσπαθεί με τα γυμνά
χεράκια του, πλήρως αποφασισμένος και με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, να
νικήσει έναν πεινασμένο κι αδίστακτο τυραννόσαυρο!
Ο πρόεδρος έπεσε σαν πέτρα περίλυπος στην καρέκλα του,
αυτή που αναλογούσε στον ισχυρότερο άντρα στην αίθουσα. Στον ισχυρότερο άντρα
της χώρας και όλου του κόσμου. Στον ισχυρότερο άντρα για τα επόμενα λίγα λεπτά,
γιατί ήξερε με βεβαιότητα ότι σύντομα και πριν ο ήλιος δύσει, ο πλανήτης θα
ήταν στα χέρια του εχθρού. Και κανείς δεν θα γλίτωνε, ούτε ο ίδιος, ούτε οι
πλούσιοι φίλοι του. Κανένας!
Αναλογίστηκε αν είχε πλέον νόημα έστω και να προσπαθήσει
να στείλει τα πυρηνικά εναντίων του, μην γνωρίζοντας παρά λίγο αργότερα ότι
αυτά αποτελούσαν ήδη μακρινό παρελθόν. Οι πληροφορίες που μάζευαν στην αίθουσα
δεν χωρούσαν αμφισβήτηση. Μιλούσαν για ανίκητες μηχανές, που προστατεύονταν από
κάποιο είδος μαγνητικής ασπίδας και πετούσαν ένα πανίσχυρο λέιζερ με απόλυτη
ακρίβεια. Μηχανές που δεν έδειχναν οίκτο σε κανένα κι άφηναν πίσω τους μόνο νεκρούς
και συντρίμμια. Κομματιασμένους ανθρώπους, τόνους άχρηστων μετάλλων και μια
μακάβρια μυρωδιά καμένης σάρκας, πλαστικού και βενζίνης. Και ο Αντίχριστος έλεγχε
το καταστροφικό τους έργο από τον γυάλινο πύργο του.
«Ίσως… ναι, ίσως είναι η τελευταία μας ελπίδα» σκέφτηκε κι έδωσε αμέσως εντολή τα εναπομείναντα
αεροπλάνα να κατευθυνθούν στον τελευταίο τους στόχο, στην μικρή πόλη όπου
βρισκόταν ένα άτομο που ενδιέφερε πολύ τον Αντίχριστο. Βασικά έλπιζε κι ευχόταν
να τον ενδιαφέρει, όσο θα ενδιέφερε τον καθένα μας!
-Μαζική επίθεση στον πέμπτο στόχο, είπε αποφασιστικά
κι η σπίθα της ελπίδας μέσα του δυνάμωσε λιγάκι. Ενημερώθηκε από τους πράκτορες τους ότι το
κορίτσι είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο για να γεννήσει, αλλά δεν υπήρχε στο
μυαλό του ο παραμικρός ενδοιασμός για αυτό και για τα πιθανά θύματα. Αυτό που
τον ένοιαζε ήταν να δώσει τον αγώνα μέχρι τέλους με οποιοδήποτε κόστος. Δεν
είχε τίποτα να χάσει. Ίσως ένας και μόνο αντιπερισπασμός θα ήταν αρκετός… ή
έστω η γλυκιά αίσθηση της εκδίκησης μες το τρομαγμένο του μυαλό. Οι επιτελείς
του έδωσαν τις κατάλληλες εντολές κι αυτός έμεινε αμίλητος, με το μυαλό του
σβηστό από κάθε σκέψη, παρακολουθώντας με τρομακτική αγωνία, να περιμένει. Τι
περίμενε; Ένα θαύμα!
Η ώρες περνούσαν κι ο Πλάτων προσηλωμένος στο έργο του
κατέστρεφε τα όπλα σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Η μανία να ξεμπερδεύει με το
μίσος και τον φόβο τον είχε κυριεύσει ολοκληρωτικά. Οι νεκροί αποτελούσαν πλέον
ασήμαντη λεπτομέρεια γι’ αυτόν. Ένιωσε ότι μπορούσε ακόμη και να μισεί τους
ανθρώπους. Βαθιά μες το μυαλό του ο ανθρώπινος εαυτός του φοβόταν αυτά τα
συναισθήματα και του κόπηκε η ανάσα καθώς άκουσε τον ορυμαγδό του πολέμου μέσα
του. Αν όλοι οι άνθρωποι υψώνονταν εναντίον του, με όπλα στα χέρια, η σκοτεινή
Σκιά δεν θα δίσταζε να τους εξοντώσει όλους. Ακόμη κι αν έμενε μόνος του πάνω
στον πλανήτη. Ο στόχος του ήταν πάνω απ’ όλα.
«Αν ο άνθρωπος
δεν αξίζει να επιβιώσει, τότε ας αφανιστεί!» ψιθύρισε μες το μυαλό του η
Σκιά δίνοντας εντολή για λυσσαλέα επίθεση των Καταστροφέων σε κάθε στρατιωτική
παρουσία γύρω τους. Έφτασε στα βάθη της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Οι
Καταστροφείς κατέστρεφαν με εντολή του τα πάντα στο πέρασμά τους και μόνο όταν
κάποιος πύραυλος ή σμήνος μαχητικών έφτανε προς την Ελλάδα, επέστρεφε μέσα σε
λίγα δευτερόλεπτα και τακτοποιούσε το πρόβλημα. Το μυαλό του έλεγχε ταυτόχρονα
και τους τρεις Καταστροφείς, εστιάζοντας παράλληλα μέσω των δορυφόρων για
πιθανές απειλές. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε πραγματική απειλή, όσον αφορά
τα όπλα του εχθρού. Οι Καταστροφείς βρισκόταν έτη φωτός μπροστά σε τεχνολογική
υπεροχή. Το μοναδικό ίχνος απειλής αποτελούσε η αισθητή κι αφόρητη πλέον
κούραση που γέμιζε το είναι του.
Το μυαλό του εξαντλούσε σταδιακά τις αστείρευτες
δυνάμεις του κορμιού του, το οποίο χρησιμοποιούσε πλέον κάθε απόθεμα ενέργειας
για να τροφοδοτήσει την Δύναμη, ενώ αυτή έρεε πιο αργά και με μικρότερη ένταση
πλέον στην πολύχρωμη σφαίρα. Θα μπορούσε ίσως να ολοκληρώσει έστω κι έτσι το
έργο του, το διακύβευμα όμως ήταν τεράστιο. Δεν χωρούσε αναβολή στην ολοκλήρωση
του έργου κι ούτε μπορούσε να ρισκάρει μια απότομη εξάντληση των δυνάμεών του.
Αν σταματούσε ξαφνικά ή αν έδειχνε σημάδια αδυναμίας, τότε σύντομα οι λίγες πυρηνικές
κεφαλές που είχαν απομείνει στον κόσμο θα αρκούσαν για την παταγώδη αποτυχία
του εγχειρήματος του. Χρειαζόταν λίγο χρόνο ακόμη!
Οδηγήθηκε αναπόφευκτα στην μοναδική λύση που είχε
μπροστά του. Ο εγκέφαλός του αποκόπηκε πλήρως από το γύρω περιβάλλον του κι
αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην συντήρηση της Δύναμης. Το κορμί του έστεκε μόνο
του στην φωτεινή και πολύχρωμη αίθουσα, αλλάζοντας αργά, χάνοντας όλο και
περισσότερα αποθέματα ενέργειας, ίσως και την ίδια του την συνοχή, το μυαλό του
όμως βρισκόταν πλέον χιλιάδες μίλια μακριά, μέσα σε κάθε Καταστροφέα,
αδιαφορώντας για το τι συνέβαινε στο γυάλινο κτίριο, πίσω στην Ελλάδα.
Δεν αντιλήφτηκε λοιπόν την πόρτα να ανοίγει ελάχιστα
πίσω του και να ξανακλείνει ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα. Ούτε κατάλαβε ότι
κάποιος σύρθηκε σαν ερπετό, αργά κι
αθόρυβα, προς το τραπέζι πίσω του. Ήταν πλήρως απορροφημένος από την
καταστροφή των εναπομεινάντων
πυρηνικών εκείνη την στιγμή.
Όταν το έντονο φως που γλίστραγε από την χαραμάδα της
πόρτας λιγόστεψε αισθητά, ο πράκτορας κατάλαβε. Ένιωσε απόλυτα σίγουρος ότι
αυτή ήταν η ώρα που περίμενε. Άγγιξε λοιπόν, με το λαβωμένο του χέρι το χερούλι
και άνοιξε την πόρτα ελάχιστα με κομμένη την ανάσα. Ο ιδρώτας έπεφτε ποτάμι
στους κροτάφους του και παρακάλεσε μόνο τον καινούριο του Θεό να μην γίνει
αντιληπτός. Έβαλε ελάχιστα το κεφάλι του μέσα, ίσα ίσα για να δει και το μοναδικό
θέαμα τον συγκλόνισε, αλλά του χάρισε
και μια ελπίδα.
Ο Αντίχριστος είχε την προσοχή του στραμμένη σε μια
πολύχρωμη σφαίρα, που εκτόξευε τα χρώματα του ουράνιου τόξου σε όλο το δωμάτιο
κι αυτός ο ίδιος, του φάνηκε για μια στιγμή ότι ακτινοβολούσε, ότι το σώμα του
απέβαλλε κάθε τόσο μοναδικά φωτόνια, που χόρευαν στον αέρα γύρω του, έμπλεκαν
με τα διάφορα χρώματα και εκρήγνονταν σε μια ζεστή λάμψη. Επέτρεψε μόνο για μια
στιγμή στο μυαλό του να παρασυρθεί απ’ την αρμονία της εικόνας, έβλεπε την πιο
ελκυστική άβυσσο που θα αντίκριζε ποτέ του, και γλίστρησε σαν σκιά στο πάτωμα
κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Έμεινε ακίνητος για λίγα λεπτά περιμένοντας. Γνώριζε
σχεδόν με βεβαιότητα ότι από στιγμή σε στιγμή θα γινόταν αντιληπτός, ήξερε ότι
η απόκοσμη φύση του νέου θα φρόντιζε για αυτό. Καθώς τα δευτερόλεπτα περνούσαν
και τίποτα δεν συνέβαινε, αναθάρρησε. Έρποντας, πλησίασε αργά κι αθόρυβα το
τραπέζι στο κέντρο του δωματίου. Σαν γυμνοσάλιαγκας άφησε το αιμάτινο μονοπάτι του
από τα πληγωμένα του χέρια και μόλις έφτασε στο κέντρο σήκωσε αργά το κεφάλι
του ακριβώς στο ύψος του τραπεζιού. Τον έβλεπε μπροστά του τώρα, σχεδόν στα
τρία μέτρα και φαίνονταν τόσο απορροφημένος από αυτό που έκανε που δεν θα τον
καταλάβαινε ακόμη κι αν σηκώνονταν όρθιος.
Αργά αργά,
κρατώντας με τα δαιμονικά του χέρια το όπλο του σηκώθηκε πρώτα στα γόνατα και
μετά εντελώς όρθιος. Σημάδεψε τον Αντίχριστο και τίποτα δεν συνέβη. Καμιά φωνή
στο μυαλό του, καμιά αντίδραση, λες και ήταν μόνος του στο δωμάτιο με ένα
φάντασμα του Αντίχριστου για παρέα. Το γνώριμο χαμόγελο του λύκου, με τους
σουβλερούς κυνόδοντες να γυαλίζουν, πήρε θέση στο πρόσωπό του με ικανοποίηση!
25
Το τελευταίο σμήνος των μαχητικών που είχε απομείνει
στην Υπερδύναμη πλησίαζε στα Γιάννενα. Είχε μια θανατηφόρα, αλλά συνηθισμένη
αποστολή. Οι πιλότοι όντας εκπαιδευμένοι να υπακούν εντολές χωρίς ίχνος
κριτικής σκέψης, αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεών τους και τις
εκατόμβες νεκρών, είδαν στα όργανά τους τις συντεταγμένες του στόχου τους.
Έπρεπε να πλησιάσουν λίγο ακόμη για να στείλουν τους πυραύλους τους στο πρώτο
και τελευταίο τους ταξίδι, όπου θα σκορπούσαν πανηγυρικά τον θάνατο.
Είχαν ξεκινήσει από την Ιταλία, όπου περίμεναν
υπομονετικά κι ενώ οι συνάδελφοί τους εξοντωνόταν κατά δεκάδες, πέρασαν την
Αδριατική θάλασσα και το Ιόνιο πέλαγος και με το δάχτυλο κολλημένο στην
σκανδάλη πλησίαζαν στον στόχο τους και το σημείο ρίψης των πυραύλων ήταν πλέον
τόσο κοντά, σχεδόν το άγγιζαν. Βαθιά στα εσώψυχα τους όμως είχαν μια δυσάρεστη
βεβαιότητα ότι οι μεγάλες φονικές μηχανές του εχθρού, αυτές που φάνταζαν τόσο
απόκοσμες, τόσο αδύνατο να υπάρχουν και για τις οποίες τους ενημέρωσαν μόλις
αποκαταστάθηκε η επικοινωνία, θα εμφανίζονταν ξαφνικά και… Προς το παρόν δεν
φαίνονταν πουθενά, σε αντίθεση με το κατάλευκο κτίσμα μέσα στο καταπράσινο δασύλλιο
που πρόβαλε λίγα χιλιόμετρα μπροστά τους.
Ο Πλάτων αφοσιωμένος στο έργο του είδε λίγες κουκκίδες
να πλησιάζουν στα Γιάννενα κι ένα καμπανάκι χτύπησε δυνατά μέσα του. Η Νεφέλη κινδύνευε!
Θέλησε να στείλει αμέσως σήμα, αλλά το κουρασμένο του μυαλό άργησε να
αντιδράσει. Οι χρυσοί ήλιοι τρεμόπαιξαν στις κόγχες των ματιών του, λες και μια
αδυσώπητη μαύρη τρύπα απειλούσε να τους καταπιεί. Όλο και περισσότερο είχε μια
περίεργη αίσθηση ότι εξαϋλωνόταν. Σε λίγο νόμιζε ότι θα παρατηρούσε το σώμα του
απ’ έξω να λειτουργεί από μόνο του μέχρι να χαθεί εντελώς και κάθε μόριό του
γίνει ένα με το σύμπαν. Η αίσθηση του φυσικού σώματος και η επιβολή του σ’ αυτό
έσβηνε αργά, σαν τραυματισμένη κανάτα που αδειάζει βασανιστικά. Επιστράτευσε
όλη του την ενέργεια και έδωσε την εντολή που επιθυμούσε. Το αποτέλεσμα ήταν
άμεσο και η πλησιέστερη μηχανή σταμάτησε
το έργο της και κατευθύνθηκε πίσω στην Ελλάδα.
Σε λίγα δευτερόλεπτα στεκόταν ακίνητη, σαν να ανέβλυσε
από το τίποτα, απέναντι από το αποφασισμένο, αλλά έκπληκτο από την στιγμιαία
εμφάνισή της σμήνος. Ο Πλάτων ετοιμάστηκε να καταστρέψει τα κουνούπια που
πλησίαζαν τον Καταστροφέα, όταν το μυαλό του μαρμάρωσε εντελώς απροσδόκητα και
είδε απεγνωσμένος τα μαχητικά να περνάνε ξεφυσώντας με ανακούφιση δίπλα από τον
Καταστροφέα, στέλνοντας με μίσος και ουρλιάζοντας τους πυραύλους τους προς το
νοσοκομείο που βρισκόταν πίσω του.
Η Νεφέλη ούρλιαξε από τον πόνο ακούγοντας σαν από
πηγάδι τον γιατρό να της φωνάζει:
-Σπρώξε, κορίτσι μου, σπρώξε. Λίγο ακόμη και
τελειώσαμε.
Η μητέρα της της κρατούσε το χέρι μες την αίθουσα του
τοκετού κι έξω απ’ αυτήν ο πατέρας της κοιτούσε από το παράθυρο νιώθοντας την
αγωνία του να ξεχειλίζει. Την ημέρα που ο κόσμος βίωνε τον απόλυτο τρόμο, η
κόρη του γεννούσε τον καρπό ενός τρομερού άντρα. Φόβος, απορία, συγκρουόμενες
σκέψεις κι ένα αβάσταχτο άγχος κούραζαν την καρδιά και το μυαλό του.
Η Νεφέλη είχε χωριστεί στα δύο. Το σώμα της κειτόταν
στην αίθουσα τοκετού, αφημένο στην φροντίδα των γιατρών και της μητέρας της. Το
μυαλό της όμως ταξίδευε στον κόσμο ολόκληρο αναζητώντας τον Πλάτων. Με την άκρη
του ματιού της κοίταζε με πάθος την εικόνα της οθόνης στην άκρη του χειρουργείου.
Το γεγονότα στον κόσμο μας ήταν τόσο συγκλονιστικά, που ακόμη κι οι γιατροί αδυνατούσαν
να αποσχιστούν και να δουλέψουν απερίσπαστοι.
Φωτιά κι ατσάλι είχε πλημμυρίσει τον πλανήτη χάρη στο
όνειρό του για έναν καλύτερο κόσμο. Καμένες σάρκες και θρυμματισμένα κόκαλα.
Τα ρεπορτάζ των δημοσιογράφων σε όλο τον κόσμο έκαναν λόγο για σκηνές της
αποκάλυψης με τον τρόμο και τον φόβο να κυριαρχούν. Μιλούσαν όμως και για μια
αυξανόμενη ελπίδα, για μάζες ανθρώπων που χόρευαν και γιόρταζαν για την
συντριβή του συστήματος του Παλιού Κόσμου.
Κι η Νεφέλη προσδοκούσε παθιασμένα να ακούσει κάτι για
αυτόν. Κάτι για τον άνθρωπο πίσω απ’ τις φονικές μηχανές που η εικόνα τους
έκανε το γύρω του κόσμου, ίσως και γρηγορότερα απ’ τις ίδιες, καθώς τολμηροί
δημοσιογράφοι τις αποθανάτιζαν επι τω έργω!
Έψαχνε απεγνωσμένα τις εικόνες στην οθόνη, όταν
ξαφνικά οι πόνοι σταμάτησαν. Σαν σε όνειρο περιπλάνησε την ματιά της στο
δωμάτιο χωρίς ήχο λες και κάποιος είχε πατήσει το κουμπί της σιωπής. Είδε δίπλα
της την μητέρα της χαμογελαστή να κοιτάζει με λαχτάρα μπροστά.
«Τι θέαμα
μπορεί να της προκάλεσε τέτοιο δέος;» αναρωτήθηκε η Νεφέλη κι ακολούθησε το
βλέμμα της γεμάτη περιέργεια.
Ο ήχος επανήλθε μαζί με την εικόνα που αντίκρισαν τα
μάτια της. Άκουσε ένα σιγανό κλάμα το οποίο έσβησε αργά κι αντίκρισε το
ομορφότερο πλάσμα του κόσμου. Ο γιατρός κρατούσε στα χέρια του ένα ροδαλό
μωράκι με ξανθά μαλλάκια. Βλέννες κι αίματα κάλυπταν το δερματάκι του σε
διάφορα σημεία, όμως αυτό δεν μείωνε καθόλου την ψυχική ανάταση όλων μες την
αίθουσα. Ακόμη κι οι νοσοκόμες έμειναν καρφωμένες σαν αγάλματα και παρατηρούσαν
αχόρταγα το πανέμορφο και παράξενο αυτό μωράκι, το νεογέννητο κοριτσάκι που
έκλαψε δυνατά, αλλά ελάχιστα, μόλις γεννήθηκε και τώρα τριγύριζε το κεφαλάκι
του στο δωμάτιο κοιτώντας με τα καταγάλανα ματάκια του τα πρόσωπα όλων.
-Γιατρέ, ψέλλισε συγκινημένη η Νεφέλη απλώνοντας ικετευτικά
τα χέρια της. Ο πόνος, η κούραση, ακόμη κι αυτή η σκέψη του Πλάτωνα χάθηκαν στα
μονοπάτια του μυαλού της και μόνο μια λαχτάρα, η πανίσχυρη επιθυμία να κρατήσει
στην αγκαλιά της το μωρό της, κυριάρχησε θριαμβευτικά.
Ο γιατρός κινήθηκε αργά, σαν μαγεμένος από το
πρωτόγνωρο αυτό πλάσμα, το οποίο δεν ήθελε να αφήσει από τα χέρια του. Η
αίσθηση του υπέροχου και θαυμαστού γέμιζε την καρδιά του. Οι μαγεμένες
νοσοκόμες τον είδαν να παραδίδει απρόθυμα το μωρό στην μητέρα του και να
στέκεται ασάλευτος από πάνω. Δεν ήθελε να χάσει ούτε δευτερόλεπτο αυτής της
μυστικιστικής τελετουργίας που βρισκόταν σε εξέλιξη.
Η Νεφέλη ένιωσε θεόρατα κύματα την ευτυχία να την
παρασέρνουν αγγίζοντας πάνω της το μωρό της. Αυτό κούρνιασε μες την ζεστή
αγκαλιά της, αγγίζοντας με τα μικροσκοπικά χεράκια του το στέρνο της και τα
ματάκια του την κοιτούσαν μελαγχολικά. Το προσωπάκι της ήταν η τέλεια αναλογία
του δικού της και του Πλάτωνα, όμως τα ματάκια της, αυτά τα υπέροχα μπλε μάτια
ήταν ίδια με του πατέρα της. Η εικόνα του Πλάτων να την κοιτάζει με αστείρευτη
αγάπη το πρώτο τους βράδυ κι αφού η κορούλα τους είχε συλληφθεί ξεπήδησε στο
μυαλό της και πυροδότησε το ξέσπασμά της.
Η Νεφέλη αφέθηκε στην λυτρωτική δύναμη του κλάματος
και αμέσως η κόρης της την μιμήθηκε. Δεν γνωρίζουμε αν το διάβασε στην σκέψη
της, όμως μάνα και κόρη έκλαιγαν γοερά, ενωμένες στην ψυχή και το σώμα, νιώθοντας
όλο και πιο έντονο ένα αίσθημα θανάτου να φράζει τα πνευμόνια τους. Έμειναν
έτσι αγκαλιασμένες!
Ο Πλάτων ένιωσε έναν πρωτόγνωρο τρόμο μπροστά στα
γεγονότα που συνέβησαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Ο χρόνος συμπυκνώθηκε
απότομα και η πιθανή αδυναμία του να ανταπεξέλθει ταυτόχρονα στις προκλήσεις
προκάλεσαν για πρώτη και τελευταία φορά φόβο μες το υπέροχο μυαλό του.
Η Νεφέλη κινδύνευε κι όμως το μυαλό του πάγωσε, και
μαζί του και ο Καταστροφέας, ακριβώς την χειρότερη στιγμή, καθώς τα εχθρικά
μαχητικά ξερνούσαν τους πυραύλους τους. Φαντάστηκε ότι η αντίδραση του μυαλού
του είχε να κάνει με την εξάντληση και την πρωτόγονη δίψα που ένιωθε. Δυστυχώς
όμως υπήρχε κάτι χειρότερο από την στυφή γεύση και την ατέλειωτη δίψα στο στόμα
και στα σπλάχνα του. Το μυαλό του αντιλήφτηκε εγκαίρως μια παρουσία πίσω του.
Μια σκοτεινή δύναμη αποφασισμένη για θάνατο άγγιζε τον στόχο της κι ένα όπλο απείχε
πλέον λίγα εκατοστά από το κρανίο του.
Ο πράκτορας άδραξε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε,
σαν λιοντάρι που εκμεταλλεύεται την μια και μοναδική στιγμή απροσεξίας του
θηράματος του, και πλησίασε σε απόσταση αναπνοής τον Αντίχριστο. Δεν ήθελε να
αντικρίσει δεύτερη φορά το ίδιο θέαμα που είχε αποκαλυφθεί στην πρώτη απόπειρα
δολοφονίας του, με τις σφαίρες του να τσακίζονται σε μια αόρατη ασπίδα. Γι’
αυτό πλησίασε όσο περισσότερο μπορούσε για να αυξήσει τις πιθανότητες του. Πήδηξε
πάνω στο τραπέζι κι ανάμεσα απ’ τις χρωματιστές ακτίνες που τριγυρνούσαν στο
δωμάτιο και σύρθηκε ακριβώς από πίσω του. Ένας απειροελάχιστος ήχος όμως τον
πρόδωσε. Ήταν η καρδιά του που ηχούσε σαν τύμπανα πολέμου μιας άλλης εποχής,
καθώς βιαζόταν να στείλει αίμα στο κουρασμένο από τον φόβο του μυαλό, και τώρα που
τον αντιλήφθηκε το μυαλό του Πλάτων ήταν αποφασισμένο να ασχοληθεί πάνω απ’ όλα
με την επιβίωσή του.
Στο απειροελάχιστο σημείο που ο πράκτορας πατούσε την
σκανδάλη και οι πύραυλοι ορμούσαν στο νοσοκομείο, μια ανήλεη μάχη δόθηκε μες το
σώμα του Πλάτωνα. Δεν υπήρχε χρόνος για να σώσει την Νεφέλη και ταυτόχρονα να
αντιμετωπίσει τον πράκτορα. Δεν είχε όμως δυνατότητα επιλογής. Το πανίσχυρο μυαλό
του, η σκοτεινή Σκιά που είχε καλύψει τον άνθρωπο μέσα του, έκανε από μόνο του
την επιλογή του κι αυτή δεν ήταν άλλη από την επιβίωσή του. Σκόπευε λοιπόν με
την μαγνητική ασπίδα που θα δημιουργούσε στιγμιαία να προστατευτεί από την
σφαίρα και στην συνέχεια να εξοντώσει το ενοχλητικό πλασματάκι, που βρισκόταν
πίσω του. Δύσκολο αλλά πραγματοποιήσιμο!
Κι ο Πλάτων είχε σχεδόν αφεθεί. Αναγνωρίζοντας τα όριά
της, η καρδιά του, αν και απρόθυμη, σχεδόν συναίνεσε. Μέχρι που ένα γοερό κλάμα
δυο ψυχών, η ηδονιστική αίσθηση μιας καινούριας ζωής και η σιγουριά ότι ένα νέο
κομμάτι του εαυτού του βρισκόταν πάνω στον πλανήτη τρύπωσε στα σωθικά του.
Βίωσε μια ατέλειωτη, μοναδική στιγμή, χαμένος στην σύγχυση και το χάος, όντας όμως
σίγουρος ότι η Νεφέλη μόλις είχε γεννήσει, η καρδιά του επαναστάτησε. Με μια
απόκοσμη και λυσσαλέα κραυγή, ένα κάλεσμα στις αρχέγονες συμπαντικές δυνάμεις,
συνέτριψε την θέληση του μυαλού του δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στην αγάπη. Πήρε
τον έλεγχο απ’ την παραδομένη μπρος την ανίκητη θέλησή του Σκιά και καθώς η
σφαίρα άγγιζε στριφογυρνώντας με ταχύτητα το κρανίο του, αυτός σε χρόνο μηδέν
έστειλε την πολυπόθητη εντολή στον Καταστροφέα.
Ο Καταστροφέας ξεκίνησε αμέσως την αποστολή του,
γύρισε προς το σμήνος εκτοξεύοντας τις κόκκινες φλόγες του και κυνήγησε με την
απίστευτη ταχύτητά του τους εισβολείς. Κατάφερε σε κλάσματα του δευτερολέπτου και
κατάστρεψε τόσο τα μαχητικά μέχρι το τελευταίο, όσο και τους πυραύλους τους
ακριβώς την στιγμή που άγγιζαν τον στόχο τους. Δυνατές εκρήξεις και φλεγόμενα συντρίμμια
των πυραύλων και των μαχητικών ταρακούνησαν συθέμελα το νοσοκομείο, χωρίς ανθρώπινες
απώλειες, παρά μόνο με λίγους τραυματισμούς από τα σπασμένα τζάμια.
Το πεδίο ήταν
καθαρό πλέον και εν συνεχεία ο Καταστροφέας σε συνδυασμό με τους άλλους δυο
εκτέλεσε την τελευταία, προς αυτούς, εντολή του Πλάτων. Πήραν όλοι την ίδια
διαταγή. Θα περιπλανιόνταν μόνοι τους πάνω στον πλανήτη, σαν σκοτεινές σκιές
για όσο θα χρειαζόταν, ώστε να καταστρέψουν κάθε μηχανή του θανάτου και κάθε
εργοστάσιο παραγωγής της και στο τέλος θα επέστρεφαν στον γυάλινο πύργο.
Ο Οδυσσέας μπήκε φουριόζος μες το δωμάτιο και
αντικρίζοντας τον πράκτορα να σημαδεύει τον Πλάτωνα, άρχισε να τον πυροβολεί,
μην επιτρέποντας στον εξαντλημένο εαυτό του να μαγευτεί απ’ τα θεσπέσια χρώματα
που χόρευαν τρεμοσβήνοντας παντού γύρω του. Η πρώτη σφαίρα χτύπησε τον πράκτορα στο πίσω μέρος του
κρανίου ανοίγοντας μια τεράστια τρύπα και η επόμενη στην βάση του λαιμού του
πυροδοτώντας ένα κόκκινο σιντριβάνι, που άρχισε να λούζει τον χώρο γύρω του. Ο
πράκτορας δεν πρόλαβε να δει τα αποτελέσματα της δικής του σφαίρας, αφού η
ταινία της ζωής του κόπηκε απότομα στέλνοντας τον για πάντα στο σκοτάδι.
Ο Πλάτων αντιθέτως είχε αγγίξει την υπέρτατη
ευδαιμονία την στιγμή που η σφαίρα τσάκιζε λαίμαργα το πίσω μέρος του κρανίου
του και ξεκινούσε ένα ταξίδι μέσα στο υπέροχο μυαλό του. Ένιωθε πλήρης, γινόταν
ένα με το σύμπαν, με κάθε άτομο της ύλης μες τον ενιαίο κόσμο μας! Η Νεφέλη και
το μωρό τους ήταν ζωντανοί και ο κόσμος μας θα ήταν καθαρός κι αφοπλισμένος
μέχρι το τέλος της ημέρας. Ένας νέος δρόμος ανοίγονταν για όλους. Είχε πετύχει
τον στόχο του; Ίσως. Είχε προσπαθήσει όσο περισσότερο μπορούσε; Βεβαίως! Γαμώτο
έδινε την ζωή του για αυτό!
Νίκησε τα εγωιστικά του γονίδια, κάνοντας
πραγματικότητα την υπέρτατη πράξη αλτρουισμού. Η θυσία του ήταν το μέσο για να
πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Έδρασε όπως θα ήθελε να δρουν όλοι οι άνθρωποι
και έδωσε το απόλυτο παράδειγμα προς μίμηση. Θυσιάστηκε για την Νεφέλη, το
παιδί τους και τα παιδιά όλου του κόσμου. Αισθανόταν πραγματικά πολίτης αυτού
του κόσμου, χωρίς διαχωριστικές γραμμές με τους συνανθρώπους του, παρά μόνο με
κοινά όνειρα και φόβο. Ένιωθε ένα πραγματικά ελεύθερο ον του σύμπαντος μας, που
έσπασε τα δεσμά της απομόνωσης του κι είδε τον κόσμο μας όπως πραγματικά είναι!
Φως και σκοτάδι!
Αγωνιζόμενος να κρατηθεί όρθιος αντιλήφθηκε κάπου
μακριά τον Οδυσσέα να τρέχει κοντά του και του έστειλε την τελευταία του
εντολή, διακεκομμένη βίαια, καθώς η σφαίρα άνοιγε δρόμο ανάμεσα στα μονοπάτια
των νευρικών του κυττάρων, καταστρέφοντας αναμνήσεις, λειτουργίες, την ίδια την
συνείδησή κι η σκοτεινή Σκιά αγωνιζόταν απελπισμένα να βρει μια άλλη,
εναλλακτική διαδρομή για να
πραγματοποιήσει την ευχή του.
«Πες… πρωθυπουργό… ασημένια σφαί…»
Αυτό ήταν το μόνο που άκουσε ο Οδυσσέας, καθώς τα χρώματα
που στόλιζαν το δωμάτιο έσβησαν ξαφνικά και το μυαλό του βίωσε έναν καυτό πόνο
από μια αλλόκοτα βαθιά και τραγική φωνή, βγαλμένη από την άβυσσο. Ήταν τα τελευταία
λόγια του Πλάτωνα που δραπέτευσαν από τον θάνατο. Φτάνοντας τρομοκρατημένος
κοντά του τον είδε να στέκεται ακόμη με το δεξί του χέρι να δείχνει μπροστά
κάτι που έβλεπε μόνο αυτός, τρέμοντας ολόκληρος, λες και το σώμα του έδινε τον
υπερπάντων αγώνα να ζήσει, κι αν ακόμη έχανε την μάχη αυτή να σταθεί στο ύψος
του. Και το θέαμα που αντίκρισε ο Οδυσσέας ήταν φρικιαστικό.
Η προηγούμενη ασύλληπτη ομορφιά του είχε χαθεί, το
δέρμα του είχε ζαρώσει στο πρόσωπο και τα χέρια του, το χρώμα του είχε γίνει
κατάλευκο σαν χιόνι κι έμοιαζε τόσο απίστευτα αφυδατωμένος με τα χείλη και τα
μάγουλά του τραβηγμένα έντονα, σχεδόν στα όριά τους, έτοιμα να σπάσουν, προς
την λεπτή σχισμή που κάποτε ήταν το στόμα του. Τα μαλλιά του είχαν χάσει την
λάμψη, την ζωντάνια τους, φάνταζαν σαν βαμμένα άχυρα που στεκόταν με δυσκολία
στο κρανίο του κι η σφαίρα του πράκτορα αφού βρήκε την διέξοδο της από το δεξί
του μάτι, αφήνοντας στην θέση του μια κόκκινη σπηλιά που αιμορραγούσε, κομμάτια
από θρυμματισμένο κόκκαλο και πολτοποιημένο μυαλό να κρέμονται ασύμμετρα,
καρφώθηκε στον γυάλινο τζάμι σχηματίζοντας ένα πορφυρό μακάβριο σχέδιο.
Κι όμως το
βλέμμα του, ο ήλιος που τρεμόσβηνε στο αριστερό του μάτι, ήταν καρφωμένο μπροστά, έξω από το γυάλινο
τζάμι, λες και μπορούσε να δει, να διακρίνει μια εικόνα γαλήνης, ένα άγνωστο ευτυχές
μελλοντικό τέλος ενώ ο ίδιος ακροβατούσε στο χείλος της αβύσσου. Ίσως μπορούσε,
σαν σε όραμα, να δει το πρωινό που θα ξημέρωνε και τον καινούριο κόσμο που
έχτισε.
Ο συντετριμμένος πρωθυπουργός θα έκλαιγε με λυγμούς
μπρος το θέαμα του νεκρού του συντρόφου. Θα τον αγκάλιαζε και θα τον φιλούσε
τρυφερά στο μάγουλο και το μέτωπο, λες
και ήταν ο γιος του, ο αδερφός του, ο ίδιος του ο πατέρας. Μια λιτή κηδεία,
όπως αρμόζει σε κάθε μεγάλο άνθρωπο, με εκατομμύρια σιωπηλούς θεατές θα
πραγματοποιούνταν. Μια συγκλονιστική αποκάλυψη για κάθε άνθρωπο, η ζωή και ο
θάνατός του. Και πάνω απ’ όλα για αυτούς που τον έζησαν από κοντά.
Ο πρωθυπουργός θα έψαχνε την λύση του γρίφου στα
τελευταία του λόγια. Θα κοίταζε φοβισμένος και με δέος τους τρεις σκοτεινούς Καταστροφείς
να στέκονται ακίνητοι κάτω απ’ τον ήλιο, υποκλινόμενοι μπροστά του. Θα παρατηρούσε
την ασημένια σφαίρα με περιέργεια και μια έντονη θέληση να δράσει. Χωρίς πολύ
σκέψη, λειτουργώντας από ένστικτο και υπό το βλέμμα του άγρυπνου φρουρού του,
του Οδυσσέα, θα έκανε το αυτονόητο. Θα άγγιζε με τα γυμνά του χέρια την ασημένια
σφαίρα, μόνο και μόνο για να νιώσει την αστείρευτη Δύναμη μέσα του. Χιλιάδες
χρώματα θα ξεπηδούσαν και θα έσβηναν απότομα, καθώς η τρομακτική ενέργεια που
απαιτούνταν θα εξαντλούσε τον πρωθυπουργό. Αργά, αλλά σταθερά, μέρα την μέρα, με
επιμονή και υπομονή, θα μάθαινε να την χρησιμοποιεί έστω για λίγο, όσο ήταν απαραίτητο για να
στείλει τις εντολές του στους τρεις Καταστροφείς. Θα γινόταν στα χέρια του οι
θεματοφύλακες του Νέου Κόσμου!
Ο ίδιος θα έλιωνε αργά, σαν κερί που τέλεψε το χρέος
του, η ασημένια σφαίρα θα απαιτούσε απ’ αυτόν τα πάντα, όλο του το είναι, τα
μαλλιά του θα άσπριζαν γοργά κι οι ρυτίδες θα έσκαβαν ακατάπαυστα το πρόσωπό
του, θα έχανε κιλά μένοντας στο τέλος ένας όρθιος σκελετός, δέρμα και κόκαλα. Δεν
τον ένοιαζε όμως, τα έβλεπε όσα του συνέβαιναν σαν τις ωδίνες μονάχα μιας
καινούριας εποχής που γεννιέται, καθώς ο
κόσμος θα άνθιζε γύρω του και σε όλο τον πλανήτη ενώ μια νέα ενέργεια διαπερνούσε
την Γη μας. Μια νέα ενέργεια που θα διασφάλιζε στην αρχή ο απαραίτητος φόβος
απέναντι στις φονικές μηχανές, μέχρι την στιγμή που ο κόσμος θα μεταμορφωνόταν για
πάντα και αυτές δεν θα ήταν πια χρήσιμες στην κοινωνία των ανθρώπων,
παραμένοντας εκθέματα μιας καινούριας δημιουργίας!
Ένας
αφοπλισμένος κόσμος θα κυριαρχούνταν πλέον από τους οραματιστές. Η εξουσία θα καταλαμβανόταν
από τους λίγους που είχαν δει στο πρόσωπο του Πλάτων μια εξαιρετική ελπίδα και
όχι έναν ανείπωτο φόβο. Οι εκφραστές του παλιού, διεφθαρμένοι πολιτικοί,
μεγαλοτραπεζίτες και επιχειρηματίες που ενδιαφέρονταν μόνο για τα εγωιστικά
τους γονίδια, θα τιμωρούνταν αυστηρά για εγκλήματα κατά τις ανθρωπότητας. Πολιτικοί
διανοούμενοι πλέον θα καθοδηγούσαν τους συνανθρώπους τους με σύνεση και μια νέα
αρμονία θα σάρωνε την Γη, πάνω στην βάση του αυτοσεβασμού
του ανθρώπου και των εθνών.
Τα έθνη θα προϋπήρχαν όπως και πριν, αλλά σιγά σιγά ο
Οργανισμός Ενωμένων Εθνών θα έπαιζε τον ρόλο που του αναλογούσε. Τα Ενωμένα
Έθνη θα γινόταν ο ισχυρότερος πολιτικός φορέας του πλανήτη, μια παγκόσμια
κυβέρνηση, η οποία θα έλυνε όλα τα μείζονα διεθνή προβλήματα. Θα έβαζε τέρμα
στην πείνα και την εξαθλίωση σε κάθε γωνιά του πλανήτη, απαιτώντας κι
επιβάλλοντας στα πλούσια έθνη να
στηρίζουν τα φτωχότερα. Οι εθνικές κυβερνήσεις θα φρόντιζαν ώστε ο πλούτος των
εχόντων να διαμοιραστεί πρώτα στους φτωχούς της επικρατείας τους κι ύστερα κι
αλλού, όπου υπήρχε ανάγκη στον κόσμο μας. Έτσι, ένα νέο σύστημα θα χτίζονταν
υπομονετικά, μια δίκαιη αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου θα εγκαθίδρυε το
βασίλειο της αγάπης πάνω στην Γη και οι άνθρωποι θα βίωναν την αληθινή
παγκοσμιοποίηση, αυτή που βρισκόταν στον δρόμο τους πριν ξεστρατίσουν. Όλοι οι
άνθρωποι θα γινόταν ισάξιοι πολίτες του
παγκόσμιου χωριού μας!
Πλέον οι πόροι της Γης θα χρησιμοποιούνταν με σύνεση
και προς την σωστή κατεύθυνση. Ένα νέο συμβόλαιο με την φύση θα ήταν γεγονός,
χωρίς μόλυνση, καταστροφή και υπερεκμετάλλευση. Με σεβασμό σε κάθε ζωντανό
οργανισμό, στην ίδια την Ζωή. Η γη μπορεί να μας θρέψει όλους και έχει χώρο για
κάθε ον που έχει την τύχη να ξεπηδά απ’ την ανυπαρξία για λίγο, να περπατά πάνω
της και να ατενίζει τον ήλιο της!
Η άγνοια, η δεισιδαιμονία και ο φόβος, ο γρίφος του
οποίου λύνεται με την απλή εμπιστοσύνη, εξοστρακίζονται σταθερά από τις ψυχές
των ανθρώπων και στην θέση τους μπαίνουν η πνευματική κατανόηση, η γνώση και η
αγάπη!
Ω, τι υπέροχος καινούριος κόσμος!
Και σε μια μικρή γωνιά του πλανήτη, σε μια μικρή πόλη,
στο πλάι μιας καθαρής, επιτέλους, λίμνης, είδε ένα ξανθό κοριτσάκι να τρέχει
ασταμάτητα πέρα δώθε κάτω απ’ τα αιωνόβια πλατάνια, γελώντας με την καρδούλα
του. Θα΄ ναι τώρα δύο χρονών. Κι άλλα παιδάκια τρέχουν γύρω της, κάτω απ’ τον
γαλάζιο ουρανό και υπό το άγρυπνο βλέμμα του ήλιου. Αγοράκια και κοριτσάκια,
λευκά, κίτρινα και μαύρα, παιδιά γηγενών και μεταναστών, σχηματίζοντας όλα μαζί
τον πολύχρωμο πίνακα του αύριο.
Η μητέρα της κάθεται σε ένα παγκάκι και την κοιτάζει
με αγαλλίαση. Δεν παίρνει στιγμή τα μάτια της από πάνω της. Λατρεύει κάθε της
κίνηση, κάθε μορφασμό του προσώπου της, κάθε απίστευτη ερώτησή της. Και κυρίως
λατρεύει τα μπλε ματάκια της. Αυτά που την κοιτάνε απότομα, καθώς το κορίτσι
σταματάει να τρέχει και κοιτάζει, με βλέμμα επίπληξης την μαμά της.
«Αφού σου είπα, μαμά ότι θα προσέχω. Πάψε να ανησυχείς
και να σκέφτεσαι ότι κάτι θα μου συμβεί. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στο παιχνίδι.
Εντάξει;»
«Εντάξει» σκέφτηκε
απρόθυμη η Νεφέλη και έσκασε ένα προσποιητό χαμόγελο.
«Αντιγόνη, σ’ αγαπώ» πρόσθεσε και έκανε προσπάθεια να μην σκέφτεται τον κίνδυνο.
Έκλεισε τα υγρά της μάτια και σκάλισε το παρελθόν.
Θυμήθηκε δυο μπλε μάτια, δυο τεράστιους ωκεανούς, που γνώρισε ένα βροχερό
πρωινό κάνοντας ωτοστόπ και μες τους οποίους θα κολυμπούσε για πάντα!
Ένα κόκκινο δάκρυ κύλησε αργά από την μακάβρια τρύπα
στο πρόσωπό του κι ενώ ο μαύρος ήλιος έσβηνε αργά και βασανιστικά μέσα στο
αριστερό μάτι του Πλάτωνα. Αυτό βάφτηκε στιγμιαία κατάμαυρο σαν πίσσα, ακόμη
και το άσπρο του ματιού, την στιγμή που αντίκριζε μπροστά του την άβυσσο, την
πηγή και το τέλος, την βάση όλης της ύπαρξης, υπό το έντρομο βλέμμα του
περίλυπου Οδυσσέα, για να μεταμορφωθεί ξανά στο γνώριμο γαλάζιο του ωκεανού. Κι
ενώ το μυαλό του έσβηνε κι όλα αφανίζονταν, η γη, ο ουρανός, οι ιδέες και τα
όνειρα, ένα τεράστιο χαμόγελο εντυπώθηκε πάνω στο ματωμένο του πρόσωπο, καθώς
ένιωθε το παγωμένο άγγιγμα, την ψύχρα του θανάτου, την κρυάδα της ύλης να τον
κατακλύζει. Βούτηξε ελεύθερος μες την απεραντοσύνη της ανυπαρξίας, το όραμα
έσβησε κι ο Πλάτων βυθίστηκε μες το σκοτάδι!
…ΚΑΙ
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ!
Ο ήλιος ετοιμαζόταν από στιγμή σε στιγμή να προβάλλει
στον ορίζοντα. Οι πρώτες ακτίνες έδειχναν τον δρόμο, χαράζοντας με πάθος το
σκοτάδι, το οποίο φοβισμένο έτρεχε γρήγορα να κρυφτεί μακριά. Ο σκοτεινός
ουρανός βάφονταν τα χρώματα της ζωής, ένα βαθύ μπλε στην αρχή που εξοστράκιζε,
ανεβαίνοντας πίσω απ’ τα βουνά, το μαύρο της νύχτας, ακολουθούμενο από ένα
έντονο πορτοκαλί, που όλο κι επεκτείνονταν, που κυριαρχούσε σταδιακά,
γλυκαίνοντας ταυτόχρονα σε ένα απαλό κίτρινο.
Τα πλάσματα πάνω στο πρόσωπο της Γης τον καλοδεχόταν
υπνωτισμένα. Κάθε μέρα, εδώ κι εκατομμύρια χρόνια, η επαναλαμβανόμενη αυτή
διαδικασία δεν παύει να προκαλεί δέος και κατάνυξη σε ολόκληρη την πλάση, σε
κάθε ζωντανό κομμάτι ύλης.
Να, όπως εδώ, σ’
αυτήν την μικρή γωνιά του πλανήτη. Όλα τα ζώα, άνθρωποι και μη, ξυπνούσαν κι αντίκριζαν
με ασυνείδητη ικανοποίηση μια καινούρια μέρα. Οι άνθρωποι θα ξεκινούσαν τις
καθημερινές τους ασχολίες, δουλεία,
σχολείο, νοικοκυριό, ενώ τα υπόλοιπα ζώα θα ριχνόταν στην μάχη της επιβίωσης,
χωρίς έγνοιες άλλες από αυτές που τους υπαγορεύουν τα ένστικτά τους.
Στην ξακουστή λίμνη, τα υδρόβια πουλιά θα άφηναν τις κρυψώνες
όπου έχτιζαν τις φωλιές τους σε αναζήτηση τροφής. Οι φωλιές τους εκτείνονταν
κυρίως μέσα στα καλάμια, πολλά από τα οποία βρίσκονταν γύρω από το νησάκι, την
μικρή λωρίδα γης, καταπράσινο έργο της φύσης στην μια μεριά, πετρόχτιστο
κατασκεύασμα του ανθρώπου στην άλλη, που κοσμεί την λίμνη. Και χωρίς να το
ξέρουν, οι νερόκοτες, οι πάπιες και τα άλλα πουλιά είναι κι αυτά κάτοικοι του διάσημου νησιού,
όπου κάποτε ο τρομερός, αιμοσταγής και θρυλικός Αλή Πασάς είχε το εξοχικό του και
των γλυκών νερών όπου αυτοκτόνησε η ερωμένη του, η Κυρά Φροσύνη.
Κι ενώ σε λίγο ο ήλιος θα ζέσταινε με το γλυκό του και
φιλόξενο φως τα πάντα στο διάβα του, το ξημέρωμα υποδέχτηκε την πόλη με δροσιά
και ψύχρα, χάρη στην υγρασία της λίμνης και το σκοτάδι της νύχτας. Η υγρασία
τρυπώνει παντού, ταξιδεύει αδιάκοπα, μεταφέροντας σταγονίδια νερού, τα οποία
κατακάθονται απρόσκλητα τριγύρω και με την συνεργασία του σκοταδιού ψυχραίνουν
τους οικοδεσπότες τους, την πράσινη γη, τα άψυχα αντικείμενα, τα ανθρώπινα
κορμιά, ακόμη και τις ψυχές, που κατοικούν μέσα τους.
Έτσι, κι ο νέος ένιωσε μια απίστευτη ψύχρα, την
υγρασία που τον σκέπαζε, που του πάγωσε την ψυχή. Ένιωθε πως είχε γίνει ένα με
την σκοτεινιά. Αισθανόταν ότι άπλωνε το παγωμένο απειλητικό της χέρι και τον χάιδευε
στην πλάτη. Λίγο ακόμη να αφήνονταν στα χάδια της και θα τον κυρίευε μετατρέποντας
τον σε ένα νεκρό γλυπτό από πάγο. Ο φόβος όρμησε στην επιφάνεια κι επέδρασε
άμεσα στον τρομαγμένο του εγκέφαλο, που πάσχισε να αντιδράσει.
Σκοτάδι και κρύο τον αγκάλιαζαν σφιχτά. Κείτονταν σε
ένα σκληρό μεταλλικό στρώμα, που τρύπαγε με χιλιάδες παγωμένα καρφιά την
σπονδυλική του στήλη. Που ήταν; Τι είχε συμβεί; Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν
ήταν… Τρομοκρατήθηκε κι η απόγνωση ούρλιαξε μέσα του. Άνοιξε τα μάτια του
έντρομος. Τα είχε καταφέρει; Οι αναμνήσεις έσκασαν ορμητικά στην συνείδησή του,
σαν βίαιο κύμα στην ανύποπτη παραλία.
-Νεφέληηηηηηηηηηη, ούρλιαξε με τρόμο μέχρι που τα
πνευμόνια του άδειασαν από αέρα.
Οι σπηλιές των ματιών του φωτίστηκαν καθώς τα βλέφαρά
του τραβούσαν τις κουρτίνες τους και είδε τον γαλάζιο ουρανό να τον καλωσορίζει,
ενώ έπαιρνε μια βαθιά και παρατεταμένη ανάσα. Ένιωσε το σκληρό μέταλλο, πάνω
στο οποίο είχε περάσει την νύχτα. Και τότε κατάλαβε. Σήκωσε βιαστικά και με
κόπο την πονεμένη του πλάτη και το είδωλο της πόλης του σχηματίστηκε στον
καθρέφτη του μυαλού του. Αντίκριζε την αγουροξυπνημένη πόλη από ψηλά και τα
μάτια του θόλωσαν με μιας, γέμισαν καυτά δάκρυα.
Τα δάκρυα κύλησαν αργά πάνω στο ανέκφραστο πρόσωπο,
που έβλεπε συντετριμμένο μια εικόνα, την αγαπημένη του εικόνα, που δεν πίστευε
ότι θα ξανάβλεπε ποτέ. Τι παράξενο πρωινό αλήθεια, γεμάτο θλίψη. Ποιες σκιές
φεύγουν; Ποια μυστήρια έλαβαν χώρα;
Ήταν ζωντανός
λοιπόν! Ύστερα τον πήραν τα κλάματα. Ήταν ζωντανός κι έκλαιγε με λυγμούς. Μες
την παραζάλη του έχασε την ισορροπία του, ένιωθε μια απελπιστική απόγνωση να
τον κυριεύει κι έπεσε απ’ το καπό του αυτοκινήτου του στο χώμα. Προσγειώθηκε άτσαλα
με τα χέρια και τα γόνατα πάνω στα
μυτερά χαλίκια. Σαν σε όνειρο ένιωσε μια γλυκιά σουβλιά στο αριστερό του χέρι. Σύρθηκε
αργά και στηρίχθηκε με την πλάτη πάνω στην ρόδα, σκουπίζοντας τα πλημμυρισμένα του μάτια.
Οι λυγμοί συνεχίζονταν αδιάκοπα, σπαραχτικοί, ενώ
ταυτόχρονα έκανε προσπάθειες να δει το χέρι του. Κοίταξε την πληγωμένη του
παλάμη και είδε το αίμα να κυλάει από μια φρέσκια πληγή ακριβώς στο κέντρο. Ένα
πετραδάκι ήταν καρφωμένο κι έμοιαζε αναποφάσιστο, να εισχωρήσει ολόκληρο ή όχι.
Το έπιασε με το δεξί του χέρι και το έβγαλε απότομα παρατηρώντας το απορημένος.
Μια δεύτερη σουβλιά, δυνατότερη από την πρώτη διαπέρασε σαν καυτό σπαθί το χέρι
του.
Σήκωσε τα δυο του χέρια μπρος τα θολά του μάτια. Είδε
το αίμα που γλίστραγε αργά από την πληγή, σχηματίζοντας κόκκινα ρυάκια. Είδε
τις χαρακτηριστικές γραμμές στις παλάμες, διέκρινε τις γαλάζιες φλέβες να
ταξιδεύουν κάτω απ’ το δέρμα του. Παρατήρησε τις φάλαγγες των δαχτύλων του, τα
τριχάκια που έντυναν την εξωτερική τους πλευρά, τους τένοντες που συνέχιζαν
προς τον καρπό. Δύο τέλεια εργαλεία. Δυο χέρια ανθρώπινα, υπερβολικά ανθρώπινα!
Έψαξε μάταια πάνω στα χέρια του και μες την ψυχή του
να βρει την Δύναμη, αυτήν που νόμιζε ότι κατείχε μόνο αυτός απ’ όλους τους
ανθρώπους. Πίεσε τον εαυτό του μέχρι που οι φλέβες κόντεψαν να δραπετεύσουν απ’
τον λαιμό του και έμεινε ξέπνοος και νικημένος. Τίποτα! Καμιά αλλαγή, τα ανθρώπινα
χέρια του παρέμειναν ανθρώπινα. Αγκάλιασε τον εαυτό του με τα χέρια όλου του
κόσμου και αφέθηκε πάλι στους λυγμούς. Θα νόμιζε κανείς ότι ο νέος έκλαιγε από
ευτυχία. Αν μη τι άλλο ήταν ζωντανός. Ίσως αυτό θα έκαναν οι περισσότεροι, όχι
όμως αυτός ο νέος. Αυτός, φίλοι μου, έκλαιγε από δυστυχία!
Πέθανε στον ύπνο του, μέσα σε ένα όνειρο, σε μια
ανεκπλήρωτη ευχή, σε έναν καλύτερο κόσμο, όπου πέτυχε τα πάντα, υπήρξε ανώτερος
από Καίσαρες και Μεγαλέξανδρους, από κάθε ένδοξο στρατηλάτη, αλλά και φιλόσοφος
μαζί! Και ξύπνησε ξανά, ζωντανός, στον κόσμο μας. Αυτόν τον άδικο, μικρό και
τιποτένιο κόσμο μας, όπου όλα και όλοι πάνε κατά διαόλου. Τον κόσμο όπου
κυριαρχεί η θεοποίηση της ύλης, της αναζήτησης του άλογου κέρδους και της πρόσκαιρης
ανθρώπινης φιλοδοξίας. Τον ίδιο κόσμο που καλλιεργεί πολίτες απορροφημένους
μόνο στην κατανάλωση και την απόλαυση της στιγμής, άτομα αδιάφορα για τα κοινά!
Κι αυτός; Αυτός
ένιωθε τόσο ανήμπορος να αντιδράσει, να το αλλάξει, που νόμιζε ότι το ίδιο του
το αίσθημα θα τον έπνιγε χωρίς οίκτο. Αισθάνθηκε σαν το μικρότερο μόριο της
ζωής, ένα ασήμαντο μικρόβιο ανίκανο να επιδράσει στον μακρόκοσμο, κλεισμένο για
πάντα ερμητικά στον μικρόκοσμό του, σε μια γυάλα για χρυσόψαρα. Τον είχαν
συντρίψει κι αυτόν λοιπόν;
Σφούγγισε τα μάτια του κι όμως τα δάκρυα αρνούνταν να
στερέψουν. Μέχρι που μια σκέψη τον επισκέφθηκε. Ήταν ακάλεστη, αλλά όπως κάθε
σκέψη ευπρόσδεκτη. Την συλλογίστηκε με απορία κι ένα αμυδρό ενδιαφέρον.
«Κι αν ένα
μικρόβιο μπορεί να κάνει την διαφορά; Όπως ένας θανατηφόρος ιός της γρίπης για παράδειγμα. Μια καινούρια
μορφή εμφανίζεται εντελώς τυχαία από το πουθενά κι έχει την δύναμη να αλλάξει αιώνια
τον κόσμο των ανθρώπων. Τους αναγκάζει να πάρουν μέτρα, να ψαχτούν, να μην εφησυχάζουν!
Αυξάνει τις γνώσεις τους και τους δίνει εφόδια για να πολεμήσουν καλύτερα στο
μέλλον. Γιατί; Μα διότι ο κίνδυνος είναι ενιαίος, απειλεί τους πάντες, απειλεί
τον ανθρώπινο πολιτισμό! Προκαλεί την συσπείρωση, την ένωση των δυνάμεων. Μόνο
τότε, απέναντι στον κίνδυνο, οι άνθρωποι ενώνονται, ξεχνάνε πάθη και διαφορές
και γίνονται ένα»
-Ωραία. Κι εγώ; Τι πρέπει να κάνω εγώ, αναρωτήθηκε
χαμηλόφωνα και με παράπονο, με μοναδικό ακροατή το πρωινό αεράκι.
Και τότε κατάλαβε. Η αφύπνιση ήταν απότομη και τον ζάλισε. Του φάνηκε τόσο απλό, που σχεδόν
νευρίασε με τον εαυτό του που δεν το είχε συνειδητοποιήσει νωρίτερα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν μπορούσε να
κάνει και πολλά. Ήταν μόνος του απέναντι σε όλο τον κόσμο. Ή μήπως όχι. Ο ιός
της γρίπης για παράδειγμα μας απειλεί για έναν απλό λόγο. Γιατί καταφέρνει και
αναπαράγεται μέσα σε καθέναν από εμάς. Έτσι, εκατομμύρια αντίγραφα του
κυκλοφορούν μολύνοντας μας. Αντίγραφα
που έχουν μόνο έναν σκοπό γραμμένο στα γονίδιά τους. Την επιβίωση!
Το ίδιο λοιπόν θα έκανε κι αυτός. Μια ανεξάντλητη πηγή
χαράς μόλις ανακαλύφθηκε μέσα του και άρχισε να ρέει ακατάπαυστα. Σηκώθηκε και
μια υποψία χαμόγελου τρεμόπαιξε στα χείλη του. Μα πως δεν το είχε
συνειδητοποιήσει τόσο καιρό; Ήταν τόσο απορροφημένος από την ενασχόληση του με
την επιστήμη του που είχε ξεχάσει τι είναι το πιο σημαντικό. Όσο πλαταίνει ο
νους, τόσο στενεύει η καρδιά, λέει ένας σοφός. Κι αυτός, δυστυχώς, όπως οι
περισσότεροι άνθρωποι της γνώσης, το είχε επιτρέψει. Κλεισμένος ερμητικά στον
πύργο του από πλεξιγκλάς, ασχολούνταν περισσότερο απ’ ότι έπρεπε με την
επιστήμη του και τις νεκρές, άυλες σκέψεις, αντί να κάνει το αυτονόητο. Να
ασχοληθεί με τα κοινά!
Να τριφτεί με τους ανθρώπους, να σκύψει χαμηλά και να
τους ακούσει. Σαν ανθρώπινος ιός κι αυτός να τους μολύνει με τις ιδέες του και
να αφυπνίσει τις συνειδήσεις τους για την ενιαία κι αδιαίρετη μοίρα του είδους
μας και του πλανήτη μες την συμπαντική πραγματικότητα. Να ανάψει την θεϊκή
σπίθα της νόησης στους εγκεφάλους τους και να ξυπνήσει έτσι την κοιμισμένη τους
αντίληψη, που τους κρατά αιώνια παγιδευμένους μες την ονειρική φυλακή του
μυαλού τους. Να καταλάβουν επιτέλους ότι ζούμε σε έναν υπέροχο κόσμο, που δεν
αποτελείται μόνο από τα χρώματα, τις γεύσεις και τα αρώματα που
αντιλαμβανόμαστε, αλλά ότι αποτελεί αυτό μόνο μια ψευδαίσθηση των αντιλήψεών
μας κι ήρθε επιτέλους ο καιρός να σπάσουμε τα δεσμά μας. Κι έτσι σιγά σιγά, να
δημιουργηθούν κι άλλοι σαν κι αυτόν, ανεξάρτητα αντίγραφα με τις δικές τους
ιδιαιτερότητες. Τότε δεν θα ήταν μόνος του, αλλά θα είχε δίπλα του έναν τεράστιο
στρατό από συμμάχους, ανθρώπους που μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες και του
ίδιους φόβους, που δεν ενστερνιζόταν όμως μια μοιρολατρική στάση για την ζωή.
Κατανοούσε βαθιά μέσα του ότι δεν υπάρχει σχέδιο για
τον κόσμο μας, δεν υπάρχουν θεοί για να μας πάρουν απ’ το χέρι παρά μόνο στα
βιβλία που γράφει η εξουσία και στην φαντασία φοβισμένων πιθήκων. Ο άνθρωπος
και η δράση του είναι το μοναδικό κριτήριο για το που θα πάει αυτός ο κόσμος
της ανθρώπινης φυλής. Δεν έχει την δύναμη να τα βάλλει με τις ασύλληπτες
δυνάμεις της Φύσης, μπορεί όμως μέσω της κατάκτησης της γνώσης να τις εκμεταλλευτεί
και να τις προβλέψει. Δεν μπορούμε να γλυτώσουμε απ’ τον θάνατο ή το χάος που
μας περιβάλλει κι ούτε βεβαίως να αποτρέψουμε την καταστροφή του ζωογόνου ήλιου
μας σε κάποια δισεκατομμύρια χρόνια, οφείλουμε όμως στους εαυτούς μας και τις
επόμενες γενιές τουλάχιστον να προσπαθήσουμε και παράλληλα να κοιτάξουμε πέρα
απ’ τα ορατά. Και προσπαθώντας να δούμε
τα αόρατα, αυτά που η αισθήσεις μας μας απαγορεύουν, να δημιουργήσουμε κάτι
μοναδικό, να αντισταθούμε με σθένος στο χάος που κατατρώει την αρμονία και να
υπερβούμε στο τέλος την ίδια την ύπαρξη. Είτε νικητές, είτε ηττημένοι! Πρώτα απ’
όλα πάνω στην Γη κι αύριο ίσως σε κάποιον άλλο πλανήτη, πιο μακριά, πιο βαθιά
μέσα στο σύμπαν, κοντύτερα στα όρια της
φαντασίας μας!
Καθένας από εμάς μπορεί να κάνει την διαφορά, αρκεί να
αντιληφθεί ότι δεν είναι μόνος του!
«Ω, ναι,
φίλοι μου, είμαστε πολύ και είναι καιρός να ενωθούμε!», σκέφτηκε με μια μικροσκοπική ελπίδα να γεννιέται μέσα
του. Το ότι είχε ονειρευτεί το ασύλληπτο, σχεδόν βλέποντάς το μπροστά του, το
θεώρησε σαν έναν θρίαμβο του πνεύματός του. Το ότι δεν το κατόρθωσε στα αλήθεια
τον πόναγε τρομερά. Κι όμως ένοιωθε τώρα την καρδιά του να μουγκρίζει, ένοιωθε
σαν να πεινούσε!
Σκέφτηκε ότι μια παγκόσμια μάχη ήταν σε εξέλιξη. Η
μάχη για τον δρόμο που θα ακολουθήσουμε σαν είδος. Προς το παρόν, τα εγωιστικά
γονίδια κερδίζουν αυτήν την μάχη. Λίγοι ανθρωποπίθηκοι εξουσιάζουν τον
πολιτισμό μας, μες την ανικανότητα και την απόλυτη τύφλα τους να δουν το
μέλλον, όπου η εξέλιξη θέλει τον αλτρουισμό σαν την κυρίαρχη δύναμη ενός
είδους, που έχει αντιληφθεί πολύ καλά ότι η εποχή της ατομικής επιβίωσης έχει
παρέλθει προ πολλού και έχουμε ήδη εισέλθει στην εποχή της επιβίωσης του
είδους, αν όχι της ζωής ως όλον. Και σε μια τέτοια εποχή, κάθε ανθρώπινη ζωή
μετράει και μάλιστα απείρως περισσότερο από τις φαιδρές απολαύσεις της
υπερκατανάλωσης των υλικών αγαθών. Έχουμε χρέος να ανέβουμε το βουνό της
εξέλιξης χωρίς σταματημό ή πισωγύρισμα. Πριν το υπέροχο άνθος της ζωής μαραθεί
αργά κι ανεπίστρεπτα από την λαίμαργη κατανάλωση του γλυκού του νέκταρ!
«Πως μπορούν
να οδηγάνε τα πανάκριβα σπορ αυτοκίνητά τους και δίπλα τους παιδιά να ζητιανεύουν
στα πεζοδρόμια; Πως δέχονται να έχουν δεκάδες σπίτια πολυτελείας σε όλο τον
πλανήτη, όταν οικογένειες ζουν σε πλινθόκτιστες καλύβες Πως δέχονται να βλέπουν
τα παιδιά των ανθρώπων να πεθαίνουν;» αναρωτήθηκε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο για την
επιστροφή.
Έκανε όπισθεν και βγήκε στον φιδίσιο δρόμο αρχίζοντας
την κατάβαση προς την πόλη. Οδηγούσε
αργά, μηχανικά κι ο νους του επεξεργαζόταν τις απλές του σκέψεις. Κατανoούσε πλέον ότι ο εφησυχασμός είναι ο χειρότερος
εχθρός. Αυτός κι ο φόβος. Τον τελευταίο αιώνα το ανθρώπινο είδος βρισκόταν σε
ομηρία. Βρισκόταν σε μια κατάσταση αποκτηνοποίησης, οπισθοδρομώντας κατά
χιλιάδες χρόνια πίσω στην διαδικασία της εξέλιξης. Ένας πολιτισμός απολαύσεων
και πρωτόγονων ενστίκτων είχε κυριαρχήσει. Οι άνθρωποι εφησυχασμένοι ζούσαν τις
ζωές τους παλεύοντας για την επιβίωσή τους, κάτι το οποίο η ευφυΐα λίγων από εμάς
είχε ήδη λύσει. Κι όμως είχε χτιστεί ένα σύστημα που το κρατούσε κρυφό από τους
περισσότερους και όσους τολμούσαν να το φανερώσουν τους εξόντωνε με απάνθρωπο
μίσος.
Τα εγωιστικά τέρατα απαιτούσαν την απόλυτη κυριαρχία
για χάρη τους. Σαν κακοήθης καρκίνος είχαν μολύνει τις ψυχές των ανθρώπων με
τον φόβο της θρησκείας κι αυτόν του θανάτου από πείνα. Αν όλοι οι άνθρωποι
γνώριζαν ότι η φυσική τους επιβίωση είναι εξασφαλισμένη, τότε αυτοί θα έχαναν
την εξουσία μες απ’ τα χέρια τους, θα ήταν σαν όλους τους υπόλοιπους, κοινοί
θνητοί, ίσοι ανάμεσα σε ίσους. Θέλουν όμως να αισθάνονται θεοί ανάμεσα σε
ανθρώπους. Είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου αυτό να αλλάξει. Ο νέος
συνειδητοποίησε ότι μέσα από την καθημερινή δράση, ακόμα και μ’ αυτήν την
μοναδική μας ψήφο και πριν προλάβουν να την καταργήσουν, μπορούμε να
κατεβάσουμε στο ύψος που τους αξίζει, μες τα τάρταρα, τα ανθρωπάκια που μας
κυβερνάνε και να ανυψώσουμε ψηλά, τους λίγους κι εκλεκτούς που ενδιαφέρονται
για όλους μας, αυτούς που λένε λόγια απλά, αλήθειες αιώνιες, που έχουν
καταντήσει ιστορίες φαντασίας στα ανίδεα μυαλά! Ελευθερία, δικαιοσύνη, ισότητα!
Ίσως αυτοί είναι ο καθένας από εσάς και σίγουρα περπατούν ανάμεσα μας.
Είδε τότε κι ενώ οι ακτίνες του ήλιου τύφλωναν τα
πρησμένα από το κλάμα μάτια του, με την ελπίδα να γιγαντώνεται απροσδόκητα μέσα
του και την πείνα του να γίνεται ακόρεστη, μια θολή εικόνα μπροστά του. Κάποιος
βρισκόταν στην μέση του δρόμου λίγο παρακάτω. Έκοψε ταχύτητα και καθώς
πλησίαζε, ένα τρυφερό κι αόρατο χάδι, η γλυκιά ανάμνηση μιας περασμένης ζωής,
άγγιξε το μυαλό του. Διέκρινε ένα κορίτσι να κάνει ωτοστόπ, καθώς μαζεύονταν
στην άκρη του δρόμου. Τα μακριά μελαχρινά της μαλλιά φωτίζονταν απ΄ τις πρωινές
ακτίνες και το γνώριμο πρόσωπό της έλαμπε σε ένα τεράστιο χαμόγελο. Κοιτούσε με
ελπίδα και χωρίς φόβο τον ξένο που την πλησίαζε.
Και τότε ένα υπέρλαμπρο φως πλημμύρισε το μυαλό του,
καθώς ο Πλάτων κατάλαβε. Η τρομερή Σκιά ήταν ο ίσκιος ενός ονείρου. Ήταν μια
σκιά του κόσμου των ιδεών κι εξέφραζε τον πόθο και την ηδονή για τον ιδανικό
πολιτισμό, έναν πολιτισμό με αγάπη για το περιβάλλον και τον άνθρωπο, χωρίς τον
οίκτο να διαστρεβλώνει τις έννοιες της αλληλοβοήθειας και του αλτρουισμού, με
αίσθημα ισχυρό του δικαίου να απαιτεί την ισότητα για κάθε ανθρώπινο ον που
έχει την τύχη να γεννηθεί πάνω στην γη, με τεχνολογική υπεροχή που σκοπεύει
στην αφθονία και την ευημερία των ανθρώπων και όχι στο τιποτένιο κι άλογο
κέρδος!
Βρήκε εκείνη την στιγμή το όπλο του. Θα κινούσε για
πόλεμο με μοναδικό του όπλο την αγάπη. Αγάπη κι όχι οίκτος λοιπόν! Η αγάπη θα
τον βοηθούσε να σπάσει για πάντα τις αλυσίδες που κρατούσαν δέσμια την καρδιά
του, απομονωμένη στο κάστρο του εγωισμού και του φόβου. Θα αγαπούσε το κορίτσι
αυτό και μαζί του όλο τον κόσμο. Η αγάπη θα του έδινε την δύναμη που χρειαζόταν
να πολεμήσει για τον παράδεισο στην γη και όχι σε κάποιο παραμυθένιο
μεταθάνατον μέρος. Αγάπη για τον εαυτό μας και τον συνάνθρωπο μας. Αγάπη
σήμερα, εδώ και τώρα, πάνω στο πανέμορφο σπίτι της ζωής. Η αγάπη απαιτεί την
κατανόηση ότι πρέπει να δρούμε πέρα απ’ το καλό και το κακό. Η αγάπη αυτή
απαιτεί δράση κι εγρήγορση, απαιτεί να πάρουμε απ’ το χέρι τον Θεό της αγάπης,
να τον στολίσουμε ευλαβικά με την αστραφτερή του πανοπλία και το κοφτερό του
σπαθί και να τον αμολήσουμε στην κοινωνία μας. Όσοι πεθαίνουν απ’ το σπαθί του,
είναι απλοί νεκροί, παράπλευρες απώλειες ενός είδους υπό εξαφάνιση. Όσοι όμως πεθαίνουν
για χάρη του, είναι ήρωες, σταλμένοι από το μέλλον!
Το κορίτσι με τα μελαχρινά μαλλιά, με το γνώριμο
πρόσωπο και το φωτεινό χαμόγελο, μπήκε στο αυτοκίνητο. Χαμογελώντας ολόκληροι
κι οι δυο τους ξεκίνησαν για την πόλη και την συνάντηση με το πολύχρωμο μέλλον
τους! Κι αν θα λέγαμε ότι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα θα λέγαμε σίγουρα
ψέματα, γιατί ένας πόλεμος των ειδών, του ανθρωποπίθηκου, του φόβου και της
άγνοιας, και του υπεράνθρωπου, της αγάπης και της γνώσης, ήταν προ των πυλών
και μια επική μάχη θα διαδραματιζόταν σύντομα.
Τα τύμπανα του πολέμου ηχούσαν βροντερά πάνω στην Γη. Ίσως ήταν ο
τελευταίος πόλεμος των ανθρώπων, ίσως όχι.
Κι όμως, μέσα σ’αυτό το αμέτρητο σύμπαν, όπου
διαδραματίζοταν η
περιπέτειά του ο Πλάτων μόνο αυτό μπορούσε να δει καθαρά, θα έψαχνε να βρει τον
δρόμο του ανάμεσα στα ερείπια της ύπαρξης και της πραγματικότητας, κρατώντας
την συνείδησή του άγρυπνη ως την συντέλεια!
-Εσύ;